ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ:
Ἰωάν. θ΄ 1-38
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ:
Πράξ. ις΄ 16-34
1. Η ΔΕΙΛΙΑ ΤΩΝ
ΓΟΝΕΩΝ
Κάποιο
Σάββατο ὁ Κύριος στὴν Ἱερουσαλὴμ συνάντησε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε γεννηθεῖ
τυφλός. Καὶ ἀφοῦ ἔφτιαξε πηλὸ μὲ τὸ σάλιο του, ἔχρισε μὲ τὸν πηλὸ τὰ μάτια τοῦ
τυφλοῦ. Δοκιμάζοντας ὅμως τὴν πίστη του, δὲν τὸν θεράπευσε ἀμέσως, ἀλλὰ τοῦ εἶπε:
«Πήγαινε, νίψου στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ». Κι ὁ τυφλὸς ὑπάκουσε ἀμέσως. Καὶ τὸ
θαῦμα ἔγινε! Ὅσοι ὅμως τὸν ἔβλεπαν κατόπιν ὑγιή, ἀποροῦσαν: «Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ
τυφλὸς ποὺ ζητιάνευε;» Ἄλλοι ἔλεγαν «αὐτὸς εἶναι», ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν «εἶναι
κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει». Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς διαβεβαίωνε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος. Κι αὐτοὶ
ἔκπληκτοι ἀποροῦσαν: «Πῶς θεραπεύθηκαν τὰ μάτια σου;» Κι ἐκεῖνος μὲ θάρρος ἐξηγοῦσε
πῶς ἔγινε τὸ θαῦμα.
Κι
ὅταν κατόπιν τὸν ὁδήγησαν στοὺς Φαρισαίους, ἄρχισε μία νέα ἀνάκριση: «Πῶς βρῆκες
τὸ φῶς σου;» Κι ἐνῶ ἐκεῖνος τοὺς ἐξήγησε, οἱ Φαρισαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ τὸ παραδεχθοῦν.
Κάποιοι μάλιστα ἔλεγαν γιὰ τὸν Κύριο: «Αὐτὸς δὲν εἶναι ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ,
διότι δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου». Ἄλλοι ὅμως ἀντα-παντοῦσαν: «Πῶς εἶναι
δυνατὸν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς νὰ κάνει τέτοια μεγάλα θαύματα;» Κι ἄρχισαν
πάλι νὰ ἐξετάζουν τὸν τυφλό: «Ἐσὺ τί λὲς γι’ αὐτόν;» Κι αὐτὸς τοὺς εἶπε: «Ἐγὼ
λέω ὅτι εἶναι προφήτης».