Ὁ προφήτης καὶ βασιλιὰς Δαβὶδ προσεύχεται στὸν τέταρτο Ψαλμὸ λέγοντας: «Ἐν τῷ ἐπικαλεῖσθαί με εἰσήκουσάς μου, ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης μου· ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με» (δ΄ 2). Ὅσες φορὲς Σὲ ἐπικαλέσθηκα, ἄκουσες εὐνοϊκὰ
τὴν προσευχή μου, Θεέ μου, Ἐσὺ ποὺ ἀποδίδεις δικαιοσύνη καὶ προστατεύεις τὸ
δίκιο μου. Ὅταν βρέθηκα μέσα σὲ θλίψη καὶ στενοχώρια, μὲ παρηγόρησες χαρίζοντας
ἀνακούφιση στὴν πιεσμένη καρδιά μου.
«Τοῦτον τὸν λόγον», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «λέγει ὁ
Δαβίδ, διὰ νὰ δείξη ὅτι ἡ μὲν χαρὰ πλατύνει τὴν καρδίαν, ἡ δὲ θλίψις τὴν
στενοχωρεῖ. Ἐμένα ὅμως, λέγει, εἰς τὸν καιρὸν τῆς θλίψεως καὶ λύπης ἐπλάτυνας,
Κύριε· καὶ τόσον πολλὰ μεγαλόψυχον μὲ ἔκαμες, ὥστε ὁποὺ καὶ νὰ παραγγέλλω εἰς
τοὺς στρατιώτας μου νὰ μὴ θανατώσουν τὸν πατραλοίαν (πατροκτόνον) υἱόν μου.
ʻʻΦείσασθαι τοῦ παιδαρίου τοῦ Ἀβεσσαλώμʼʼ» (Β΄ Βασ. ιη΄ [18] 5). Στὴν πιὸ
μεγάλη μου θλίψη, τότε ποὺ ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά μου, ὁ Ἀβεσσαλώμ, ἐπαναστάτησε γιὰ
νὰ μὲ φονεύσει καὶ νὰ καταλάβει τὸν βασιλικὸ θρόνο, σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ ἄκουσες
τὴν προσευχή μου καὶ μοῦ χάρισες πλατυσμὸ καὶ μέσα στὴ θλίψη μου.
«Οὐκ εἶπε· ʻʻπαρήγαγες τὰς θλίψειςʼʼ, οὐδέ, ʻʻἀνεῖλες τοὺς πειρασμούςʼʼ, ἀλλʼ ἀφῆκας ἑστάναι καὶ ʻʻἐπλάτυνάς μεʼʼ, σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Δὲν εἶπε: «Ἀφαίρεσες τὶς θλίψεις», οὔτε
«ἔδιωξες τοὺς πειρασμούς», ἀλλὰ τὶς ἄφησες νὰ ὑπάρχουν καὶ «μὲ παρηγόρησες»
(ΕΠΕ 5, 130). Παρόλο ποὺ πονοῦσα καὶ ὑπέφερα, δὲν αἰσθανόμουν ἀπελπισία. Διότι Ἐσύ,
Θεέ μου, μὲ λύτρωσες ἀπὸ τὴ στενοχώρια καὶ τὴ δυσφορία καὶ δημιούργησες στὸ ἐσωτερικό
μου ἄνεση καὶ εὐρυχωρία, γιὰ νὰ ἀντέξω τὴ συμφορά μου.