Γιατί;
Γιατί; Γιατί;
Γιατί τόν Λουκᾶ δέν τόν γνωρίζουμε ὡς συνεργάτη καί συνέκδημο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅπως ἱστορικές μαρτυρίες τόν παρουσιάζουν, καί τόν πιστεύουμε ὡς... ζωγράφο, ἄποψι στηριγμένη σέ ἀνύπαρκτη παράδοσι; Γιατί ἐπιμένουμε νά περιφρονοῦμε τό ἅγιο Εὐαγγέλιό του καί νά μή γνωρίζουμε οὔτε πόσα κεφάλαια ἔχει, καί χάσκουμε μπροστά σέ φανταστικές ἱστορίες; Γιατί δέν ἀσχολούμεθα μέ τά τρία μεγάλα χαρακτηριστικά τοῦ Λουκᾶ, μέ τό ὅτι εἷναι ὁ εὐαγγελιστής πού μᾶς «ζωγραφίζει» ὅλες τίς παραβολές τοῦ Κυρίου; Γιατί δέν μᾶς ἐντυπωσιάζει ὅτι εἷναι ὁ εὐαγγελιστής τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καί ὁ ἀποτυπώσας τόν ὑπέροχο ὕμνο τῆς Παναγίας, τό «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόνΚύριον...»; Γιατί δέν θαυμάζουμε, ὅτι οὐσιαστικά εἶναι ὁ εὐαγγελιστής τῶν Χριστουγέννων, ἀφοῦ αὐτός ζωγραφίζει τούς ποιμένες καί τούς ἀγγέλους τοῦ «Δόξα ἐν ὑψίστοις»; Γιατί δέν μᾶς συγκινεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Λουκᾶ στόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο καί ἡ ἀφοσίωσίς του μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ του;
Γιατί τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά, τά Καινοδιαθηκικά, τά
θεόπνευστα, τά σωτηριώδη, μέ παρουσιαστή τόν Λουκᾶ δέν μᾶς εντυπωσιάζουν, καί
τό μόνο πού πιπιλίζουμε εἶναι τό ἀπίθανο;
Ποιά μαρτυρία ἔχουμε, ὅτι ὁ Λουκᾶς ἦταν ζωγράφος;
Ἄν κάτι τέτοιο ἦταν γεγονός καί ἄν ὄντως ζωγράφισε εἰκόνες τῆς Θεοτόκου, κανείς
ἀπό τούς Πατέρες τῶν ἑπτά πρώτων αἰώνων δέν θά τό ἤξερε καί δέν θά τό σημείωνε;
Καί λέμε τῶν ἑπτά πρώτων αἰώνων, διότι ἡ ἐμφάνισις καί ἡ ἱστορία καί ἡ διαμάχη
γιά τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πρωτίστως καί γιά τίς εἰκόνες τῶν ἁγίων καί
τῆς Θεοτόκου δευτερευόντως ἔχουν τήν ἀρχή τούς τόν 7ο αἰῶνα.
Γιατί, σώνει καί καλά, τόν ἰατρό τῆς Καινῆς
Διαθήκης νά τόν κάναμε ἁγιογράφο κάποιας φανταστικῆς διηγήσεως; Γιατί ἀπό
γραφίδα τοῦ βάλαμε στό χέρι πινέλο; Γιατί προκειμένου νά υπερεκτιμήσουμε μία
εἰκόνα τήν παραπέμπουμε ἀνιστόρητα σέ ἀνύπαρκτο ἁγιογραφεῖο τοῦ 1ου αἰῶνα; Γιά
νά λάβη τό σφράγισμα τῆς κυκλοφορίας καί ἐμπορευματικότητας; Γιατί τέτοιες παραχαράξεις
τῆς Ἀληθείας;
Γιατί μία ἤ δύο ἤ καί... ἑβδομήντα εἰκόνες τῆς
Παναγίας τίς θεωροῦμε ὡς κατασκευασμένες στό ἀνύπαρκτο βέβαια ἀτελιέ τοῦ Λουκά,
πού ήταν μόνο ὅσα τό Ἅγιο Πνεῦμα δωρήματα τοῦ χάρισε, δηλαδή, ἀπόστολος,
εὐαγγελιστής, συνέκδημος τοῦ Παύλου, ἰατρός, παρουσιαστής τοῦ Εὐαγγελισμοῦ,
λογοτέχνης τῶν θείων Παραβολῶν;
Γιατί τό πρωτεῦον καί θεόπνευστο τό περιφρονοῦμε,
δηλαδή τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, καί πιστεύουμε μυθώδεις φαντασίες; Δέν
μᾶς ἀρκεῖ, λοιπόν, τό Εὐαγγέλιο; Δέν μᾶς ἀρκεῖ ὁ Χριστός τοῦ Εὐαγγελίου; Δέν
μᾷς ἀρκοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού ἐξηγούν τό Ευαγγέλιο; Δέν μᾶς ἀρκεῖ ἡ
Ἐκκλησία, πού δέν ἔχει στίς ἱστορικές της παραδόσεις λαϊκά παραμύθια;
• Γιατί τό
μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅπως ὁ Θεολόγος καί Εὐαγγελιστής
Ἰωάννης παρουσιάζει στό πρῶτο κυρίως κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του καί ὁ Παῦλος
ἐξυμνεῖ στήν πρός Κολοσσαεῖς κυρίως ἐπιστολή, γιατί αὐτό τό ὑπερφυέστατο
μυστήριο τῆς σωτηρίας μας δέν μᾶς συγκλονίζει, ἀλλά ζητᾶμε δείγματα στά ἄχυρα
τῆς φάτνης;
Γιατί ἡ προσκύνησις τῶν Μάγων ἐξ Ἀνατολῶν δέν μᾶς εντυπωσιάζει,
καί τό μόνο σχετικό πού προσέχουμε καί προστρέχουμε εἶναι τά κατάλοιπα τῶν
δώρων τῶν Μάγων. Μᾶς μαγεύουν τά ὑλικά δῶρα, πού σᾶν μαῦρα κομματάκια,
λένε ὅτι ὑπάρχουν, καί δέν μᾶς συγκινεῖ ὁ Μεγάλος Δωρητής τῆς Ἀγάπης, ὁ
Δωρητής τοῦ Αἵματος τῆς σωτηρίας, Ἐκεῖνος πού «ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωήν τήν
αἰώνιον»;
• Γιατί; Γιατί, σώνει καί καλά, πρέπει ν’
ἀναποδογυρίζουμε τήν πραγματικότητα; Γιατί, ἐνῶ ξέρουμε ὅτι Τίμια Δῶρα ὀνομάζονται
μόνο τό Ἄχραντο Σῶμα καί τό Τίμιο Αἷμα τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ, ἐμεῖς τρέχουμε
καί προσκυνοῦμε ὡς «τίμια δῶρα» κάτι μαῦρα μικρά ἀντικείμενα, πού κρατοῦν γιά
φυλακτό σέ κάποιο μοναστήρι καί πού τά παραχωροῦν σ’ ὅποια Μητρόπολι ἤ ἐνορία
τά πρωτοζητήση, πρός ποικίλη κατανάλωσι; Γιατί αὐτή ἡ ἀσεβής ἀντικατάστασις:
Γιατί ἡ φράσις «τίμια δῶρα» νά ἀφαιρῆται ἀπό τό μυστήριο τῆς θείας
Κοινωνίας καί νά ἐπενδύη περιφερόμενα δῆθεν κατάλοιπα χρυσοῦ, λιβανιοῦ καί
σμύρνας; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Ἀπό τόν Οὐρανό κατεβάζουμε τήν πίστι μας
σέ μαγικές λιτανεύσεις καί ἀνόητες προσκυνήσεις; Γιατί;
• Γιατί δέν
μᾶς συναρπάζει τό ὑπερφυέστατο μυστήριο τῆς Θεοτόκου, καί τό μόνο πού
μᾶς ενδιαφέρει εἶναι κάποιο κομμάτι ἐνδύματος τῆς Μαρίας τῆς Παρθένου; Δέν μᾶς
ἀρκεῖ ἡ ἀόρατη προστασία καί μεσιτεία της; Δέν μᾶς ἀρκεῖ τό «Κεχαριτωμένη»
τοῦ μοναδικοῦ προσώπου της; Δέν μᾶς ἀρκοῦν τά ὑπέροχα θεολογικά λόγια τῶν Θεοτοκίων,
τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας πού ἐξυμνοῦν τήν οὐράνιο Κλίμακα, «δι᾽ ἧς κατέβη
ὁ Θεός»;
Γιατί πρέπει, σώνει καί καλά, νά κατεβάζουμε ἀπό τόν Ἄθωνα καί ἀπό ἄλλα
μέρη χάρτινα ἀντίγραφα εἰκόνων τῆς Παναγίας; Δέν ἔχουν ὅλοι οἱ Ναοί μας
τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στό εἰκονοστάσι τους, δηλαδή, στό τέμπλο τους; Γιατί
πρέπει νά προσκυνοῦμε (τιμητικά βέβαια, καί ὄχι λατρευτικά) τήν εἰκόνα τῆς
Παναγίας, ὅταν εἷναι 100% καλυμμένη ἀπό σκουλαρίκια, βραχιόλια, δακτυλίδια,
πανάκριβα ρολόγια, κολιέδες καί ὅλα τά «ἀξεσουάρ» τῶν γυναικών, πού ὅταν τά
θυμόταν στό κήρυγμά του ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφωνοῦσε: «Ὦ τῆς βλακείας τῶν
γυναικών»; Γιατί νά ἐξαπατῶνται ἑκατοντάδες χιλιάδες πιστοῦ λαοῦ, ὅτι
πρέπει ν’ άνάψουν λαμπάδες «σάν τό μπόι τους» μπροστά στό προσκυνητάρι
τοῦ πιό πανάκριβου κοσμηματοπωλείου;
Γιατί ἀντί νά μετανοήσουμε καί νά εξομολογηθοῦμε εἰλικρινά, προκειμένου
νά λάβουμε τήν θεία Κοινωνία, τρέχουμε σέ λιτανεύσεις τῶν ἀναριθμήτων
πολυωνύμων εἰκόνων τῆς Παναγίας; Στ’ἀλήθεια, τήν ρωτήσαμε, ἄν τά θέλη ὅλα αὐτά;
Μήπως ἀντί γιά ἀντίγραφα τῆς Παναγίας τό σωστότερο εἶναι νά κάνουμε τή ζωή
μας ἀντίγραφο τῆς ζωῆς της, καί μάλιστα στην ταπείνωσι, στήν ὑπακοή, στή
σεμνότητα, στήν ἱκεσία;
• Γιατί δέν μᾶς ἀρκεῖ ἡ χάρις τῶν Μυστηρίων καί
προσφεύγουμε σέ μαγικούς τρόπους καί τύπους ἀμφισβητούμενης θρησκευτικότητας;
Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Κύριε, ἐλέησε μας. Ἐλέησε τούς «ὀρθοδόξους» νά γίνουμε χριστιανοί,
«αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν λησμονημένον Χριστόν, στόν Ὁποῖον ἁρμόζει ἡ
δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
2 σχόλια:
Καταλαβαίνω την ουσία των όσων λέει ο π. Δανιήλ, αλλά νομίζω κατά τόπους υπερβάλλει.
Σε κάποια απ' τα γιατί, θα μπορούσα να αντερωτήσω, και γιατί σε ενοχλεί τόσο πολύ αυτό βρε παππούλη μου; Σε κάποια άλλα, θα μπορούσα απλά να απαντήσω ότι τι να κάνουμε, τόσο σκαμπάζουν οι άνθρωποι. Γιατί να προεξοφλούμε ότι του Θεού δεν Του αρέσει να προσπαθούν να Τον προσεγγίσουν οι άνθρωποι, οι απλοί, οι απλοϊκοί πολλές φορές, όπως σκαμπάζουν; Δηλαδή εμείς που δεν είμαστε απλοϊκοί, τα σκαμπάζουμε τάχατες όλα, τρομάρα μας;!
Σε κάποια άλλα βεβαίως έχει δίκιο απόλυτο.
Αφού διάβασα το παραπάνω άρθρο, με λύπη διαπίστωσα ότι κρύβει βαθιά κακοδοξία. Οι όποιες υπερβολές που γίνονται αλλά και η εκμετάλλευση ιερών λειψάνων, εικόνων και αντικειμένων από τους γνωστούς εκοσμικευμένους και οικουμενιστές επισκόπους, καθηγουμένους και προεστούς γενικότερα δεν δικαιολογούν τέτοιες οικονομαχικές και προτεσταντίζουσες απόψεις. Η τελειότερη δωρεά της Θείας Χάριτος, το Μυστήριο των μυστηρίων, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου ούτε ακυρώνει, ούτε υποβιβάζει και άλλους τρόπους με τους οποίους ενεργεί η Θεία Χάρις όπως η προσκύνηση των εικόνων, των Ιερων και Λειψάνων, προσευχή, η ψαλμωδία και η τήρηση των Θείων εντολών που αποτελεί προϋπόθεση αλλά και καρπό της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Η μετοχή και μάλιστα συχνή στα Άχραντα Μυστήρια κατόπιν μετανοίας, εξομολογήσεως και κατά δύναμη πνευματικού αγώνος δεν είναι ούτε μόνο μέσο ούτε μόνο σκοπός της πνευματικής ζωής αλλά και μέσον και σκοπός. Μέσον για την ενίσχυση του πνευματικού αγώνος και σκοπός αυτού για μεγαλύτερη συναίσθηση της μετοχής σε αυτά. Ο πιστός όμως δεν φτάνει αμέσως στο τελευταίο σκαλοπάτι των αναβαθμών. Το άναμμα του καντηλιού και των κεριών, η ιερότητα του χώρου του ναού, η θαυματουργική χάρη μέσω προσκυνήσεως των εικόνων και ιερών λειψάνων αποτελούν σκαλοπάτια και δεν πρέπει να υποτιμώνται. Εκτός αυτού υπάρχουν άνθρωποι που βαστάνε επιτήμια και δεν μπορούν να κοινωνήσουν, για αυτούς στην Εκκλησία δεν υπάρχει καμμιά παρηγοριά; Όλες οι εικόνες είναι ιερές. Το ποιες όμως κατά Θεία Χάρη θαυματουργούν είναι υπόθεση του Θεού και όχι δική μας. Πολλές κολυμπήθρες υπήρχαν στην Ιερουσαλήμ, μόνο της Βησθεσδά όμως δεχόταν την Θαυματουργική Χάρη*. Αν στις πράξεις των αποστόλων αναφέρεται ότι και μόνο η σκιά του Πέτρου θαυματουργούσε*, αν ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη θαυματουργούσαν τα οστά του Προφήτου Ελισσαίου* τότε τί θα πούμε; Ότι η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου είναι ένα ένδυμα σαν όλα τα άλλα; Ο Άσαρκος Λόγος μέσα στη φλεγόμενη βάτο (τύπος της Θεοτόκου) διατάζει τον Μωυσή να λύσει τα σανδάλια του επειδή ο τόπος είναι Άγιος* εμείς τί θα πούμε; Ότι το μέρος που γεννήθηκε Ο Σαρκωμένος πλέον Λόγος από την Άχραντο Θεοτόκο είναι απλά άχυρα; Κι αν τα δώρα του Ισραηλιτικού Λαού στον Κύριο θεωρούνταν μετά την προσφορά του Άγια* εμείς θα θεωρήσουμε τα δώρα που προσέφεραν οι μάγοι στον Χριστό ασήμαντα; Ο Άγιος Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγράφισε και ιστόρησε την Άχραντο Θεοτόκο στο Ευαγγέλιό του. Σε αυτό στηριζόμενη η παράδοση απέδωσε σε αυτό και την εικονογραφία της. Πολλοί δικαιολογημένα, ίσως, αμφισβητούν την ιστορικότητά της εφόσον δεν υπάρχουν αποδείξεις. Το να κατηγορούμε όμως την παράδοση αυτή ως υπεύθυνη για την ελλειπή κατήχηση των πιστών και την λάθος θρησκευτικότητά τους είναι ανόητο. Εξάλλου όσο αντιλαμβάνονται δυστυχώς κάποιοι τις εκδηλώσεις ευσεβείας του λαού στην προσκύνηση των ιερών αντικειμένων ως μαγικές άλλο τόσο και χειρότερα γίνεται και με τα Άχραντα Μυστήρια (κοινωνούν απροετοίμαστοι μια φορά το χρόνο ή για να βγάλουν, όπως λένε, χρυσό δοντάκι πρακτική που δυστυχώς όχι μονο δεν καταδικάζεται από τους περισσότερους ιερείς αλλά εμπράκτως υποβοηθείται με την τέλεση αντικανονικώς δύο λειτουργιών σε αυτές τις μέρες. Αλλού λοιπόν βρίσκονται οι αιτίες.
Τελείωσε ο διωγμός και πάλι άρχισε το πανηγύρι. Περιφέρουν παντού τα Άγια και Ιερά με τιμές και κωδωνοκρουσίες. Αυτοί που στάθηκαν ανάξιοι και αρνητές τον καιρό του πειρασμού, τότε που θα έπρεπε να λιτανεύουν ότι πιο Ιερό υπήρχε έξω από νοσοκομεία και εντατικές ικετεύοντας για απαλλαγή από τον "επάρατο ιό" όπως οι ίδιοι τον ονόμασαν. Αυτό είναι άξιο αποδοκιμασίας μόνο που δυστυχώς το παραπάνω άρθρο δεν στηλιτεύει κάτι τέτοιο.
*Ιωάννης, 5,1-5
*Πράξεις, 5,15
*Δ Βασιλειών, 13, 20-21
*Έξοδος 3,5
*Λευιτικό 24,9
Δημοσίευση σχολίου