Ένα σχόλιο και δυο παρατηρήσεις, με αφορμή την παρουσίαση
βιβλίου του Καθηγητού κ. Χρυσ. Σταμούλη.
Για
τον συγγραφέα - Καθηγητή ομολογώ ότι δεν γνώριζα πολλά. Τον “γνώρισα”
περισσότερο τον τελευταίο καιρό από τα γραπτά του, κυρίως από άρθρα του που
κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο και συνεντεύξεις του σε αρκετές, γνωστού πάντα
προσανατολισμού, ιστοσελίδες. Και οι “προσδοκίες” μου από την χθεσινή εκδήλωση,
δυστυχώς, δεν διαψεύστηκαν.
Παρά
το λόγιο ύφος και την ωραία χρήση της ελληνικής, παρά τις δικαιολογημένες
και ομολογουμένως φιλότιμες προσπάθειες
των διοργανωτών να μας αποδείξουν την σημαντική προσφορά του Καθηγητού στο
“σύγχρονο, ανατρεπτικό θεολογικό γίγνεσθαι”, η παρουσίαση κυμάνθηκε σε γνωστές
και εν πολλοίς αναμενόμενες ατραπούς. Θεωρητικές προσεγγίσεις, προσωπικές
εκτιμήσεις, ακατάσχετες φιλοφρονήσεις και ένα συνονθύλευμα ορολογίας,
ευχάριστης μεν στην ακοή αλλά χωρίς καμία ιδιαίτερη ουσιαστική συμβολή στη
γενικότερη συζήτηση περί του ρόλου της Ορθοδοξίας στη σημερινή πραγματικότητα,
βασίλευαν καθ’ όλη τη διάρκεια της βιβλιοπαρουσίασης.
Αυτό που έμεινε εν τέλει,
η επίγευση του πράγματος, ήταν μια θολή, χαώδης κατάσταση, μια συγκεχυμένη
αντίληψη, ένας άκρατος συγχρωτισμός και μπέρδεμα, πολύ μπέρδεμα, εννοιών και
όρων όπως η αγάπη και ο έρωτας, η θρησκεία και η εκκλησία και η πολιτική και η
πολιτεία και άλλα, πολλά άλλα, από αυτά τα κουλτουριάρικα και - επιτρέψτε μου
τον όρο - ψευτοδιανοούμενα που γίνονται για να γίνονται και λέγονται για να
λέγονται. Κι όλα ντυμένα με έναν τάχα θεολογικό και φιλοσοφικό μανδύα προόδου,
ανοχής, καταλλαγής και νεωτερικότητας. Κοντολογίς, όλα ήταν εκεί,και ήταν όλα
μαζί, σαν ένα. Κι όμως, έλειπε ένα. Ή μάλλον, ο Ένας.
Ανούσια
φληναφήματα, πλειάδα φιλοσοφικών όρων, περίσσεια ονομάτων συγχρόνων θεολόγων,
φιλοσόφων και στοχαστών, πληθώρα φιλοσοφικών προσεγγίσεων και αναζητήσεων,
υπερβολική προβολή του έργου του συγγραφέα και των επιτευγμάτων του παρήλασαν
για περίπου δυο ώρες στο συμπαθή χώρο του Μύλου. Ένας μύλος θεωριών, αλλά
πουθενά η πράξη. Κι αυτό γιατί εξακολουθούσε, από την αρχή μέχρι το τέλος, να
απουσιάζει σκανδαλωδώς ο Ένας. Εξηγούμαι:
Ακούσαμε
πολλά, πάρα πολλά στη συγκεκριμένη εκδήλωση για τη φιλοσοφία της θεολογίας, για
τη θεολογία της φιλοσοφίας, για την κοινωνιολογική διάσταση της θεολογίας. Όλα
ενδιαφέροντα. Δεν ακούσαμε όμως τίποτα
για την ίδια τη Θεολογία, για το λόγο του Θεού. Για τη θεολογία ως βίωμα
καθημερινό, ως εμπειρία, ως δωρεά του Χριστού. Από ένα Καθηγητή της Θεολογικής,
θα το περιμέναμε αυτό.
Ακούσαμε
ακόμη και μάθαμε πολλά, πάρα πολλά, ονόματα φιλοσόφων και διανοουμένων,
παλαιοτέρων και νεωτέρων. Από τον Νίτσε, τον Μαρξ και τον Χάιντιγκερ μέχρι τον
Γιανναρά, τον Μοσκώβ και τον Ράμφο. Δεν ακούσαμε όμως απολύτως κανένα όνομα
αγίου όπως ο Γρηγόριος Παλαμάς ή ο Θεόδωρος Στουδίτης, δεν ακούσαμε τίποτα για
την παρακαταθήκη των Ησυχαστών και των Κολλυβάδων, δεν ακούσαμε τίποτα για τους
σύγχρονους πνευματοφόρους και χαρισματούχους γέροντες.
Ακούσαμε
πολλά, πάρα πολλά, για τους σύγχρονους, τους “εγνωσμένης αξίας και κύρους”,
τους ογκόλιθους, τους “γκουρού” ακαδημαϊκούς θεολόγους. Δεν ακούσαμε όμως
τίποτα για τους αγράμματους ή εγγράμματους εμπειρικούς θεολόγους του καιρού
μας, για τις διδαχές τους και τη διδασκαλία τους προς τον σύγχρονο πονεμένο
άνθρωπο. Δεν μίλησε κανείς γι’ αυτούς που έφθασαν σε άφθαστα θεολογικά ύψη, που
έγιναν θεόπτες και απήλαυσαν τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Δεν ακούσαμε
τίποτα απολύτως για την άσκηση και τη νηστεία (Σαρακοστή, γαρ), την ταπείνωση
και τη μετάνοια, την προσευχή και την “ευχή”. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν
ακούστηκε, παρά την παρουσία ενός από τους πλέον διαφημισμένους και
προβεβλημένους Καθηγητές Θεολογίας. Παράδοξο; Κι όμως, συνέβη.
Και,
τέλος, ακούσαμε πολλά, μα πάρα πολλά, για τη ζωή πριν το θάνατο. Ο ίδιος ο
Καθηγητής στο ξεκίνημα της δικής του τοποθέτησης αναφέρθηκε στο γνωστό ρητορικό
ερώτημα - σύνθημα για την ύπαρξη ζωής πριν το θάνατο. Και είπε πολλά γι αυτό.
Δεν μας είπε όμως τίποτα για τη ζωή μετά τον θάνατο, δεν μας είπε τίποτα για το
πως θα κατακτήσουμε τη ζωή πέρα από το θάνατο, δεν έκανε απολύτως καμία νύξη
για την όντως Ζωή που νίκησε και πάτησε και κατήργησε τον θάνατο. Μίλησε για
την κοινωνία των ανθρώπων και δεν αναφέρθηκε ούτε σε μια αποστροφή του λόγου
του για την κοινωνία Θεού και ανθρώπων. Επισήμανε τις οδούς, τους δρόμους -
κατά τη δική του θεώρηση των πραγμάτων - που πρέπει η Εκκλησία να περπατήσει
για να γιγαντωθεί και να αποκτήσει εκ νέου τα απωλεσθέντα ερείσματά της στο
σήμερα, αλλά παρέλειψε να μας πει για την Οδό, που πρέπει ως μέλη της Εκκλησίας
να περπατήσουμε για να αποκτήσουμε το Φως της Ζωής.
Μίλησε
επίσης και για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Εκκλησία μας σήμερα. Και
παραδέχθηκε ότι ο σημαντικότερος εξ’ αυτών είναι ο εκ των έσω κίνδυνος. Και σ’
αυτό, είναι η αλήθεια, δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει. Ειδικά αν σκεφτούμε ότι
επιφανείς θεολόγοι θεολογούν χωρίς Θεό, η Εκκλησία πραγματικά βάλλεται και
κινδυνεύει από αυτούς που υποτίθεται ότι έχουν ταχθεί να την υπηρετούν. Από
τους μέσα δηλαδή.
Για
την αναφορά του κ. Καθηγητή, στο τέλος της συζήτησης και απαντώντας σε ερώτηση
ακροατή, στο πρόσωπο του αγίου Παϊσίου και στην απόκρισή του σε ερώτημα παπικού
μοναχού που τον επισκέφτηκε, αφήνω την απάντηση στον ίδιο τον άγιο και τα όσα
έγραψε σε επιστολή του προς τον αιρετίζοντα και φιλοπαπικό Πατριάρχη Αθηναγόρα.
Όλα τα άλλα, όσα παρουσιάζουν τον άγιο Παϊσιο ή άλλους σύγχρονους αγίους ως
διαλεκτικούς και ανεκτικούς προς την αίρεση (κι όχι τον αιρετικό, για να μην
παρεξηγηθώ) είναι τουλάχιστον εκ του πονηρού. Κι ας ακούγονται από χείλη
θεολόγων και δη Καθηγητών…
Η πρώτη παρατήρηση:
Για την αποκατάσταση της αλήθειας, επισημαίνω τα εξής. Η αποτείχιση, ως
θεολογικός όρος, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση αίρεση ούτε οδηγεί στη
δημιουργία “Εκκλησίας” εκτός της Εκκλησίας, όπως υποστήριξε ο κ. Καθηγητής. Ο
15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου είναι σαφέστατος. Αυτό θα έπρεπε να το
γνωρίζει. Επίσης, προ πεντηκονταετίας περίπου, τρεις Μητροπολίτες των Νέων Χωρών
καθώς και σύσσωμο το Άγιο Όρος διέκοψαν το μνημόσυνο του Πατριάρχη Αθηναγόρα
για ικανό διάστημα, μετά τα αντικανονικά και αντορθόδοξα ανοίγματά του προς
τους λατίνους. Κι αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζει ο κ. Καθηγητής, για να μην
παρουσιάζει το γεγονός των πρόσφατων αποτειχίσεων ως “πρωτόγνωρο στη νεώτερη
εκκλησιαστική ιστορία”.
Η δεύτερη παρατήρηση:
Επειδή πολλές φορές κατά την τοποθέτησή του ο κ. Σταμούλης αναφέρθηκε -
απαξιωτικά και μειωτικά, ενίοτε και με θυμό - στους “φονταμενταλιστές και
ζηλωτές, φωνασκούντες” ορθοδόξους, εννοώντας όσους αντιδρούν σε όσα καινοφανή
πρεσβεύουν κάποιοι - μαζί και ο ίδιος, με πολύ αγάπη του υπενθυμίζω τη ρήση του
Βαρσοβίας Σάββα για τους ζηλωτές που κράτησαν ζωντανή την πίστη στα δύσκολα
χρόνια του σοβιετικού ολοκληρωτισμού. Του υπενθυμίζω, ακόμη, ότι αν η Εκκλησία
“χωράει τα αχώρετα” (δική του η έκφραση, παρμένη από το νέο του βιβλίο), τότε
προφανώς χωράει και τους κατ’ αυτόν διαφωνούντες, όπως χωράει και τον ίδιο.
Και, επί τέλους, αν αγαπάει πολύ τους ετεροδόξους και όλους τους εκτός
Εκκλησίας, γιατί πια τέτοιο μένος, τέτοιο μίσος για τους εντός αυτής;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου