Τὸ Μέγα Μυστήριον τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας
καὶ ἡ σωτηριολογικὴ του διάστασις
Τοῦ κ. Ἰωάννου Μαρκᾶ, Μ.Δ.Ε. Δογματικῆς
Θεολογίας Α.Π.Θ.
Τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἀδιαμφισβήτητα τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς παγκοσμίου ἱστορίας, «τὸ πάντων καινῶν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον», [1] τὸ ἔργο ἐκεῖνο ποὺ δὲν συγκρίνεται μὲ «τίποτε ἀνάμεσα σὲ ὅσα ἔγιναν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀπὸ τὸν Θεὸ» καὶ ποὺ ἐπιπροσθέτως κανένα «δὲν εἶναι κοινωφελέστερο ἢ θειότερο» [2] ἀπ’ αὐτό. Μάλιστα, εἶναι τὸ πρῶτο ἔργο τῆς δημιουργικῆς θείας σοφίας καὶ δυνάμεως, καθὼς πρὶν κἄν νὰ προορίσει ὁ Θεὸς τὴν πλάση ἢ τῶν ἀγγέλων ἢ τῶν ἀνθρώπων ἢ ὁποιουδήποτε ἄλλου κτίσματος, «προώρισεν εἰς τὴν ἀΐδιόν του βουλὴν τὴν σάρκωσιν τοῦ θείου Λόγου», [3] γι’ αὐτὸ κι ὁ σαρκωθείς θεῖος Λόγος ἀποκαλεῖται «πρωτότοκος πάσης της κτίσεως». [4]
Πρὸς ἐπίρρωσιν τῶν ἀνωτέρω, εἶναι
χαρακτηριστικὴ ἡ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τοῦ ἁγίου Νικόλαου Καβάσιλα ποὺ θεωρεῖ
τὴν ἐνανθρώπηση ὡς τὴν ἀρχικὴ αἰτία καὶ τὸν τελικὸ σκοπὸ ὁλόκληρης τῆς
δημιουργίας. Διευκρινίζοντας μὲ σαφήνεια ὅτι σύμπασα ἡ κτίση ἔγινε μὲ τὴν
προοπτική τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς τὸ «βέλτιστον» ἀπὸ τὰ θεῖα
ἔργα, ποὺ ἐμπεριέχει τὸν σκοπὸ ὅλων τῶν ὄντων καὶ γεγονότων. [5]
Ἡ ἐνδιαφέρουσα αὐτὴ ἀξιολόγηση
τοῦ ἐκ Θεσσαλονίκης ἁγίου Καβάσιλα, μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση
τοῦ Θεοῦ συνδέεται στενὰ μὲ τὴν κατὰ χάριν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, σὲ βαθμὸ τέτοιο ὥστε
νὰ γίνεται λόγος στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ γιὰ ἀπροϋπόθετη ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου. Αὐτὸ
μὲ ἁπλὰ λόγια σημαίνει ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση εἶχε ἀποφασιστεῖ ἀπὸ τὴν θέληση τοῦ
Θεοῦ προαιωνίως καὶ θὰ πραγματώνονταν ἐν χρόνῳ ὡς ἡ ἀπόλυτη αἰτία, τὸ κέντρο καὶ
τὸ ἔσχατο τέλος ὅλης τῆς κτίσεως, ὄχι ὑπὸ κάποιους ὅρους καὶ προϋποθέσεις, ἀλλὰ
ἀπροϋποθέτως, ἤτοι ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πτώση ἢ μὴ πτώση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία.
[6] Ἄρα ἐν ὀλίγοις, ἡ ἐνανθρώπηση εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸ
προπατορικὸ ἁμάρτημα· εἶναι ἡ (ὅπως καὶ νὰ ἔχει) πλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας
οἰκονομίας. [7]
Τοῦτο τὸ μυστήριο, σύμφωνα μὲ τὴν
αὐθεντικὴ γνώμη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, φυλάσσονταν ὡς ἑπτασφράγιστο μυστικὸ
στὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων, ἕως ὅτου ὁ Ποιητὴς τῶν ὅλων τὸ φανέρωσε στὶς ἀσώματες ἀγγελικὲς
δυνάμεις στὸν οὐρανό, εἰς τρόπον ὥστε νὰ δοῦν καὶ νὰ θαυμάσουν κι ἐκεῖνες τὸ
πάνσοφο σχέδιο τῆς θείας δημιουργίας. Μὲ τὴν ἀποκάλυψη ὅμως αὐτή, ὅπως μᾶς
πληροφοροῦν τινες τῶν θείων διδασκάλων, ἐνοχλήθηκε σφόδρα τὸ πιὸ λαμπρὸ ἀγγελικὸ
σχῆμα στὸν οὐρανό, τὸ περίφημο τάγμα τοῦ Ἑωσφόρου! Μόλις λοιπὸν ἐκεῖνος, ὁ κατὰ
πάντα ἄφρων καὶ ἀγνώμων ἀρχάγγελος πληροφορήθηκε τὴν προαιώνια θεία βουλὴ τῆς ὑποστατικῆς
ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, τὴν φθόνησε καὶ κάνοντας κακὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου
του, ἀρχικὰ ὑπερηφανεύθηκε στὴν ἴδια λαμπρότητά του καὶ κατόπιν προχώρησε σὲ ἀνταρσία
κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἐπιχειρώντας νὰ σφετεριστεῖ τὴν ἰδιότητά Του, μὲ τραγικὸ ἀποτέλεσμα
νὰ ἐκπέσει ὁριστικῶς καὶ ἀμετακλήτως ἀπὸ τὴν ἀγγελική του δόξα καὶ νὰ
καταδικαστεῖ αἰωνίως στὸ βάραθρο τῆς αἰωνίας ἀπώλειας. [8]
Ἀπὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο καὶ μετὰ ἐκκινοῦν
οὐσιαστικὰ τὰ δεινά τῆς ἀνθρωπότητας, καθότι ὁ διάβολος, γεμάτος φθόνο, ὅπως ἀναφέρθηκε,
μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία ἔσυρε τοὺς Πρωτόπλαστους στὸ ὀλέθριο μονοπάτι τῆς «αὐτὸ-θέωσης»,
ἤτοι τῆς δικῆς του ὑπερηφανείας καὶ τοὺς ἔσπρωξε μαζί του πρὸς στὸν πυθμένα τοῦ
Ἅδη. Πρᾶγμα ποὺ ἐπέτυχε δολίως ἀσφαλῶς, ἀρχικὰ μὲ τὴν ἐξαπάτηση τῆς Εὔας ἀπὸ τὸν
«φρονιμώτατο ὄφι» καὶ ἐν συνεχείᾳ μὲ τὴν παράσυρση τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὴ γυναίκα του.
Ὁ Πανάγαθος Θεὸς ὅμως
διακρίνοντας ὅτι οἱ Πρωτόπλαστοι δὲν ἔδρασαν αὐτοβούλως, ἀλλὰ ἐξαπατήθηκαν ἀπὸ
τὸν ἐφευρέτη τοῦ κακοῦ, τὸν διάβολο, δὲν ἔσπευσε νὰ καταδικάσει τὸν ἄνθρωπο στὴν
αἰώνια ἀπώλεια, ὅπως ἔπραξε μὲ ἐκεῖνον τὸν φθονερό, ἀλλὰ μὲ τὴν ἄφατη εὐσπλαγχνία
Του, ναὶ μὲν ἐπέτρεψε (ἐπειδὴ εἰσῆλθε στὸν κόσμο ἡ ἁμαρτία) τὸ προσωρινὸ καὶ
παρὰ φύσιν ἐπιτίμιο τοῦ θανάτου, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται», [9] ἀπ’ τὴν
ἄλλη ὅμως φρόντισε νὰ ἀνανεώσει τὴν ἐλπίδα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διὰ μέσου τῆς
μελλοντικῆς ἐλεύσεως Ἐκείνου ποὺ θὰ ἐπέφερε συντριπτικὸ καὶ ἀνεπανόρθωτο πλῆγμα
στὴν κεφαλὴ τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως. [10]
Κι ἐνῶ ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ πτώση
τοῦ Ἀδὰμ φαντάζει δυσθεράπευτη, ὁ Θεὸς κάνει τὰ πάντα προκειμένου νὰ ἀνακληθεῖ.
Καὶ τί πράττει ἀκριβῶς ὁ Μεγαλόψυχος; Ἐνεργεῖ θεραπευτικὰ, ὥστε νὰ λύσει τὰ
δεσμὰ τῆς ὑπερηφανείας ποὺ κρατοῦσαν σὲ αἰχμαλωσία τὰ λογικὰ πλάσματά Του,
κάνοντας κάτι τὸ ἀσύλληπτο· κενώνει τὸν ἑαυτὸν Του ἀπορρήτως, κατέρχεται ἀπὸ τὰ
ἄνω στὴν ἀνθρώπινη ἐσχατιὰ καὶ τὴν συνδέει μαζί Του ἄλυτα! Καταδέχεται νὰ
ταπεινωθεῖ καὶ νὰ πτωχεύσει σὰν καὶ ἐμᾶς, συναρμόζοντας τὰ δύο σὲ ἕνα, ἀναμιγνύοντας
τὴν θεότητα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα! Φέρνει κυριολεκτικὰ τὰ πάνω κάτω, ὑποδεικνύοντας
σὲ ὅλους τὴν ταπείνωση ὡς τὴ μόνη ἀρετὴ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναπλάσει τὸ ἀρχαῖον
κάλλος καὶ νὰ ἐπαναγάγει εἰς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν. [11]
Ἀναπλάθει ἑπομένως τὴν ἀνθρώπινη
φύση κατὰ τρόπο παράδοξο, λαμβάνοντάς την καὶ συνδεόμενος μ’ αὐτὴν ἀδιαιρέτως.
Κι ὅπως ἀκριβῶς ὁ Υἱὸς ὡς Θεὸς γεννᾶται πάντοτε ἀχρόνως στὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὸν
Πατέρα, ἔτσι καὶ ὡς ἄνθρωπος τώρα γεννᾶται μία φορὰ χρονικῶς στὴ γῆ ἀπὸ ἀπείρανδρο
γυναίκα, ἀπὸ μία δηλαδὴ Μητέρα Παρθένο, καθιστώντας κυριολεκτικὰ τὸν ἄνθρωπο
νέον, ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν φθορὰ τοῦ προγονικοῦ πταίσματος. Ἑνώνοντας λοιπὸν τὶς
δύο φύσεις σὲ μία ὑπόσταση, εἶναι αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος, ὁ τέλειος Θεὸς καὶ
τέλειος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς ἄφθαρτης θεότητας καὶ γίνεται πλέον
πηγὴ ἀνεξάντλητου ἁγιασμοῦ γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα.
Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση δηλαδὴ δὲν
συγχωροῦνται ἁπλῶς οἱ ἁμαρτίες, ἀλλὰ παρέχεται ἡ ὀντολογικὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο
νὰ μετάσχει στὴν ἄκτιστη ζωὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφοῦ σχετιστεῖ, νὰ ταυτιστεῖ κατὰ
χάριν μαζί Του. Σύμφωνα μὲ τὴ γνωστὴ ρήση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, «αὐτός ἐνηνθρώπησεν,
ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν· καὶ αὐτὸς ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν διὰ σώματος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου
Πατρὸς ἔννοιαν λάβωμεν· καὶ αὐτὸς ὑπέμεινε τὴν παρ’ ἀνθρώπων ὕβριν, ἵνα ἡμεῖς ἀθανασίαν
κληρονομήσωμεν». [12]
Ἐπὶ τῇ βάσει αὐτοῦ τοῦ
δογματικοῦ ἀξιώματος καθίσταται σαφὲς ὅτι χάρη στὴν ἐνανθρώπηση, οἱ πιστοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν
τὸν Χριστό, λαμβάνουν τὶς προϋποθέσεις μετοχῆς τῆς θεότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ,
καθὼς ὅπως Ἐκεῖνος ἐνδύθηκε ὑποστατικῶς τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἐξαγιάζοντάς την καὶ
θεώνοντάς την στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου «ἐξ ἄκρας συλλήψεως», ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι
ἐνδύονται τὸν Χριστὸ «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» κατὰ τὴν πνευματική τους ἀναγέννηση
στὴν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν δηλαδὴ βαπτίζονται. Μετέχοντας ἐκεῖ μυστηριακῶς
στὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐντάσσονται χαρισματικῶς στὸ σῶμα Του, ὡς
ἰσότιμα μέλη τοῦ πληρώματος, καὶ κατόπιν μὲ τὸ χρίσμα βιώνουν τὴν προσωπική
τους Πεντηκοστή, λαμβάνοντας ἅπαξ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐντός τους καὶ ἄρα τὴ
δυνατότητα πρόγευσης τῆς θεώσεώς τους ἐν εἴδει ἀρραβώνα, ἐφόσον στὴν πορεία τοῦ
βίου τους τηρήσουν τὶς ἐντολές. [13]
Κατὰ συνέπεια, εἶναι ἀπολύτως αὐτονόητο
νὰ λεχθεῖ ὅτι τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως ἀποτελεῖ τὸν θεμέλιο λίθο τῆς ὀρθοδόξου
σωτηριολογίας, καθὼς πραγματώνει τὸ προαιώνιο σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ποὺ
στὴν τελική του μορφὴ ἀποβλέπει στὴν καθολικὴ θεανθρωποίηση τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν
ὁποία ἐπιτυγχάνεται ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία του. [14] Εἶναι αὐτὸς ὁ θεμέλιος
λίθος, ὅπως θὰ μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πάνω στὸν ὁποῖο ὁ
Θεάνθρωπος οἰκοδόμησε τὴ νέα Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀνέγειρε γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του ναὸ μὲ ἔμψυχους
λίθους. [15] Ἐκεῖ ποὺ συνάγει τὸ σύνολο τῶν πιστῶν, γιὰ νὰ τοὺς ἀπελευθερώσει ἀπὸ
τὰ δεσμὰ τοῦ πονηροῦ καὶ νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τὴν στέρηση τῆς θείας ζωῆς. Ἐμπλουτίζοντάς
τους μὲ σοφία, δύναμη, ἐλευθερία καὶ ζωὴ ἀδιάπτωτη. Τὸ μεγαλεῖο μίας ζωῆς ποὺ
συμπυκνώνεται στὰ πάνσοφα λόγια τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου: «ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν
ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν». [16] Ἀμήν!
Σημειώσεις:
[1] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις
Ἀκριβὴς 45, PG 94, 984. [2] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ΟΜΙΛΙΑ ΝΗ΄- Εἰς τὴν
κατὰ σάρκα σωτήριον γέννησιν, Ε.Π.Ε. 11, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο
ΠΑΛΑΜΑΣ», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 457. [3] Ἠλία Μηνιάτη, ΔΙΔΑΧΑΙ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ, Ἐκδόσεις
Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 2000, σελ. 498. [4] Κολ. α΄ 15. [5] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα,
Λόγος εἰς τὴν τοῦ προφήτου Ἰεζεκιὴλ ὅρασιν, 1, 2, (ζ΄). [6] Δημητρίου Ἱ.
Τσελεγγίδη, Ἡ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης κατὰ τὸν Ἄνσελμο
Καντερβουρίας-θεολογικὴ προσέγγιση ἀπὸ ὀρθόδοξη ἄποψη, Ἐκδόσεις Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ,
Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 114. [7] Νικόλαου Ματσούκα, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ
Θεολογία Β΄, Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὴ δυτικὴ
Χριστιανοσύνη, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 204. [8] Ἠλία Μηνιάτη, ΔΙΔΑΧΑΙ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ,
Ἐκδόσεις Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 2000, σελ. 499. [9] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου,
Λόγος 38, Εἰς τά Θεοφάνεια, 12, PG 36, 324 D. [10] Γέν. γ΄ 15. [11] Ἁγίου
Γρηγορίου Παλαμᾶ, ΟΜΙΛΙΑ ΝΗ΄- Εἰς τὴν κατὰ σάρκα σωτήριον γέννησιν,
Ε.Π.Ε. 11, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ», Θεσσαλονίκη 1986, σελ.
461. [12] Μεγάλου Ἀθανασίου, Περὶ ἐνανθρωπήσεως 54, PG 25, 192B. [13] Ἁγίου
Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Β΄, PG150, 524B. [14] Ἁγίου Ἰουστίνου
τοῦ Τσέλιε (Πόποβιτς), Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος-Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Ἱ.Μ.Μ.
Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2020, σελ. 150. [15] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ,
ΟΜΙΛΙΑ ΝΗ΄- Εἰς τὴν κατὰ σάρκα σωτήριον γέννησιν, Ε.Π.Ε. 11, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 469. [16] Ἰω. ι΄ 10.
Πηγή: Περιοδικὸν Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ
ΧΩΡΟΧΡΟΝΟΥ, τῶν Ἐκδόσεων «ΥΠΑΚΟΗ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου