Στην
Αγρότισσα μάνα μας
Δεν περίμενε η αγρότισσα μάνα της γενιάς μου, και πολύ περισσότερο η μάνα της μάνας μας (η γιαγιά μας), πως κάποια μέρα του χρόνου, η 15η Οκτωβρίου, θα ήταν Παγκόσμια Ημέρα της Αγρότισσας, καθιερωμένη μάλιστα με απόφαση Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε.. Πολύ αργά νομίζω τη θυμήθηκαν - στις 18 Δεκεμβρίου του 2007 -, όταν ο πρωτογενής τομέας, με τη μορφή που τον ζήσαμε, σχεδόν έσβησε και τα χωριά άδειασαν. Τα χωριά μας ήταν μεγάλες οικονομικές μονάδες με τόνους σιτηρών και καπνού, τόνους γάλακτος και κρεάτων και έσφυζαν από ζωή.
Καθιερώθηκε, λέει, η Παγκόσμια Ημέρα της Αγρότισσας, «για να υπενθυμίζει τη συμβολή της στην
αγροτική παραγωγή και την αγροτική κοινωνία εν γένει, αλλά και τις προκλήσεις που
αντιμετωπίζει». Γνώριζαν ασφαλώς τη συμβολή της στην οικονομία και στην κοινωνία,
καθώς και τις δυσκολίες της, αλλά πόσο τη βοήθησαν, όταν χρειαζόταν βοήθεια; Η
ύπαιθρος ερήμωσε. Τη συμβολή της στην εθνική οικονομία, την ποικίλη προσφορά
της στον κοινωνικό τομέα, στους εθνικούς αγώνες και στα δύσκολα - προκλήσεις
τις ονομάζουν τώρα - που αντιμετώπισε η μάνα αγρότισσα της γενιάς μου, ποιος
τις ξέρει καλύτερα από τα παιδιά της;
Αν μιλούσε η γη, θα έλεγε πως θαύμασε την εργατικότητά
της, την υπομονή και την επιμονή της και ένιωσε την αγάπη με την οποία την
καλλιεργούσε! Γι’ αυτό την αντάμειβε. Ακούραστη
έσκαβε, φύτευε, σκάλιζε, ξεβοτάνιζε, θέριζε με το δρεπάνι, λίχνιζε στο αλώνι,
μάζευε νύχτα τον καπνό… Αν μιλούσαν τα δένδρα, θα μαρτυρούσαν πόσο λίγο
ξαπόστασε στον ίσκιο τους. Αν μιλούσαν τα πουλιά, θα ρωτούσαν πού έβρισκε το
κουράγιο και τραγουδούσε μες στο λιοπύρι και με τόσο κόπο, όταν κι αυτά, αν και
ξεκούραστα, τα μεσημέρια αποζητούσαν τη δροσιά στις φυλλωσιές. Τον κόπο και τον
πόνο της βέβαια τραγουδούσε. Αν μιλούσε η αγράμπελη, θα έλεγε πως άνθιζε τον Θεριστή
να της χαρίζει τη μοσχοβολιά της, «για να
παίρνει μια ανάσα» και κουράγιο. Αν μιλούσε ο Αυγερινός, το άστρο της
χαραυγής, θα έλεγε πως τον χαιρετούσε κάθε πρωί. Αν μιλούσαν τα ζωντανά του
σπιτιού της, θα τη φώναζαν κι εκείνα μάνα.
Και τότε για μας τα παιδιά σου τι θα απόμεινε να σου
πούμε; Πάμπολλα! Ποτέ σου δεν «άδειαζες»∙ πάντα κάτι είχες να κάμεις∙ τα χέρια
σου στιγμή δεν σταματούσαν: Ζύμωνες, έψηνες, έκανες πίτες, μαγείρευες, έπλενες
στο ποτάμι ή στο πηγάδι, έπλεκες, ύφαινες, αρμάθιαζες… «Γινόσουν θυσία» κάθε μέρα για όλους μας. Κι όταν ερχόταν η ώρα του
φαγητού, για τον εαυτό σου κράταγες το λιγότερο! Αυτό βέβαια είναι
χαρακτηριστικό της κάθε μάνας. Μόνο που ο δικός σου κόπος στο χωράφι ήταν
τραχύς. Σκληρά τα χέρια σου, μα τρυφερή και ζεστή η καρδιά σου. Λιτό το φαγητό,
μα με τη νοστιμιά της αγάπης. Και για τον χειμώνα, που δεν είχε τα καλούδια του
καλοκαιριού, φρόντιζες πάντα κάτι καλό να υπάρχει για τα παιδιά και τους
γέρους. Χάρη στη φροντίδα σου το σπίτι το νιώθαμε γεμάτο. Ήταν και η εποχή που
σε χαιρόμασταν.
Ροζιασμένα τα χέρια, ταλαιπωρημένα τα πόδια, και το
πρόσωπο βαθιά χαραγμένο από τον ιδρώτα, τον ήλιο, τον αγέρα, το αγιάζι, τα
δάκρυα και τον παράφορο γλύπτη χρόνο. Χωρίς ωράριο η δουλειά σου. Την ξεκινούσες
«αξημέρωτα» κι έφτανε ώς το σούρουπο. Κάποτε συνέχιζες με νυχτέρι.
Έρχεσαι στη
θύμηση μας ντυμένη με τα ρούχα της δουλειάς, ιδρωμένη, σκονισμένη, κάποτε
λασπωμένη. Ήσουν πραγματικά σκλάβα του σπιτιού σου, μα κυρά στις καρδιές των
παιδιών σου. Πόσο όμορφη ήσουν όμως στις μεγάλες γιορτές ντυμένη στα καλά σου, χαμογελαστή,
σχετικά ξεκούραστη, ιδιαίτερα την Πασχαλιά! Πώς σε καμαρώναμε σαν έμπαινες στον
χορό! Τρανός χορός και τα τραγούδια αντηχούσαν ως τις πλαγιές.
Τώρα όλα εσίγησαν.
Ποικίλες οι ασχολίες σου, και ποικίλος ως άνθρωπος και
συ. Ήξερες καλά τον κόπο, γι’ αυτό και «έδινες
ένα χέρι βοήθειας», όπου
χρειαζόταν∙ ήξερες από πόνο, γι’ αυτό έδειχνες συμπόνια. Με κόπο μάζευες το «έχει» σου, αλλά ήξερες και να δίνεις.
Στη χαρά και στον πόνο «συνοδιά» το τραγούδι. Όταν γελούσες και χόρευες, η
καρδιά των παιδιών σου γέμιζε χαρά.
Τώρα, που σε στοχάζομαι με ωριμότητα, θαυμάζω τη στάση
σου στη ζωή. Με πόσο ρεαλισμό αντιμετώπιζες τα δύσκολα, τις προκλήσεις. «Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά»,
έλεγες. Πράγματι, όλα τα δεχόσουν! Όταν η χρονιά δεν ήταν καλή για τη σοδειά,
έλεγες: «Χρονιά είναι θα περάσει». Δεν
άφηνες την απελπισία να φωλιάσει στην ψυχή σου. Όταν πάλι έβλεπες τον κόπο σου να καταστρέφεται από
θεομηνίες, έλεγες: «Εμείς έχομε
ξεσκέπαστο μαγαζί», αλλά «έχει ο
Θεός». Η Πολιτεία βέβαια για σένα δεν είχε. Κάποτε, σκεπτόμενη περισσότερο
εσένα που ήσουν τότε γερόντισσα, εξέφρασα δυσφορία για τη ζέστη. «Δεν είμαστε και στο χωράφι να θερίζομε», μου
απάντησες. Άλλοτε στην παρατήρησή μου ότι κάνει κρύο μου είπες: «Χειμώνας είναι∙ δεν θα κάνει κρύο;».
Δύσκολα τα χρόνια σας. Ζήσατε τον πόλεμο, την Κατοχή,
τον εμφύλιο σπαραγμό και κάποτε της μάνας η καρδιά βρέθηκε μοιρασμένη με το ένα
παιδί στη μία παράταξη και το άλλο στην άλλη. Πόσες διηγήσεις δεν ακούσαμε τα
μακριά βράδια του χειμώνα γι’ αυτά τα χρόνια! Πάντα έκλειναν με την ευχή, «να μη ζήσετε τέτοια χρόνια».
Για τα δύσκολα και πικρά που δεν εξαρτιόνταν από σένα σε
θυμάμαι να λες: «Τι βρέχει ο ουρανός, και
δεν το πίνει η γη». Πόσο συμφιλιωμένη ήσουν και με τα χρόνια σου και τις
δυνάμεις σου που εξασθενούσαν: «Τι
περιμένεις τώρα; Κλαδιά θα απολύκω; (καινούργια κλαδιά βγάζουν τα νέα
δένδρα)», έλεγες. Μα και το τέλος ήρεμα
το περίμενες: «Δεν είμαστε από δω», δηλαδή
είμαστε σε ξένον τόπο, φιλοξενούμενοι∙ «ήρθαμε,
θα φύγουμε». Το έλεγες χωρίς παράπονο, τόσο απλά και φυσικά, όσο απλή και
φυσική ήταν η ζωή σου. Στη θύμηση έρχεται και μια άλλη εικόνα. Μετά την κηδεία,
σαν γύρισαν οι οικείοι στο σπίτι, η μάνα είπε: «Το χρέος στον άνθρωπό μας το κάναμε, μας καρτεράει το χωράφι τώρα».
Η ζωή συνεχίζεται και έπρεπε και να ζήσουν. Έκαναν πέτρα την καρδιά και
συνέχιζαν τη ζωή! Μεγάλη η καρτερία σου και η ψυχική σου δύναμη!
Σκληρή η δουλειά σου, μα όχι και η καρδιά σου. Και τον
τόπο πολύ τον αγαπούσες. «Τούτον τον τόπο
αγαπώ,/ γιατί πατώ το χώμα του και πίνω το νερό του», λέει ένα λαϊκό δίστιχο.
Αγάπη με τόση ανωτερότητα! Σε αυτόν τον τόπο έχυσες τον ιδρώτα σου, και γι’
αυτόν τον τόπο έδωσες το αίμα των παιδιών σου για την ελευθερία του. Πόσα παιδιά
σου, αγροτόπαιδα, έδωσαν τη ζωή τους στους εθνικούς αγώνες! Τον πόνο σου άκουσε ο Θεός,
και τα δάκρυά σου πότισαν μαζί με τον ιδρώτα τη γη.
Αυτά θυμόμαστε και σε θαυμάζομε. Αναγνωρίζομε τους
κόπους σου, τιμάμε τις θυσίες σου και νιώθομε βαθιά ευγνωμοσύνη για σένα, τη
χωριάτισσα μάνα, την τόσο αρχοντική στο βάθος, που μας έδωσες μαθήματα ζωής
χωρίς πολλά «πρέπει», μιλώντας με το παράδειγμά σου κυρίως. Πώς να μη σου πούμε
με περηφάνια ένα ακόμη ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ που υπήρξες ΜΑΝΑ μας!
2 σχόλια:
Συγχαρητηρια κ. Μπιτου. Ποσο μας συγκινησατε! Γλυκαθηκε η καρδια μας καθως θυμηθηκαμε τη δικη μας μανα.. Αυτες τις τοσο πικρες μερες που ζουμε το κειμενο σας μας γεμισε αισιοδοξια κ διαθεση να ξαναβρουμε τον παλιο καλο εαυτο μας ως Ελληνες. Να γυρισουμε στις παραδοσεις, στις αξιες μας.Ο Θεος να σας ευλογει.
Συγχαρητήρια.
Τέτοια κείμενα Πρέπει να διαβάζονται στα Σχολεία μας, ώστε τα παιδιά να λαμβάνουν ουσιώδεις γνώσεις.
Δημοσίευση σχολίου