Ἦταν
ὅλοι τους φοιτητές καί σπουδαστές. Καί ἄν ἡ πατρίδα ἦταν τότε σκλαβωμένη, ἐκεῖνοι
κρατοῦσαν τήν ψυχή ἐλεύθερη καί ἀδούλωτο τό πνεῦμα. Ἀνδρώθηκαν μέ τούς θούριους
τοῦ Ρήγα καί τοῦ Κοραῆ, καί οἱ νεανικές καρδιές τους θαρρεῖς πώς ἔπαιρναν φωτιά
σάν σιγοτραγουδοῦσαν τό «καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή…». Καί τότε ἔνιωθαν
βαθιά μέσα τους τό τί θά πεῖ «ἀδιατίμητον ἡ ἐλευθερία».
Στήν
ξακουστή Ἑλληνική Σχολή τῶν Κυδωνιῶν, μιά ὁμάδα εἴκοσι σπουδαστῶν συμφώνησαν,
μέ ἕνα ψήφισμά τους γραμμένο σέ ἀττική διάλεκτο, νά συνομιλοῦν μόνο στά ἀρχαῖα ἑλληνικά.
Ἡ ποινή γιά τόν παραβάτη ἦταν νά μάθει ἀπέξω μιά σελίδα ἀπό τόν Ὅμηρο καί νά
τήν ἀπαγγείλει στήν παρέα! Ἔπαιζαν στά ὑπόγεια τῆς σχολῆς τους τήν «Ἑκάβη» τοῦ
Εὐριπίδη καί μέ τό σχόλασμα ἔτρεχαν σ ̓ ἕνα κοντινό λόφο γιά νά τραγουδήσουν,
μακριά ἀπό τά αὐτιά τῶν Τούρκων, τό «Δεῦτε παῖδες τῶν Ἑλλήνων».
Στίς
23 Ἀπριλίου τοῦ 1821 οἱ πρῶτοι Ἕλληνες σπουδαστές, ἀπό τά πανεπιστήμια τῆς
Λειψίας καί τῆς Γοτίγγης, φθάνουν στό φυλάκιο τῆς Πράγας μέ ἐπιθυμητό προορισμό
τή Μολδοβλαχία, ὅπου ἤδη βρισκόταν ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης. Ἡ πόλη ὅμως στήν ὁποία
συγκεντρώθηκαν οἱ περισσότεροι Ἕλληνες φοιτητές τοῦ ἐξωτερικοῦ ἦταν ἡ Τεργέστη,
ὅπου ὑπῆρχε ἀκμάζουσα ἑλληνική κοινότητα, ἕτοιμη νά τούς συνδράμει στίς ἀνάγκες
τους. Ἀπό ἐδῶ οἱ νεαροί βλαστοί τῆς πατρίδας ἀναχωροῦσαν κυρίως γιά τό Μωριά.
Ἀπό
τήν Τεργέστη, ὁ Νικόλαος Γκίκας, φοιτητής τότε στό Ἰάσιο, γράφει σχετικά σ ̓ ἕναν
συμφοιτητή του στό Παρίσι: «Σοῦ ὁμολογῶ ὅτι δέν ξέρω ποῦ βρίσκομαι ἀπό τή χαρά
μου. Ὁ ζῆλος πού κυριαρχεῖ ἐδῶ μεταξύ τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἀπερίγραπτος. Ὁ καθένας
δίνει ὅ,τι μπορεῖ. Ἐάν εἶχα καιρό καί ἠρεμία πνεύματος, θά μποροῦσα νά σοῦ
γράψω τόσο πολλά, πού θά ἔχεις νά διαβάζεις μισό χρόνο».
Ἡ
ἔντονη κίνηση τῶν Ἑλλήνων δέν ξεφεύγει ἀπό τό ἄγρυπνο βλέμμα τῶν αὐστριακῶν ἀρχῶν.
Ὁ Γενικός Διοικητής τῆς Τεργέστης, βαρόνος Spiegelfeld, σέ ἀναφορά του πρός τόν
Ὑπουργό τῆς Ἀστυνομίας Sedlnitzky, γράφει σχετικά: «Τό ὅτι οἱ Ἕλληνες στό
Λιβόρνο ἔχουν ἐκδηλωθεῖ ἐνθουσιωδῶς ὑπέρ τῶν συμπατριωτῶν τους, μοῦ τό ἀναφέρει
συχνά ὁ ἐκεῖ καισαροβασιλικός πρόξενος. Καί ἐσχάτως ἐπρόσθεσε, ὅτι πολλοί ἀνεχώρησαν
ἀπό ἐκεῖ γιά τόν Μωριά καί τήν Ὕδρα, τούς ὁποίους ἠκολούθησαν ὅλοι οἱ
σπουδαστές ἀπό τήν Πίζα καί ὅτι οἱ Ἕλληνες σπουδαστές παρήγγειλαν καί τούς ἔφκιασαν
σέλλες, πιστόλια, περικεφαλαῖες…».
Τό
πνεῦμα αὐτῶν τῶν νεαρῶν ὑπάρξε ων ἀντιπροσωπεύεται μέ ζωντάνια μέσα ἀπό μία ἐπιστολή
τοῦ Δημητρίου Σούτσου πρός τά ἀδέλφια του, γραμμένη στίς 5/17 Ἰουνίου τοῦ 1821,
δύο μέρες πρίν ἀπό τήν ἐπική μάχη στό Δραγατσάνι καί τή θυσία τοῦ Ἱεροῦ Λόχου.
«…
Ἐξ ὅλων τῶν μερῶν τῆς παλαιᾶς Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας εἰς τάς ἐσχατιάς της αὐτάς
συνήλθομεν τριακόσιοι, χθές μαθηταί τῶν Γυμνασίων καί σήμερον μαχηταί τῆς ἐλευθερίας.[…]
Ἀλλ ̓ ἄν ἡμεῖς πέπρωται ν ̓ ἀποθάνωμεν ἐπί τῆς γῆς αὐτῆς, γράψατε σεῖς εἰς τήν ἐπιτύμβιον
ἡμῶν πέτραν : “ἐνταῦθα κεῖνται τριακόσιοι τῆς Νέας Σπάρτης μή φροντίσαντες νά μᾶς
εἴπωσιν οὐδέ τά ὀνόματά τους”.
Μέ
τό ἴδιο πνεῦμα εἶναι γραμμένη καί ἡ ἐπιστολή τοῦ εἰκοσάχρονου Ἀναστασίου Παππᾶ,
γιοῦ τοῦ ἥρωα Ἐμμανουήλ Παππᾶ,ὁ ὁποῖος στά 1821 σπούδαζε στή Βιέννη. Ἀπό ἐκεῖ
γράφει στίς 18 Ἀπριλίου 1821 στόν ἀδελφό του Ἀθανάσιο : «…Μιά γυναικεία μορφή
στεκόταν πάντα μπροστά στά μάτια μου θλιμμένη, κλαμένη, πληγωμένη, βαριά ἁλυσοδεμένη.
Πάντα μέ κοίταζε μέ βλέμμα ἀτενές, χωρίς νά μοῦ μιλεῖ. Ἀλλά τέλος,πρίν ἀπό
λίγες μέρες μοῦ εἶπε θυμωμένα: […] Μάχου ὑπέρ πατρίδος : Μή διστάζεις, μή
δειλιάζεις μέ τή σκέψη ὅτι μπορεῖ νά εἶσαι ὁ τελευταῖος. Ὅρμα ἀπάνω στόν ἐχθρό
σάν ἕνας Μακεδόνας, φτιάξε ἀργυρές ἀσπίδες, ξαναζωντάνεψε τήν ἀήττητη φάλαγγα.
Τί τό ὄφελος νά καλοζεῖς στά ξένα καί νά στερεῖσαι γιά πάντα τήν πατρίδα σου!».
Ἦταν
ὅλοι τους φοιτητές καί σπουδαστές. Ἄλλοι ἀγωνίστηκαν στό Μωριά, στά Νησιά, ἄλλοι
στίς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες. Καί ὁ ἀγώνας τους ἔμελλε, γιά ἄλλη μιά φορά, νά
δείξει στήν ἀνθρωπότητα τό δρόμο τῆς τιμῆς…
περιοδικό
«Ἡ Δράση μας»
τεῦχος Μαρτίου 2017
τεῦχος Μαρτίου 2017
Από xfd.gr
Ἐνδεικτική Βιβλιογραφία
1.
Ἀ. Βακαλόπουλου, Οἱ Ἕλληνες σπουδαστές στά1821, Θεσσαλονίκη 1978.2. Γ. Λαΐου, Ἀνέκδοτες
ἐπιστολές καί ἔγγραφα τοῦ1821. Ἱστορικά δοκουμέντα ἀπό τά Αὐστριακά Ἀρχεῖα, Ἀθήνα
1958.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου