Νέες Χώρες: Το χρονικό
της αντιπαράθεσης
Το
χρονικό της αντιπαράθεσης του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως με την
Εκκλησία της Ελλάδος, για το ζήτημα της διαποίμανσης των Μητροπόλεων των «Νέων
Χωρών», κυκλοφορήθηκε από τη Μητρόπολη Καισαριανής σε δύο ογκώδεις τόμους.
Πρόκειται για ένα πολύτιμο και ιστορικής σημασίας έργο προς ενημέρωση της
Εκκλησίας, κλήρου και λαού.
Το έργο περιλαμβάνει 2000 περίπου
σελίδες και φέρει τον τίτλο «Η ρύθμιση της Εκκλησιαστικής Διοικήσεως των Ιερών
Μητροπόλεων των απελευθερωθεισών περιοχών της Ελλάδος μετά το 1914». Σ΄ αυτό
δημοσιεύονται, χωρίς σχόλια, τα εκδοθέντα έγγραφα, ήτοι επιστολές, εισηγήσεις,
γνωμοδοτήσεις, ανακοινωθέντα, δελτία τύπου, όπως επίσης και τα πρακτικά των
συνεδριών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ) και της Συνόδου της Ιεραρχίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος (ΙΣΙ), από το 1912 έως το 2004. Επίσης τα Πρακτικά της
Βουλής των Ελλήνων επί των συζητήσεων ψηφίσεως των Νόμων που αφορούν στις
Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών», ήτοι των περιοχών που απελευθερώθηκαν κατά τους
Βαλκανικούς Πολέμους και μετά.
Το
ογκώδες έργο ανατέθηκε τον Ιανουάριο του 2005 από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο, επί
Αρχιεπισκοπίας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, σε υπό τον
Μητροπολίτη Καισαριανής κ. Δανιήλ Επιτροπή. Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος,
ενημερώνοντας τους Μητροπολίτες, μέλη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος,
χαρακτηρίζει το εκδοθέν έργο «τεράστιο» και προσθέτει:
«Θαυμάζει
κανείς την υπομονή, την επιμονή και τη λεπτομερή επιμέλεια στο κάθε τι του
αγαπητού αδελφού
(Σημ. Μητρ. Καισαριανής κ. Δανιήλ). Εκπλήσσεται
κανείς από τον όγκο του υλικού και την τέχνη της χρήσης του. Είναι φανερόν, ότι
ο Σεβασμιώτατος Καισαριανής, μολονότι, όπως όλοι γνωρίζομεν, έχει τις
προσωπικές του απόψεις στο συγκεκριμένο θέμα, όπως και σε τόσα άλλα της
εκκλησιαστικής πραγματικότητος, εν τούτοις αποφεύγει να τις εκφράσει ή να τις
αποτυπώσει. Το γεγονός αυτό απελευθερώνει το τεράστιο υλικό από διάφορες
υποψίες και τίθεται στη διάθεση του μελετητού και του ιστορικού».
Σημειώνεται
ότι τον Ιούνιο του 2006, επίσης επί
μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, η ΔΙΣ αποφάσισε την έκδοση να
αναλάβει να πραγματοποιήσει η «Αποστολική Διακονία» της Εκκλησίας της Ελλάδος
σε χίλια αντίτυπα και τη δαπάνη να καλύψει η Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία
Οικονομικών. Το 2017 και εν όψει της έκδοσης ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος
άλλαξε την απόφαση. Σε έγγραφό του προς τους Μητροπολίτες έγραψε, μεταξύ των
άλλων:
«Η
έκδοσις του πολύτιμου αυτού ιστορικού υλικού με την σφραγίδα και έγκριση της
Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και της Αποστολικής Διακονίας, θα μας έφεραν σε μεγάλη
αντιπαράθεση προς ζημία της Εκκλησίας γενικώτερα και άλλη μία απογοήτευση του
πιστού λαού μας. Πρότασή μου, άγιοι αδελφοί, είναι το πολύτιμο υλικό που
συγκέντρωσε με τόσους κόπους ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καισαριανής κ. Δανιήλ
να διακινηθεί με δικό του τρόπο και όχι με τη σφραγίδα και την έγκριση της
Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και έκδοση της Αποστολικής Διακονίας».
Ο
Αρχιεπίσκοπος αναγνωρίζει ότι και η απλή παράθεση αντικειμενικών στοιχείων επί
της διαποίμανσης των Μητροπόλεων των «Νέων Χωρών» θα φέρει την Εκκλησία της
Ελλάδος «σε μεγάλη αντιπαράθεση» με
το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Και αυτό γιατί ο Αρχιεπίσκοπος αναγνωρίζει
στο ίδιο γράμμα: «Δεν χρειάζεται να
επαναλάβω γνωστά πράγματα. Τα αδιέξοδα των σχέσεών μας ακόμη και των Εκκλησιών
μας (Αθηνών – Κωνσταντινουπόλεως) δυστυχώς συνεχίζονται. Οι αφορμές για τη
δημιουργία κρίσεως πλείστες. Μη γελιόμαστε, ο εχθρός δεν είναι πέρα και μακριά
μας, είναι και εδώ, μέσα από τα τείχη μας». Είναι από τις αιχμηρότερες
δηλώσεις που έχουν γίνει από Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος σε βάρος του
Φαναρίου. Οι λέξεις και οι χαρακτηρισμοί «αντιπαράθεση»,
«πλείστες αφορμές προς πρόκληση κρίσεως»
και «ο εχθρός είναι μέσα από τα τείχη
μας» είναι οξείς, αλλά πραγματικοί.
Οι
δύο τόμοι του έργου, που επιμελήθηκε η υπό τον Μητροπολίτη Καισαριανής κ.
Δανιήλ επιτροπή, χωρίζεται σε οκτώ περιόδους. Η πρώτη είναι από το 1910 έως του
1928, πριν την Πατριαρχική Πράξη. Η δεύτερη περιλαμβάνει τα όσα διαμείφθηκαν
στη Βουλή των Ελλήνων το 1928 και την ψήφιση του Νόμου 3615/1928, «περί της
εκκλησιαστικής διοικήσεως των εν τας Νέαις Χώραις της Ελλάδος Μητροπόλεων του
Οικουμενικού Πατριαρχείου». Επίσης την Πράξη «αναθέσεως των εν Ελλάδι Επαρχιών
του Οικουμενικού θρόνου εις την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος» και τις
επιστολές που αντηλλάγησαν το 1929 μεταξύ του Φαναρίου και των Αθηνών.
Η τρίτη περίοδος περιλαμβάνει το
χρονικό διάστημα από το 1929 έως το 1977. Στη μακρά αυτή περίοδο δεν υπάρχει
οξύτητα στις σχέσεις Φαναρίου και Αθηνών για τις «Νέες Χώρες». Το 1952 ο
Πατριάρχης Αθηναγόρας σε επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα και με
βάση τον Τόμο του 1850 και την Πράξη του 1928, τον παρακαλεί να μεριμνήσει
«περί της αναγραφής του ονόματος του κληρικού ...... εν τω Καταλόγω των προς
Αρχιερατείαν εκλογίμων». Όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ επιχείρησε να
προωθήσει στη διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος Καταστατικό Χάρτη χωρίς να
τηρούνται οι όροι της Πράξης του 1928, ο
Πατριάρχης Αθηναγόρας σε επιστολές του προς Αυτόν, του υπενθύμισε τί αυτοί
ορίζουν, χωρίς να προκαλέσει κρίση. Πλην των πατριαρχικών επιστολών
αναγράφονται και οι απαντητικές επιστολές του τότε Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου.
Η
τέταρτη περίοδος περιλαμβάνει το διάστημα από το 1977 και την ψήφιση του
ισχύοντος και σήμερα Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, έως το 2003, όταν η αντιπαράθεση Φαναρίου – Αθηνών προχωρούσε
στην κορύφωσή της. Από τα κείμενα προκύπτει ότι η οξεία αντιπαράθεση για τις «Νέες Χώρες» αρχίζει να κλιμακώνεται με
την εκλογή ως Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του από Χαλκηδόνος Βαρθολομαίου,
στις 22 Οκτωβρίου του 1991.
Στον Α΄ Τόμο υπάρχει επιστολή του
Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ προς τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, πριν αυτός κλείσει ένα
χρόνο από την εκλογή του. Σ΄ αυτήν γράφει, μεταξύ των άλλων, ο Αρχιεπίσκοπος:
«
Εν ταις εσχάταις ταύταις ημέραις η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της
Ελλάδος πληροφορείται ότι η Υμετέρα Παναγιότης, από της αναρρήσεως αυτής εις τον Οικουμενικόν Θρόνον, ήρχισεν ανακινούσα, ως μη ώφελε, και
θίγουσα ζητήματα απτόμενα του ελλαδικού χώρου και κατ’ εξοχήν αφορώντα εις την
Εκκλησία της Ελλάδος, καλώς δε και παγίως κείμενα, επί των οποίων όμως Αύτη
μεθοδεύει επεμβάσεις και μονομερείς ενεργείας και νέας ρυθμίσεις».
Ο
αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ εξηγεί, το 1992:
«Εξένισεν
ημάς η ακουσθείσα απίθανος είδησις περί μελετωμένης ανακλήσεως της από 4ης
Σεπτεμβρίου 1928 Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως». Και τονίζει: «Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι ενιαία και
αδιαίρετος. Η ονομασία “Νέαι Χώραι” ουδεμίαν σύγχρονον πραγματικότητα
εκφράζουσι. Και ο όρος “επιτροπικώς” είναι – ίνα μη είπωμεν σχήμα λόγου – θα
εχαρακτηρίζετο παρ’ ημών μόνον ως σχήμα και τρόπος εκχωρήσεως, χωρίς καμμίαν
άλλην ουσιαστικήν προοπτικήν. Απ’ αρχής άλλως τε κατεφάνη η εθνική
αναγκαιότης, όπως ακολουθηθή η ισχύουσα κανονική επιταγή “τα εκκλησιαστικά
τοις πολιτικοίς είωθε συμμεταβάλλεσθαι”. Και αι περί ων ο λόγος επαρχίαι
ηξίουν και ανέμενον την οικείαν θέσιν εις την ελευθέραν ήδη Ελλάδα και εις το
Συνταγμάτιον της προ πολλού Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος».
Στη συνέχεια της επιστολής ο
Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ τονίζει:
«Απορούμεν πώς σκέπτεται το
Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν προκειμένω. Είναι δυνατόν ποτέ να αποκοπή
εκκλησιαστικώς το ήμισυ της Ελλάδος; Όταν
εθνικοί κίνδυνοι απειλούν τας βορείους και ανατολικάς ακριτικάς της χώρας
επαρχίας είναι αδιανόητον να χαραχθούν κάτωθεν της επιμάχου Μακεδονίας τα όρια
της Εκκλησίας της Ελλάδος. Θα
δικαιώσωμεν ημείς αυτοί τας διεκδικήσεις των Σκοπίων, οίτινες σημειωτέον
ήρχισαν από της εκκλησιαστικής χειραφετήσεως, δια να εξελιχθώσιν εις
γεωγραφικάς απαιτήσεις και αλλοίωσιν της ιστορίας;».... Από τότε έχουν προστεθεί προβλήματα
στη Θράκη και στα νησιά του Αιγαίου, αλλά η τακτική του Πατριάρχου Βαρθολομαίου
εξακολουθεί να είναι η ίδια.
Εν
όψει επισκέψεων του κ. Βαρθολομαίου στις «Νέες Χώρες», που προγραμμάτισε για το
1993 του γράφει ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ:
«Θα έλθετε ως υψηλός και σεπτός
προσκεκλημένος της Αυτοκεφάλου ημετέρας Εκκλησίας. Αλλ’ ως κυριαρχικώ
δικαιώματι ερχόμενον- όπου και ως προαναγγέλλεται – δεν θα δυνηθώμεν να σας
υποδεχθώμεν. Και θα λυπηθώμεν εξαιρέτως δια τον αμοιβαίον παραπικρασμόν,
ενώ διακείμεθα προς Υμάς και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον μετ’ αμειώτου αγάπης
και σεβασμού».
Έκτοτε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος
συνεχίζει την επιθετικότητά του σε βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η πέμπτη
περίοδος αφορά τα έτη 2003-2004 και είναι πολυσέλιδη, με 742 σελίδες (401-1143)
στον Α΄ Τόμο. Σε αυτήν καταγράφεται ο αγώνας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου
Χριστοδούλου προς το Φανάρι, την αντιπολίτευση στο εσωτερικό της Εκκλησίας της
Ελλάδος, την αντιεκκλησιαστική πολιτική εξουσία της Ελλάδος και τα ΜΜΕ, που,
σχεδόν στο σύνολό τους, ήσαν προκατειλημμένα σε βάρος της Εκκλησίας της
Ελλάδος. Σκοπός του μακαριστού Αρχιεπισκόπου να προστατεύσει το Αυτοκέφαλο της
Εκκλησίας της Ελλάδος, να εξηγήσει τα προφανή στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και να
συντελέσει στην καταλλαγή και στη συνεργασία των δύο αδελφών Εκκλησιών.
Η αναφερόμενη έκτη περίοδος
περιλαμβάνει τα έτη 2004 – 2005, η εβδόμη τα έτη 2005 – 2006 και η ογδόη τα έτη
2006 – 2007. Ακολουθεί η παράθεση γνωμοδοτήσεων επί του θέματος και παράρτημα
με δημοσιεύματα πάνω στην αντιπαράθεση.
Συμπερασματικά επαναλαμβάνεται ότι
το εκδοθέν έργο είναι ιστορικών διαστάσεων και με την περιεχόμενη πλούσια παράθεση ντοκουμέντων
καταδεικνύεται το λυπηρό γεγονός, ότι έως και σήμερα, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος
διακατέχεται από εμμονές σε βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος, που μόνο τραγωδίες
προμηνύουν στο Γένος των Ελλήνων. Ελπίζεται ότι όλη αυτή η άρρωστη
εκκλησιολογικά κατάσταση θα λήξει με τον νέο Πατριάρχη.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου