Ἑλληνισταὶ
«Ἐγένετο
γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους» (Πράξ. 6,1)
Τὰ
παλιά, ἀγαπητοί μου, χρόνια, τὰ εὐλογημένα χρόνια, δὲν ὑπῆρχαν πολλὰ σχολεῖα, δὲν
ἤξεραν οἱ ἄνθρωποι τόσα γράμματα ὅσα ξέρουν σήμερα. Εἶχαν ὅμως κάτι ἄλλο ἀνώτερο,
ποὺ δὲν τό ᾽χουμε ἐμεῖς σήμερα, κι αὐτὸ εἶνε ἡ πίστις. Πίστευαν πραγματικὰ στὸ
Θεό, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔκαναν θαυμαστὰ πράγματα.
Ἕνα
παράδειγμα. Στὴν τουρκοκρατία τὴ νύχτα τῆς
Ἀναστάσεως, χωρὶς καμπάνες, ὅλοι ἦταν στὴν ἐκκλησιά, ἄκουγαν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»,
ἔμεναν στὴ λειτουργία μέχρι τέλους, κοινωνοῦσαν, γύριζαν στὸ σπίτι μὲ τὴ
λαμπάδα, σημάδευαν μὲ τὴν καπνιὰ ἀπ᾽ τὸ ἅγιο φῶς τὴ θύρα, καὶ κατόπιν κάθονταν
κ᾽ ἔτρωγαν. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀντηχοῦσε παντοῦ· ἐπὶ σαράντα μέρες, μέχρι τῆς Ἀναλήψεως,
τὸ θεωροῦσαν ἁμαρτία νὰ λένε καλημέρα καὶ καλησπέρα. Τώρα ἐμεῖς… Γι᾽ αὐτὸ εἶπα ὅτι ἐκεῖνοι πίστευαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου