Στη σημερινή αναφορά μου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και όλης της Ηπείρου, θα απευθυνθώ κυρίως στους νέους της εποχής μας.Τα τελευταία χρόνια όλο και πυκνώνουν οι κραυγές κάποιων νέων μας, που ζητούν την κατάργηση των παρελάσεων και των άλλων εκδηλώσεων κατά τις εθνικές εορτές. Άλλοι δε βαρυγκομούν και δυσανασχετούν και με βαριά καρδιά σαν να κάνουν αγγαρεία παίρνουν μέρος στην παρέλαση.
Προς όλους αυτούς θα πω μερικά απλά πράγματα για να αισθανθούν το χρέος τους απέναντι σε όλους εκείνους που αγωνίστηκαν και έχυσαν το αίμα τους, για να ζούμε σήμερα εμείς ελεύθεροι και ειδικότερα για τους συνομηλίκους τους των ημερών εκείνων.Το πρωί της 21 Φεβρουαρίου 1913, όταν έφθασε στην Κεντρική Πλατεία Ιωαννίνων η πρώτη ίλη ιππικού και οι κάτοικοι πανηγύριζαν ξέφρενα, ένας νεαρός Γιαννιώτης 16-17 χρόνων έτρεχε λαχανιάζοντας ανάμεσα στο πλήθος και σπρώχνοντας έφθασε στο σημείο που στεκότανε οι καβαλάρηδες του ιππικού. Εσήκωσε το πόδι ενός αλόγου, πήρε λίγο χώμα από το πέταλο του αλόγου, το έσφιξε στο χέρι του και άρχισε να τρέχει προς το νεκροταφείο. Όταν έφθασε στο νεοσκαμμένο τάφο του πατέρα του (που πριν από λίγες εβδομάδες είχε πεθάνει), έριξε το χώμα στον τάφο και φώναξε δυνατά: «Πατέρααα, λευτερώθηκαν τα Γιάννενα!..».
«Και ηγαλλιάσθησαν οστέα τεταπεινωμένα!..».
Αντιλαμβάνεται κανείς τον ψυχικό πόνο αυτού του νέου, γιατί πέθανε ο πατέρας του πριν προλάβει να ιδεί ελεύθερα τα Γιάννινα; Αλλά και σε ποια απελπισία ζούσαν όλοι οι νέοι τότε;Για χάρη αυτών των νέων, για να τιμήσουμε τη μνήμη τους δεν αξίζει να πάρετε μέρος σε όποιες εκδηλώσεις γίνονται τη λαμπρή αυτή ημέρα; Κάποιοι νέοι σαν και σας που ζούσαν στο σκοτάδι της σκλαβιάς και λαχταρούσαν τη λευτεριά, περιμένουν να τιμήσετε τη μνήμη τους.
Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση με παιδιά διηγείται ο αυτόπτης μάρτυρας Γεώργιος Χατζή-Πελλερέν, ο οποίος περιγράφοντας την κατάσταση της πολιορκημένης πόλης ανάμεσα στα άλλα διηγείται: «…Η πείνα στην πόλη άρχισε να φαίνεται. Οικογένειαι πτωχαί και άλλαι καλύτεραι, ενύχτωναν δίχως ψωμί. Και όμως, με μίαν ευχάριστον είδησιν ότι ενίκα ο Ελληνικός στρατός, εχόρταινον όλοι και κανένα βάσανον δεν ήτο ικανόν να πνίξει το διαρκές ερώτημα: Πολεμούν; Έπεσε το Μπιζάνι; Το πήραν οι Έλληνες;- Το πήραν, διέδιδε κάποιος, έχων απόλυτον πίστιν εις το ότι τα ελληνικά όπλα θα το πάρουν ελεούμενος την γενικήν ανυπομονησίαν. Και τότε, τα πρόσωπα εγέλων, παν δεινόν άλλο ελησμονείτο, η πείνα ήτο υποφερτή και το βράδυ ο οικογενειάρχης πήγαινε χαρούμενος σπίτι του.- Ψωμί, του φώναζαν τα παιδιά του, πεινάμε… - Οι Έλληνες πήραν το Μπιζάνι, τους απαντούσε. Και τα παιδάκια, με το δάκτυλον εις το στόμα, απεκοιμώντο νηστικά αλλά χαρούμενα και ψιθυρίζοντα: Οι Έλληνες πήραν το Μπιζάνι…Οι ιερές σκιές των παιδιών εκείνων υπερίπτανται κάθε 21 Φεβρουαρίου στους αιθέρες των Ιωαννίνων και περιμένουν από τους σημερινούς νέους να τις τιμήσουν δεόντως».
Αλλά ο Γεωρ. Χατζής-Πελλερέν κάνει λόγο και για κάποιους άλλους: «Έξω, χωριά ολόκληρα εκαίοντο και εληστεύοντο καθημερινώς από τον τουρκικόν στρατόν, γυναίκες εβιάζοντο και έπειτα ετυφλούντο, άνθρωποι εδέροντο ανηλεώς μέχρι θανάτου, ιερά σκεύη εκκλησιών ελαφυραγωγούντο και επωλούντο έπειτα εις την αγοράν Ιωαννίνων από Λιάπηδες και στρατιώτας και διεπράττοντο τερατουργήματα δυνάμενα να κινήσωσι την φρίκην……Μία κρεμάλα είχε στηθεί εις το στρατοδικείον, άλλη εις την Πλατείαν, άλλη έξω της πόλεως και ηκούοντο απαίσια χτυπήματα καρφιών τη νύχτα. Και το πρωί, περίτρομοι και κρύβοντες τα δάκρυά των οι Έλληνες κάτοικοι εμάνθανον: Σήμερα, εκρέμασαν εξ Χριστιανούς… Αύριον κρεμούν άλλους…Και το απαίσιον σχοινί εδούλευε και οι απαίσιοι δήμιοι στρατοδίκαι όλην την νύχτα εμαγείρευον το μόνον φαγητόν διά την τουρκογιαννιώτικην όρεξιν.- Κρεμάλα στους Χριστιανούς!Αι συλλήψεις εγίνοντο αθρόαι… Τα μπουδρούμια του Αλή Πασά δεν εχώρουν πλέον άλλους. Και τους πετούσαν σαν σκύλους, εις το καλδερίμι του μπουδρουμίου, έξω στον διάδρομον, όπου το κρύον αποτελείωνεν, ό,τι δεν ίσχυσεν ο ατέλειωτος δρόμος να τελειώσει. Ένα νεκροκρέβατον και ένας θλιβερός και σιωπηλός παπάς ανεβοκατέβαινε κάθε μέρα της φυλακής την πλαγίαν σκάλαν με έναν νεκρόν».
Όλα αυτά και πολλά άλλα μέσα στην πόλη. Έξω από την πόλη, απέναντι στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο του Μπιζανίου χιλιάδες Ελλήνων στρατιωτών πολεμούν πέντε μήνες νύχτα και μέρα εναντίον δύο εχθρών. Ο ένας είναι ο καλά οχυρωμένος τουρκικός στρατός με τα φοβερά πυρά και τα 112 κανόνια του. Ο άλλος είναι ο φοβερός χειμώνας της χρονιάς εκείνης.Την πραγματικότητα αποδίδουν άριστα οι στίχοι: «Δεν μες φοβίζουν, μάνα μου, οι σφαίρες, τα κανόνια, μόν΄ με φοβίζει η παγωνιά, του Μπιζανιού τα χιόνια…». Πόσοι από αυτούς άφησαν στα κακοτράχαλα αυτά βουνά την τελευταία τους πνοή στο πεδίο της μάχης και πόσοι έμειναν χωρίς πόδια από τα κρυοπαγήματα…».
Όλα αυτά τα συνοψίζει το ποίημα που έγραψε ο Γεώργιος Πελλερέν την παραμονή της μεγάλης ημέρας, μέσα στη φυλακή ακούγοντας τα κανόνια να βροντούν στο Μπιζάνι και τους γύρω λόφους. Είναι το ποίημα που εκφράζει τον καημό και τον ψυχικό πόνο όλων των Γιαννιωτών εκείνη την ώρα. Την ώρα που η «αγριοκανονιά» μεταβλήθηκε σε «γλυκό τραγούδημα». Μετουσίωση πρωτόφαντη…Τέτοιο γλυκό τραγούδημα από καμιά φλογέραποτές έτσι δεν γλύκανε ανθρώπων την καρδιά,όπως απόψ΄ η τρομερή που σχίζει τον αέρα!………………………………………………Γλυκό κανόνι νάξερες πόσο γλυκειά η λαλιά σου!..Κάψε και γκρέμα χάλασε μ΄ εκδικητή φωτιά!………………………………………………Όλοι αυτοί το μόνο πράγμα που ζητούν από μας είναι να τους θυμούμαστε και να τους τιμούμε με όλη τη σοβαρότητα που ταιριάζει στους αγώνες και τις θυσίες τους.Ερχόμαστε τώρα στο θέμα των παρελάσεων. Οι σύγχρονοι διεθνιστές, όταν έχασαν τη «μητέρα» Σοβιετική Ένωση, εντάχθησαν από το διεθνισμό στην παγκοσμιοποίηση.
Αυτοί παίρνουν θέση για τις μαθητικές παρελάσεις.
Ξεχνούν ότι οι παρελάσεις γίνονται για να τιμήσουμε εκείνους τους πολεμιστές, που έδωσαν τη ζωή τους στους αγώνες για την τιμή και την ελευθερία της πατρίδας.
Για να παρουσιάσουν επιχειρήματα υποστηρίζουν ότι οι παρελάσεις καθιερώθηκαν από τον Μεταξά και άλλα σαθρά επιχειρήματα. Η παρέλαση στην Ελλάδα υπήρχε από τους αρχαίους χρόνους με παρόμοιους με τους σημερινούς τρόπους. Οι αναμνηστικές επέτειοι μεγάλων μαχών πάντοτε συνοδεύονταν από παρελάσεις στρατιωτικών σωμάτων στην αρχαία Ελλάδα. Απαραιτήτως συνοδεύονταν από παιάνες, τα ειδικά στρατιωτικά άσματα, με την συνοδεία των οποίων «ανέβαινον» στην οδόν της εκστρατείας ή στα πλοία. Γι΄ αυτόν τον λόγο μάλιστα μέχρι σήμερα οι παιάνες ονομάζονται «εμβατήρια άσματα» (από το εμβαίνω). Ο Πλούταρχος στο βίο του Λυκούργου (21, 1-3) ερμηνεύει τον ρόλο των παιάνων και των εμβατηρίων αυτών.
Σήμερα, όμως, επειδή ο στόχος είναι να χαθούν τα έθνη για να κυριαρχήσει η παγκοσμιοποίηση, γι΄ αυτό αποκόπτουν μία-μία τις ρίζες που μας συνδέουν με το ένδοξο προγονικό παρελθόν. Εννοώ τη γλώσσα, την ιστορία, τη θρησκεία, τον πολιτισμό.
Το ότι οι νέοι θεωρούν σε μεγάλο ποσοστό το στρατό θεματοφύλακα των προγονικών αρετών, οι συνήγοροι της παγκοσμιοποίησης το εκλαμβάνουν ως τροχοπέδη.
Οι παρελάσεις ενδυναμώνουν το εθνικό φρόνημα του Ελληνικού λαού εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Γι΄ αυτό και δεν τις θέλουν καθόλου.
Γι΄ αυτό και τις πολεμούν και τις μέμφονται…
Ερχόμαστε τώρα στο Εθνικό μας Σύμβολο τη Σημαία. Γνωρίζει και ο τελευταίος Έλληνας τη συμπεριφορά μιας μερίδας νέων. Ασχημονούν ποικιλοτρόπως απέναντι στο Ιερό αυτό Εθνικό μας Σύμβολο, για το οποίο χύθηκαν ποταμοί αιμάτων. Πόσες φορές είδαμε νέους να την καίνε!.. Και το χειρότερο να παρουσιάζονται κάποιοι «πνευματικοί» άνθρωποι να λένε χωρίς ντροπή: «ένα πανί είναι».Απάντηση στο θέμα αυτό μας δίνουν οι ήρωες Μπιζανομάχοι: Ο γενναίος σημαιοφόρος στρατιώτης, όταν έστησε τη Σημαία στην κορυφή του πρώτου υψώματος στο Μπιζάνι, σκοτώθηκε από εχθρικά πυρά. Ακολούθησε σκληρή μάχη. Σκοτώθηκαν 10 στρατιώτες, για να μην πέσει η σημαία στα χέρια του εχθρού.
Στο τέλος απέμεινε ζωντανός μόνον ο επικεφαλής λοχίας ομαδάρχης, ο οποίος με αυτοθυσία όρμησε στο ύψωμα, αγκάλιασε τη σημαία, κατρακύλησε αιμόφυρτος στην πλαγιά και όταν έφθασε στον διοικητή του τάγματος με ηρωική προσπάθεια, στάθηκε όρθιος, χαιρέτησε και ανέφερε στον διοικητή: «Κύριε διοικητά, έχω την τιμήν να σας παραδώσω την σημαίαν».Και έπεσε νεκρός!..Κάποιοι «πνευματικοί» άνθρωποι μιλούν για «ένα πανί!..». Κάποιοι νέοι, την καίνε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου