Σταθεροὶ στὴν ὁμολογία μας
«Καὶ
ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. 18,38)
Ὁ Ἰησοῦς, ἀγαπητοί μου, βαδίζει
πρὸς τὴν Ἰεριχώ. Ὅταν πλησίασε στὴν πόλι, ἐκεῖ ἕνας τυφλὸς ζητιάνος, μόλις πληροφορήθηκε
ἀπὸ τὸ πλῆθος ὅτι ἐκεῖ μπροστά του περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ἄρχισε νὰ φωνάζῃ·
«Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. 18,38). Ἀλλὰ οἱ ὄχλοι, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ
νιώσουν τὸν πόνο αὐτοῦ τοῦ δυστυχισμένου ἀνθρώπου, δυσφοροῦν γιὰ τὶς φωνές του,
τὸν παρατηροῦν καὶ τὸν διατάζουν νὰ σωπάσῃ. Νὰ σωπάσῃ! Ἀλλὰ σωπαίνει τὸ βρέφος ὅταν
εἶνε ἡ ὥρα του νὰ θηλάσῃ καὶ πεινασμένο ζητάῃ τὸ μαστὸ τῆς μητέρας; σωπαίνει ὁ ναυαγὸς
ὅταν παλεύῃ μὲ τὰ κύματα καὶ κινδυνεύῃ νὰ πνιγῇ καὶ βλέπῃ στὴν ἀκτὴ κάποιον ποὺ
μπορεῖ νὰ τὸν σώσῃ;
Ἄλλο τόσο μποροῦσε νὰ σωπάσῃ
καὶ ὁ τυφλὸς αὐτός, ποὺ ἤξερε ὅτι τόσο κοντά του, σὲ μικρὴ ἀπόστασι ἀπ᾿ αὐτόν, βρισκόταν
ὁ Φωτοδότης τοῦ παντός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου.
Φωνάζει λοιπὸν τὸν Ἰησοῦ δυνατά,
ἐπανειλημμένα, καὶ ἀδιαφορεῖ ἂν οἱ θερμὲς παρακλήσεις του προκαλοῦν τὴ δυσαρέσκεια,
τὸ θυμό, τὴν ἀγανάκτησι τοῦ κόσμου. Μὲ τὰ λόγια ποὺ λέει φωνάζοντας ὁμολογεῖ τὸν
Ἰησοῦ «υἱὸ τοῦ Δαυΐδ», ἀπόγονο δηλαδὴ τοῦ ἐνδόξου βασιλέως Δαυΐδ. Μὲ τὴν προσφώνησί
του αὐτή,«υἱὲ Δαυΐδ», τί φανερώνει· φανερώνει ὅτι θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦ Μεσσία, γιατὶ
γιὰ τὸ Μεσσία προέλεγαν οἱ προφητεῖες ὅτι θὰ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαυΐδ. Τὸ
«υἱὲ Δαυῒδ» λοιπὸν σημαίνει «Μεσσία».
«Ἐλέησόν με», τοῦ
φωνάζει. Καὶ μὲ τὸ αἴτημα αὐτό, μὲ τὴ θερμὴ αὐτὴ παράκλησι, τὴν ἔντονη καὶ
σταθερή, φανερώνει ὅτι πιστεύει στὴ θεότητα τοῦ ταπεινοῦ Ἰησοῦ. Αὐτὸ
συμπεραίνει κανεὶς ἂν κάνῃ τὴν ἀκόλουθη σύγκρισι· ὅπως κάποτε ὁ Δαυῒδ μὲ τὸ «Ἐλέησόν
με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…» ἄρχιζε τὸ γνωστὸ ψαλμό του, τὸν ψαλμὸ τῆς
μετανοίας (Ψαλμ. 50,3), ἔτσι τώρα καὶ ὁ τυφλὸς αὐτός, ποὺ νιώθει ὅτι βρίσκεται ἤδη
μπροστὰ στὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ζητάει τὸ ἔλεός του λέγοντας τὸν ἴδιο ἐκεῖνο
θεόπνευστο λόγο, «Ἐλέησόν με»· ἀπευθύνει στὸν Ἰησοῦ τὴν ἴδια παράκλησι μὲ τὸ
Δαυΐδ, ποὺ σημαίνει ὅτι τὸν πιστεύει ὡς Θεὸ ἀληθινὸ ποὺ ἐνανθρώπησε καὶ ἦρθε στὸν
κόσμο γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ.
*
* *
Ἂς θαυμάσουμε, ἀγαπητοί
μου, τὴ σταθερότητα τοῦ τυφλοῦ. Στὴ μέση τοῦ δρόμου κι ἀνάμεσα σὲ κόσμο μὲ ἐχθρικὲς
διαθέσεις ἀπέναντί του, δὲν διστάζει πρῶτον μὲν νὰ ὁμολογήσῃ τὸ Χριστό· καὶ
δεύτερον μὲ ταπείνωσι, σὰν ἐλάχιστος δοῦλος τῆς Θείας Μεγαλωσύνης, νὰ ζητήσῃ τὸ
ἔλεός του. Στερεὸς σ᾽ αὐτὴ τὴν ὁμολογία του ὁ τυφλός, διδάσκει ὅτι παρόμοια
σταθερότητα πρέπει νά ᾽χουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅταν πρόκειται νὰ ὁμολογήσουμε τὸ Χριστὸ
μέσα στὴ σημερινὴ γενεά μας. Γιατὶ μήπως καὶ σήμερα ὁ κόσμος δὲν ἐνοχλεῖται ὅταν
ἀκούῃ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, νὰ ὑποστηρίζουν τὴν
πίστι τους; Χαμόγελα, μορφασμοί, εἰρωνεῖες, ἠχηρὰ γέλια καὶ καγχασμοί, νά τί –τὸ
λιγώτερο– περιμένουν τὸ Χριστιανὸ ποὺ θὰ τολμήσῃ π.χ. μέσα σ᾽ ἕνα κοσμικὸ
κέντρο νὰ σηκωθῇ ὄρθιος καὶ νὰ κάνῃ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἢ σὲ μιὰ ὁποιαδήποτε
συνάντησι νὰ πῇ δυὸ θρησκευτικὲς λέξεις, ν᾿ ἀναφέρῃ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος
ποὺ ζῇ μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ μὴν ἀκούγεται πουθενὰ ἡ λέξι
«Χριστός» καί, ἂν εἶχε τὸ δικαίωμα, θὰ ἔβαζε φίμωτρο στὰ στόματα ὅλων τῶν ἱεροκηρύκων·
γιατὶ δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀκούῃ ἀλήθειες ποὺ ταράζουν τὴν ἡσυχία του, τὴν ἀνάπαυσί
του.
Ὁ κόσμος τῆς ἀπιστίας καὶ
τῆς πλάνης δὲν διστάζει νὰ χρησιμοποιήσῃ ἀκόμη καὶ μέσα βίας γιὰ νὰ κλείσῃ τὰ
στόματα τῶν Χριστιανῶν, ὥστε νὰ μὴν ἀκούγεται ἡ φωνὴ τῆς ἀληθείας. Αὐτὸ δὲν
γινόταν ἀνέκαθεν στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας; Ὅταν οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης
μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ κήρυτταν μὲ μεγάλη δύναμι τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα,
οἱ κοσμικοὶ καὶ θρησκευτικοὶ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἀνησύχησαν. Ταράχτηκαν
βλέποντας τὴν ταχεῖα διάδοσι τῆς νέας πίστεως «καὶ καλέσαντες αὐτοὺς
παρήγγειλαν αὐτοῖς τὸ καθόλου μὴ φθέγγεσθαι, μηδὲ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ»·
ἀπηγόρευσαν δηλαδὴ αὐστηρὰ στοὺς δύο ἀποστόλους νὰ μιλοῦν καὶ νὰ διδάσκουν γιὰ
τὸν Ἰησοῦ, τοὺς εἶπαν οὔτε κἂν ν᾽ ἀνοίγουν τὸ στόμα τους νὰ ποῦν τὸ ὄνομά του,
οὔτε κἂν ἡ γλῶσσα τους νὰ προφέρῃ τὴν γλυκύτατη λέξι «Ἰησοῦς». Ἀλλὰ οἱ ἀπόστολοι
τί ἀπαντοῦν· Ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ, τί λέτε; σᾶς φαίνεται σωστὸ μπροστὰ στὸ Θεό,
νὰ ὑπακοῦμε περισσότερο σ᾽ ἐσᾶς παρὰ σ᾽ Ἐκεῖνον; Ἐμεῖς πάντως δὲν μποροῦμε νὰ μὴ
λέμε αὐτὰ ποὺ εἶδαν τὰ μάτια μας κι αὐτὰ ποὺ ἄκουσαν τ᾽ αὐτιά μας. «Εἰ δίκαιόν ἐστιν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ, κρίνατε. οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς
ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν», δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ μὴν κηρύττουμε ὅσα εἴδαμε
κι ἀκούσαμε (Πράξ. 4,18-20). Καὶ πράγματι, ἀντὶ νὰ κλείσουν τὸ στόμα τους καὶ νὰ
σωπάσουν, αὐτοὶ ἐπαναλαμβάνουν τὸ κήρυγμα μὲ μεγαλύτερο ζῆλο. Ἔκαναν, δηλαδή, ὅ,τι
ἔκανε καὶ ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος, στὶς φωνὲς τοῦ ὄχλου ποὺ
τοῦ ᾽λεγε νὰ σωπάσῃ, αὐτὸς διπλασίαζε καὶ τριπλασίαζε τὴ φωνή του καὶ δυνάμωνε
τὴν ἔντασί της λέγοντας· «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με».
Τέτοια σταθερότητα στὴν ὁμολογία
πρέπει νά ᾽χουμε ὅλοι οἱ πιστοί. Μακριὰ ἀπὸ μᾶς ἡ δειλία. Κι ὅλος ὁ κόσμος ἂν
φωνάζῃ καὶ διαμαρτύρεται ἐναντίον μας γιατὶ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστό, ἐμεῖς θὰ ὑψώσουμε
τὴ φωνὴ τῆς πίστεώς μας τόσο ἔντονη καὶ τόσο θερμὴ καὶ τόσο σταθερή, ὥστε μέσα
στὴ σύγχυσι τοῦ αἰῶνος τούτου ν᾿ ἀκούγεται καθαρὰ ἡ ὁμολογία τῆς πίστεώς μας. Ἂν
ἡ πίστι ἔπιασε καλὰ καὶ καίῃ σταθερὰ μέσα μας σὰν τὴ φωτιά, καμμιά δύναμι δὲν θὰ
μπορέσῃ νὰ μᾶς τὴ σβήσῃ· οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ ἀντιδράσεις τοῦ κόσμου ἀντὶ νὰ τὴν
καταστέλλουν θὰ τὴ γιγαντώνουν περισσότερο, ὅπως ὅταν σὲ ὥρα πυρκαγιᾶς τύχῃ νὰ
φυσάῃ σφοδρὸς ἄνεμος καὶ τότε, ἀντὶ νὰ σβήνῃ τὴ φλόγα, τὴν κάνει ν᾽ ἀναρριπίζεται,
νὰ φουντώνῃ περισσότερο καὶ νέες πύρινες γλῶσσες νὰ ξεπηδοῦν ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἑστία.
Ἂν ἡ πίστι ῥιζώσῃ βαθειὰ στὴν καρδιά, καμμιά δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν
ξερριζώσῃ· ἡ θύελλα τῆς ἀπιστίας, μὲ ὅλες τὶς εἰρωνεῖες της καὶ μ᾽ ὅλες τὶς ἀπειλές
της, μὲ τὰ γελοῖα ἐπιχειρήματά της καὶ μὲ τὰ ψεύτικα φόβητρά της, θὰ δυναμώνῃ
πιὸ πολὺ τὸ δέντρο τῆς πίστεως· ὅπως ὁ ἄνεμος πού, ὅταν τὸ δέντρο κάνῃ γερὲς ῥίζες,
τότε μὲ τὸ φύσημά του ἀντὶ νὰ τὸ ξερριζώνῃ, τὸ σταθεροποιεῖ ἀκόμη περισσότερο,
κάνει τὶς ῥίζες του νὰ πηγαίνουν πιὸ βαθειά, νὰ βγαίνουν νέα κλαδιὰ ποὺ ἀντλοῦν
χυμὸ ἀπὸ τὴ ῥίζα, καὶ νὰ φυτρώνουν νέα ἄνθη ποὺ στολίζουν τὸ δέντρο.
Ἡ στερεὰ καὶ ἀκλόνητη ὁμολογία
εἶνε καρπὸς τῆς πίστεως. Ἂς τὸ παραδεχτοῦμε, ἀγαπητοί μου· δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ
ὁμολογήσουμε τὸ Χριστὸ μὲ τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία ποὺ εἶχαν οἱ μάρτυρες τοῦ
Χριστιανισμοῦ, οἱ παλαιότεροι καὶ οἱ νεώτεροι, γιατί; – διότι δὲν ὑπάρχει μέσα
μας ζωντανὴ ἡ πίστι ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτής, ὁ Σωτήρας τοῦ
κόσμου. Μόνο ἀπὸ μιὰ τέτοια πίστι ξεπηδᾷ μόνη της ἡ ὁμολογία, ὅπως ξεπιδᾷ τὸ
νερὸ ἀπὸ τὴν πηγή. Ἡ πίστι μας, ἐφ᾿ ὅσον εἶνε βαθειὰ καὶ εἰλικρινής, θὰ
ξεχειλίσῃ, θὰ ἐξωτερικευθῇ, θὰ ξεπηδήσῃ σὰν μία διάπυρη ὁμολογία τοῦ γλυκυτάτου
ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
*
* *
«Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα»,
λέει ὁ προφήτης Δαυῒδ καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ψαλμ. 115,1 = Β΄
Κορ. 4,13)· πίστεψα δηλαδή, καὶ γι᾽ αὐτὸ μίλησα· ὅταν ἔνιωσα δυνατὴ τὴν πίστι
μου, τότε ἄνοιξα τὸ στόμα μου καὶ τὴν ἐξέφρασα· τὰ λόγια μου δὲν ἔχουν ἄλλο
κίνητρο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστι. Ὁ τυφλὸς ἔξω ἀπ᾽ τὴν Ἰεριχὼ μίλησε ὅπως μίλησε,
γιατὶ πίστευε στὸ Χριστό. Δὲν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς ὁ τολμηρός του λόγος. Οἱ μάρτυρες
διὰ μέσου τῶν αἰώνων ὕψωσαν τὴ φωνή τους μπροστὰ στὰ δικαστήρια καὶ μέσα στὰ ἀμφιθέατρα
καὶ μέσα στὶς φυλακὲς – γιατί; διότι πίστευαν στὸ Χριστό. Καὶ ἐμεῖς τότε θὰ ὁμολογήσουμε
μὲ παρρησία, μὲ σταθερότητα καὶ μὲ ἀνδρεία τὸ Χριστό, ἐὰν πιστέψουμε σ᾽ αὐτὸν
καὶ σὰν τὸν τυφλὸ τῆς Ἰεριχοῦς συναισθανθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὴν τύφλωσί μας καὶ
στείλουμε σ᾽ αὐτὸν τὴν προσευχή μας· «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν μας».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου