ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ!
Ἡ
Σαλονίκη, πού ἔσβυνε μέ τοῦ καιροῦ τό διάβα
(καντήλι πού τρεμόφωτο γιά λάδι λαχταρᾶ)
ἀπό βραδύς κοιμήθηκε δυστυχισμένη σκλάβα
καί τήν αὐγούλα ἐξύπνησεν ἀρχόντισσα κυρά.
(καντήλι πού τρεμόφωτο γιά λάδι λαχταρᾶ)
ἀπό βραδύς κοιμήθηκε δυστυχισμένη σκλάβα
καί τήν αὐγούλα ἐξύπνησεν ἀρχόντισσα κυρά.
Τί
νά ’βλεπε στόν ὕπνο της, τί νἄταν τ’ ὄνειρό της;
Τόν Ἀη Δημήτρην ἔβλεπε στ’ ἄτι του τό γοργό
πού ροβολώντας ἔκραζε μέ τή φωνή τῆς νειότης:
«Ἄνοιξε πόρτα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ ἐλευθεριά εἶμ’ ἐγώ!»
Τόν Ἀη Δημήτρην ἔβλεπε στ’ ἄτι του τό γοργό
πού ροβολώντας ἔκραζε μέ τή φωνή τῆς νειότης:
«Ἄνοιξε πόρτα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ ἐλευθεριά εἶμ’ ἐγώ!»
Κι’
ἄνοιξ’ ἡ πόρτα ὀρθάνοιχτη μπροστά στόν καβαλλάρη
κ’ ἐμπῆκ’ ἐκεῖνος κ’ ἔλαμψε σάν τόν Αὐγερινό,
κ’ ὑψώνοντας καί παίζοντας τ’ ἀστραφτερό κοντάρι
ἔδειξε μέ τό δάκτυλο τοῦ Ὀλύμπου τό βουνό.
κ’ ἐμπῆκ’ ἐκεῖνος κ’ ἔλαμψε σάν τόν Αὐγερινό,
κ’ ὑψώνοντας καί παίζοντας τ’ ἀστραφτερό κοντάρι
ἔδειξε μέ τό δάκτυλο τοῦ Ὀλύμπου τό βουνό.
Κ’
ἔστρεψ’ ἐκεῖ τα μάτια της ἡ σκλάβα ἡ πονεμένη
κι’ ἀγνάντεψε ἀστραπόλαμπρη τοῦ Ὀλύμπου τήν κορφή,
κι’ εἶδε ἀπ’ τή ράχη στήν πλαγιά γοργά νά κατεβαίνη
ἡ Ὤμορφη, ἡ Πεντάμορφη, τοῦ Ἥλιου ἡ ἀδερφή.
κι’ ἀγνάντεψε ἀστραπόλαμπρη τοῦ Ὀλύμπου τήν κορφή,
κι’ εἶδε ἀπ’ τή ράχη στήν πλαγιά γοργά νά κατεβαίνη
ἡ Ὤμορφη, ἡ Πεντάμορφη, τοῦ Ἥλιου ἡ ἀδερφή.
Ἡ
κόμη της ἀνέμιζεν, ἰτιά χρυσοκλωνάτη
τά στήθη της χιονόλευκα, τά μάτια γαλανά,
στό χέρι της τή φλογερή γυμνή ρομφαία ἐκράτει
κι’ ὁλόχρυσα ἀντιφέγγιζαν τ’ ἀπόμακρα βουνά.
τά στήθη της χιονόλευκα, τά μάτια γαλανά,
στό χέρι της τή φλογερή γυμνή ρομφαία ἐκράτει
κι’ ὁλόχρυσα ἀντιφέγγιζαν τ’ ἀπόμακρα βουνά.
Κατέβηκε
κ’ ἐδιάβηκε τή διάπλατη τήν πόρτα
ἡ Ὤμορφη, ἡ Πεντάμορφη, τοῦ Ἥλιου ἡ ἀδερφή,
κι’ ὅπου πατοῦσε εὐώδιαζε, καί τ’ ἄνανθα τά χόρτα
ρόδα καί κρίνους ἄνθιζαν σέ κάθε της στροφή.
ἡ Ὤμορφη, ἡ Πεντάμορφη, τοῦ Ἥλιου ἡ ἀδερφή,
κι’ ὅπου πατοῦσε εὐώδιαζε, καί τ’ ἄνανθα τά χόρτα
ρόδα καί κρίνους ἄνθιζαν σέ κάθε της στροφή.
Κ’
ἔπεσ’ ἡ σκλάβα ταπεινά μπρός στήν ὡραία παρθένα
γονατισμένη, ἀμίλητη, σκυμμένη, ντροπαλή·
κ’ ἐκείνη τήν ἀνάγειρε μέ χέρια ἀνδρειωμένα
καί τήν ἐσφικταγκάλισσε μ’ ἀτέλειωτο φιλί.
γονατισμένη, ἀμίλητη, σκυμμένη, ντροπαλή·
κ’ ἐκείνη τήν ἀνάγειρε μέ χέρια ἀνδρειωμένα
καί τήν ἐσφικταγκάλισσε μ’ ἀτέλειωτο φιλί.
Καί
τή στιγμή πού ἐσμίξανε γιά τό φιλί τά χείλια,
ἔπεσαν, βροντοκόπησαν τά σίδερα βαρειά,
ἡ ἁλυσίδες ἔσπασαν, στόματ’ ἀγγέλων χίλια
ἀθώρητα ἐτραγούδησαν τό «Χαῖρε, Ἐλευθεριά!»...
ἔπεσαν, βροντοκόπησαν τά σίδερα βαρειά,
ἡ ἁλυσίδες ἔσπασαν, στόματ’ ἀγγέλων χίλια
ἀθώρητα ἐτραγούδησαν τό «Χαῖρε, Ἐλευθεριά!»...
Κ’
ἡ σκλάβα ἐξύπνησε μέ μιᾶς· πετιέται ἀπ’ τό κρεββάτι,
τά ξαφνισμένα μάτια της στά κάστρα της κολλᾶ –
Ὄχι, δέν ἦταν ὄνειρο· νά τη ἡ παρθένα, νά τη!
Ὤμορφη, γαλανόλευκη, μέ τό Σταυρό ψηλά.
τά ξαφνισμένα μάτια της στά κάστρα της κολλᾶ –
Ὄχι, δέν ἦταν ὄνειρο· νά τη ἡ παρθένα, νά τη!
Ὤμορφη, γαλανόλευκη, μέ τό Σταυρό ψηλά.
ΙΩΑΝΝΗΣ
ΠΟΛΕΜΗΣ
*Το υπέροχο (πάντα
επίκαιρο) ποίημα του Ιωάννη Πολέμη,
όπως δημοσιεύτηκε σε επετειακό φύλλο της «Εστίας» το 1898
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου