ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 3η
Δεκεμβρίου 2015
Πολλές φορές ήδη μέχρι τώρα έχουμε
επισημάνει, σε άρθρα και ανακοινώσεις μας, ότι ο Παπισμός, αφότου αποσχίστηκε
από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία μας τον 11ο
αιώνα, επισώρευσε στα χίλια χρόνια της ιστορικής του πορείας, δεκάδες
κακοδοξίες, στις οποίες δυστυχώς εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα
αμετακίνητος. Κακοδοξίες, οι οποίες ανατρέπουν στο σύνολό της την αγιογραφική
και αγιοπατερική μας Παράδοση. Μια από αυτές είναι και η αιρετική διδασκαλία
περί «Καθαρτηρίου
Πυρός». Στο περιοδικό «Ανοιχτοί Ορίζοντες» (τ.1095, Σεπτέμβριος
– Οκτώβριος 2015), των εν Αθήναις ιησουιτών, δημοσιεύτηκε άρθρο, με θέμα: «2
Νοεμβρίου Ημέρα ανάμνησης όλων των νεκρών μας». Σ’ αυτό αναλύεται η
σημασία και το περιεχόμενο της παπικής εορτής της «ανάμνησης όλων των πιστών που αποδήμησαν
εις Κύριον» και παράλληλα παρατίθεται συνοπτικά η διδασκαλία του
Παπισμού περί «Καθαρτηρίου Πυρός».
Όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, η εορτή
αυτή καθιερώθηκε «με την αλλαγή της δεύτερης χιλιετίας», επί Πάπα Βενεδίκτου του ΙΕ΄,
(1914-22),«όταν χορήγησε σε όλους τους ιερείς το προνόμιο να τελούν τρεις Θείες
Λειτουργίες τη συγκεκριμένη αυτή ημέρα […] Την ημέρα αυτή, η Εκκλησία θυμάται
όλους τους πιστούς που απεβίωσαν με την προσδοκία των υποσχέσεων του Χριστού
για αιώνια ζωή. Πρόκειται για συνηθισμένους ανθρώπους στους οποίους δεν
αποδόθηκε από την Εκκλησία η ιδιότητα του αγίου, αλλά ωστόσο ήταν κοινωνοί στην
αγιότητα. Το θεολογικό υπόβαθρο για την ημέρα των νεκρών είναι η διδασκαλία,
σύμφωνα με την οποία οι ψυχές οι οποίες μετά την αναχώρησή τους από το σώμα,
δεν είναι εντελώς καθαρισμένες από αφέσιμες αμαρτίες ή δεν έχουν εξιλεωθεί για
τα προηγούμενα αμαρτήματά τους, αποκλείονται από τη θέα της ουράνιας
μακαριότητας. Επομένως οι πιστοί στη γη μπορούν να βοηθήσουν τις ψυχές αυτές με
προσευχές, ελεημοσύνες και ιδιαίτερα μέσω της Θείας Ευχαριστίας. Πρόκειται
δηλαδή για αναγνώριση της ανθρώπινης αδυναμίας. Η Καθολική Εκκλησία πιστεύει,
ότι επειδή ελάχιστοι άνθρωποι επιτυγχάνουν την τελειότητα σε αυτή την ζωή και
ότι μάλλον οι περισσότεροι πιστοί φτάνουν στο θάνατο με τις πληγές της αμαρτωλότητας
χαραγμένες πάνω τους, φαίνεται απαραίτητη μια περίοδος κάθαρσης προτού μια ψυχή
αντικρύσει τον ίδιο το Θεό. Οι αποβιώσαντες παραμένουν στο Καθαρτήριο, δηλαδή
χωριστά από τους αγίους και το Χριστό μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, μέχρις ότου
καθαριστούν από τις αφέσιμες αμαρτίες τους και τις πρόσκαιρες ποινές τους για
τις θανάσιμες αμαρτίες τους τις οποίες είχαν εξομολογηθεί και για τις οποίες
πρέπει να εξιλεωθούν προτού εισαχθούν στον Παράδεισο, Ωστόσο, στην παροδική
αυτή κατάσταση θεωρείται ότι οι πιστοί νεκροί αναπαύονται εν ειρήνη. Η Σύνοδος
του Τριδέντου επιβεβαίωσε αυτή την κατάσταση στο καθαρτήριο και επέμεινεότι οι
προσευχές των ζώντων μπορούν να επισπεύσουν τη διαδικασία του εξαγνισμού»! Επίσης: «Κατά την Ημέρα των Νεκρών δε θυμόμαστε μόνο τους νεκρούς, αλλά κάνουμε
μια προσπάθεια, μέσω της προσευχής, της ελεημοσύνης και της συμμετοχής μας στη
Θεία Λειτουργία, να απελευθερωθούν οι ψυχές τους από το Καθαρτήριο. Υπάρχουν
δύο πλήρη λυσίποινα που συνδέονται με την Ημέρα των Νεκρών, ένα όταν πηγαίνουμε
στην Εκκλησία και ένα όταν επισκεπτόμαστε ένα νεκροταφείο και προσευχόμαστε για
τους νεκρούς. Παρόλο που οι ενέργειες αυτές εκτελούνται από εμάς, τους
ζωντανούς, οι αξιομισθίες των λυσίποινων εφαρμόζονται μόνο στις ψυχές που
βρίσκονται στο Καθαρτήριο»!
Πρόκειται βεβαίως για μια καινοφανή
εορτή, άγνωστη στην αρχαία Παράδοση της Εκκλησίας μας, της οποίας θεολογικό
υπόβαθρο είναι η επίσης φρικτή μεγάλη κακοδοξία περί Καθαρτηρίου, σε στενή συνάφεια,
(διότι απορρέει από αυτήν), με την άλλη μεγάλη κακοδοξία του Παπισμού περί «Ικανοποιήσεως
της Θείας Δικαιοσύνης». Στις γραμμές που ακολουθούν θα προσπαθήσουμε με
πολλή συντομία να παραθέσουμε ολίγα τινά περί της εν λόγω κακοδοξίας, αλλά και
την θαυμαστή συμφωνία των αγίων Πάτερων, η οποία κατεδαφίζει εκ θεμελίων την
λατινική αυτή καινοτομία και αποκλείει
κάθε, έστω, σκέψη περί εξαγνισμού της ψυχής μετά θάνατον, μέσω του «Καθαρτηρίου
Πυρός».
Η κακοδοξία περί «Καθαρτηρίου Πυρός» αποτελεί
δόγμα πίστεως του Παπισμού, η οποία διατυπώθηκε για πρώτη φορά στη Σύνοδο της Λυών,
(1274), και επαναδιατυπώθηκε στις Συνόδους Φεράρας - Φλωρεντίας, (1438/9)
και Τριδέντου,
(1545), είναι δε τελείως άγνωστη στην αρχαία πατερική μας Παράδοση της
πρώτης χιλιετίας. Τις πρώτες ρίζες της διδασκαλίας αυτής θα πρέπει να αναζητήσουμε
στον ιερό Αυγουστίνο, ο οποίος όμως, κατά τον μακαριστό αρχ. κυρό Σπυρίδωνα
Μπιλάλη: «δεν παρουσίαζε την περί καθαρτηρίου πυρός διδασκαλίαν ως
εκκλησιαστικόν δόγμα. Τουναντίον ο Αυγουστίνος αναφέρει αυτήν ως γνώμην, αν και
πιθανήν, αλλ’ υπό της Εκκλησίας μη κυρωθείσαν, εν πάση δε περιπτώσει απαιτούσαν
εξακρίβωσιν και έρευναν» (Βλ. «Ορθοδοξία και Παπισμός», Τομ. Β΄, σελ.
146). Περαιτέρω στηρίζουν οι Παπικοί την εν λόγω διδασκαλία τους στον άγιο
Γρηγόριο τον Νύσσης, (τον οποίον όμως παρερμηνεύουν) και στον Πάπα Ρώμης
Γρηγόριο τον Διάλογο, (590-604), πάνω στη διδασκαλία του οποίου
στηρίχθηκε η εν Τριδέντω Σύνοδος, για να εδραιώσει έτι περαιτέρω την περί Καθαρτηρίου
διδασκαλία. Πράγματι ο τελευταίος, παρερμηνεύοντας τα χωρία της Γραφής (Β΄
Μακκαβ.12,43-45, Ματθ.12,32, Α΄ Κορ.3,15), ανέπτυξε σαφώς στους «Διαλόγους» του
την περί Καθαρτηρίου διδασκαλία.
Ωστόσο οι έλληνες Πατέρες ομόφωνα
απορρίπτουν και καταδικάζουν κάθε δυνατότητα εξαγνισμού της ψυχής στον Άδη, διδάσκοντες
ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα μετάνοιας μετά θάνατον. Ο άγιος Κλήμης ο Ρώμης στην
Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του αναφέρει σχετικά ότι: «έως εσμέν εν τούτω τω κόσμω, εν
τη σαρκί, ά επράξαμεν πονηρά μετανοήσωμεν εξ’ όλης καρδίας, ίνα σωθώμεν υπό του
Κυρίου, έως έχομεν καιρόν μετανοίας. Μετά γαρ τω εξελθείν ημάς εκ του κόσμου ουκέτι
δυνάμεθα εκεί εξομολογήσασθαι, ή μετανοείν έτι». Επίσης στις «Διαταγές
των Αποστόλων» είναι άγνωστη η μετάνοια στον Άδη: «Άδηλος η έξοδός σου εκ του βίου
υπάρχει και εν αμαρτία τελευτήσαντι, μετάνοια ουκ έστιν, ως λέγει διά του
Δαυΐδ, ‘εν δε τω άδη τις εξομολογήσεταί σοι;’».Κατά παρόμοιο τρόπο
αποφαίνεται και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ουκ έστιν εν άδη τοις απελθούσιν εξομολόγησις
και διόρθωσις. Συνέκλεισε γαρ ο Θεός ενταύθα μεν και βίον και πράξιν, εκεί δε
των πεπραγμένων εξέτασιν». Και ο Μέγας Βασίλειος δεν αφήνει
περιθώρια μετανοίας και καθάρσεως μετά θάνατον, γνωρίζει δε μόνον κρίση και
ανταπόδοση μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα: «Της μετανοίας και της αφέσεως
των αμαρτιών ο παρών εστί καιρός. Εν δε τω μέλλοντι αιώνι η δικαία κρίσις της
ανταποδόσεως… Μετά την εντεύθεν απαλλαγήν ουκ έστι καιρός κατορθωμάτων, του
Θεού τον παρόντα καιρόν επιμετρήσαντος εν μακροθυμία εις εργασίαν των προς την
αυτού ευαρέστησιν». Σε απόλυτη συμφωνία με τους προηγουμένους και ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρεί αδύνατη την μετά θάνατον άφεση οιασδήποτε
αμαρτίας: «Ποία ελπίς, ειπέ μοι, μετά αμαρτημάτων απελθείν ένθα ουκ έστι
αμαρτήματα αποδύσασθαι; Έως μεν γαρ ήσαν ενταύθα, ίσως ήν προσδοκία πολλή, ότι
μεταβαλούνται, ότι βελτίους έσονται. Αν δε απέλθωσιν εις τον άδην, ένθα ουκ
έστιν από μετανοίας κερδάναι τι, πως ου θρήνων άξιοι;».Τέλος, ο άγιος
Κύριλλος Ιεροσολύμων, για να περιοριστούμε μόνον στους παρά πάνω
Πατέρες, γράφει: «Ουχ οι νεκροί αινέσουσί σε Κύριε. Τούτο δηλοί ότι της μετανοίας και
της αφέσεως εν τη ζωή ταύτη μόνον την προθεσμίαν εχούσης, εφ’ ή και οι απολαύοντεςαινέσουσί
σε».
Επειδή
ο αρθρογράφος κάνει λόγο και για «αξιομισθίες» και «λυσίποινα» των κεκοιμημένων
από τους επιζώντες, είναι ανάγκη να επισημάνουμε την χαώδη διαφορά μεταξύ αυτών
και των ιερών Μνημοσύνων της Εκκλησίας μας. Τα ιερά Μνημόσυνα είναι οι δεήσεις
και οι προσευχές της στρατευομένης Εκκλησίας προς την θριαμβεύουσα. Τα μέλη της
στρατευομένης και της θριαμβεύουσας Εκκλησίας δεν αποχωρίζονται απ’ αλλήλων με
τον θάνατο, τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, αλλ’εξακολουθούν να βρίσκονται
σε άρρηκτη σχέση μεταξύ τους. Πρόκειται για μια σχέση μυστικής κοινωνίας ζωής,
προσευχής υπέρ αλλήλων και αδελφικής αγάπης, έτσι ώστε οι μεν έτι επιζώντες να
βοηθούν δια των προσευχών των, και κατ’ εξοχήν διά της αναιμάκτου Θείας Ιερουργίας,
όπως και διά των ελεημοσυνών των τους κεκοιμημένους «επ’ ελπίδι ζωής αιωνίου»
αδελφούς των, οι δε απελθόντες στην
ουράνια μακαριότητα να προσεύχονται υπέρ της σωτηρίας των έτι αγωνιζομένων
στην παρούσα ζωή αδελφών των. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει
σχετικά: «Δεν γίνονται άσκοπα οι προσφορές για τους απελθόντες, ούτε οι
ελεημοσύνες. Όλα αυτά τα έχει προστάξει το άγιο Πνεύμα, διότι θέλει να
ωφελούμεθα ο ένας από τον άλλον…Ωφελείται εκείνος από εσένα και συ από εκείνον…
Να μην αμφιβάλεις ότι ο νεκρός θα κερδίσει κάποια ωφέλεια…». Ο άγιος Κύριλλος
Ιεροσολύμων χαρακτηρίζει «μεγίστην την όνησιν», πολλή μεγάλη
την ωφέλεια, που προέρχεται από τις προσευχές μας προς τους κεκοιμημένους. Πόση
όμως είναι η ωφέλεια αυτή και μέχρι ποίου σημείου φθάνει, δεν μπορούμε να το
γνωρίζουμε. Εκείνο που γνωρίζουμε και το οποίο τονίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας
είναι η μεγάλη ωφέλεια που προκύπτει από τα μνημόσυνα για κείνους που έζησαν
εδώ με πίστη, αλλά δεν μπόρεσαν να φθάσουν στην κατά Χριστό τελειότητα, έφυγαν
δε από την παρούσα ζωή, φέροντας τις κηλίδες των αμαρτημάτων. Τι γίνεται όμως
με τις περιπτώσεις των ανθρώπων εκείνων, που έφυγαν τελείως αμετανόητοι, ή δεν
πρόλαβαν να ετοιμασθούν καθόλου; Ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρει σχετικά ότι
οι ψυχές των αμαρτωλών αυτών λαμβάνουν κάποια βοήθεια, «μετέχουν ευεργεσίας τινός»,
από την αναίμακτη Θεία ιερουργία. Αυτό όμως συμβαίνει «ως μόνος επίσταται και κελεύει ο
ζώντων και νεκρών εξουσιαστής Θεός ημών». Τα ίδια περίπου τονίζει και ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Βοηθήσωμεν αυτοίς κατά δύναμιν, επινοήσωμεν δι’
αυτούς τινά βοήθειαν, μικράν μεν, βοηθείν όμως δυναμένην», ας τους
βοηθήσωμε, όσο μπορούμε με κάποια, έστω,μικρά βοήθεια. Με ποιον τρόπο; Και
απαντά: Με ελεημοσύνες και προσευχές, ώστε να λάβουν οι κεκοιμημένοι κάποια
παρηγοριά, «παραμυθίαν τινά». Ποιός όμως μπορεί να γνωρίζει, ποιός
έφυγε εν μετανοία και ποιός όχι; Ποιός μπορεί να ισχυρισθεί, ότι είναι
καρδιογνώστης,ώστε να γνωρίζει, ποια αλλαγή μετανοίας ενδεχομένως συντελέσθηκε
στην ψυχή του κεκοιμημένου τις τελευταίες στιγμές της ζωής του; Επειδή λοιπόν
δεν γνωρίζουμε, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε, ας βοηθήσουμε τους κεκοιμημένους
αδελφούς μας κατά δύναμιν και τα άλλα ας τα αφήσουμε στην αγάπη και στην
φιλανθρωπία του Θεού.
Θα κλείσουμε την μικρή αυτή αναφορά μας
με τον θεοφώτιστο λόγο του αγίου
Κλήμεντος Ρώμης: «Έως εσμέν εν τούτω τω κόσμω, εν τη σαρκί, ά επράξαμεν πονηρά,μετανοήσωμεν
εξ’ όλης καρδίας, ίνα σωθώμεν υπό του Κυρίου». Είναι ανάγκη, εν όσω
ζούμε ακόμη σ’ αυτόν τον κόσμο, να μετανοήσουμε με όλη την καρδιά μας, έτσι
ώστε να αξιωθούμε της σωτηρίας μας. Μια από τις αιτίες της προϊούσης εκκοσμικεύσεως
του Παπισμού αναμφίβολα υπήρξε και η καθιέρωση του πεπλανημένου αυτού δόγματος,
το οποίο ενθαρρύνει τους παπικούς στην αμετανοησία και στην κοσμική ζωή. Πολλοί
Παπικοί «πιστοί» επιδίδονται σήμερα στην ασωτία και στην κοσμική ζωή, μεταθέτοντας
τη μετάνοιά τους μετά θάνατον, η οποία δεν είναι ακριβώς μετάνοια, αλλά ένας
αυτόματος εξαγνισμός. Πιστεύουν ανοήτως, ότι θα εξαγνιστούν και θα επιτύχουν
την άφεση των αμαρτιών των μετά θάνατον, διά του καθαρτηρίου και έτσι θα
αξιωθούν και αυτοί τον παράδεισο! Άλλωστε και τα διαβόητα «συγχωροχάρτια» του
παπικού μεσαίωνα αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσαν, σε συνδυασμό με την οικονομική
αφαίμαξη των «πιστών», προς όφελος της παπικής «εκκλησίας»! Αλλά και πολλοί
Ορθόδοξοι πιστοί δυστυχώς σήμερα δεν φροντίζουν να μετανοήσουν, διότι
επαναπαύονται με την σκέψη, ότι θα πετύχουν την σωτηρία τους με τα μνημόσυνα,
που θα κάνουν οι άλλοι, οι συγγενείς των, γι’ αυτούς μετά θάνατον, ή ανοήτως
ασπάζονται την καταδικασμένη από την Εκκλησία κακοδοξία του Ωριγένη,
περί της δήθεν «αποκαταστάσεως των πάντων» και του δήθεν χρονικώς
περιορισμένου της κολάσεως!!! Όντως μεγίστη επιτυχία του βυθίου Δράκοντος.
Πρόσχωμεν!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου