Παρέλαση:
Μία πράξη Δημοκρατίας – Η σημαία σύμβολο της συλλογικής μας συνείδησης
Του Ανδρέα
Τσιφτσιάν
Εθνική επέτειος αύριο, γιορτάζουμε ότι «το ‘40 πολεμήσαμε τις δυνάμεις του λαϊκισμού» (Υπ. Παιδείας, Νίκη Κεραμέως), …
…γιορτάζουμε το
γεγονός που «μας θυμίζει όσο ποτέ τις αξίες της κοινωνικής προσφοράς και του
εθελοντισμού. Θυμόμαστε τις θυσίες των παππούδων μας … ας τους τιμήσουμε λοιπόν
υπενθυμίζοντας σε όλους ότι ο εθελοντισμός είναι εθνική ευθύνη» (Υφ. Εργασίας
Δόμνα Μηχαηλίδου).
Αύριο γιορτάζουμε
την ημέρα που τρέξαμε να κρυφτούμε στα υπόγεια. «Η Ιταλία μας κήρυξε τον
πόλεμο! Κι εμείς πήγαμε στο υπόγειο … μετά γύρισε ο μπαμπάς στη μαμά και της
είπε πώς θα τρέξει στην τράπεζα να σηκώσει λεφτά…». Και ο μπαμπάς παίρνοντας
στην αγκαλιά του το παιδί του είπε: «Άκη, από σήμερα θα γίνεις άντρας». Και ο
Άκης, απάντησε: «Εγώ τότε φοβήθηκα πάρα πολύ, γιατί δεν ήθελα να γίνω σήμερα
άντρας…». (σελίδα 44 του α’ τεύχους του βιβλίου της Γλώσσας Ε’ Δημοτικού).
Αυτή είναι η
εθνική μας μοναξιά. «Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτα
δεν είναι πιο πικρό» (Γιώργος Σεφέρης)
Μια αλλιώτικη
εθνική επέτειο θα γιορτάσουμε φέτος. Μουγκή κι απόξενη χωρίς παρέλαση. Αυτή η
παρέλαση που ανταριάζει τους αγαπολόγους «αντιφασίστες» της ελευθεριάζουσας
θολοκουλτούρας. Οι παρελάσεις άλλωστε είναι φασιστικό κατάλοιπο, πράξη
μιλιταρισμού. Η σημαία ένα πανί για να χαριεντίζονται οι υπερπατριώτες.
Αν οι «αριστεροί»
ήταν πραγματικά αριστεροί θα τιμούσαν πρώτοι και καλύτεροι τις παρελάσεις.
Γνωρίζουν την
σωστή σημειολογία των παρελάσεων;
Η παρέλαση είναι
η επιθεώρηση του στρατεύματος από τον Λαό.
Έτσι, επειδή ο
Λαός δεν μπορεί να μπει στα στρατόπεδα (για λόγους ασφαλείας και τάξης) για να
επιθεωρήσει το στράτευμα, προσέρχεται το στράτευμα στον Λαό, παρουσιάζεται
δηλαδή, αναφέρεται, θέτει εαυτόν υπό τον τακτικό έλεγχο και εξέταση του Λαού.
Πράγμα που όμως
δείχνει και μία διακριτή ιεραρχία. Ο κατώτερος προσέρχεται και αναφέρεται στον
ανώτερο και όχι βέβαια το αντίστροφο. Ο άρχων επιθεωρεί και ο υπηρέτης
παρουσιάζεται προς έλεγχο.
Και ο Λαός όντας
επιθεωρών επικροτεί και ανταποδίδει με χειροκρότημα, δείχνει δηλαδή την
εμπιστοσύνη του.
Η παρέλαση λοιπόν
είναι πράξη Δημοκρατίας, είναι σύναξη Λαού και Στρατού, είναι συγκροτημένη
πράξη συλλογικότητας και κοινωνικής συνοχής που κάνει έναν διακριτό ρόλο σαφή,
ότι το ένα βρίσκεται στην υπηρεσία του άλλου.
Αυτό που θέλουν
να ξεχνούν οι αριστεροί της πλάκας είναι ότι χωρίς συλλογική κοινωνική
συνείδηση, χωρίς κοινωνική συνοχή, δεν μπορούν να υπάρξουν ούτε κοινωνικοί
αγώνες ούτε λαϊκή κυριαρχία.
Το ιδανικό της
αυτοθυσίας χλεύασε και εξέθεσε ως αντικείμενο γέλωτα (σύμφωνα πάντα με την δική
τους πολιτική ηθική) στην περσινή μαθητική παρέλαση ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν 40αρες
«μαθήτριες» του κομματικού του μηχανισμού παρεισέφρησαν στην παρέλαση
διακωμωδώντας τα «άβουλα ρομποτάκια που ξεκουρδίστηκαν».
Ο στρατιώτης που
πάει στον πόλεμο, ξέρει, ότι είναι ο πρώτος πιθανός νεκρός. Βαστώ όπλο σημαίνει
πάω να σκοτωθώ, πηγαίνω να θυσιαστώ για να σώσω τους άλλους που αφήνω πίσω μου.
Το πρώτο δυνάμει θύμα του στρατιώτη, δεν είναι ο εχθρός του, αλλά ο εαυτός του.
Στρατιώτες είναι αυτοί που πεθαίνουν για να ζήσουμε εμείς.
Η αυτοθυσία είναι
το ανώτερο ανθρώπινο ιδανικό. Ξεπερνάει ακόμη κι αυτήν, την αγάπη, διότι την
προϋποθέτει, την υποσκελίζει, την ξεπερνά. Όλοι μπορούμε να αγαπήσουμε, αλλά
λίγοι θυσιάζονται.
Ο φόβος του
θανάτου σε παραλύει. Ξέρεις, ότι από την μια στιγμή στην άλλη δεν θα υπάρχεις.
Η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι πεθαίνεις πρέπει να είναι φρικτή και
συντριπτική. Αργά ή γρήγορα θα την ζήσουμε όλοι μας, όταν θα νιώσουμε ότι «τώρα
είναι η ώρα που συμβαίνει».
Την ελεύθερη και
συνειδητή απόφαση μπρος σ’αυτήν την τραγική στιγμή χλεύασαν. Ίσως κάποια στιγμή
σκεφτούμε σοβαρά και το ενδεχόμενο να στήσουμε ένα μνημείο αφιερωμένο στον
Άγνωστο Εθελοντή.
Θυμήθηκα μία
στιχομυθία που είχα κάποτε με έναν φίλο μου, πρώην ΟΥΚά. Σε μία «διπλωματική»
ερώτηση θέλοντας να τον πικάρω, τον ρώτησα: «…και για ποιόν θα πας να
πολεμήσεις, γι’ αυτούς που θα σπάνε πιάτα στα μπουζούκια όσο εσύ θα πολεμάς;».
Και μου απάντησε κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ: «Ναι, γι’ αυτούς!». Το συνέχισα
λέγοντας: «Μα δεν θα το αξίζουν». Και μου είπε: «Θα πολεμήσω για το δικαίωμά
τους να τα σπάνε. Δεν θα ήμουν πατριώτης αν πολεμούσα μόνο για τους «άξιους».
Και για τους ανάξιους θα πολεμήσω, αυτό είναι πατριώτης. Ξέρεις γιατί; Γιατί
για την πατρίδα μου χαλί θα γίνω να με πατήσει».
Και για τον πιο
ευτελή άνθρωπο πολεμά ο πατριώτης λοιπόν, διότι τελικά, αυτό είναι το ιδανικό.
Ναι, ακόμη και για αυτές, τις 40χρονες «νεανίδες» του ΣΥΡΙΖΑ θα πολεμούσαμε. Κι
όσο κι αν φαινόταν και στις ίδιες περίεργο, αυτό τελικά θα γινόταν για να
συνεχίσουν να έχουν το ελεύθερο δικαίωμα να γελοιοποιούν την αυτοθυσία των
άλλων για αυτές.
Χωρίς (και)
μαθητικές παρελάσεις φέτος όμως, δεν θα δούμε προπαγανδιστικές εικόνες με
μαντίλες «προσφυγόπουλων».
Μαντίλα με
μαντίλα όμως, έχει διαφορά. Δεν είναι όλες οι μαντίλες ίδιες.
Υπάρχουν αυτές οι
«στημένες», καλά σκηνοθετημένες εικόνες που θέλουν να προπαγανδίσουν μια δήθεν
αφομοίωση των «προσφύγων» στην Ελλάδα. Με ενοχλεί η συστηματική και
επιτηδευμένη στρέβλωση της πραγματικότητας δια της δύναμης της εικόνας.
Χαίρομαι πραγματικά όταν ένα παιδί τιμά αυτή την Πατρίδα που αύριο (ίσως) θα
την κάνει και δική του Πατρίδα. Δεν χαίρομαι όμως όταν χρησιμοποιείται, όταν
γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, το μέσον μιας σουρεαλιστικής ιδεολογίας, από
την μία μεριά εθνομηδενιστικής κι από την άλλη δήθεν επιτιμητικής στο εθνικό
αίσθημα. Φάτε μάτια ψάρια…
Κι ενώ μας
δείχνουν αυτό που ουσιαστικά δεν υπάρχει, δεν δείχνουν ποτέ αυτό που υπάρχει!
Μία μαντίλα με
συγκινεί πραγματικά, φίλες και φίλοι:
Είναι αυτή η
μαντίλα που δεν θα δείτε ποτέ στην τηλεόραση. Είναι η μαντίλα των Πομακόπουλων
στα ακριτικά, ορεινά χωριά της Θράκης μας. Είναι μια μαντίλα ξεχασμένη,
παραμελημένη, που όμως, σε πείσμα καιρών και ανθρώπων, σηκώνει την σημαία μας
ψηλά. Με ειλικρίνεια, με καθαρότητα χωρίς εικόνες πολιτικής κορεκτίλας και
φανφάρες, χωρίς αμφιβολίες και «δημιουργικές ασάφειες», ταπεινά, άδολα, όπως
αρμόζει σε ένα ελληνόπουλο που έχει συνείδηση αυτού που τιμά.
Είναι αυτό το
μειλίχιο χαμόγελο μιας μυστικής και σιωπηλής περηφάνιας, σαν ήλιος που είναι
βέβαιος για τον κόσμο. Είναι ο τρόπος που εμπνέει, η ταπεινή ευτυχία που
δείχνει τον τρόπο να Την κρατάς:
Στην σημερινή
λογική του ορθοπολιτικού φασισμού μπορεί δυστυχώς κάποιος να την καίει ή να την
θεωρεί «απλό πανί» (Αναπλ. Υπ. Εξωτερικών Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, εφημερίδα
«Αυγή» κτλ).
Η ρίζα όμως της
λέξης σημαία είναι το «σήμα». Αυτό δηλαδή που εκπέμπει έναν συμβολισμό. Άρα,
αυτό που ουσιαστικά καίει δεν είναι το πανί, αλλά το έμβλημα:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η
ΘΑΝΑΤΟΣ.
Καίει την
Ελευθερία και φτύνει τους νεκρούς. Φτύνει αυτούς που έπεσαν για να μπορεί να
την καίει. Φτύνει αυτούς που πέθαναν, για να έχει το «δικαίωμα» να τους φτύνει.
Μα οι νεκροί δεν θυμώνουν.
Μπορεί να
ακούγεται περίεργο, αλλά αυτή η λέξη που για κάθε άλλον Λαό είναι
ανατριχιαστική και που ακούγοντας την κάποιος φτύνει στον κόρφο του, εμείς την
έχουμε γραμμένη στην σημαία μας. Οι συλλαβές τις λέξης «θάνατος» ορίζουν τις
λευκές λωρίδες της.
«Απ’ τα κόκαλα
βγαλμένη των Ελλήνων…». Από κει ξεμύτισε η λευτεριά.
Η καλύτερη
απάντηση σε όλους αυτούς βρίσκεται στην εικόνα του φωτορεπόρτερ Αλέκου
Βουτσαρά.
Δείτε την κι
αντρειέψτε, αναθαρρέψτε.
Ανεμογδαρμένη, μα
όρθια. Ταπεινή, αγκαλιά με την σκουριά, μα μεγαλοπρεπής, δεν χαμηλώνει τ’
ανάστημα.
Σκισμένη, μα
αγέρωχη, γαντζωμένη σ’ ένα σκουριασμένο σίδερο που έχει λυγίσει ήδη απ’ τον
αέρα.
Λες και θωρεί
απέναντι τους βράχους, λες και καλημερίζει τ’ αετόμορφα ψηλά βουνά, που
ξεπροβάλλουν σαν ώμοι γιγάντων που κάνουν βουτιά στο πέλαγος.
Δείτε την,
στον αιθέρα
στέκει, να…
και στην θάλασσα
μόνη της!
Επιμύθιο: «Κρασί
δεν είναι, αδέρφια, η λευτεριά μήτε γλυκιά γυναίκα μήτε και βιός μες στα
κελάρια σας μήτε και γιος στην κούνια· έρμο τραγούδι ’ναι ακατάδεχτο και σβήνει
στον αγέρα!» (Καζαντζάκη Οδύσσεια, Εισαγωγή).
…Όρτσα! Τις έρμες
πίκρες όξω νου, τρουλώσετε τ’ αυτιά σας:
Σήμερα γιορτάζει…
η πιο όμορφη σημαία του κόσμου!
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Σημείωση: Οι
δηλώσεις των κ.κ. Κεραμέως και Μιχαηλίδου είναι του 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου