Ἡ ἀνάστασις τῆς παθητῆς σαρκὸς τοῦ
Κυρίου
Τοῦ
Λεοντίου Βυζαντίου
Εἴδαμε
συνολικὰ ὁλόκληρες στρατιὲς πιστῶν νὰ ἁρπάζωνται καὶ νὰ ἐξαφανίζωνται σὰν ἀπὸ
μία Σκύλλα καὶ μία ἀντίθετή της Χάρυβδι, ὅταν ἐσκόνταψαν πάνω σ’ ἐκείνους τοὺς
λόγους καὶ τὰ πράγματα ποὺ φανέρωναν τὴν ταπείνωσι τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας, τὴν
ὁποία ἀνέλαβε συγκαταβαίνοντας πρὸς τὴν δική μας φύσι, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν εἶχαν
τὴν σωστὴ παιδεία. Τί ἄλλο ἐξώπλισε ἐναντίον μας τὰ ἀναρίθμητα φῦλα τῶν εἰδωλολατρῶν,
τί ἔκανε ἔξω φρενῶν τὶς Ἰουδαϊκὲς φάλαγγες ἄλλο ἀπὸ τὴν μωρία τοῦ κηρύγματος, ὅπως
τὴν ὠνόμασε ὁ Παῦλος; Καὶ πῶς νὰ μὴν θαυμάση κανεὶς τὴν παιδεία τῶν εἰσηγητῶν τῶν
νέων δογμάτων, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὸ παραλήρημά τους ὅλοι οἱ ἀοίδιμοι μάρτυρες καὶ
ὅλοι οἱ ὁμολογηταὶ θὰ μποροῦσαν νὰ κερδίσουν τοὺς στεφάνους τῆς εὐσέβειας καὶ
χωρὶς μαρτύρια, μὲ μόνες αὐτὲς τὶς δύο λεξοῦλες (ἄφθαρτον καὶ ἀπαθὲς σῶμα), ἂν
βέβαια εἶχαν τὴν τύχη νὰ τὶς μάθουν ἐγκαίρως;
Ὅμως αὐτοὶ δὲν ἀξιώθηκαν μιᾶς
τόσο μεγάλης σοφίας καὶ πέθαναν ἄσκοπα γιὰ μίαν ἀπάτη· καὶ βέβαια μὲ τὴν ζωή
τους δὲν ἔγιναν ὑπόδειγμα ἀνδρείας. Γιατί φυσικὰ κανεὶς διώκτης, ὅσο ἀπηνὴς καὶ
σκληρός, δὲν θὰ τιμωροῦσε κανένα Χριστιανό, ἂν αὐτὸς πάνω στὸ βῆμα τοῦ
δικαστηρίου ὡμολογοῦσε ὅτι ὁ γεννηθείς ἐκ τῆς Παρθένου καὶ σταυρωθείς καὶ ἐνταφιασθείς
καὶ ἀναστάς εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος. Γιατί, τί νὰ φθονήση κανεὶς, ἂν τοῦ καταγγελθῆ
ἀνάστασις ἁπλοῦ ἀνθρώπου; Γιατί οἱ ἴδιοι δὲν κατελήφθησαν ἀπὸ φθόνο, ὁσάκις ἄκουσαν
μύθους ἢ ἀληθινὲς ἱστορίες γι’ ἀνθρώπους ποὺ ἐπανῆλθαν στὴν ζωή; Καὶ οἱ
περιπτώσεις αὐτὲς δὲν εἶναι λίγες. Οὔτε θὰ ἀντιδροῦσαν, ἂν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ
εἶναι ἀπαθὲς καὶ ἄτρεπτο, ὅπως προτείνουν οἱ ἐμπνευστὲς αὐτῆς τῆς καινούργιας
σοφίας· καὶ εἶναι πιὰ στὸ χέρι τους νὰ τὸ βλασφημοῦν ἀναλλοίωτο καὶ ἀόρατο, ἀναφὲς
καὶ ἀψηλάφητο, χωρὶς ποιότητα καὶ ποσότητα καὶ ἐν τέλει ἀσώματο. Ὅλα αὐτὰ ἀκριβῶς
εἶναι ἐπακόλουθα τούτου τοῦ θαυμαστοῦ ὀνόματος τῆς ἀφθαρσίας.
Γιατί
λοιπὸν, ἐπιλέγουν, ἄλλα μὲν ἀπὸ τὰ θεοπρεπῆ ὀνόματα νὰ τοῦ τὰ ἀποδίδουν κι ἄλλα
νὰ τοῦ τὰ στεροῦν; Καὶ γιατί ἀφαιροῦν μέγα μέρος τῆς ἀξίας καὶ τῆς τιμῆς ἀπὸ τὸ
σῶμα Του θεωρώντας το ὑπερούσιο καὶ ὑπερφυὲς καὶ ἀσώματο, πρᾶγμα ἐπονείδιστο;
Ποιὸς ἄπιστος θὰ τὰ βάλη μαζί μας, ἂν παραδεχθοῦμε ὅτι δὲν ἦταν φυσικὸ γιὰ τὸ σῶμα
τοῦ Κυρίου νὰ γίνη ὁρατό, νὰ καταναλίσκη τροφὴ καὶ ποτό, νὰ κοιμᾶται ἢ νὰ ὑποφέρη,
καὶ νὰ ὑπομένη καὶ ἄλλα ἐκτός ἀπ’ αὐτά, καίτοι ἀναμάρτητο, χωρὶς νὰ ἀποστραφῆ τὴν
ἀνθρώπινη ἀδυναμία; Γιατί εἶναι περίπου σὲ ὅλους κατανοητὸ ὅτι πολλὰ τέτοια
πράγματα συμβαίνουν σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ θαύματος καὶ ὄχι κατὰ τὴν λογική τῆς
φύσεως. Ὁ πολυάνθρωπος λαὸς τῶν Ἰουδαίων δὲν θὰ εἶχε φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο
τρέλλας, ἂν κάποιος τοῦ εἶχε ἐξηγήσει ὅτι τὸ σῶμα ποὺ σταυρώθηκε ἀπ’ αὐτοὺς καὶ
ἔπαθε καὶ ἐτάφη ἀπὸ τὰ γνωστὰ πρόσωπα δὲν ἦταν καθ’ ὅλα ὅμοιο μ’ ἐμᾶς καὶ ὅτι ὄντως
δὲν εἶχε τὴν ἀνθρώπινη φύσι. Ἡ ἁγία Γραφὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ πολλὲς θεοφάνιες καὶ
μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀντιληφθῆ ὅτι ἡ ἀγαθὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔφθασε στὸν ἄνθρωπο μὲ ἀνθρώπινα
σχήματα καὶ πράγματα, ἐνέργειες καὶ λόγους, κάθε φορά ἀναλόγως πρὸς τὸ συμφέρον
τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν χρεία βοηθείας. Δὲν μποροῦσαν ὅμως ἐπ’ οὐδενὶ νὰ
συλλάβουν ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἐλάμβανε ἀνθρώπινη ὑπόστασι, παρ’ ὅλον ὅτι μέχρι τότε ἡ
οἰκονομία ἐκφραζόταν μὲ ἀνθρωπίνους τρόπους. Αὐτὰ ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι ἐτόλμησαν νὰ
πράξουν εἰς βάρος τοῦ Κυρίου τοὺς πείθουν ὅτι ἦταν ἄνθρωπος ὁμοιοπαθὴς μὲ τοὺς ἄλλους
ἀνθρώπους, ἀφοῦ τὰ θαύματα δὲν κατώρθωσαν νὰ τοὺς πείσουν ὅτι ἦταν Θεὸς ἀνώτερος
ἀπ’ ὅλους λόγω τῆς ὑπεροχῆς τῆς θείας Του φύσεως.
Ἔτσι
λοιπὸν καὶ ἡ ἀπάθεια τοῦ μονογενοῦς Λόγου ποὺ εἶναι τὸ ἐπιχείρημα τῶν ἄθεων κατὰ
τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀφθαρσία τῆς σαρκός Του, ποὺ εἶναι τὸ σόφισμα αὐτῶν ἐδῶ κατὰ
τῆς σωτηρίας μας, τελικὰ ἀποδεικνύονται ἡ μὲν πρώτη ἐμπαθὴς καὶ ἡ δεύτερη
φθαρτή. Ἡ μία δὲν ἀφήνει νὰ ἔλθη σὲ μᾶς ὁ ὑπὲρ ἡμᾶς• ἡ ἄλλη δὲν ἀφήνει νὰ μένη,
μαζί μας αὐτὸς ποὺ μοιράστηκε τὴν φύσι μας, ὅσο χρόνο ἀπαιτεῖ ἡ θεραπεία μας καὶ
ὅσο χρειάζεται ἡ ἀνάβασί μας πρὸς τὸν ὑπὲρ ἡμᾶς Θεὸ κατὰ τὴν ἀναλογία καὶ τὴν
τάξι ποὺ ταιριάζει στὴν φύσι μας καὶ τελικὰ ἡ ἀνάστασί μας. Πῶς ὅμως θὰ γίνωμε
μιμητὲς τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν συμμετέχη στὰ πάθη μας μὲ τὰ δικά Του πάθη ὁ Χριστός;
Μὲ ποιὸν τρόπο ἐκεῖνος ἔπαθε ἂν ὄχι μὲ τὸν δικό μας; Ἂν δὲν εἶχε ἀναλάβει τὴν
φύσι μας, δὲν θὰ ἐπάθαινε τὰ παθήματά μας. Ποιὰ θὰ ἦταν ἡ δόξα Του, ἂν δὲν
καταδεχόταν νὰ σαρκωθῆ ἡ πνευματικὴ καὶ αἰώνιά Του φύσις;
Πηγή:
Λεοντίου Βυζαντίου, Περὶ Σώματος. Κατὰ Ἀφθαρτοδοκητῶν, Ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα
1995, σ. 23- 27. μτφρ. Ντίνα Σαμοθράκη. & orthodoxostypos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου