Αἰδεσιμολογιώτατος
Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημέριος Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς, Mr Θεολογίας στόν
Τομέα Ἁγίας Γραφῆς καί Πατερικῆς
Γραμματείας τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆςκαί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ
Εἰσήγηση
στήν Θεολογική - Ἐπιστημονική Ἡμερίδα,
πού διοργάνωσαν οἱ
Ἱερές Μητροπόλεις Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Γλυφάδας, Κυθήρων καί Πειραιῶς καί
ἡ Σύναξις Κληρικῶν καί Μοναχῶν
μέ θέμα :
«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙
Μεγάλη
προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» πού πραγματοποιήθηκε στόν Πειραιά
τήν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016,
στό Στάδιο Εἰρήνης
καί Φιλίας,
στήν Αἴθουσα
«Μελίνα Μερκούρη»
Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙ Μ. ΦΩΤΙΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΣΥΝΟΔΩΝ ΩΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ˙ ΕΝΑ ΦΛΕΓΟΝ ΑΛΛΑ ΕΛΛΕΙΠΟΝ ΘΕΜΑ ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ
ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί
Πατέρες,
Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές,
Ἀγαπητοί ἐν
Χριστῷ ἀδελφοί,
Μία
ἀπό τίς κατευθυντήριες γραμμές, πού δόθηκαν στίς ἐργασίες τῆς Α΄ Πανορθοδόξου
Προσυνοδικῆς Διασκέψεως τό 1976, καί πού ἰσχύει καί σήμερα, ἦταν ἡ «Ἁγία καί
Μεγάλη Σύνοδος» ν’ἀσχοληθεῖ μέ περιορισμένο ἀριθμό θεμάτων καί μάλιστα ὄχι ἀμιγῶς
δογματικῆς καί θεωρητικῆς φύσεως, ἐπειδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό
νέα Ὁμολογία πίστεως[1]. Ἡ γραμμή αὐτή δικαιολογεῖ
τό γεγονός ὅτι ἀπό τήν θεματολογία τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ἀπουσιάζουν φλέγοντα
καὶ ἐπείγοντα θέματα πίστεως, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν διαιρέσεις καὶ σχίσματα. Ἐκτός
ἀπό τά θέματα, πού ἐνέκρινε ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων, πού συνῆλθε στό Σαμπεζύ
τῆς Γενεύης ἀπό 21 ἕως 28-01-2016[2], ὑπάρχουν κι ἄλλα σοβαρά
θέματα, γιὰ τὰ ὁποῖα, λόγῳ τῆς κυριαρχούσης στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες οἰκουμενιστικῆς
συγκρητιστικῆς νοοτροπίας, ὡς καὶ τοῦ πνεύματος ἐκκοσμικεύσεως, ἀποφεύγουν νὰ
λάβουν ἀποφάσεις. Ὅπως ἐξάγεται ἀπό τό ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτο καί ἀπορριπτέο
κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[3],
οἱ ἰθύνοντες τῆς Συνόδου ἀποσκοποῦν στήν νομιμοποίηση καί θεσμοθέτηση, ἐπισημοποίηση
καί ἐδραίωση τῆς παναιρέσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστανικοῦ καί
διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐπισήμου γραμμῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέ
πανορθόδοξη συνοδική ἀπόφαση. Γι’αὐτό θεωροῦμε ὅτι ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος»,
πού πρόκειται γίνει στήν «Ὀρθόδοξη» Ἀκαδημία Κρήτης ἀπό 16 ἕως 27 Ἰουνίου 2016
πρέπει νά ἀλλάξει ριζικῶς τήν θεματολογία της.
Ἕνα
ἀπό τά φλέγοντα, ἐπείγοντα καί σοβαρά θέματα, μέ τό ὁποῖο ἔπρεπε νά ἀσχοληθεῖ ἡ
«Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» εἶναι ἡ πανορθόδοξη ἀναγνώριση τῶν θεωρουμένων ἀπ’ ὅλους
τοὺς Ὀρθοδόξους δύο συνόδων τοῦ 9ου καὶ 14ου αἰῶ. ὡς Οἰκουμενικῶν,
δηλ. τῆς Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου τό 879 μ.Χ., καὶ τῆς Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ,
τό 1351 μ.Χ.
Σήμερα,
τὸν καιρὸ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καὶ τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων», κατά τόν ὁποῖο
οἱ παγκοσμιοκράτες τῆς ἀντιχρίστου «Νέας Ἐποχῆς» ἀναδεικνύουν καὶ προωθοῦν τὸν
αἱρεσιάρχη Πάπα ὡς τὸν θρησκευτικὸ πλανητάρχη, καί ἡ Μικτή Ἐπιτροπή τοῦ Ἐπισήμου
Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν μελετᾶ τό θέμα «Πρωτεῖο καί Συνοδικότητα», οἱ Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι
καταγγέλλουν καὶ καταδικάζουν τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Πάπα, τὸ ἐξουσιαστικὸ πρωτεῖο
του καὶ τὸ ἑωσφορικὸ ἀλάθητό του, ὡς αἵρεση καὶ παναίρεση.
Ἡ
ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 879-880, μὲ κορυφαῖο πατέρα τὸν Μέγα καὶ Ἱερὸ
Φώτιο καί τούς σὺν αὐτῷ θεοπνεύστους ἁγίους
Πατέρες, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ἐκπρόσωποι τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Πάπα Ρώμης Ἰωάννου
Η΄, εἶναι Οἰκουμενική, διότι, ὅπως λέγει ὁ Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος[4], «ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα νὰ χαρακτηρισθῆ οἰκουμενική. (α) Ἀσχολήθηκε
«μὲ τὸν καθορισμὸ δογματικῶν θεμάτων, ὅπως τὸ τριαδικό, τὸ χριστολογικὸ καὶ τὰ
συναφῆ μὲ αὐτὰ δόγματα», (β) συνεκλήθη «ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα», ὅπως ὅλες οἱ
προηγούμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, (γ) «συμμετεῖχαν ὅλες οἱ Τοπικὲς Ἐκκλησίες».
Καὶ ἐπιλέγει ὁ Σεβασμιώτατος : «Τὸ
γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα νὰ χαρακτηρισθῆ οἰκουμενική.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτσι χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ πολλοὺς Πατέρες καὶ διδασκάλους, ὅπως τὸν
Θεόδωρο Βαλσαμῶνα, τὸν Νεῖλο Θεσσαλονίκης, τὸν Νικόλαο Καβάσιλα, τὸν Νεῖλο
Ρόδου, τὸν Μακάριο Ἀγκύρας, τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεσσαλονίκης, τὸν ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου
τὸν Εὐγενικό, τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο, τὸν Γεννάδιο Σχολάριο, τὸν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων,
τὸν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμου κ.λπ. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς νεωτέρους, ὅπως τὸν Ἀρχιεπίσκοπο
Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο καὶ πολλοὺς ἄλλους». Ὡς Η΄ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848[5]. Ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος ἀνακήρυξε
τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδο τοῦ 787 (περὶ τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων
Εἰκόνων) ὡς Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Ἐκτὸς
τῶν ἄλλων, ὅπως σημειώνει ὁ Σεβ. Ναυπάκτου, ἡ Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος «ἀσχολήθηκε μὲ δύο σοβαρὰ θέματα, ἤτοι τὸ
filioque καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα», τὰ ὁποῖα καὶ κατεδίκασε. «Πρόκειται γιὰ δύο θέματα τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν
καὶ σήμερα τὴν Ἐκκλησία μας στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους. Τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα εἶχε
ἐκδηλωθεῖ ἀπὸ τοὺς προηγουμένους Πάπες, ἐνῶ τὸ filioque εἶχε εἰσαχθῆ ἀπὸ τοὺς
Φράγκους μὲ τὴν ἀντίδραση καὶ τοῦ Πάπα Ρώμης ἕως τὸ 1009, ἐνῶ τὸ ἔτος αὐτὸ εἰσήχθη
στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τὰ δύο αὐτὰ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα εἶναι δόγματα τῶν
Λατίνων καὶ γιὰ’μᾶς εἶναι αἱρέσεις...». Ὁ τονισμὸς καὶ ἡ ἀπαίτηση τοῦ
πρωτείου ἐξουσίας ἐκ μέρους τῶν Παπῶν στὶς ἡμέρες μας καὶ ἡ ἀκολουθήσασα πλάνη
τοῦ ἀλαθήτου ἀποτελοῦν, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, πτώση παρόμοια μὲ αὐτὴν
τοῦ Ἑωσφόρου. Τὴν ἴδια πλάνη διαφαίνεται νὰ διακινδυνεύουν σήμερα καὶ οἱ ἐν τῇ
Νέᾳ Ρώμῃ οἰκοῦντες, οἱ ὁποῖοι ἐζήλωσαν ἐξουσία ἐπὶ τῆς γῆς.
Σχετικά
μέ τό πρωτεῖο τοῦ Ὀρθοδόξου Πάπα Ρώμης, ἡ συζήτηση, πού ἔγινε στή Σύνοδο ἀνάμεσα
στόν Μ. Φώτιο, τούς ἀνατολικούς ἐκπροσώπους, ἀλλά καί τούς ἐκπροσώπους τοῦ τότε
Ὀρθοδόξου Πάπα Ρώμης Ἰωάννου Η΄, ἔδειξε ξεκάθαρα ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος Πάπας Ρώμης ἔχει
πρωτεῖο μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά μέ σαφῆ ἐκκλησιολογικά ὅρια, ὅπως αὐτά
προσδιορίζονται ἀπό τόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα[6]. Δηλ. εἶναι πρῶτος μόνο
κατά τά πρεσβεῖα, ἐντός καί ὄχι ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τήν θεώρηση αὐτή,
κάθε Ἐπίσκοπος, πού δέν τηρεῖ τό πνεῦμα τοῦ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, θέτει τόν ἑαυτό
του ἐκτός Ἐκκλησίας καί καθαιρεῖται ἤ ἀφορίζεται. Οἱ Πάπες Ρώμης δέν ἀποτελοῦν ἐξαίρεση.
Ὁ
Μ.Φώτιος καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Συνόδου αὐτῆς ὑποστήριξαν τά πρεσβεῖα τιμῆς ὡς
ἀναγκαία ἐκκλησιολογική ἀρχή γιά τήν διατήρηση τῆς ἑνότητας τῆς ἀνά τήν οἰκουμένην
Ἐκκλησίας. Κατά τά πρεσβεῖα τιμῆς, ὅμως, ἡ διατήρηση αὐτή τῆς ἑνότητας σαφῶς
δέν νοεῖται ὡς ἐπιβολή ἀπό ἕνα πρῶτο, ὁ ὁποῖος βρίσκεται ὑπεράνω της Ἐκκλησίας ὡς
αὐθεντία. Ἡ θέση αὐτή σαφῶς ἐκφράζεται ἀπό τόν ἅγιο Φώτιο, ὁ ὁποῖος τονίζει τήν
Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελικοῦ χωρίου «κἀγώ
δέ σοί λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος καί ἐπί ταύτην τήν πέτραν οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν...»[7].
Ἡ ἑρμηνεία αὐτή ὁδηγεῖ στήν καίρια ἐκκλησιολογική ἀρχή ὅτι ὁ κάθε ἐπίσκοπος εἶναι
ἰσότιμος ὡς πρός τήν ἀρχιερωσύνη του. Ὁ Ὀρθόδοξος Πάπας Ρώμης, καί ὄχι ὁ
σημερινός αἱρεσιάρχης «Πάπας» Φραγκῖσκος, ἔχει τό προνόμιο τῆς τιμῆς καί πρέπει
νά τηρεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτό τό προνόμιο πρέπει νά
γίνεται μέσα στό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος Πάπας
Ρώμης δέν ἔχει ἁρμοδιότητες σέ ἄλλες ἐκκλησιαστικές περιφέρειες. Ὅταν ὁ Πάπας
Ρώμης δέν τηρεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες καί θέτει τόν ἑαυτό του ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας,
τότε μπορεῖ νά καθαιρεθεῖ, ὅπως συνέβη μέ τόν Πάπα Νικόλαο Α', πού καθαιρέθηκε,
γιατί ἀναμείχθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Βουλγαρία.
Εἶναι
πολύ χαρακτηριστικός ὁ Α΄ Ἱερός Κανών[8], πού συνέταξε ἡ Σύνοδος αὐτή
κατά τήν πέμπτη πράξη της, ὁ ὁποῖος θεσπίζει τήν αὐτονομία κάθε ἐκκλησιαστικῆς
διοικήσεως σέ θέματα τάξεως καί πειθαρχίας. Μέ τόν Ἱερό αὐτόν Κανόνα γίνεται ἀποδεκτό
τό Συνοδικό Σύστημα διοικήσεως καί ἀποσαφηνίζεται ὅτι τό πρωτεῖο τοῦ Ὀρθοδόξου
Πάπα Ρώμης δέν εἶναι πρωτεῖο ἐξουσίας, ἀλλά πρωτεῖο τιμῆς, δηλ. ὁ Ὀρθόδοξος
Πάπας Ρώμης, καί ὄχι ὁ σημερινός αἱρεσιάρχης
«Πάπας» Φραγκῖσκος, πού, ὅπως καί οἱ προκάτοχοί του, ἔχουν ἐκπέσει ἀπό τό 1014
σέ δεινές αἱρέσεις, δέν εἶναι κεφαλή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι ἡ πηγή τῆς ἱερωσύνης
κ.ἄ., καί κατά συνέπεια, δέν ἔχει ἁρμοδιότητα στίς ἄλλες ἐκκλησιαστικές
διοικήσεις. Ὁ Ἱερός αὐτός Κανών ἔχει καίρια ἐκκλησιολογική σημασία καί ἀποτελεῖ
ἐπανορθωτικό διάβημα κατά τῆς πυραμιδικῆς δυτικῆς «παγκόσμιας» ἐκκλησιολογίας, ἡ
ὁποία ἐκφράσθηκε στή ληστρική Σύνοδο τοῦ 869-870, κατά τήν ὁποία ἡ μόνη «ἀληθινή
Τοπική Ἐκκλησία», μέ τήν ἔννοια τῆς «καθολικότητας», εἶναι ἡ «Ἐκκλησία» τῆς
Ρώμης, ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ μία «Παγκόσμια Ἐκκλησία», καί ὁ μόνος οὐσιαστικός
«ἐπίσκοπος» εἶναι ὁ Πάπας Ρώμης[9].
Ἡ
ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1341-1351, εἶναι ὡσαύτως Οἰκουμενική γιατί, ὅπως
λέγει ὁ Σεβ. Γόρτυνος κ. Ἰερεμίας[10], «(α) εἶχε ὡς ἀντικείμενο ἕνα σπουδαῖο θέμα, στὸ ὁποῖο συγκεφαλαιώνεται ὅλη
ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καὶ πνευματικότητα καὶ στὸ ὁποῖο θέμα συγκρούονται δύο
παραδόσεις, ἡ ὀρθόδοξη καὶ ἡ φραγκολατινική. (β) ... ἀσχολήθηκε μὲ σοβαρὸ
δογματικὸ θέμα, τὸ ὁποῖο εἶναι συνέχεια τῶν θεμάτων, ποὺ ἀπασχόλησαν τὴν ἀρχαία
Ἐκκλησία. Τὸν 4ο αἰ. οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου,
ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα. Καὶ ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 στὴν
Κωνσταντινούπολη ἀντιμετώπισε τὴν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ, ποὺ ἔλεγε ὅτι ἡ ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή... (γ) ... ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων
Συνόδων, διότι τεκμηρίωσε ὅλη τὴν διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
μας..., διότι στὸ «Συνοδικὸ ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας», ποὺ ἐκφράζει τὴν συνείδηση τῆς
Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν νίκη καὶ τὸν θρίαμβο τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ Πατέρες προσέθεσαν
καὶ τὰ «κατὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου κεφάλαια» τῆς Συνόδου αὐτῆς, καί (δ) ...ἀνέπτυξε
τὴν διδασκαλία της ὁ θεούμενος πατὴρ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἑπονομαζόμενος
ἀντίπαπας καί παπομάστιξ. Πραγματικὰ τὴν αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως
καὶ τῶν ἄλλων Συνόδων, προσδίδουν κυρίως οἱ θεούμενοι καὶ θεοφόροι ἅγιοι
Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τὴν συγκροτοῦν».
Ἡ
ἁγία Θ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπεφάνθη (α) Περί τῆς διακρίσεως μεταξύ θείας οὐσίας
καί θείας ἐνεργείας, οἱ ὁποῖες διαφέρουν μεταξύ τους στὸ ὅτι ἡ μέν θεία ἐνέργεια
μετέχεται καί διαμερίζεται στούς ἀξίους πιστούς, ἐνῶ ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀμέθεκτη,
ἀμέριστη καί ἀνώνυμη, δηλ. ἐντελῶς ὑπερώνυμη καί ἀκατάληπτη. (β) Περὶ τῆς θείας
ἐνεργείας, ὅτι εἶναι ἄκτιστη καὶ ὅτι αὐτὸ δέν προκαλεῖ καμμία σύνθεση στόν Θεό.
(δ) Περὶ τῆς θείας καί ἀκτίστου ἐνεργείας, ὅτι ὀνομάζεται ἀπό τούς ἁγίους καί
Θεότης. (ε) Περὶ τῆς θείας οὐσίας καί τῆς θείας φυσικῆς ἐνεργείας, ὅτι εἶναι ἀχώριστες,
καί (στ) Περὶ τοῦ Φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου ὅτι εἶναι ἄκτιστο.
Ἐν
συνόψει, ἡ Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (1341-1351) ἀπέκρουσε θριαμβευτικά τίς αἱρετικές
δοξασίες τοῦ οὐνιτίζοντος φιλοσόφου Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ (καί τῶν ὁμοφρόνων
του, Ἀκινδύνου καί Νικηφόρου Γρηγορᾶ), ὁ ὁποῖος διεκήρυττε ὅτι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου
προχωρεῖ στήν θεογνωσία καί στήν ἀνάπτυξη τῶν δογμάτων μέ τόν φιλοσοφικό
στοχασμό, καί ὄχι μέ τήν νοερά προσευχή καί τόν ἡσυχασμὸ, μέ πνεῦμα ταπεινώσεως
καί μετανοίας, πού ἦταν ἡ βάση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
καί τῶν ὁμοφρόνων του νηπτικῶν συνασκητῶν. Ὁ κυριώτερος σκοπός τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι
ἡ μυστική ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἡ θέωση, διά τῆς προσευχῆς, τῆς
νηστείας, τῆς μετανοίας καί τῆς θείας χάριτος. Ὁ ἁρμοδιώτερος τρόπος τοῦ ζῆν,
γιά τήν πραγμάτωση τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ προορισμοῦ εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἡσυχίας. Ἐπειδή,
μέ τόν ἡσυχαστικό βίο, ὁ ἄνθρωπος διατελεῖ ἐν «διηνεκεῖ κοινωνίᾳ πρός τόν Θεό διά τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, καθαίρων
ἑαυτόν τῶν παθῶν». Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο προσευχόμενος ὁ ἡσυχαστής, ἀφικνεῖται
στήν ἀνωτέρα βαθμίδα τῆς ἡσυχίας, ποὺ εἶναι ἡ θεωρία, καὶ ἡ ὁποία συνεπάγεται
τήν θεία ἔλλαμψη, τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Τό Φῶς αὐτό φανερώνεται καί
μεταδίδεται παρά τοῦ ἀϊδίου Θεοῦ στούς ἀξίους, μέ τή συνεργία πάντοτε τῆς θείας
Χάριτος.
Ὁ
χριστοφόρος πατήρ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὑπεράσπισε ἐν Συνόδῳ τό βίωμα τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων
ὡς τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, συμπλήρωσε δέ καί ὁλοκλήρωσε τήν
διδασκαλία περί ἡσυχασμοῦ τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτη (1255/56-1337). Ἡ διδασκαλία του περί Ἀκτίστου Φωτός καί Ἡσυχασμοῦ
ἀνυψώθηκε σέ δόγμα.
Εἶναι
γνωστό ὅτι οἱ Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος καί Γόρτυνος κ. Ἱερεμίας ἔγραψαν
ἐγκρίτους εἰσηγήσεις γιὰ τίς Η΄ καί Θ΄ Οἰκουμενικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἐπρόκειτο
νὰ ἀναγνωσθοῦν στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ὡστόσο,
πρέπει νὰ σημειωθεῖ, μὲ θλίψη καὶ ἔκπληξη, ὅτι οἱ ἐξαιρετικὲς αὐτὲς εἰσηγήσεις
δὲν καρποφόρησαν ἐπὶ συνοδικοῦ ἐπιπέδου, ὅπως γράφει τὸ ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱερᾶς
Μητροπόλεως Πειραιῶς μὲ ἡμερομηνία 16-12-2013: «Εἶναι ἐγνωσμένον τοῖς πᾶσιν ὅτι ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Συνοδικῆς
περιόδου 2010-2011 ἐψήφισεν ὡς θέματα τῆς τακτικῆς συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὴν ὑποβολὴν προτάσεων πρὸς τὴν Γραμματείαν τῆς
μέλλουσας νὰ συνέλθῃ Πανορθοδόξου Συνόδου διὰ τὴν τυπικὴν ἀναγνώρισιν τῶν Οἰκουμενικῆς
περιωπῆς Η΄ καὶ Θ΄ Συνόδων τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει συνελθουσῶν κατὰ τὰ ἔτη 879-880 καὶ 1341-1351 μ.Χ., ὄντως
Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ ὅτι κατὰ πρόδηλον παράβασιν τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐφαλκιδεύθη ἡ συγκεκριμένη διαδικασία καὶ ἐτέθη εἰς τὰς
περιωνύμους καλένδας της»[11].
Σύμφωνα
μέ τήν Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, «τοιουτοτρόπως ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας μας ἔχασε μία μοναδικὴ εὐκαιρία,
νὰ δηλώσει τὴν συνοδικὴ ὀρθόδοξη δυναμική της, γιὰ νὰ μὴν δυσαρεστήσει τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, τὸν Πάπα, τοὺς
φιλοπαπικοὺς καὶ τοὺς οἰκουμενιστές, ἐνῶ, μὲ τὴν ἐνέργειά της αὐτὴ, προσέβαλε τὴν
μνήμη τῶν Μεγάλων Ἁγίων Πατέρων μας Ἱεροῦ Φωτίου καὶ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ὁποῖοι
πρωταγωνίστησαν στὶς δύο συνόδους. Ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν μας, παραπέμποντας
τὸ θέμα αὐτὸ στίς ἑλληνικές καλένδες, ἔδειξε ἀσυνέπεια καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό της,
διότι ἡ ἰδία Σύνοδος εἶχε ἀναθέσει στοὺς Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Γόρτυνος κ.
κ. Ἱερόθεο καί Ἱερεμία νὰ παρουσιάσουν τὶς περὶ Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων
εἰσηγήσεις τους, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν πατερικὲς ὁμολογίες, καθ’ ὅλα ἔγκυρες καὶ ἄψογες
ἱστορικοθεολογικὲς μελέτες»[12].
Σύμφωνα,
τέλος, μέ τόν Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, «τυγχάνει ἐξόχως ἀπαράδεκτο τό γεγονός ἀφ’ ἑνός νά θεωροῦμε ὡς προστάτη
καί ἔφορο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ἱερᾶς μας Συνόδου τόν Ἅγιο Ἰσαπόστολο
Μέγα Φώτιο, νά μήν προχωροῦμε στήν διαδικασία ὑποβολῆς προτάσεως ἀνακηρύξεως ὡς
Η΄ (8ης) Οἰκουμενικῆς τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 879, πού δικαίωσε
πανορθοδόξως καί οἰκουμενικῶς τόν Μ. Φώτιο, καί ὡς Θ΄ (9ης) Οἰκουμενικῆς τῆς
Συνόδου τοῦ ἔτους 1351, καί ἀφ’ ἑτέρου νά συνομιλοῦμε, νά συναγελαζόμαστε καί
νά συμπροσευχόμαστε ὅλως ἀντικανονικῶς μέ τήν αἱρετική παπική θρησκευτική
παρασυναγωγή καί κοινωνία, ἡ ὁποία γιά προφανεῖς ἰδιοτελεῖς λόγους ἀποδέχεται ὡς
Η΄ (8η) Οἰκουμενική Σύνοδο τήν ληστρική Σύνοδο τοῦ 870, δέν ἀποδέχεται ὡς Θ΄ (9η) Οἰκουμενική Σύνοδο τήν Σύνοδο τοῦ 1351 καί καθυβρίζει τόν Μ. Φώτιο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὡς
δῆθεν «αἱρεσιάρχες». Παρέλκει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἀπό τό παραπάνω θέμα ἀσφαλῶς
ἐνοχλεῖται καί καίγεται ὁ δαίμονας τοῦ παναιρετικοῦ συγκρητιστικοῦ
διαχριστιανικοῦ Oἰκουμενισμοῦ καί ὅσοι
συνοδοιποροῦν μέ αὐτόν»[13]
Ὅ,τι
δέν κατόρθωσε νά κάνει ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό ἔκανε
πραγματικότητα ὁ θαρραλέος, ἀγωνιστής καί ὁμολογητής Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ.
Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος τό 2013 πῆρε τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἱερὰ πρωτοβουλία νὰ ἀναδείξει
στὴν δέουσα περιωπὴ τῆς σειρᾶς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὶς προαναφερθεῖσες Συνόδους.
Τὶς
εἰσήγαγε ἤδη στὴν ζῶσα λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας μας (α) μὲ εἰδικὲς ἱερὲς
Ἀκολουθίες, πού συντάχθηκαν τόσο ἀπό τόν ἐν οὐρανοῖς αὐλιζόμενο μακαριστό Ἀπόστολο
Παπαχρήστο, Ὑμνογράφο καί ὑπέροχο διάκονο τοῦ Ὀρθοδόξου Βυζαντινοῦ μέλους καί
τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ, ὅσο καί ἀπό τήν ὁσιολογιωτάτη μοναχή Θέκλα Ἁγιοστεφανίτισσα,
καί (β) ὁρίζοντας ἡμερομηνίες τακτές γιὰ τὸν κατ’ ἔτος ἑορτασμό τους ὡς τοπικὴ
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἀρχικῶς, ἑορτή. Ἡ Η΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος ἑορτάζεται
τήν Α΄ Κυριακή μετά τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Φωτίου, ἐνῶ ἡ Θ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική
Σύνοδος ἑορτάζεται τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν.
Ἐπίσης,
ὁ Σεβ. Πειραιῶς ἐξέδωσε τίς ὡς ἄνω ἱερές Ἀκολουθίες τῶν δύο συνόδων σέ ἰδιαιτέρως
καλαίσθητα τεύχη, συνοδευόμενες μὲ θεολογικωτάτη προσωπική ἐγκύκλιο-εἰσαγωγή.
Τέλος, παρέθεσε καὶ τὶς ἐξαίρετες εἰσηγήσεις τῶν Σεβασμιωτάτων Ναυπάκτου καί
Γόρτυνος. Λίαν προσφάτως ἁγιογραφήθηκαν καί οἱ ἅγιες καί ἱερές εἰκόνες τῶν δύο
Συνόδων, οἱ ὁποῖες κοσμοῦν τό Ἐπισκοπεῖο.
Οἱ
ὡς ἄνω ἐπαινετὲς ἐνέργειες τοῦ Σεβ. κ. Σεραφείμ ἔχουν ἤδη ἀνοίξει τὸν δρόμο γιά
τὴν ἐπέκταση τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὄχι μόνο σὲ ὅλη τὴν
Πατρίδα μας, ἀλλά καὶ σὲ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Χῶρες. Εἶναι δὲ γνωστό ὅτι στὴν
παράδοσή μας ἡ λατρεία, ὡς καρδιὰ τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, ἔχει τὴν δύναμη νὰ
καταξιώνει στὴν πράξη ὀρθόδοξες ἀποφάσεις καὶ ὁμολογίες, ἐξουδετερώνοντας ὅλες
τὶς φοβικὲς ἐναντιώσεις.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τήν τακτική συνεδρίασή της τόν Μάϊο τοῦ 2015 ἐξέτασε τήν ἔκθεση τῶν ἐκπροσώπων της, πού ἀφοροῦσε στήν τρίτη συνάντηση τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», καί ἀποφάσισε νά κοινοποιήσει τίς προτάσεις της γιά τήν Πέμπτη Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στούς Προκαθημένους ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ ἐπικεφαλῆς τό Πρωτόθρονο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Μεταξύ τῶν προτάσεων τῆς Σερβικῆς Ἱεραρχίας εἶναι :
α)
Ἡ ἐπικύρωση τῆς οἰκουμενικῆς σπουδαιότητος τῆς Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (879/890),
εἰδικῶς δέ τῆς διδασκαλίας της περί τοῦ Filioque, τό ὁποῖο καί ἦταν ὁ κύριος λόγος
γιά τόν χωρισμό τῆς Ρώμης ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β)
Ἡ ἐπικύρωση τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰῶ., καί ἡ ἀποδοχή τῆς
διδασκαλίας τους περί τῆς θείας Οὐσίας καί τῶν Θείων Ἐνεργειῶν ὡς μία οὐσιώδη
διαφορά ἐν σχέσει μέ τήν λατινική διδασκαλία περί τῆς Θείας Χάριτος, τουτ' ἔστιν
ἐν γένει περί τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ πρός τήν κτίση, διδασκαλία ἀπό τήν ὁποία ὀργανικῶς
συνάγεται ἡ λατινική κατανόηση τοῦ Filioque, καθώς καί ἡ ὑπερτροφία, ἡ ρωμαϊκή κατανόηση τῆς θέσεως τοῦ
Πρώτου στήν Ἐκκλησία (πρωτεῖο), ἀπό τήν ὁποία ἡ
ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀντικαθίσταται ἀπό τό ἀλάθητο κάποιου ἀνθρώπου.
γ) Ἡ ἐπικύρωση τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ
1282-84,
διά τῆς ὁποίας ἀκυρώθηκε ἡ ἕνωση τῆς Λυώνος, καί τῆς Μεγάλης Συνόδου τοῦ
1484, διά τῆς ὁποίας ἀκυρώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας, καί
δ)
Ὁ ὁρισμός τῆς θέσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ (Πετρείου) Πρωτείου, καί ἐπί τῆς
σφαλερᾶς διδασκαλίας τῶν Συνόδων Λυώνος, Φλωρεντίας, καί Βατικανῆς Α΄ καί Β΄, ἐπί
τοῦ θέματος αὐτοῦ, καθώς ἐπίσης καί ἡ θέση τοῦ Πρώτου στήν Ἐκκλησία.
Παραθέτουμε
στή συνέχεια τήν πολύ σημαντική αὐτή ἐπιστολή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας
τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας σέ μετάφραση ἀπό τό σερβικό πρωτότυπο μέ ἡμερομηνία
24-07-2015[14].
ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ
ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἀρ.
πρωτ. 439 Ἐν
Βελιγραδίῳ τήν 24ην Ἰουλίου 2015
Τῷ
Παναγιωτάτῳ Ἀρχιεπισκόπῳ
Κωνσταντινουπόλεως,
Νέας Ρώμης
καί
Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ
Κυρίῳ
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙῼ
Εἰς
Κωνσταντινούπολιν.
Παναγιώτατε,
Ἡ
Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τήν τακτικήν συνεδρίασίν
Της τοῦ παρελθόντος Μαΐου ἐ.ἔ. ἐξήτασε τήν ἔκθεσιν τῶν ἐκπροσώπων τῆς καθ’ ἡμᾶς
Τοπικῆς Ἐκκλησίας, πού ἀφοροῦσε εἰς τήν τρίτην
συνάντησιν τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν Ἁγίαν
καί Μεγάλην Σύνοδον καί ἀποφάσισεν ὅπως κοινοποιήση τάς προτάσεις Αὐτῆς διά τήν
Πέμπτην Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν, ἐν ταυτῷ εἰπεῖν διά τήν μέλλουσα Ἁγίαν
καί Μεγάλην Σύνοδον τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Ἡ
ἀπόφασις καί αἱ προτάσεις τῆς ἡμετέρας Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας κοινοποιοῦνται εἰς
τούς Προκαθημένους πασῶν τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπί κεφαλῆς ὄντος
τοῦ Πρωτοθρόνου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἡ
ἀπόφασις καί αἱ προτάσεις αἱ ἀφορῶσαι εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον ἔχουν ὡς
ἀκολούθως :
«Μετά
πλήρους συναισθήσεως τῆς ἐξαιρέτου ἱστορικῆς σπουδαιότητος τῆς προετοιμαζομένης
Μεγάλης Συνόδου διά τήν μαρτυρίαν καί ἀποστολήν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, ἡ Σύνοδος τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ἐν ὄψει τῆς προετοιμασίας τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία ἐπρογραμματίσθη ὅπως συνέλθη τό 2016, γνωρίζει εἰς
τούς Προκαθημένους καί τάς Ἱ. Συνόδους τῶν
Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τάς ἐπισήμους ἀπόψεις καί προτάσεις Της :
1.
Εἶναι εἰς ὅλους γνωστόν, ὅτι ἡ Σερβική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
συμμετέχει ἐνεργῶς καί ἀπ' ἀρχῆς εἰς τάς προετοιμασίας τῆς Μεγάλης Συνόδου καθώς
καί ὅτι ἔχει λάβει μέρος εἰς ὅλας τάς Πανορθοδόξους Προπαρασκευαστικάς Ἐπιτροπάς
ἀπό τῆς πρώτης ἐν ἔτει 1961 ἕως καί σήμερον. Τό γεγονός αὐτό διατρανώνει τήν ἐπιθυμία
Της διά τήν σύγκλησιν τῆς Συνόδου καί τήν συναίσθησιν τῶν εὐθυνῶν διά τήν καλυτέραν
προετοιμασίαν τοῦ ὁροσήμου τούτου διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί τήν ὑλοποίησιν
τῆς εὐαγγελικῆς ἀποστολῆς Της.
Προκαλεῖ
ὅμως ἀνησυχίαν εἰς τήν καθ' ἡμᾶς Τοπικήν Ἐκκλησίαν τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ ἡ Σύνοδος
συνέρχεται λίαν προσεχῶς, τά προγραμματισθέντα θέματα τῆς Συνόδου δέν ἀπαντοῦν
εἰς οὐσιαστικά ζητήματα, μέ τά ὁποία βρίσκεται ἀντιμέτωπος ἡ σημερινή Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία. Ὡς γνωστόν, αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι καί ἅπασαι αἱ τῆς αὐτῆς σπουδαιότητος
Σύνοδοι ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετώπιζαν ἐν πρώτοις τά ἐμφανισθέντα
δογματικά ζητήματα καί ἀκολούθως, ἐν συσχετισμῷ πρός αὐτά, καί τά ζητήματα
διοργανώσεως καί κανονικῆς εὐταξίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.
Ἀδιαμφισβητήτως
τό κεντρικόν δογματικόν ζήτημα ἀπό τοῦ Μεγάλου Σχίσματος (1054 μ.Χ.) καί ἐντεῦθεν,
μετά τήν ἐμφάνισιν τῆς Διαμαρτυρήσεως (ἀπό τοῦ 16ου αἱ.) ἕως καί τῆς
σήμερον, εἶναι τό ἐκκλησιολογικό ζήτημα : τό περί Ἐκκλησίας ἐρώτημα.
Συνεπῶς
τό προβλεπόμενον θέμα τῆς Συνόδου, προερχόμενον ἀπό τόν συγκερασμόν δύο πρώην
θεμάτων (περί Οἰκουμενισμοῦ καί περί τοῦ Διαλόγου μετά τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν)
ὑπό τόν τίτλον «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ Χριστιανικοῦ
κόσμου», ἀναποφεύκτως ἀπαιτεῖ προκαθορισμόν τινά τῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς, ἐν ᾗ πιστεύομεν, ἐν τῷ Συμβόλῳ τῆς
Πίστεως ὀμολογοῦντες, ὅτι αὕτη ἐστίν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία - ἡ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου.
Μόνον ὑπό τό φῶς τοιαύτης προκαθορισμένης αὐτογνωσίας τῆς Ἐκκλησίας δύναται τό
προβλεπόμενον θέμα, ἤτοι «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ
Χριστιανικοῦ κόσμου», νά εὕρη τήν πραγματικήν αὐτοῦ θέσιν. Τοῦτο ἀκριβῶς τό οὐσιῶδες
δογματικό-ἐκκλησιολογικό ζήτημα ἔχουσα ὑπ'
ὄψιν ἡ καθ' ἡμᾶς Τοπική Ἐκκλησία προέτεινε διά τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου, μέ ἀπόφασιν τῆς Συνάξεως αὐτῆς (ὑπ' ἀριθμ. 771/зап. 160 τῆς 26ης
Μαΐου 2011), ἐπικύρωσιν τινά τῆς οἰκουμενικῆς σπουδαιότητος τῆς Συνόδου τοῦ Φωτίου
(879/890), εἰδικῶς δέ τῆς διδασκαλίας αὐτῆς περί τοῦ Filioque, τό ὁποῖο καί ἦτο
ὁ κύριος λόγος διά τόν χωρισμόν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας.
Διά
τόν αὐτόν λόγον, ἡ ἡμετέρα Σύναξις προέτεινε, καί πάλιν προτείνει, διά τήν Ἁγίαν
καί Μεγάλην Σύνοδον, τήν ἐπικύρωσιν ὑπό τῆς Μεγάλης Συνόδου τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων
τοῦ 14ου αἱ., καί τήν ἀποδοχήν τῆς διδασκαλίας των ἐξ ὁλοκλήρου ὀρθοδόξου
περί τῆς θείας Οὐσίας καί τῶν αἰωνίων Θείων Ἐνεργειῶν ὡς μίαν οὐσιώδη διαφοράν ἐν
σχέσει μέ τήν Ρωμαιοκαθολικήν διδασκαλία περί τῆς Θείας Χάριτος, τουτ' ἔστιν ἐν
γένει περί τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ πρός τήν κτίσιν Αὐτοῦ, διδασκαλίαν ἀπό τῆς ὁποίας
ὀργανικῶς συνάγεται ἡ ρωμαιοκαθολική κατανόησις τοῦ
Filioque, καθώς καί ἡ ὑπερτροφία, ἡ ρωμαϊκή
κατανόησις τῆς θέσεως τοῦ Πρώτου εἰς τήν Ἐκκλησίαν (πρωτεῖον) - ἀφ' ἧς ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνταλλάσσεται ἀπό τό ἀλάθητον
ἀνθρώπου τινός.
Θεωροῦμεν, ἐπίσης ὡς οὐσιῶδες ἡ Μεγάλη Σύνοδος νά ἐπικυρώση τάς ἀποφάσεις
τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1282-84), διά τῆς
ὁποίας ἡ ἕνωσις τῆς Λυώνος ἠκυρώθη, καί τῆς Μεγάλης Συνόδου (1484) διά τῆς
ὁποίας αἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας ἠκυρώθησαν. Εἰς τά πλαίσια αὐτά
θά ἦτο ἐξαιρετικῆς σημασίας νά ὁρισθῆ ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ (Πετρείου)
Πρωτείου, καί ἐπί τῆς σφαλερᾶς διδασκαλίας τῶν Συνόδων Λυώνος, Φλωρεντίας, καί
Βατικανῆς Ι καί ΙΙ, ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ, καθώς ἐπίσης καί ἡ θέσις τοῦ Πρώτου
εἰς τήν Ἐκκλησίαν.
Ἡ
καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησία ἔχει ἕτοιμον σχέδιόν τι ἐπί τοῦ θέματος «Περί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας,
Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», καί εἶναι ἑτοίμη νά τό ἀποστείλη διά τήν
Πέμπτην Προσυνοδικήν Διάσκεψιν πρός μελέτην καί προετοιμασίαν διά τήν τελικήν
μορφήν εἰς τήν Σύνοδον.
Μόνον
ὑπό τό φῶς τῆς Ἐκκλησιολογίας θά λάβουν ἅπαντα τά ἄλλα θέματα τήν θέσιν, τήν ὁποίαν
δικαιοῦνται.
2. 2α. Τά
ἐπεξεργασθέντα θέματα : «Περί τῆς ἀποστολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μαρτυρίας
ἀγάπης ἐν διακονίᾳ» καί «Περί τῆς
σπουδαιότητος τῆς νηστείας καί τῆς τηρήσεως αὐτῆς σήμερον», θεωροῦμεν ὅτι ἔχουν
ὁλοκληρωθεῖ διά τήν ἡμερησίαν διάταξιν τῆς
Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
2β.
Προκειμένου νά δικαιολογηθῆ ἡ προώθησις τοῦ θέματος «Κωλύματα γάμου» εἰς τήν
Μεγάλην Σύνοδον, εἶναι ἀναγκαῖον πρῶτον μέν νά ἐξετασθῆ τό ὑπαρξιακόν ζήτημα τῆς
συγχρόνου ἀνθρωπότητος καί τῆς Ἐκκλησίας - τό ζήτημα τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου
καί τῆς χριστιανικῆς Οἰκογενείας, ἡ ὁποία ἀπειλεῖται τήν σήμερον περισσότερον ἀπό
ποτέ (ἐδῶ πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ :
βιοηθική, ὁ «γάμος» συντρόφων τοῦ αὐτοῦ φύλου, τό πρόβλημα τῆς ἐκτρώσεως,
ἀντισύλληψις, τεχνητή γονιμοποίησις, κλωνοποίησις κ.ἄ.). Μόνον εἰς τά πλαίσια αὐτά
δύναται νά δικαιολογηθῆ ἡ συμπερίληψις τοῦ θέματος «Κωλύματα γάμου». Καί ἐπί τοῦ
θέματος αὐτοῦ ἡ καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησία εἶναι ἑτοίμη νά προσφέρη σχέδιόν τι πρός μελέτην
καί προετοιμασίαν διά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον. Εἰ δέ μή, ἐλλείψει τούτου,
ἡ γνώμη τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν εἶναι ὅτι τοῦτο δέν εἶναι ζήτημα διά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, ἀλλά
μᾶλλον διά μίαν ἄλλην Πανορθόδοξον Κανονικήν Ἐπιτροπήν.
Τό αὐτό ἰσχύει καί ἐπί τοῦ ζητήματος τοῦ Ἡμερολογίου.
Ἐπικεντρώνοντες τό ζήτημα αὐτό περί τήν ἐρώτησιν τοῦ ἐνδεχομένου ἑορτασμοῦ τοῦ
ΠΑΣΧΑ, οὐδέν ἐπιλύεται (ἡ Ἐκκλησία ἔχει λύσει τό ζήτημα αὐτό διά τῆς οἰκονομίας),
δύναται δέ νά προκαλέση μόνον νέαν ἀντίδρασιν καί σκάνδαλον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς ἐκ τούτου, αὐτά τά θέματα καθ' ἑαυτά θά πρέπει νά ἀφαιρεθοῦν ἀπό τόν κατάλογον
τῶν θεμάτων διά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον.
3.
Ἡ καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησία θεωρεῖ ἄκρως σημαντικόν ὅπως εἰσαχθῆ εἰς τήν Σύνοδον τό ἤδη
προετοιμασμένον θέμα «Περί τοῦ Αὐτοκεφάλου καί τοῦ Αὐτονόμου», ὡς αὐτό προετάθη εἰς τήν Προσυνοδικήν Διάσκεψιν
(2009). Δέν εἶναι φρόνιμον νά ἀφαιρεθῆ διά τυπικούς λόγους (τρόπος ὑπογραφῆς τοῦ
Τόμου) τό καθοριστικόν τοῦτο θέμα διά τήν ὀργάνωσιν, ἀποστολήν καί κανονικήν εὐταξίαν
τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰς
τό ἀνωτέρω πλαίσιον, συμφώνως πρός τήν πρότασιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας (ἀρ. πρωτ. 1365 τῆς 25ης Σεπτεμβρίου 2014), τό ὁποῖο ἐπεδόθη
εἰς τόν Πρόεδρον τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Μητροπολίτην Περγάμου κ. Ἰωάννην Ζηζιούλαν
τό 2014, ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ἐκτιμώντας ὡς ἰδιαίτερα σημαντικό, προέτεινε ὅπως
ἐντός τοῦ πλαισίου τοῦ θέματος «Αὐτοκέφαλον» συμπεριληφθῆ καί ἐξετασθῆ πρῶτον
τό ζήτημα τῆς ἐπικυρώσεως πάντων τῶν αὐτοκεφάλων, τῶν χορηγηθέντων ὑπό μόνης τῆς
Μητρός Ἐκκλησίας (αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἔχουν ἐπικυρώσει μόνο τά τέσσερα
πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καί τήν Ἐκκλησίαν τῆς Κύπρου). Ἐκ τῶν νεωτέρων Ἐκκλησιῶν
μόνον ὁ Τόμος Ἀνακηρύξεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἔχει ὑπογραφεῖ ὑπό τῶν τεσσάρων
Προκαθημένων τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων.
Ἡ πρότασις αὕτη εἶναι σύμφωνος πρός τήν εἰσήγησιν τῆς Πανορθοδόξου
Προσυνοδικῆς Διασκέψεως ἐν Σαμπεζῦ, ὅτι τό Αὐτοκέφαλον δέν χορηγεῖ, ἀλλά προτείνει
ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, ἐπικυρώνει δέ αὐτό τό ὀρθόδοξον πλήρωμα ἐκδίδοντας τόν Τόμον ἀπό
κοινοῦ.
Ἡ
ἐπικύρωσις αὕτη θά ἀποτρέψει δύο μελλοντικούς κινδύνους :
α)
Τήν ἐπανάληψιν τοῦ ἱστορικοῦ προηγουμένου (τό ὁποῖο τελοῦσε ἐν συναρτήσει
συγκεκριμένων ἱστορικῶν συνθηκῶν) σύμφωνα μέ τό ὁποῖο τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον
ὡς Μήτηρ Ἐκκλησία ἔχει ἀπονείμει μόνο του τό αὐτοκέφαλον, ἐνῶ ἔχουν παρατηρηθεῖ
νεώτερες ἀπόπειρες Μητέρων Ἐκκλησιῶν νά ἀπονείμουν αὐτές μόνες αὐτοκέφαλα (π.χ.
τό Πατριαρχεῖο Μόσχας εἰς τήν «Ἀμερικανικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν»).
β)
Θά ἀποφευχθῆ ὁ πειρασμός τῆς καταργήσεως αὐτοκεφάλων ἐκ μέρους τῆς Μητρός Ἐκκλησίας
(π.χ. περίπτωσις τοῦ Πατριαρχείου Πεκίου τό 1463 καί τό 1766, καί τοῦ Πατριαρχείου
Τυρνόβου τό 1767 καί τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδος).
Θά
πρέπει νά συνεκτιμήσωμεν ὅτι εἰς τήν ἐποχήν μας ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διά πρώτην
φοράν ἐν τῇ δισχιλιετῇ ἱστορίᾳ Της ἐξαπλοῦται εἰς ὅλην τήν Οἰκουμένην ὄχι πλέον
ὡς Πενταρχία ἤ Τετραρχία. Ἔχει ὀργανωθεῖ εἰς δεκατέσσαρας Τοπικάς Αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας
μέ τήν προοπτικήν εἰς τό ἄμεσον ἤ ἀπώτερον μέλλον ὅπως προκύψουν νέαι τοπικαί Ἐκκλησίαι
εἰς τήν σημερινήν διασποράν ἐν Εὐρώπῃ, Βορείῳ καί Νοτίῳ Ἀμερικῇ, Καναδᾷ, Αὐστραλίᾳ
ἐκ τῶν ὑπαρχουσῶν κατά περιοχάς σημερινῶν Ἐπισκοπικῶν Διασκέψεων. Ὅθεν καθίσταται
ἀναγκαῖον ὅπως τό ζήτημα τῆς ἀπονομῆς τοῦ Αὐτοκεφάλου ἐδρασθῇ ἐπί ὑγειῶν,
συνοδικῶν, κανονικῶν θεμελίων, οὕτως ὥστε νά ἀποτραποῦν καί νά θεραπευθοῦν σχίσματα,
τά ὁποία ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατά τό παρελθόν ἀντιμετώπισε καί, δυστυχῶς, ἀντιμετωπίζει
καί τήν σήμερον ἡμέραν.
4.
Διά τήν τελικήν προετοιμασίαν καί διεξαγωγήν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, καθίσταται
ἀπαραίτητος, τό ταχύτερον δυνατόν, ἡ συμμετοχή εἰς τήν σύνθεσιν τῆς Γραμματείας
Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν
Σαμπεζῦ, ἑνός, τοὐλάχιστον, ἐκπροσώπου ἑκάστης Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, κατόπιν
προτάσεως τῶν ἰδίων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἡ
Πανορθόδοξος Γραμματεία Προπαρασκευῆς καί Ὀργανώσεως τῆς Συνόδου καλεῖται ὅπως ἀναλάβῃ τίς ἁρμοδιότητες τῶν ἄχρι
τοῦ νῦν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων καί τῶν Εἰδικῶν Διορθοδόξων Ἐπιτροπῶν,
μετά τήν ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου των, ὥστε ἡ διεξαγωγή τῆς Συνόδου νά τελεσφορήσῃ.
5.
Συμφώνως τῇ ἡμετέρᾳ προτάσει, διατυπωθεῖσα ἐν τῇ τελευταίᾳ Διασκέψει τῶν
Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἡ καθ' ἡμᾶς Σύνοδος
τῆς Ἱεραρχίας εἰσηγεῖται ὅπως ἡ Πέμπτη Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις ἐξετάσῃ
τήν σύστασιν Μονίμου Εἰδικοῦ Ταμείου ὥστε μέσῳ ἐτησίων εἰσφορῶν ἐκ μέρους ὅλων
τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τό Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν Σαμπεζῦ
ἤ ἀλλοῦ, συγκεντρωθοῦν τά ἀπαραίτητα κεφάλαια ὄχι μόνον διά τήν κάλυψιν τῶν ἐξόδων
τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἀλλά καί διά τήν μελλοντικήν ἐκκλησιαστικήν
διακονίαν εἰς τήν προαγωγήν τῆς Πανορθοδόξου Ἑνότητος, τῆς ἀνά τόν κόσμον
Πανορθοδόξου Ἱεραποστολῆς, εἰς τήν βοήθειαν εἰς ἐνδεεῖς Ἐκκλησίας, εἰς τήν
προαγωγήν τῆς θεολογικῆς ἐκπαιδεύσεως, τοῦ ἐπιστημονικοῦ ἔργου πανορθοδόξως, τῶν
κοινῶν ἐκδόσεων κ.ο.κ.
Ἡ
καθ' ἡμᾶς Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ἐκφράζει τήν βαθυτάτην εὐγνωμοσύνην της πρός
τήν πανορθόδοξον διακονίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, θεωρώντας ἐν ταυτῷ ὅτι
ἡ Πρωτόθρονος Ἐκκλησία, εὑρισκομένη ἐπί αἰῶνες ἐπί μεγάλου Σταυροῦ, δέν ὑποχρεοῦται
μόνη αὕτη νά ἐπωμίζεται τό οἰκονομικό βάρος τῆς πανορθοδόξου Διακονίας, συμφώνως
πρός τό «ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε καί οὕτως ἀναπληρώσετε τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ»
(Γαλ. 6, 2).
Αἱ
ἀποφάσεις καί προτάσεις νά διαβιβασθοῦν ἁρμοδίως εἰς τούς Προκαθημένους ὅλων τῶν
κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
Ὅθεν,
διαβιβάζοντες τάς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
διατελοῦμεν,
Ἐν Χριστῷ ἀδελφός
τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Πεκίου,
Μητροπολίτης
Βελιγραδίου καί Καρλοβικίου
καί Πατριάρχης
Σερβίας
+Εἰρηναῖος
Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου
τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας
Ὁ
Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, πληροφορηθείς τίς ἀνωτέρω προτάσεις τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας, ἀπέστειλε συγχαρητήρια ἐπιστολή
πρός τόν Πρόεδρον αὐτῆς Μακαριώτατο Πατριάρχη Σερβίας κ. Εἰρηναῖο μέ ἡμερομηνία
29-9-2015, μαζί μέ τίς Ἱερές Ἀκολουθίες καί τίς εἰσηγήσεις τῶν Σεβ. Ναυπάκτου
καί Γόρτυνος[15].
Βεβαίως,
ἡ κατάληξη τοῦ ἐξαιρέτου καί ἀξιολόγου αὐτοῦ κειμένου δέν ἦταν ἡ ἀναμενόμενη,
διότι, σύμφωνα μέ τά ἄρθρα 8 καί 9 τοῦ κανονισμοῦ ὀργανώσεως καί λειτουργίας τῆς
Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου[16], «δέν εἶναι δυνατόν νά εἰσαχθοῦν εἰς τήν Σύνοδον πρός συζήτησιν τά μή ὁμοφώνως
ἐγκριθέντα ὑπό τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων ἤ τῶν Συνάξεων τῶν
Προκαθημένων ἤ νέα θέματα» καί διότι «τά
θέματα συζητοῦνται κατά τήν σειράν αὐτῶν εἰς τήν ἡμερησίαν διάταξιν τῆς
Συνόδου, αἱ δέ συζητήσεις περιορίζονται αὐστηρῶς εἰς μόνον τό ὁριζόμενον διά
τήν συγκεκριμένην συνεδρίαν θέμα. Ἀπαγορεύεται οἱαδήποτε ἐκτός θέματος
παρέμβασις, ἀφαιρουμένου τοῦ λόγου ἐκ τοῦ ὁμιλοῦντος».
Σύμφωνα μέ τόν ὁμότιμο καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. αἰδ. πρωτοπρεσβ. π. Θεόδωρο Ζήση, ὑπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες, ἀπό τίς ὁποῖες προκύπτει ὅτι, κατὰ τὴν προπαρασκευὴ τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦσε τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει σύνοδο ὡς Οἰκουμενική, ἐφ᾽ ὅσον βέβαια θὰ ἀνταποκρινόταν στὰ ὀρθόδοξα κριτήρια περὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων[17]. Αὐτό πίστευαν ὁ πατριάρχης κυρός Φώτιος, ὁ ὁποῖος ἐξήγγειλε τὴν ἐναρκτήρια συνεδρία τῆς Προσυνόδου γιὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 1932[18], ὁ μητροπολίτης Χαλκηδόνος κυρός Μελίτων, ἐκ τῶν στενῶν συνεργατῶν τοῦ πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου καὶ πρωτεργάτης τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου σὲ πολλὲς φάσεις της[19], ὁ μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος, Πρόεδρος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν Ὑποθέσεων τοῦ Ἐξωτερικοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος[20], ὁ γνωστὸς ἐπίσης Γέροντας καὶ Ἅγιος τώρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Βελιγραδίου, Ἰουστῖνος Πόποβιτς[21], ὁ ὅσιος Γέροντας π. Φιλόθεος Ζερβάκος[22], ὁ πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, στὸν ὁποῖο ὀφείλεται ἡ ἀναζωογόνηση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ σύγκληση τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», καί ὁ ὁποῖος κατανοοῦσε τὴν Σύνοδο ὡς Οἰκουμενική, ὅπως τὴν κατανοοῦσαν καὶ ὅσοι τὸ πρῶτον ἔθεσαν τὸ θέμα κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1920, ὅπως αὐτὸ φαίνεται στὶς συζητήσεις καὶ στὰ πρακτικὰ τοῦ συγκληθέντος στὴν Κωνσταντινούπολη «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» τοῦ 1923[23], ὁ μητροπολίτης Σλίβεν κυρός Νικόδημος, ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας[24], ὁ μητροπολίτης Δαλματίας κυρός Στέφανος, ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας[25], ὁ μητροπολίτης Περιστερίου κυρός Ἀλέξανδρος, ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος[26], ὁ μητροπολίτης Ἀξώμης κυρός Μεθόδιος, ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας[27], ὁ μητροπολίτης Μύρων κυρός Χρυσόστομος[28], καί ὁ ἀρχιμανδρίτης τότε καὶ τὼρα ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας καὶ ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Βελιγραδίου κ. Ἀθανάσιος Γιέφτιτς[29].
Ἀποκλειστική εὐθύνη γιά τήν ἀλλαγή καί ἀλλοίωση τοῦ χαρακτῆρος καί τῆς φύσεως τῆς οἰκουμενικότητος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» φέρει ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος καί οἱ συνοδοιποροῦντες αὐτῷ, ἐπειδή, ἐντελῶς ἀντικανονικά, ἀντισυνοδικά καί χωρίς καμμία πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀπορρίπτει τὴν περὶ τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» γνώμη, ποὺ εἶχαν ἐπιφανεῖς ἱεράρχες τοῦ Θρόνου, πρόεδροι τῶν Προσυνοδικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ Διασκέψεων, ὅπως ὁ Γέροντάς του, Μητροπολίτης Χαλκηδόνος κυρός Μελίτων Χατζῆς, καὶ ὁ Μύρων, μετέπειτα Ἐφέσου, κυρός Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης, καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀκυρώνει καὶ ἀνατρέπει τὴν σταθερὴ
καὶ ἐπίσημη γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως τὴν καθόρισε ὁ ἴδιος
ὁ πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ποὺ
ἐπανέφερε θερμὰ καὶ δραστήρια τὸ θέμα τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης
Συνόδου, κατανοουμένης ὡς Οἰκουμενικῆς, ὅπως προαναφέραμε.
Τήν
καινοφανή καί ἁμάρτυρη ὁδό τοῦ κ. Βαρθολομαίου ἀκολούθησε καί ὁ Μητροπολίτης
Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τούς Μητροπολίτες Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο,
Περιστερίου κ. Χρυσόστομο, Καρυστίας κ. Σεραφείμ καί Ἠλείας κ. Γερμανό, ἐκπροσώπησαν
τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στὶς Προσυνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις καί στίς
Συνάξεις τῶν Προκαθημένων, καί ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας ἀπό τούς 24 ἐπισκόπους τῆς ἀντιπροσωπείας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού θά συμμετέχει στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», καί
θά ἀποτελέσει μέλος τῆς Γραμματείας τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»[30]. Στὴν ἐπίσημη ἐνημέρωση,
ποὺ ἔκανε ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας πρὸς τὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος στὶς 8 Ὀκτωβρίου τοῦ 2014, εἶπε ἐπὶ λέξει μὲ αὐθεντικὴ ἀπόφανση, ποὺ δὲν
ἐλήφθη ποτὲ συνοδικῶς, ὅτι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος δὲν ἔχει τὸν χαρακτήρα Οἰκουμενικῆς
Συνόδου : «Ἡ ἰδία ἡ θεματολογία, ὡς αὕτη
καθωρίσθη πανορθοδόξως καὶ ὁμοφώνως, καὶ ὁ σκοπὸς τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Συνόδου, προσδιορίζει καὶ τὸν χαρακτῆρα Αὐτῆς τῆς Συνόδου οὐχὶ ὡς Οἰκουμενικῆς,
ἀλλ᾽ ὡς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας»[31].
Ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ἐνημερώνοντας ἁπλῶς τὴν Ἱεραρχία τοῦ
Θρόνου στίς 29-9-2015, ἡ ὁποία ἐντελῶς ἀντικανονικῶς κατὰ τὸ ἥμισυ ἀνῆκε σὲ
ἄλλο σῶμα, στὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἶπε : «Δευτέρα παρατήρησις ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου
εἶναι ἡ διευκρίνησις περὶ τῆς φύσεως τῆς συγκαλουμένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης
Συνόδου. Κατὰ τὴν ἐπιλογὴν τῆς ὀνομασίας τῆς Συνόδου ταύτης ὑπὸ τῆς Α´
Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως ἀπεφεύχθη συνειδητῶς ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτῆς
ὡς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διὰ τὸν λόγον ὅτι δὲν καλοῦνται ὡς μέλη αὐτῆς οἱ ἐκ
τῆς Δύσεως Χριστιανοί, ὡς συνέβαινε πάντοτε ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ κατὰ τὴν
σύγκλησιν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ αὐθεντία τῆς Συνόδου ταύτης ἐκτείνεται
συνεπῶς, μόνον εἰς τὸν χῶρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, χωρὶς τοῦτο νὰ σημαίνῃ ὅτι
δὲν δύναται νὰ λάβῃ αὕτη ἀποφάσεις ἀναφερομένας εἰς τὰς σχέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας
πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον»[32].
Κατ’ἀρχήν,
πρέπει να ὑπογραμμσθεῖ ἐμφαντικά ὅτι ποτὲ ἡ Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη δεν
ἀποφάσισε ὅτι ἡ Σύνοδος δὲν εἶναι Οἰκουμενική. Αὐτό εἶναι μέγα ψεῦδος καί
διαστρέβλωση ἐκ μέρους τοῦ κ. Βαρθολομαίου.
Ἐπὶ πλέον ὑπάρχει καταχωρημένη στὰ Πρακτικὰ «Ἔκθεσις τοῦ Γραμματέως ἐπὶ τῆς πορείας τῆς
προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου» τοῦ Μητροπολίτου Ἑλβετίας κυροῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ
καλυτέρου γνώστη ὅλων τῶν σχετικῶν θεμάτων, λόγῳ τῆς ἐνεργοῦ καὶ ἐκτεταμένης
συμμετοχῆς του, ἡ ὁποία διαψεύδει τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ κ. Βαρθολομαίου περὶ τῆς ἀπουσίας
τῶν ἐκ Δύσεως Χριστιανῶν, ὡς λόγου γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν καλεῖται ἡ Σύνοδος Οἰκουμενική,
καὶ ἐκφράζει τὴν ὀρθὴ ἄποψη ὅτι ἡ οἰκουμενικότητα τῶν Συνόδων ἀναγνωρίζεται ἐκ
τῶν ὑστέρων ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μαρτυρία μάλιστα
αὐτὴ τοῦ Γραμματέως ἐπιβεβαιώνει προσθετικὰ ὅτι ἡ Σύνοδος ἐθεωρεῖτο Οἰκουμενική,
ἔστω καὶ ἂν δὲν ὀνομαζόταν Οἰκουμενική. Παραθέτουμε ἐπὶ λέξει τὴν γνώμη τοῦ
Γραμματέως τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου : «Ἂς
σημειωθῇ ἐνταῦθα ὅτι μεταξὺ τῶν ὅρων, οἱ ὁποῖοι ἐκ τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας
προσεφέροντο διὰ τὴν ὀνομασίαν τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἤτοι τοῦ ὅρου Οἰκουμενικὴ Σύνοδος» καὶ τοῦ ὅρου “῾Αγία καὶ
Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”, προετιμήθη τελικῶς ὁ δεύτερος, καὶ τοῦτο
διότι, ἂν καὶ ὑπῆρξαν εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας Σύνοδοι συγκληθεῖσαι ὡς «Οἰκουμενικαί»,
τὸν χαρακτῆρα τούτων ὡς Οἰκουμενικῶν προσέδωκεν εἰς αὐτὰς τελικῶς ἡ κοινὴ
συνείδησις τοῦ πληρώματος. Οὕτω συνέβη ὥστε ἔνιαι ἐκ τῶν ὡς Οἰκουμενικῶν
συγκαλουμένων νὰ ἀποβαίνουν τοπικαὶ εἰς τὴν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀντιστρόφως
ἔνιαι τοπικῶν Οἰκουμενικαί. Ἡ ἐν Σαρδικῇ π.χ. συγκληθεῖσα Σύνοδος (343)
συνεκλήθη μὲν ὡς Οἰκουμενική, ἐθεωρήθη ὅμως τελικῶς τοπική· ὁμοίως δὲ καὶ ἡ ἐν Ἀριμίνῳ
τοῦ 359. Ἀντιθέτως ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῦ 381 συνεκλήθη μὲν ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος
Θεοδοσίου ὡς Σύνοδος τοῦ Ἀνατολικοῦ Τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας αὐτοῦ, ἀνεγνωρίσθη
ὅμως ὡς Οἰκουμενικὴ 150 ἔτη ἀργότερον, δι᾽ ἀποφάσεων τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου (451). Ὁ οἰκουμενικὸς ἢ μὴ χαρακτήρ μιᾶς Συνόδου, παρατηρεῖ ὁ Ὀρθόδοξος
Θεολόγος Ἀθανάσιος Γιέφτιτς, κρίνεται κυρίως ἐκ τῆς σωτηριολογικῆς αὐτῆς
σπουδαιότητος διὰ τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα, αὕτη δὲ δὲν δύναται νὰ προεξοφληθῇ ἐκ
τῶν προτέρων. Δι᾽ ὅλους τούτους τοὺς λόγους ὀρθῶς τελικῶς ἐπελέγη ὁ ὅρος : “Ἁγία
καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”, ὅρος διὰ τοῦ ὁποίου ἀπεκάλουν ἑαυτὰς
καὶ αἱ προηγούμεναι Σύνοδοι»[33].
Ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, σὲ κείμενό του,
σχολιάζοντας πολλὰ σημεῖα τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ποὺ ἐξεφώνησε
πρὸς τοὺς Ἱεράρχες τοῦ Θρόνου στὸ Φανάρι, γιὰ τὸ θέμα τοῦ ὀνόματος τῆς Συνόδου,
μεταξὺ ἄλλων λέγει καὶ τὰ ἑξῆς : «Ἡ θέση
τοῦ Παναγιωτάτου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν δύναται πλέον νὰ συγκαλεῖ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο ἐξ αἰτίας τῆς μὴ συμμετοχῆς τῶν Δυτικῶν, εἶναι παντελῶς ἐσφαλμένη. Οὐσιαστικὰ
διακηρύσσει μὲ τὴν θέση του αὐτὴ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἐλλειματική, ἀσθενὴς
καὶ ἀτελὴς Ἐκκλησία, καὶ μόνο ὅταν “ἑνωθεῖ” μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν
Προτεσταντισμὸ θὰ εἶναι τέλεια Ἐκκλησία, ὁπότε θὰ μπορεῖ τότε μαζὶ μὲ τοὺς
Δυτικοὺς νὰ συγκαλεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ θέση, ὅμως, αὐτὴ ἀπέχει παρασάγκας ἀπὸ
τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία»[34].
Γιατί
ἔγινε, λοιπόν, αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ χαρακτῆρος καὶ τῆς φύσεως τῆς «Ἁγίας καί
Μεγάλης Συνόδου»; Εἶναι προφανές ὅτι ἔγινε γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρισθοῦν ὡς
Οἰκουμενικὲς οἱ ἀντιπαπικὲς σύνοδοι τοῦ 879 καὶ τοῦ 1351. Ἐπειδὴ μία
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, γιὰ νὰ θεωρηθεῖ ὡς
τοιαύτη, πρέπει νὰ ἐπικυρώσει τὶς προηγηθεῖσες Οἰκουμενικές, δηλαδὴ τὶς δύο
ἀντιπαπικὲς συνόδους τοῦ Ἁγίου Φωτίου (879-880) καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
(1351), οἱ δικοί μας φιλοπαπικοὶ ἡγέτες ἐπ᾽ οὐδενὶ θὰ ἤθελαν νὰ εὑρεθοῦν
μπροστὰ σὲ τέτοιο ἐνδεχόμενο. Ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, στὸ
μνημονευθὲν ἄρθρο του γιὰ τὴν Σύναξη τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, γράφει : «Ἡ Σύνοδος αὐτὴ κατ᾽ ἀρχὴν προγραμματίσθηκε
ὡς Οἰκουμενική, ἔστω καὶ ἂν ὀνομάστηκε Πανορθόδοξη. Ὅμως, τὰ τελευταῖα χρόνια
οἱ οἰκουμενιστὲς τὴν ἀποχαρακτήρισαν καὶ διέγραψαν τὸν Οἰκουμενικό της
χαρακτῆρα. Διότι, ἂν συγκαλοῦνταν ὡς Οἰκουμενική, θὰ εἶχε τὴν ὑποχρέωση νὰ
ἀναγνωρίσει ὡς 8η καὶ 9η Οἰκουμενικὲς Συνόδους τὶς ἐπὶ Μ.
Φωτίου καὶ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ! Αὐτό, ὅμως, θὰ ἐνοχλοῦσε τὸ Βατικανό, ἐπειδὴ
αὐτὲς οἱ Σύνοδοι καταδικάζουν τὸν Παπισμό, ὡς αἵρεση». Ἡ μή ἀποδοχή τῆς
οἰκουμενικότητος τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ἔχει ὡς συνέπεια τήν μή
ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων ἐπί Μ. Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ὡς
Οἰκουμενικῶν καί ἄρα τόν μή χαρακτηρισμό τοῦ Παπισμοῦ ὡς αἱρέσεως. Ἑπομένως,
μποροῦν ἄνετα οἱ Οἰκουμενιστές, μεταπατερικῷ και μετασυνοδικῷ τῷ τρόπῳ, νά
ἀποκαλοῦν την αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ὡς «ἐκκλησία», ὅπως καταδεικνύεται στό
ἀπαράδεκτο ἐκκλησιολογικά καί γι’αὐτό ἀπορριπτέο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον»,
καί ἡ Μικτή Ἐπιτροπή τοῦ Ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν
μπορεῖ νά συνεχίσει ἀπρόσκοπτα τόν ἀτέρμονα καί ἀλυσιτελή διάλογο, ὁ ὁποῖος τόν
τελευταῖο καιρό ἔχει ὡς ἀντικείμενο ἐρεύνης τό θέμα «Πρωτεῖο καί Συνοδικότητα».
Εἶναι
σημαντικότατη ἡ μαρτυρία τοῦ Σεβ. Μητρ. Ἐλευθερουπόλεως κ. Χρυσοστόμου,
ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπό τούς Ἱεράρχες τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν, πού συμμετεῖχαν
στήν Σύναξη τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, ἡ ὁποῖα συνεκλήθη στό Φανάρι ἀπό 29-8 ἕως
2-9-2015, σχετικά μέ τήν θέση, πού ἐξέφρασε ὁ Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννης,
κατά τήν εἰσήγησή του[35],
περί τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ὁ κ. Χρυσόστομος
σέ ἄρθρο του, πού δημοσιεύθηκε στό περιοδικό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐλευθερουπόλεως
«Ἄμβων Παγγαίου», ἀφοῦ περιγράφει τά τεκταινόμενα τῆς Συνάξεως, ὑποστηρίζει ὅτι
«διεφάνη στά λόγια τοῦ συμπροεδρεύοντος
κάποια ὑποτίμηση ἀρχαίου καί ἐπιφανοῦς ἐκκλησιαστικοῦ διδασκάλου. Ποίου; Τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί γενικώτερα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κινήματος τοῦ Ἡσυχασμοῦ»[36].
Ὁ
Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννης, σέ ἀπαντητική ἐπιστολή του πρός τόν Σεβ. Μητρ. Ἐλευθερουπόλεως
στίς 11-1-2016, γράφει μεταξύ τῶν ἄλλων :
«Αὐτό πού γράφετε ἀγγίζει
τά ὅρια τῆς συκοφαντίας. Τό κείμενο τῆς ὁμιλίας μου ὑπάρχει καί εἶναι σαφές. Τό
παραθέτω :
«Τέλος, δ) Αἱ ἀναφυεῖσαι
διαφοραί μεταξύ Ὀρθοδόξου καί δυτικῆς Θεολογίας κατά τάς Ἡσυχαστικάς ἔριδας τόν
14ον αἰῶνα παραμένουν διά πολλούς Ὀρθοδόξους σημαντικαί δι' οἷανδήποτε
προσέγγισιν τῶν δύο πλευρῶν. Ἡ περί θείας Χάριτος διδασκαλία ἐμφανίζει ἀποκλίσεις,
αἱ ὁποῖαι πρέπει νά ἐξετασθοῦν.
Γιατί «διά πολλούς» καί ὄχι «δι’ὅλους» τούς Ὀρθοδόξους
Θεολόγους ὅπως θά ἤθελαν ὡρισμένοι ἀπό τούς συμμετέχοντες εἰς τήν Σύναξιν ἀδελφούς;
Ἰδού τί γράφει ὁ ἀείμνηστος διαπρεπής καί κάθε ἄλλο παρά «φιλελεύθερος» Ὀρθόδοξος
δογματολόγος Ἰωάννης Καρμίρης :
Στό βιβλίο του
Σύνοψις τῆς Δογματικῆς Διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας (Ἀθῆναι
1960, σ. 12 ἑξ) κατατάσσει τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων 1341 καί 1351 περί Ἡσυχασμοῦ
εἰς τά ‘’μεταγενέστερα (ἀπό τοῦ θ΄ αἰῶνος καί ἐντεῦθεν γραφέντα) ἁπλᾶ συμβολικά
κείμενα ἤ βιβλία, τά ὁποῖα δέν εἶναι οὔτε σύμβολα ἐν τῇ κυρίᾳ καί
παλαιοχριστιανικῇ ἐννοίᾳ… ἀλλ’εἶναι ἁπλαί καί ἐλλιπεῖς Ὀρθόδοξοι δογματικαί
συμβολικαί συγγραφαί… Διότι οὐδέν τῶν κειμένων τούτων ἔχει συνταχθῆ ἤ ἐπικυρωθῆ
ὑπό οἰκουμενικῆς ἤ πανορθοδόξου τινός Συνόδου οὐδ’ἀναπτύσσει θετικῶς καί ἀλαθήτως
καί πλήρως ἅπασαν τήν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν ὀλοκλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας…
Τοῦτων οὕτως ἐχόντων δέν ἐπιτρέπεται τά ἐν λόγῳ κείμενα νά χρησιμοποιοῦνται ὡς
κύρια καί πρωτεύουσα πηγή τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας’’.
Παρόμοιες θέσεις ἔχουν
ἐκφράσει καί ἄλλοι Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι (Τρεμπέλας, Ρῶσσοι θεολόγοι κ. ἄ.). Δεν
πρόκειται, συνεπῶς, περί «ὑποτιμήσεως» τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὑπό τοῦ
«συμπροέδρου», ὅπως ἐσπεύσατε δηλητηριωδῶς νά τίς ἐμφανίσετε, ἀλλά περί θέσεων
γνωστῶν διαπρεπῶν Ὀρθόδοξων δογματολόγων, πρᾶγμα τό ὁποῖον ὑποτίθεται ὅτι
γνωρίζουν ὅσοι ἔλαβαν πτυχίον θεολογίας»[37].
Ἡ
ἀπάντηση τοῦ Σεβ. Μητρ. Ἐλευθερουπόλεως κ. Χρυσοστόμου στίς παραπάνω θέσεις τοῦ
Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ἰωάννου εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει
ὁ Σεβασμιώτατος ὅτι « …«ἀντέστη» εὐθαρσῶς στίς διατυπωθεῖσες ἀπόψεις
του περί τοῦ Ἡσυχασμοῦ καί τοῦ ἁγίου πρωταγωνιστοῦ του, ὄχι τυχαῖο μέλος τῆς
Συνάξεως τῶν ἀρχιερέων, ἀλλά νέος ἀρχιερεύς, ἐπίσης ἀκαδημαϊκός διδάσκαλος καί
μάλιστα τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Τί, λοιπόν, ὁ ὑποφαινόμενος
καί ἄλλοι ἴσως, πού ἔγιναν ἀκουσίως μάρτυρες τῆς διχογνωμίας τῶν δύο ἀκαδημαϊκῶν
διδασκάλων, ἑνός παλαιοῦ καί ἑνός νεωτέρου, λογικά περίμεναν; Ὡς σοφός καί ἐπιστήμων,
ὁ Σεβασμιώτατος, καταστέλλων τόν θόρυβον τῆς ψυχῆς, ἀπό τήν ἀπρεπή ἀναφορά τοῦ
τιμίου ὀνόματός του σέ ἕνα ἄρθρο ἀσήμαντου θρησκευτικοῦ περιοδικοῦ, «ἐν πραύτητι
σοφίας», ὡς ὀφειλέτης «σοφοῖς τε καί ἀνοήτοις» κατά τόν Ἀπόστολο, νά γράψει, ὅτι
τιμᾶ καί σέβεται, ὅπως ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, αἰῶνες τώρα, τόν ἐπιφανέστατο
Πατέρα καί Διδάσκαλό μας, Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ἀντί ὅμως τούτου ἐπέμεινε
στήν ἀρχική του θέση, ὅτι, δηλαδή, ἀνήκει στούς ὀλίγους, οἱ ὁποῖοι δέν δίνουν τόση
βαρύνουσα σημασία στίς συνόδους τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, οἱ ὁποῖες στό
πλαίσιο τῶν Ἡσυχαστικῶν ἐρίδων τοῦ 14ου αἰῶνος, τράβηξαν (ἄς ἐπιτραπεῖ
μία γνωστή ἔκφραση τῶν ἡμερῶν μας) τίς κόκκινες γραμμές ἀνάμεσα στήν ἁγία Ὀρθοδοξία
μας καί τόν Ρωμαιοκαθολικισμό. Καί ὡς
σύμμαχο μάλιστα γενναῖο τῶν ἀπόψεών του ἔφερε τόν μακαρίτη Καθηγητή Ἰ. Καρμίρη,
πού ἀποφαίνεται ὄχι τόσο θετικά γιά τίς συνόδους ἐκεῖνες, ἀφοῦ τούς δίνει τόν ὄχι
κολακευτικό χαρακτηρισμό τῆς «σχετικῆς καί ἐπικουρικῆς καί δευτερεύουσας» πηγῆς
τῆς πίστεώς μας.
Ἀλλά, εὐλαβῶς ἄς ἐρωτήσουμε
στό σημεῖο αὐτό. Ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ προηγούμενη παρατήρηση τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ
προσφέρεται γιά πολλή διερεύνηση καί προσεκτική ἐξέταση, κυρίως στό ζήτημα, τί
προσέφεραν στήν Ἐκκλησία καί τό δόγμα της ἐκεῖνες οἱ σύνοδοι, ὑπό τήν πνοήν τοῦ
Ἁγίου Πατρός μας Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μπορεῖ νά ἐρωτήσει κάποιος : ἄραγε τό κύρος
τῶν ἀποφάσεων μιᾶς ἁγίας ἐκκλησιαστικῆς συνόδου ἐξαρτᾶται ἀπό τήν γνώμη ἑνός
πανεπιστημιακοῦ καθηγητοῦ της Θεολογίας; Περισσότερη μάλιστα ἐμπιστοσύνη θά εἴχαμε
γιά τίς ὅποιες ἀπόψεις του, ἐάν μπροστά μας εἴχαμε τήν προσεκτική, προσωπική ἔρευνά
του αὐτῶν τῶν συνόδων καί τά πειστικά του ἐπιχειρήματα ἀπό τήν ἐνδελεχή καί
σοβαρή μελέτη τους. Κάτι τέτοιο ὅμως δέν ἔχομε ἐκτός ἀπό μία ἀφοριστική του καί
γενικώτατη παρατήρηση.
Ἔπειτα λίγες φορές
θεράποντες τῆς ἱερᾶς Ἐπιστήμης ἀστόχησαν θλιβερῶς στά συμπεράσματά τους καί δέχθηκαν
κατόπιν δικαίως τίς παρατηρήσεις τῆς Ποιμαίνουσας Ἐκκλησίας;…
Δεύτερον μποροῦμε
νά ἀντιτάξουμε στόν Ἅγιο Περγάμου, πού ἀνήκει στούς λίγους, πού δέν δίνουν τή
σημασία, ὅπως δίνουμε ἐμεῖς οἱ πολλοί, στίς συνόδους τοῦ 1341 καί 1351, οἱ ὁποῖες
νομοθετοῦν, καθοδηγούμενες ἀπό τό φῶς τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ, καί ἄλλους
διαπρεπεῖς σύγχρονους ἀκαδημαϊκούς διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι δίνουν ὡς ἐπιστήμονες
τή σημασία τῶν πολλῶν γιά ἐκεῖνες τίς συνόδους καί ἐπιδεικνύουν ἀμέριστο σεβασμό
στίς ἀποφάσεις των. Τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας μας ἐκλεκτοί Ἱεράρχες, λόγιοι καί ἐπιστήμονες,
(π.χ. ὁ Ἅγιος Πειραιῶς, ὁ Ἅγιος Γόρτυνος) ὅταν ἦλθε στήν ἐπικαιρότητα ἡ
πνευματική ἀξία τῶν ἐν λόγῳ συνόδων, ἀπαρίθμησαν τά ὀνόματα ἀρκετῶν ἐπιστημόνων,
πού ἀντιτίθενται στή γνώμη τῶν λίγων, ὅπως τοῦ ἁγίου Περγάμου, στό θέμα μας.
Καί πρίν λίγο, σέ
σοβαρό θρησκευτικό ἔντυπο, διαβάσαμε ἔκπληκτοι τήν ἑξῆς πληροφορία : «Ὁ Πατριάρχης Σερβίας Εἰρηναῖος ζήτησε ἀπό τήν ἐπιτροπή
προετοιμασίας τῆς μεγάλης Πανορθόδοξης Συνόδου τοῦ 2016 νά προστεθεῖ στή
θεματολογία της, ὡς βασική προϋπόθεση γιά τήν πραγματοποίηση της, ἡ ἀναγνώριση ὡς
Οἰκουμενικῶν τῶν Συνόδων τοῦ Μ. Φωτίου καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ…» (Ἀπολύτρωσις
–Φεβρουάριος 2016)»[38].
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί
Πατέρες,
Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές,
Ἀγαπητοί ἐν
Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἡ
πανορθόδοξη ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων ἐπί Μ. Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
ὡς Οἰκουμενικῶν ἔπρεπε νά συμπεριληφθεῖ ὡς τὸ κύριο, καίριο καὶ προεξάρχον θέμα
τῆς μελλούσης νὰ συνέλθει «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει
ἀποδεχθεῖ ὅτι ἡ Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι διαφοροποιοῦν ριζικὰ τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία στὴν πατερικὴ συνέχειά της ἀπὸ τὸν «χριστιανισμό» τῆς Δύσεως.
Ἡ
ὑπὸ τῶν οἰκουμενιστῶν τοῦ Φαναρίου καὶ τῶν μετ’ αὐτῶν ὁμοφρονοῦντων
μεθοδευομένη μέλλουσα νὰ συνέλθει «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» τοῦ 2016, ὅπως μὲ
σαφήνεια διαζωγραφεῖται ἐκ τῶν προσυνοδικῶν πανορθοδόξων διασκέψεων αὐτῆς καί ἐκ
τῶν τελικῶν κειμένων της, εἶναι σίγουρο ὅτι ἀπεργάζεται τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρέσεων
τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν ἐκκλησιῶν! Ὑπ’αὐτές τίς συνθῆκες,
εὐχόμαστε νὰ μὴ συνέλθει ποτέ!
Ἡ
«Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ὅπως ἀναμένεται, δὲν πρόκειται νά ἀναγνωρίσει τὶς
δύο Συνόδους ὡς Οἰκουμενικές. Γι’αὐτό θὰ εἶναι μία Οἰκουμενιστικὴ Σύνοδος. Ἀλλὰ,
ὅπως τότε ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀντίδραση καὶ ἀντίσταση ἐλαχίστων κορυφῶν τῆς Ἁγίας
Ὀρθοδοξίας μας, προεξάρχοντος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, μὲ τὴ συμμετοχὴ
καὶ στήριξη τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, κατάφεραν νὰ ἀπορριφθεῖ καὶ νὰ
χαρακτηρισθεῖ ψευδοσύνοδος ἡ αἱρετικὴ καὶ ληστρικὴ σύνοδος τῶν
Φεράρας-Φλωρεντίας, ἔτσι καὶ σήμερα ὁ εὐσεβής κλῆρος καί ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ,
ὡς ἡ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἔσχατος κριτῆς της θὰ ἀντιδράσει
καὶ θὰ ἀντισταθεῖ στά σχέδια τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»[39].
[1]
Γραμματεία ἐπί τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
Συνοδικά ΙΙ, Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου, Chambesy Γενεύης 1978, σ. 42.
[2]
Σχ. βλ. τό ἀνακοινωθέν τῆς Σύναξης τῶν Προκαθημένων 28-1-2016, http://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/6172-to-anakoinothen-tis-sunajis-ton-prokathimenon
[3] http://www.romfea.gr/diafora/6177-apofasis-sxeseis-tis-orthodojou-ekklisias-pros-ton-xristianiko-kosmo
[4] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ,
«Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κων/λει ἐν ἔτει 879-880 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου
ὡς Ὀγδόης Οἰκουμενικῆς», Θεοδρομία ΙΣΤ΄ 3,
(Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2014) 405-427.
[5] ἄρθρο
5, παρ. 11
[6]
ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ.
36-38.
[7]
Ματθ. 16, 18-19.
[8] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος Χαρᾶς, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη
1985, σσ. 366-370.
[9]
ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική
ἐγκύκλιος ἐπί τῇ καθιερώσει τῆς 8ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, http://www.imp.gr/images/Poimantorikes/8h_oikoymenikh.pdf,
[10] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΟΡΤΥΝΟΣ κ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ,
«Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κων/λει ἐν ἔτει 1351 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς
Ἐνάτης Οἰκουμενικῆς», Θεοδρομία ΙΣΤ΄ 3,
(Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2014) 428-439.
[11]
ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος ἐπί τῇ καθιερώσει τοῦ ἑορτασμοῦ
τῆς Ἱερᾶς Μνήμης τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων τῶν συγκροτησάντων τάς Η΄ (8ην)
καί Θ΄ (9ην) Οἰκουμενικάς Συνόδους, 16-12-2013,
www.impantokratoros.gr/77C7A061.el.aspx
[12]
ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, «Περί Η΄καί Θ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων»,
Θεοδρομία ΙΣΤ΄ 3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2014) 440-446,
http://thriskeftika.blogspot.gr/2014/10/blog-post_62.html
[13]
ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορικές
ἐγκύκλιοι ἐπί τῇ καθιερώσει τῶν 8ης και 9ης Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, http://www.imp.gr/images/Poimantorikes/8h_oikoymenikh.pdf,
http://www.imp.gr/images/Poimantorikes/9h_oikoymenikh.pdf
[14] Ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας γιά τήν Ἁγία καί
Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, 6-3-2016 http://aktines.blogspot.gr/2016/03/blog-post_6.html
[15]
http://www.imp.gr/home-4/anakoino8enta-deltia-typoy/anakoino8enta-deltia-typoy-2015/50-
ανακοινωθέντα-δελτία-τύπου-2015/974-επιστολήν-πρός-τόν-μακαριώτατον-πατριάρχην-σερβίας-κ-κ-ειρηναιον.html
[16] http://www.romfea.gr/diafora/6182-kanonismos-organoseos-kai-leitourgias-tis-agias-kai-megalis-sunodou
[17]
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Μεταλλαγμένη καί ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία καί Μεγάλη
Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δυσμενεῖς ἐξελίξεις κατὰ τὴν προετοιμασίαν τῆς
Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ἐν Ὀρθόδοξος
Τύπος 6-3-2015
καί Θεοδρομία ΙΖ΄ 1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος
2015) 3-9.
[18] Ὁ
Πατριάρχης κυρός Φώτιος ἐχάραξε συγχρόνως καὶ τὰ ὅρια τῶν ἁρμοδιοτήτων της,
λέγοντας ὅτι ἁπλῶς θὰ μελετήσει τὰ ὁρισθέντα ἀπὸ τὴν Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ
Ἁγίου Ὄρους (1930) θέματα, χωρὶς δεσμευτικὲς ἀποφάσεις, «καθὼς τῇ Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ μόνῃ ἀπόκειται ὅπως ἀποφασίσῃ ἐγκύρως καὶ ὑποχρεωτικῶς
περὶ πάντων», ἐννοώντας τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.
Σχ. βλ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΒΑΡΕΛΛΑ, Διορθόδοξοι καὶ
Οἰκουμενικαὶ Σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τόν Κ´ αἰῶνα,
Ἀνάλεκτα Βλατάδων 58, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσ/κη 1994, σ.
110.
[19] Ὁ
Μητροπολίτης Χαλκηδόνος κυρός Μελίτων, προλογίζων τὴν ἔκδοση τῆς περιοδικῆς ἐκδόσεως
«Συνοδικά», τὴν ὁποία ἐξέδιδε ἡ «Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» μὲ ἕδρα τό «Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου» εἰς Chambésy Γενεύης, ἔγραφε τὰ ἑξῆς : «Ὁδεύοντες τὴν ὁδὸν τῆς προπαρασκευῆς, εὑρισκόμεθα εἰς τὸ σημεῖον τῆς ὑγιοῦς
ἐπισημάνσεως καὶ διατυπώσεως τοῦ κέντρου τῆς Συνόδου, τοῦθ᾽ ὅπερ δὲν εἶναι εὐχερές,
δοθέντων δύο τινῶν, πρῶτον τῆς ἀποστάσεως τῶν δώδεκα αἰώνων ἀπὸ τῆς τελευταίας
Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ δεύτερον τῶν ἐν τῷ μεταξὺ ἐπελθουσῶν διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν
ἀνακατατάξεων καὶ πνευματικῶν διαμορφώσεων, μάλιστα δὲ τῆς σημειωθείσης ἐπαναστατικῆς
ἀλλαγῆς εἰς τὴν θέσιν καὶ τὰς πνευματικὰς ἀνάγκας τοῦ συγχρόνου πιστοῦ, ἐν μέσῳ
ἑνὸς νέου, βαθύτατα ἐκκοσμικευμένου καὶ τεχνοκρατουμένου κόσμου. Διότι, Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
ἓν γεγονός, μία ἐνέργεια ποὺ ἐμπίπτει εἰς τὸ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας συνεχιζόμενον
σωτηριῶδες ἔργον τοῦ Ἱδρυτοῦ καὶ Κυρίου Αὐτῆς, τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως εἶναι
θεανθρώπινον», Σχ.βλ. Συνοδικὰ Ι,
Γενεύη 1976, σ. 9.
Ἐπίσης, στὴν ἐναρκτήρια ὁμιλία του στὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη
(Chambésy-Γενεύης, 21-28 Νοεμβρίου 1976) εἶπε : «Κατὰ θείαν Οἰκονομίαν συμπίπτει ἡ εἴσοδος τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Ἁγίαν
καὶ Μεγάλην Σύνοδον, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς ὑπάτης αὐθεντίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ,
πρὸς τὴν ἁγίαν ταύτην ἑορτὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου», ὅ.π. σ. 28. Τέλος,
ἀπαντώντας σὲ αἴτημα τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας νὰ
περιληφθεῖ στὸν κατάλογο τῶν θεμάτων καὶ ἕνα εἰδικὸ θέμα, ποὺ ἀπασχολοῦσε τὴν
Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, εἶπε : «Δι᾽ ἓν
τοιοῦτο ζήτημα δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη ἀποφάνσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ θὰ
ἠδύνατο νὰ ἐπιλυθῆ τοῦτο τοπικῶς κατ᾽ οἰκονομίαν», ὅ.π., σ. 104.
[20]
Σὲ εἰσήγηση, ποὺ ἔκανε ὁ Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος, ἐνώπιον τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων
καὶ τῶν καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης, στὶς 6
Φεβρουαρίου 1973, ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Φωτίου, εἶπε τὰ ἑξῆς γιὰ τὸ θέμα τῆς Ἁγίας
καὶ Μεγάλης Συνόδου : «Μετὰ τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐγένετο δὶς ἀπόπειρα
συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ μία συνεκλήθη τῷ 879 ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ
σήμερον τιμωμένου μεγάλου Ἱεράρχου καὶ ἡ ἄλλη βραδύτερον τῷ 1341 ἐπὶ τῶν ἡμερῶν
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλ᾽ οὐδεμία ἐξ αὐτῶν ἀνεγνωρίσθη τελικῶς ὡς Οἰκουμενική.
Ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε τὸ 787. Ἔκτοτε παρῆλθον 1196 ἔτη χωρὶς νὰ
καταστῇ δυνατὸν νὰ συγκληθῇ ἄλλη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, παρὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀναγκῶν
καὶ τὸ μέγεθος τῶν προβλημάτων, ἅτινα ἐγεννήθησαν διὰ μέσου τῶν αἰώνων, συνεπείᾳ
κυρίως τῶν ἐπελθουσῶν μεταβολῶν εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικώτερον εἰς
τὸν κόσμον... Κατὰ τὸ πρῶτον τέταρτον τοῦ αἰῶνος μας ἤρχισε νὰ γίνεται πολλὴ
συζήτησις γύρω ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κατ᾽ ἀρχὴν
αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἐσκέφθησαν νὰ συγκαλέσουν μίαν Προσύνοδον, ἀντὶ τῆς Οἰκουμενικῆς,
τῆς ὁποίας μάλιστα τὰ θέματα διετυπώθησαν εἰς τὸν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καταρτισθέντα
κατὰ τὸ 1932 κατάλογον. Ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, μέσα εἰς τὰς μεγάλας
του προοπτικάς, συνέλαβε τὸ νόημα τῆς συγκλήσεως ἀπ᾽ εὐθείας μιᾶς Οἰκουμενικῆς
Συνόδου χωρὶς νὰ μεσολαβήση Προσύνοδος, τὴν ὁποίαν μάλιστα ὠνόμασε “Μεγάλην
Σύνοδο ν” καὶ πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, ἐν προπαρασκευαστικῷ σταδίῳ, συνεκάλεσε τὰς
ἑκασταχοῦ Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τρὶς εἰς τὴν Ρόδον κατὰ τὰ ἔτη 1961, 62, 63».
Συμπληρώνοντας δὲ στὴ συνέχεια τὶς σκέψεις καὶ ἐκτιμήσεις του περὶ τῆς Συνόδου
γράφει : «Καὶ ἤδη, ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸ θέμα τῆς Μεγάλης Συνόδου. Εἶναι ἀληθές, ὅτι
τὴν Ἱερὰν Σύνοδον κατέχει ἱερὸν δέος μὲ αὐτὴν τὴν ὄντως μεγάλην καὶ ὑψηλὴν καὶ ἱερωτάτην
ὑπόθεσιν. Καὶ δικαίως, διότι πρόκειται νὰ συνέλθῃ μία Μεγάλη Σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ
ἀντιστοιχῇ πρὸς τὴν Η´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον. Εἶναι ὄντως τοῦτο γεγονὸς μέγιστον
διὰ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἱστορικῆς»,
Σχ.βλ. ὅ.π., σσ. 17-21.
[21] Ὁ
ἅγιος Ἰουστῖνος ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ Σύνοδος συνεκαλεῖτο ὡς Οἰκουμενικὴ μὲ ἄρθρο
του, ποὺ ἐκυκλοφορήθη σὲ ἰδιαίτερο φυλλάδιο στὴν ἑλληνικὴ μὲ τίτλο : «Ἐπικίνδυνος ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς
Συνόδου». Μεταξὺ ἄλλων γράφει, ἐκφράζοντας ἰσχυρὲς ἐπιφυλάξεις γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα,
ἀλλὰ καὶ τὴν καταλληλότητα τῶν καιρῶν πρὸς σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου : «Προσωπικῶς, δὲν βλέπω ὅτι κατὰς τὰς σημερινὰς
περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διὰ τὴν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ,
τότε ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας
μας», ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἐπικίνδυνος
ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἀθῆναι 1971, σ. 9.
[22] Ὁ
Γέρων π. Φιλόθεος σὲ σημαντικὸ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Περὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου» ἐκφράζει παρόμοιες ἐπιφυλάξεις μὲ τὸν Ἅγιο
Ἰουστῖνο. Γράφει : «Ὥστε ὅλως περιττὴ
νομίζομεν ὅτι εἶναι ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς
Συνόδου περὶ ζητημάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθῆ διὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ
Θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ θεόσοφοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας», Σχ. βλ.
Ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος (Ὁ οὐρανοδρόμος ὁδοιπόρος), τ. Β´, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος
Κυψέλη», Θεσ/κη 1988, σσ. 43-49 καὶ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς
τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ ἀναφορὲς στὴν ἐπικαιρότητα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη,
Θεσ/κη 2014, σ. 101 κ.ἑξ.
[23] Περὶ τοῦ ὅτι ὁ πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας
τὴν προετοίμαζε ὡς Οἰκουμενικὴ δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία. Σὲ ἐγκύκλιο τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Θρόνου πρὸς τοὺς Ἀρχηγοὺς τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν
τῆς 12ης Φεβρουαρίου 1951 ἐγράφετο : «Τὰ ἐν τῇ διαρροῇ τῶν αἰώνων καὶ τῇ ἀκατασχέτῳ
ἐξελίξει τῆς κονωνικῆς ζωῆς ἀνακύψαντα καὶ ὁλονὲν ἐπαυξανόμενα γενικῆς ἐκκλησιαστικῆς
φύσεως καὶ κοινοῦ ἐνδιαφέροντος ζητήματα δεόντως ἐκτιμῶν ὁ καθ᾽ ἡμᾶς Ἁγιώτατος Ἀποστολικὸς
καὶ Πατριαρχικὸς Οἰκουμενικὸς Θρόνος, ἔγνω, τῇ μακραίωνι παραδόσει στοιχῶν καὶ
τῷ κανονικῷ αὐτοῦ δικαιώματι χρώμενος, ἐν καιρῷ προτεῖναι ταῖς ἀδελφαῖς Ἁγιωτάταις
Ἐκκλησίαις, πρὸς τὴν προσήκουσαν τούτων μελέτην καὶ ἐπίλυσιν τὴν σύγκλησιν
μεγάλης Οἰκουμενικῆς Συνόδου», Σχ. βλ. Ὀρθοδοξία 26 (1951) 118-120 καὶ Συνοδικὰ
ΙΙ, 1978, σ. 140, ὑποσημ. 1 καί ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ποιός καί γιατί ἄλλαξε
τόν οἰκουμενικό χαρακτῆρα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου»; ἐν Ὀρθόδοξος Τύπος
(18/25-12-2015), http://www.impantokratoros.gr/81E5B678.el.aspx
[24] Ὁ μητροπολίτης Σλίβεν κυρός
Νικόδημος, στὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη (Chambésy-Γενεύης, 21-28
Νοεμβρίου 1976) εἶπε : «Εἰς τὰ λεχθέντα
ὑπὸ τοῦ ἁγίου Ἀξώμης παρατηρῶ, ὅτι κάθε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, μετὰ τὴν πρώτην,
εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν συζητήσεων αὐτῆς ἐπιβεβαίωνε τὰς εἰς τὴν πίστιν ἀναφερομένας
προγενεστέρας ἀποφάσεις, τὰς διαλαμβανομένας οὐ μόνον ἐν τῷ Συμβόλῳ τῆς
Πίστεως, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους δογματικοὺς ὅρους (π.χ. ἡ Δ´ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος). Ἑπομένως θὰ ἠδυνάμεθα καὶ ἡμεῖς νὰ ἀκολουθήσωμεν τὴν παράδοσιν
ταύτην». Σχ. βλ. Συνοδικὰ ΙΙ, σσ. 19-20.
[25] Ὁ μητροπολίτης Δαλματίας κυρός
Στέφανος στὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη (Chambésy-Γενεύης, 21-28
Νοεμβρίου 1976) ἀνέφερε τὶς συμβουλὲς, ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ πατριάρχης Σερβίας
Γερμανός : «Ἡ συμπεριφορά σας νὰ εἶναι
τοιαύτη ὡσεὶ νὰ τελῆτε ἱερὰν λειτουργίαν, διότι προκειμένου περὶ τῆς Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Συνόδου, πρόκειται περὶ μυστηρίου
οἰκουμενικῆς σημασίας, περὶ μεγάλου χαρισματικοῦ μυστηρίου Νέας
Πεντηκοστῆς», ὅ.π., σ. 55.
[26] Ὁ μητροπολίτης Περιστερίου κυρός
Ἀλέξανδρος, στὴν Α´ Προσυνοδικὴ
Πανορθόδοξο Διάσκεψη (Chambésy-Γενεύης, 21-28 Νοεμβρίου 1976), ἀνέγνωσε μήνυμα
τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σεραφείμ, ποὺ ἔλεγε : «Μὲ κατάνυξιν καὶ φόβον Θεοῦ ἐπικαλούμεθα τὴν ἐπίπνοιαν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ὅπως κατευθύνῃ τὰς σκέψεις τῶν ἁγίων ἀδελφῶν, ὥστε ἐμφορούμενοι ὑπὸ
“νοῦ Χριστοῦ” καὶ στοιχοῦντες ἐπὶ τὰ ἴχνη τῶν προλαβουσῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
καὶ ἐν πολλῇ συνέσει νὰ βουλεύωνται οἱ σεβάσμιοι σύνεδροι “τὰ καλὰ καὶ
συμφέροντα” τῇ Ἁγίᾳ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ εἰς τὸν σύγχρονον
κόσμον», ὅ.π., σ. 59.
[27] Ὁ μητροπολίτης Ἀξώμης κυρός
Μεθόδιος, στὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη (Chambésy-Γενεύης, 21-28
Νοεμβρίου 1976), εἶπε : «Παρ᾽ ὅλας αὐτὰς
τὰς δυσχερείας καὶ πολλὰς ἄλλας ἐξ ἄλλων λόγων τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, τὸ
ὁποῖον συνέλαβε τὴν ἰδέαν τῆς Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, παρέκαμψεν ὅλας τὰς δυσκολίας, ἃς ἐμφανίζει ἡ σύνθεσις τῶν
ὀρθοδόξων πραγμάτων», ὅ.π., σσ. 81-82.
[28] Ὁ μητροπολίτης Μύρων κυρός
Χρυσόστομος, μετέπειτα Ἐφέσου, ὁ ὁποῖος προήδρευσε, ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σὲ Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Πανορθόδοξες
Διασκέψεις, σὲ μελέτη του μὲ τίτλο «Ἀπαιτήσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐκ τῆς
συγκληθησομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» γράφει : «Τὰ θέματα ταῦτα, τυχόντα μιᾶς πρώτης
ἐπεξεργασίας... θὰ ἐπανέλθουν προσεχῶς (1972) εἰς ἐπανεξέτασιν καὶ βελτίωσιν
εἰς τὴν Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικὴν Ἐπιτροπὴν καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὴν Α´
Πανορθόδοξον Προσυνοδικὴν Διάσκεψιν (οἱονεί “δευτεροβαθμίως”) καὶ ὅταν τύχωσι
πανορθοδόξου ἐγκρίσεως θὰ εἶναι ἕτοιμα διὰ τὴν παρασπομπήν των εἰς τὴν μετὰ
ταῦτα συγκληθησομένην Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, ἥτις καὶ θὰ προβῇ εἰς τὴν
προκήρυξιν τῶν ἀποφασισθέντων περιβάλλουσα ταῦτα μὲ τὸ οἰκουμενικὸν κῦρος», Σχ.βλ. Συνοδικὰ Ι, σ. 11.
[29] Ὁ
Ἐπίσκοπος κ. Ἀθανάσιος
Γιέβτιτς, σὲ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Παράδοσις
καὶ ἀνανέωσις ἐν τῷ θεσμῷ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων», γράφει : «Τοιουτοτρόπως θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ ἔχωμεν εἰς
τὸ τέλος τῆς ἱστορικοθεολογικῆς μελέτης τοῦ ὡς ἄνω θέματος περισσότερα
συγκεκριμένα συμπεράσματα, διὰ νὰ παραθέσωμεν αὐτὰ πρὸς τὸν σύγχρονον προβληματισμὸν
περὶ παραδόσεως καὶ ἀνανεώσεως, μάλιστα δὲ ἐν ὄψει τῆς μελετωμένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας»,
ὅ.π., σ. 65.
[30] Ἡ
ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Μεγάλη Σύνοδο, 8-3-2016,
http://www.romfea.gr/ekklisia-ellados/6843-i-antiprosopeia-tis-ekklisias-tis-ellados-stin-megali-sunodo
[31]
ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία μὲ τίτλο «Ἐνημέρωσις περὶ τῆς
μελλούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος τοῦ Ὀκτωβρίου 2014.
[32]
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, Εἰσήγησις πρός
τήν Σύναξιν τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου (29-9-2015),
http://fanarion.blogspot.gr/2015/08/blog-post_53.html
[33]
Σχ. βλ. «Ἔκθεσις Γραμματέως,
Μητροπολίτου Τρανουπόλεως Δαμασκηνοῦ ἐπὶ τῆς πορείας τῆς Προπαρασκευῆς τῆς
Συνόδου», εἰς Συνοδικὰ ΙΙ, τοῦ
Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Chambésy - Γενεύης 1978, σσ.
147-148.
[34]
ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ἀνακοινωθὲν περὶ τῆς Συνάξεως τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Σχόλιο στὴν εἰσήγηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου»,
16-9-2015, http://www.imp.gr/home/epikaira-arxeio/12-daynews/969-ανακοινωθεν-σεβασμιωτατου-μητροπολιτου-πειραιωσ-κ-σεραφειμ-περι-τησ-συναξεωσ-των-ιεραρχων-του-οικουμενικου-θρονου.html καί Θεοδρομία ΙΖ΄ 3
(Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2015) 398-404. Τὸ παράθεμα στὴ σελ. 403.
[35]
ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΕΡΩΝ ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗΣ, Εἰσήγησις πρός τήν Σύναξιν τῆς Ἱεραρχίας
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου περί τῆς πορείας τοῦ
ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Εκκλησίας,
30-9-2015, http://aktines.blogspot.gr/2015/10/30082015.html
[36]
ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «Ἡ Σύναξη τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Θρόνου στήν Κωνσταντινούπολη 29 Αὐγούστου – 2 Σεπτεμβρίου 2015, ἐν Ἄμβων
Παγγαίου, περιοδικόν
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐλευθερουπόλεως, τεύχος 48ο (Ὀκτώβριος,
Νοέμβριος, Δεκέμβριος 2015), http://www.vimaorthodoxias.gr/eipan/item/72402-ο-ελευθερουπόλεως-χρυσόστομος-για-τη-σύναξη-των-ιεραρχών-στο-φανάρι-τι-λέει-για-την-ένταση-στις-σχέσεις-φαναρίου-αθήνας,
10-12-2015.
[37]
Βάζει στή θέση του τόν Μητρ. Περγάμου ὁ Ἐλευθερουπόλεως Χρυσόστομος, 15-3-2016, http://www.agioritikovima.gr/eipan/item/77988
[38] Ὅ.π.
[39]
ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, «Περί Η΄καί Θ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων», Θεοδρομία ΙΣΤ΄ 3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος
2014) 440-446, http://thriskeftika.blogspot.gr/2014/10/blog-post_62.html
Δείτε σχετικά και:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου