Κύριλλος και Μεθόδιος, οι
φωτιστές των Σλάβων
|
Η σλαβική εισβολή στη Θεσσαλία
Αρχική
κοιτίδα των Σλάβων ήταν η νότια Πολωνία και η Λευκορωσία. Πιεζόμενοι από άλλους
λαούς κατέληξαν στην περιοχή της Παννονίας (Ουγγαρίας). Εκεί βρίσκοντας εύκολα
περάσματα στα αχανή βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, οι Σλάβοι εισέβαλλαν συχνά
μόνοι τους ή ως σύμμαχοι των Ονογούρων, λεηλατώντας την ύπαιθρο. Στη συνέχεια
περνούσαν πάλι το Δούναβη και επέστρεφαν στις εστίες τους. Αργότερα, οι
επιδρομές τους άλλαξαν χαρακτήρα. Τώρα πλέον είχαν μαζί τους και γυναικόπαιδα,
διότι επεδίωκαν να μετοικήσουν στο εσωτερικό του βυζαντινού κράτους. Η χρονιά
σταθμός της μεγαλύτερης εισβολής Σλάβων ήταν το 577, χρονιά κατά την
οποία οι εισβολείς κατέστρεψαν διάφορες περιοχές της Θράκης, της Βόρειας και
Κεντρικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. [Άλλη μια ιστορική επιβεβαίωση για τους
προγόνους των σημερινών Σκοπιανών.
Εμφανίστηκαν
στη Βαλκανική μεταξύ 6ου και 7ου αι. μ.Χ. και διεκδικούν ιστορική συνέχεια … με
το ελληνικό φύλο των Μακεδόνων που εμφανίστηκε στο προσκήνιο 1500 περίπου
χρόνια πιο πριν (8ος αι. π.Χ.) !] Ακόμη, μεγάλες ομάδες απ’ αυτούς κατέληξαν
στην Πελοπόννησο όπου και δημιούργησαν μερικούς φυλετικούς θύλακες στο
εσωτερικό της. Στις καταστροφές που προξένησαν στα μέρη που κατέκτησαν
αναφέρονται πολλοί ιστορικοί της εποχής1.
Όμως
οι ≪παροικίες≫ αυτές των Σλάβων δεν
άντεξαν στο χρόνο διότι ο στρατιωτικός διοικητής του Ιλλυρικού Ιωάννης ζήτησε
τη βοήθεια ενός άλλου βαρβαρικού φύλου, των Αβάρων, για την αντιμετώπιση
των παρείσακτων. Έτσι στρατός 60.000 Αβάρων με αρχηγό το Χάνο Βαϊανό εισέβαλαν
στις πρώιμες ≪Σκλαβηνίες≫ (όπως ονομάζονταν από
τους Βυζαντινούς οι ημιαυτόνομες περιοχές που κατείχαν οι Σλάβοι κατά τον
επόμενο αιώνα στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας) και εκδίωξαν τους Σλάβους προς
Βορράν. Αδύναμοι να αντιμετωπίσουν τους Αβάρους, πολλές σλαβικές ομάδες
επανήλθαν στην παλιά τους κοιτίδα, βορείως του Ίστρου (Δούναβη). Όμως οι
Άβαροι, αθετώντας τη συμφωνία, στράφηκαν κατά του βυζαντινού πληθυσμού. Η
κατάσταση εξομαλύνθηκε προσωρινά, το 580, όταν ο αυτοκράτορας Τιβέριος Β΄, μη
έχοντας ισχυρές δυνάμεις, λόγω της εκστρατείας του μεγαλύτερου στρατιωτικού
σώματος της αυτοκρατορίας στην Περσία, υπέγραψε με τους Αβάρους συνθήκη
ειρήνευσης, που όμως δεν κράτησε πολύ. Τα επόμενα χρόνια παρατηρούνται από
κοινού επιδρομές Σλάβων και Αβάρων κατά της αυτοκρατορίας. Έτσι, για
παράδειγμα, το 584 και το 586 πολιόρκησαν, χωρίς αποτέλεσμα, τη Θεσσαλονίκη. Τα
σλαβικά φύλα, βλέποντας ότι δεν υπήρχε στον ευρωπαϊκό χώρο σοβαρή βυζαντινή
στρατιωτική παρουσία, δεν αρκέστηκαν στις λεηλασίες αλλά εγκαταστάθηκαν για τα
καλά σε εδάφη της αυτοκρατορίας καταλαμβάνοντας μόνιμα πολλές περιοχές της στα
νότια του Δούναβη, δηλαδή περιοχές της σημερινής Κροατίας, Σερβίας,
Κοσσυφοπεδίου, Δαρδανίας (Β. Μακεδονίας), κ.α. Μικρότερες ομάδες Σλάβων
κατέβηκαν νοτιότερα στον ελλαδικό χώρο και δημιούργησαν τις προαναφερθείσες ≪Σκλαβηνίες≫ σε αραιοκατοικημένες
περιοχές της υπαίθρου2, οι οποίες θεωρούνταν αυτόνομοι σλαβικοί
θύλακες μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα.
Τέτοιες
ομάδες εποίκων ήταν οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί του Ταϋγέτου
καθώς και διάφορες άλλες ανώνυμες ομάδες σε Ηλεία, Κορινθία και Μεσσηνία. Στη
Θεσσαλία γνωστή ομάδα ήταν οι Βελεγιζήτες3 που κατοικούσαν στις βόρειες
περιοχές της επαρχίας Αλμυρού και στην περιοχή των Φερών. Σ’ αυτούς οφείλεται
και η ονομασία της σημερινής κωμόπολης Βελεστίνο καθώς και η ονομασία Βελεχατούια
(10ος αι.). Ο γνωστότερος ηγέτης των Θεσσαλών Σλάβων ήταν ο Ακάμηρος
(Akamir)4. Φαίνεται όμως, βάσει των τοπωνυμίων, ότι Σλάβοι κατοίκησαν
επίσης στα ανατολικά της Λάρισας (Όσσα), σε ημιορεινές περιοχές των Τρικάλων
καθώς και στον Ανατολικό Όλυμπο (Πιερίας).
Έτσι
πλήθος τοπωνυμίων έχουν περάσει στη γλώσσα μας από εκείνη τη μακρινή εποχή και
τη σλαβική (σπανιότερα και από τη βουλγαρική, τον 10ο αιώνα) γλώσσα: Κίσαβος
(kiša = βροχή, Κίσαβος = βροχερός, Όσσα), Βερλίκι (Δερματάς), Βελίκα
(velik= μεγάλος), Βοϊβόνδα <σλαβ. voivoda =στρατηγός (Βασιλική
Τρικάλων), Κάπιστα (kapija = πύλη, είσοδος, Σωτηρίτσα), Κούκουρα
= καλαμπόκι ή kukuruzina= καλαμιά, ή Κουκουράβα
(Αμυγδαλή), Σελίτσανη (Ανατολή), Νιβόλιανη, ίσως: nivelisanje=ισοπέδωση
ή nivo=επίπεδη (Μεγαλόβρυσο), Ρέτσιανη (Μεταξοχώρι), Πλαβίτσα (plavan=
πλημμυρισμένος, Πλασιά), Βελεστίνο, (από το Βελεχατούια), Βόργιανη (Αχλαδοχώρι),
Βελέσνικο (Αετοράχη), Βούμπιανη (περιοχή Ελασσόνας), Γαρδίκι (=
σλαβ. κάστρο ή χωριό, περιοχή Τρικάλων), Γορίτσα (Αγ. Ανάργυροι Φαναρίου
και τοπωνύμιο του Βόλου), Γρεβενοσέλι (Νεράιδα Τρικάλων), Γρούβιανη (κοντά
στην Ποταμιά Αγιάς), Γροχοβό (κοντά στο Φανάρι), Ντρίσκολη (Κρήνη
Φαρσάλων), Δρόγγος (το βουνό της Μακρυνίτσας), Ζαβλάντια <zavladičiti=
χειροτονώ, (Παλιόπυργος Τρικάλων), Αβαρνίτσα (πάνω από την Παλαιά
Σκοτίνα Πιερίας), Ζαγορά (zagorje= περιοχή πέρα από τα βουνά, ίδιο
τοπωνύμιο και στην Κροατία), Ζάρκος < žarko = φλογερά,
καυτερά), Κάπουρνα (Γλαφυρές Βόλου), Κλινοβίστα (Κλεινός
Τρικάλων), Κόζιακας, Κόρμποβο (Λαγκαδιά Τρικάλων), Κούρσεβο5 (Ελληνόκαστρο
Τρικάλων), Γράλιστα (Ελληνόπυργος), Χρεπού (Πέτρα Βοιβηίδας), Σμόκοβο6,
Λιμπόχοβο (Παναγιά Καλαμπάκας), Λαψίστα ή Ραψίστα (Γόμφοι),
Λεβάχοι (κοντά στα Φάρσαλα), Λέσσιανη (Φιλύρα Τρικάλων), Μίντζιανη
(Αγναντερό Καρδίτσας), Οροχοβιάνα (περιοχή Καλαμπάκας), Πουλιάνα
(α)πουλιάνα= (βουλγ.) χέρσος τόπος), Πρεβέντα (Preventivan=
προφυλαγμένος, Διάβα Καλαμπάκας), Ραδοβίσδι (σύνορα Άρτας- Τρικάλων), Ραδοσίβια
(Γαλανόβρυση και Στεφανόβουνο Ελασσόνας), Ράσουσα ή Ράσοβα (Ι.
Μονή κοντά στη Ζαγορά), Ριζάβα (Ριζοβούνι Καρδίτσας), Σ(θ)λάταινα
(Ρίζωμα Καλαμπάκας), Σλοντοβό (περιοχή δυτικά των Τρικάλων), Σμόλια (smola=
ρητίνη (πεύκου, Αγριελιά Καλαμπάκας), Στάριτσα (starica= γερόντισσα,
Τσαριτσάνη), Τέρναβος (ή Μελούνα, όρος δίπλα στον Τύρναβο), Τζηρίτζοβο
ή Τζερνίτσοβο (κοντά στο Μεγαλοχώρι Τρικάλων), Τραμπουχούνιστα και
αργότερα Μπουχούνιστα, (το πρώτο συνθετικό του τοπωνυμίου ίσως από:
trabunjianje= φλυαρία, Μεγαλοχώρι Τρικάλων), κ.α. Αν σκεφτούμε ότι στην
Πελοπόννησο και στη Δυτική Μακεδονία υπάρχουν πολύ περισσότερα τοπωνύμια
σλαβικής προέλευσης, τι μπορούμε να συμπεράνουμε; Ότι δικαιώνεται ο Φαλλμεράιερ,
που ισχυρίστηκε ότι ≪στο αίμα των σύγχρονων Ελλήνων δεν κυλάει ούτε σταγόνα
αρχαίου ελληνικού αίματος≫; Μα και βέβαια όχι. Γιατί αν η καταγωγή
των κατοίκων μιας περιοχής φαίνεται από τα τοπωνύμια, τότε, για παράδειγμα, οι
κάτοικοι της σημερινής Τουρκίας είναι … Έλληνες (ISMIR< εις την Σμύρνην,
ISTANBUL< εις την Πόλην, ISNIK< εις Νίκαιαν, SAMSUN< Σαμψούντα, SINOP
<Σινώπη, ERDINE <Αδριανούπολη, KALIPOL <Καλλίπολη, ANKARA< Άγκυρα,
κ.α.)! Ή από την άλλη ότι οι κάτοικοι της σημερινής πεδινής Θεσσαλίας είναι ..
Τούρκοι (Μπαϊσλάρι, Καζακλάρι, Νεμπεγλέρι, Ταουσάνι, Καραντάου, κ.α.)! Εύκολα
λοιπόν μπορούμε να καταλάβουμε το αβάσιμο των ισχυρισμών του Φαλλμεράιερ. Όμως,
θα ρωτούσε ένας καλόπιστος φίλος της Ιστορίας: τι απέγιναν αυτοί οι Σλάβοι των
≪Σκλαβηνιών≫; Η απάντηση είναι πως, αν εξαιρέσουμε τους Εζερίτες του Βορείου
Ταϋγέτου, που η ύπαρξη τους σημειώνεται στις ιστορικές πηγές ως τα τέλη του
11ου αιώνα, οι υπόλοιποι, μέσα σε διάστημα δύο ή το πολύ τριών αιώνων, συγχωνεύτηκαν
πλήρως με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και εξελληνίστηκαν. Αν, σύμφωνα
με τους οπαδούς της θεωρίας του Φαλλμεράιερ, δεν υπήρχαν τον 6ο, 7ο και 8ο
αιώνα καθόλου Έλλήνες στην Πελοπόννησο και αλλού, τότε πώς πραγματοποιήθηκε ο
εξελληνισμός τους; Ας δούμε τώρα τους βασικούς ρυθμιστές αυτής της
φυλετικής μεταλλαγής.
Πρώτος
παράγοντας ήταν η ελληνική γλώσσα που βρήκε
εύφορο έδαφος διάδοσης μιας και η Σλάβοι δεν είχαν τότε γραπτή γλώσσα.
Δεύτερος, όχι ιεραρχικά, ρυθμιστής ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία,
που έφερε σύντομα το μήνυμα του Ευαγγελίου στους βάρβαρους παγανιστές, μέχρι
τότε, αγρότες και νομάδες κτηνοτρόφους του Βορρά, είτε αυτοί βρίσκονταν στο
εσωτερικό της αυτοκρατορίας (Σκλαβηνίες), είτε εκτός συνόρων (Κύριλλος-Μεθόδιος
στη Μοραβία, και αλλού).
Και
ενώ αυτό αποδεικνύεται ιστορικά, είναι να απορεί κανείς με τους σύγχρονους ≪ιστορικούς≫
της προπαγάνδας και τους ≪συγγραφείς≫ της νέας τάξης που προσπαθούν με κάθε
τρόπο να διαστρέψουν το ρόλο της Ορθοδοξίας ή να εξοβελίσουν κάθε συμμετοχή
αυτής στη διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, με σκοπό, προφανώς, να προλειάνουν το έδαφος για μια παγκόσμια
κοινωνία- συνοθύλευμα εθνών, χωρίς διακριτά πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
1. Ιωάννης Εφέσου, Εκκλησιαστική Ιστορία,
β΄6,25 , Μένανδρος σ. 331-334, εκδ. Βόννης.
2 Άλλωστε από κανέναν ιστορικό της εποχής δεν
αναφέρεται κάποια κατάληψη πόλης ή κάστρου στη Θεσσαλία ή την υπόλοιπη Ελλάδα.
3 Ο βυζαντινός στρατός ανέλαβε δράση εναντίον
τους το θέρος του 599.
4 Kων. A. Οικονόμου, Η Λάρισα και η
θεσσαλική Ιστορία, Γ΄ τόμος, Λάρισα, 2008.
5
Συνηθισμένες καταλήξεις της Σλαβικής Γλώσσας είναι: -έβο, -άβο, -ιανη,
-βίστα, -ιανα, κ.α.
6
Το Σμόκοβο, σύμφωνα με την Α. Αβραμέα σημαίνει στα σλαβικά ≪Δρακότοπος»,
όμως στη Σλαβική smokovina είναι συκεώνας, τόπος με συκιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου