Στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, πραγματοποιήθηκε η καθιερωμένη, κατά την ημέρα μνήμης του εν Αγίοις Πατρός ημών Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Μεγάλου, σύσκεψη των μελών της Ιεράς Συνόδου με τους Καθηγητές και τους λοιπούς διδάσκοντες στις Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης.
Θέμα της εφετινής συσκέψεως ήταν: «Ο ιερός Φώτιος και το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης». Εισηγητής ήταν ο καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοφιλέστατος επίσκοπος Αβύδου κ. Κύριλλος (Κατερέλος). Ο Εισηγητής λαμβάνοντας αφορμή από τις συναντήσεις των μικτών θεολογικών επιτροπών διαλόγου σημειώνει: «Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι σε ένα από τα κείμενα που εκδόθηκαν από τη μικτή θεολογική επιτροπή διαλόγου Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και Ορθοδόξων Εκκλησιών, κατά τη Δ’ γενική συνέλευση της επιτροπής αυτής στο Bari της Ιταλίας (1987), στην καταληκτική του παράγραφο, αφού προηγουμένως τονίζεται ότι η μυστηριακή κοινωνία δεν είναι δυνατή άνευ κοινωνίας εν τη πίστει, γίνεται αναφορά σε μια από τις αποφάσεις της συνόδου που συνήλθε κατά τα έτη 879-880 στην Κωνσταντινούπολη. Η σύνοδος αυτή, μετά από μια πολυτάραχη και οδυνηρή για την Ανατολή εκκλησιαστική περίοδο, αναγνώρισε τον Ι. Φώτιο ως Οικουμενικό Πατριάρχη, απηγόρευσε οποιαδήποτε προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως και μεταξύ των άλλων όρισε ότι έκαστος θρόνος μπορεί να διατηρεί τα αρχαία έθη και τις παραδόσεις του.
Είναι βεβαίως εντυπωσιακό και ενδιαφέρον ότι γίνεται η αναγωγή σε μια σύνοδο που συνιστά την τελευταία συναγωγή Ανατολής και Δύσης πριν από την οριστική τους ρήξη το 1054. Κυρίως εντυπωσιακό και ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η σύνοδος που προβάλλεται σήμερα ως πρότυπο συμφωνίας με τη Δύση είναι εκείνη που ακύρωσε τη σύνοδο που είχε αναγνωρίσει ως Πατριάρχη τον Ιγνάτιο, ακριβώς δέκα χρόνια προηγουμένως, το 869-870. H προ δεκαετίας αυτή σύνοδος είναι εκείνη που έθεσε στα μέλη της ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους σ’αυτή την αναγνώριση του παπικού πρωτείου, είναι εκείνη που θεωρείται ως η Η’ Οικουμενική Σύνοδος της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είναι αυτή που μαζί με τη Β’ Σύνοδο στη Λυών (1274) και τη σύνοδο Φερράρας- Φλωρεντίας μνημονεύονται στο τέταρτο κεφάλαιο του Συντάγματος Pastor aeternus της Α’ Βατικανής Συνόδου το 1870, όπου καταγράφεται η ρωμαιοκαθολική διδασκαλία για το αλάθητο του Πάπα».
Σε άλλο σημείο υπογράμμισε :« Ο πατριάρχης Φώτιος και ο πάπας Νικόλαος, ακόμα και μέσα στην περίοδο της κοινής παραδόσεως της α’ χιλιετίας εμφανίζονται να εκπροσωπούν διαφορετικές μεταξύ τους Εκκλησιολογίες.
Κατηγορήθηκε από τον πάπα Νικόλαο ότι ανήλθε αντικανονικά στον πατριαρχικό θρόνο με την «αθρόον» χειροτονία του στους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης. Στην απολογητική του επιστολή στο Νικόλαο τον Αύγουστο – Σεπτέμβρη του 861 θα μνηστεί της λαμπρής του σταδιοδρομίας στην αυτοκρατορική αυλή και της υπηρεσίας του ως καθηγητού στο πανδιδακτήριο της Μαγναύρας, θέσεις που του είχαν προσδώσει κύρος και αναγνώριση, ώστε να μην χρειάζεται την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο για να τα αποκτήσει. Καταδεικνύει διάθεση ειρήνης και καταλλαγής για τη διατήρηση της ενότητας, ενώ θα ακολουθήσει η σύγκλιση της Πρωτοδευτέρας συνόδου για να επουλωθούν τελείως οι πληγές της εικονομαχίας».
«Αποτελούσε και αποτελεί βασική αντίληψη της Ανατολής, ήδη από τον Αγ. Ιγνάτιο, ότι η Εκκλησία στην ευχαριστιακή σύναξη της τοπικής Εκκλησίας αποκαλύπτεται ως καθολική, ως το πλήρες σώμα του Χριστού. Κάθε τοπική Εκκλησία αποβαίνει στην ιστορία συγκεκριμένη μορφή της καθόλου Εκκλησίας, αυτή είναι η Καθολική Εκκλησία. Κάθε τοπική Εκκλησία σύμφωνα με την Μαρτυρίου Πολυκάρπου επιγραφή αποτελεί «παροικίαν» της καθολικής Εκκλησίας. Ως παρουσία η τοπική Εκκλησία δεν συνιστά τμήμα της Καθολικής, αλλά τον τόπον, εις το οποίον «σύνολος η Καθολική Εκκλησία ενδημοί», όπως επισημαίνει ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας. Είναι απόλυτα σύμφωνο με την αρχαία παράδοση ότι κάθε τοπική Εκκλησία ευρισκόμενη σε κοινωνία με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες αποτελεί φανέρωση της μιάς και αδιαίρετης Εκκλησίας του Θεού, όπως επισημαίνει τελευταία και το κείμενο της Ραβέννας (2007) και προηγούμενα το κείμενο του Μονάχου (1982). Υπό την έννοια αυτή η καθολικότητα κάθε τοπικής Εκκλησίας νοείται ως διαχρονική κοινωνία με τη μία Εκκλησία σε κάθε τόπο. Λογική συνέπεια αυτών των εκκλησιολογικών θεωρήσεων είναι η αναγνώριση της αυτάρκειας και της αυτονομίας της τοπικής Εκκλησίας και παρεπόμενα η ποικίλια των εκφραστικών μορφών της μιάς και ενιαίας πίστης των κατά τόπους Εκκλησιών που συνδέονται με το σύνδεσμο και την κοινωνία της αγάπης.
Απέναντι σ’ αυτές τις εκκλησιολογικές θεωρήσεις ίστανται στη Δύση πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις κατά τον 9ο αιώνα, που δεν αφήνουν αδιάφορη τη θεολογική σκέψη και την εκκλησιαστική ζωή, που ήδη είχε αρχίσει να πορεύεται το δικό της δρόμο».
Τέλος ο Θεοφιλέστατος ομιλητής, συμπλήρωσε: «Η ρωμαλέα και γεραρά στάση του ι. Φωτίου απέναντι στους πάπες Νικόλαο, Ανδριανό και Ιωάννη καταδεικνύει ότι η ποικιλομορφία γίνεται δεκτή σε δευτερευούσης σημασίας θέματα, ποτέ όμως σε θέματα που εγγίζουν και αφορούν τη δογματική διδασκαλία του Filioque, ενώ η όλη πολιτεία του Ι. Φωτίου καταδεικνύει επίσης ότι ο 34 Αποστολικός κανών ίσχυσε κατά την α΄ χιλιετία όχι μόνο στο επαρχιακό επίπεδο αλλά και στο παγκόσμιο. Το πρωτείο σε οποιοδήποτε επίπεδο δε νοείται και δεν ασκείται έξω από τη συνοδικότητα. Η θέση του επισκόπου Ρώμης δεν μπορεί να νοηθεί έξω ή υπεράνω της Πενταρχίας των Πατριαρχών, έξω και υπεράνω της Οικουμενικής Συνόδου.
Η έρευνα των ιστορικών πηγών της εποχής του ι. Φωτίου μαρτυρεί αναμφίβολα ότι ο δρόμος ώστε να φθάσουμε ομολογούντες «ένα Κύριον, μίαν πίστιν, εν βάπτισμα» είναι ακόμα μακρύς, είναι όμως ένας δρόμος ανοικτός σε όσους με νηφαλιότητα και βαθύ αίσθημα ευθύνης διεξάγουν και στηρίζουν το διεξαγόμενο διάλογο αληθείας και αγάπης, « ίνα πάντες εν ώσι, .... ίνα ο κόσμος πιστεύσῃ (Ιω. 17,21). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το δρόμο ακολουθούν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, υπό τη συντονιστική κατεύθυνση της Πρωτοθρόνου Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου».
Παρεμβάσεις έκαναν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος. Επίσης και οι Ελλογιμώτατοι κ.κ. Νικόλαος Μητσόπουλος, Γαλίτης Γεώργιος, Οικονόμου Ηλίας, Βούλγαρης Χρήστος και Βλάσιος Φειδάς.
Εκ του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου.
Εικονογραφικό Συναξάρι
-
*Ο Γιάννης Μενεσίδης είναι συνάδελφος πνευμονολόγος, συνταξιούχος πλέον,
τέως διευθυντής ΕΣΥ στο Νοσοκομείο της Ξάνθης. Από το 1975 άρχισε να
ζωγραφίζει ...
Πριν από 3 ώρες
4 σχόλια:
Ο Αβύδου Κύριλλος Κατερέλος έφτυσε τον Νικόλαο Σωτηρόπουλο που πήγε στην Γερμανία να κηρύξει Ορθοδοξία και να πολεμήσει τον Οικουμενισμό!
Αυτό είναι το ήθος του!
Ντροπή του! ΑΙΣΧΟΣ ΤΟΥ!
ΝΑ ΚΑΘΑΙΡΕΘΕΙ ΑΜΕΣΑ ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΜΕ ΦΙΛΟΤΙΜΟ (ΕΠΕΙΔΗ ΑΝΗΚΕΙ Η ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΒΥΔΟΥ ΣΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ)
Λ.
Μπορεί να μου εξηγήσει κάποιος τι κακό είπε ο Κύριλλος;
εξηγηστε αυτο που λετε.τι συναιβει? γιατι τον εφτυσε?δεν μπορειτε να λετε κατι χωρις να το στηριζεται.
Δημοσίευση σχολίου