Κωνσταντίνος Κυριακού
Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΟΥ ΔΑΝΤΗ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΧΟΤΖΑ
Στην άγρια φύση της Βόρειας Αλβανίας, ανάμεσα σε γυμνά βουνά με απότομους γκρεμούς βρίσκεται μιά γούρνα· πού ο Ήλιος το χειμώνα την βλέπει όχι περισσότερο από 2 ώρες την ημέρα. Αυτόν τον «παράδεισο» οι κομμουνιστές τον χρησιμοποίησαν για δεκάδες χρόνια για κατοικία μας. Ο «παράδεισος» στον επισκέπτη παρουσιαζόταν με μιά μεγάλη πινακίδα πού ήταν εγκατεστημένη πάνω από την σιδερένια πόρτα της εισόδου και έγραφε: «KAMPIIRIEDUKIMIT SPAC» (Στρατόπεδο Επιμορφώσεως Σπάτς).
Στο Σπάτς και η φύση πενθούσε, τα πάντα πάντοτε ήταν γκρίζα και μαύρα. Όλα τα γύρω βουνά κρύβουν στα βάθη τους μαύρους βράχους δημιουργημένους από χαλκό και πυρίτιδα. Στην καρδιά αυτών των βουνών έφταναν οι γαλαρίες (οι τρύπες των ποντικιών όπως τις ονόμαζαν οι αστυνομικοί).
Μ’ ένα καπέλο στο κεφάλι και μ’ ένα καντήλι στο χέρι, ολόκληρες στρατιές αθώων πλασμάτων, σαν σιωπηλά φαντάσματα, διέσχιζαν κάθε μέρα το σκοτάδι και σαν πραγματικοί σκλάβοι δούλευαν μισόγυμνοι για δεκάδες χρόνια.
Στα μέτωπα οι συνθήκες εργασίας ήταν πρωτόγονες και η κούραση σε εξαντλούσε σε βαθμό πού δεν είχες κουράγιο και δύναμη ούτε να μισούσες και ούτε να σκεφτόσουν. Ο φίλος μας Γιώργος Χατζιόλος έλεγε: «Αν δεν κουραστούμε θα τρελαθούμε». Τα βουνά γύρω από το Σπάτς κρύβουν ποτάμια με δάκρυα, με ιδρώτα και αίμα, κρύβουν ατέλειωτους αναστεναγμούς, κρύβουν ακόμα και τα κορμιά πολλών αθώων ανθρώπων πού πετάγονταν σ’ αυτήν την κόλαση από τη δικτατορία τού προλεταριάτου με την κατηγορία: «Εχθροί τού λαού».
Αυτό το μέρος, το καταραμένο Σπάτς είναι τόπος μοναδικός. Εμάς, το φάντασμα τού Σπάτς, όσο και να το αποφεύγουμε, δεν θα μάς αποχωριστεί ποτέ, γιατί έχουμε αφήσει εκεί κομμάτι από το κομμάτι μας. Αυτός πού είχε την «τύχη» και πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του σ’ αυτά τα άγρια βουνά, θα είναι πάντα βουρκωμένος και συννεφιασμένος.
Αν γυρίσουμε πιο πίσω και ψάξουμε καλύτερα τις ρίζες αυτής της περιοχής, πού λέγεται Μιρντήτα, η οποία κατοικείται από καθολικούς Αλβανούς, η εικόνα μας θα μαυρίσει περισσότερο. Η περιοχή γύρω από το στρατόπεδο ήταν πολύ «πυκνοκατοικημένη», έβλεπες 4-5 σπίτια σε απόσταση εκατοντάδων μέτρων μακρυά το ένα από το άλλο.
Πάνω από 1300-1400 άνθρωποι ζούσαμε σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Ζούσαμε σε «παλάτια» σκεπασμένα με σολέτα πού είχαν γύρω στα 22 δωμάτια. Στα 35 τετραγωνικά μέτρα τού κάθε δωματίου κοιμόμασταν κολλητά σαν σαρδέλες όχι λιγότερα από 52 άτομα. Υπήρχαν και άλλα μικρότερα «παλάτια» με σαμαρωτή σκεπή, στα οποία συγκεντρωνόμασταν και ακούγαμε 1, 2 και 3 ώρες την ημέρα διαφώτιση από τη Διοίκηση του Στρατοπέδου.
Μας διάβαζαν κάθε μέρα τα έργα των Μάρξ, Έγκελς, Λένιν, Στάλιν και Χότζα, λες και θα γινόμασταν οι καλύτεροι μαρξιστές. Σιγά-σιγά συνηθίσαμε με την κατάσταση και δεν μας φαινόταν εξωπραγματική. Όλα ήταν κανονικά, οι καθημερινές συλλήψεις, οι συχνοί θάνατοι από ξυλοδαρμούς, οι εκτελέσεις στα συρματοπλέγματα– συνηθίσαμε και μ’ αυτούς πού λιποθυμούσαν από την πείνα και μ’ αυτούς πού μετά από πολύμηνη απομόνωση, έτρωγαν λαίμαργα πολλά μακαρόνια και έπειτα τούς έσπαγε το στομάχι. Τα ενθυμήματα από την κράτησή μας στο Σπάτς, συνδέονται πάντα με τρανταχτά γεγονότα.
Οι κομμουνιστές μάς είχαν περικυκλώσει με τρεις σειρές αγκαθωτό σύρμα πού έφτανε 5 και 6 μέτρα ύψος. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Κάθε φορά πού κοιτάζαμε τον ορίζοντα αντικρύζαμε ένα φριχτό θέαμα. Είμασταν κυκλωμένοι και με φυσική περίφραξη από ψηλά χάλκινα βουνά, ξεγυμνωμένα από κάθε ομορφιά για να ταιριάζουν στην κόλαση τού περιβάλλοντος. Ακόμα και ο αέρας πού αναπνέαμε ήταν υγρός και μούχλιος, όλα εκεί ήταν τιποτένια και σάπια. Αυτός ήταν ο Γολγοθάς για χιλιάδες σκλάβους.
Απέναντι από τα υπνοδωμάτιά μας ήταν τα 12 αποχωρητήρια και τα 12 μπάνια (λουτρά) πού χρησιμοποιούνταν από τούς κρατουμένους, αφού πρώτα θα τούς έδιναν την άδεια οι αστυνομικοί. Επάνω από τις τουαλέτες ήταν η ταράτσα στην οποία συγκεντρωνόμασταν τρεις φορές την ημέρα για την καταμέτρηση (απέλι), από τον αξιωματικό της υπηρεσίας.
Εκεί πάνω στα αποχωρητήρια, ακόμα σήμερα βλέπουμε τούς εαυτούς μας, τούς 1400 αθώους, ακίνητους στη βροχή και στο κρύο, στο χιόνι τού χειμώνα και στην ασφυκτική κόλαση του Αυγουστιάτικου μεσημεριού να περιμένουμε ατέλειωτο χρόνο τον αξιωματικό για να μας μετρήσει ανά δύο σαν τα πρόβατα στο μαντρί.
Το Σπάτς ήταν το χειρότερο, αγριώτερο και τρομερώτερο στρατόπεδο από όλα τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως της Αλβανίας, αλλά ίσως και όλου του κόσμου. Σ’ αυτό το στρατόπεδο έχουν γίνει και δύο γενικές διαμαρτυρίες. Η πρώτη τον Μάη τού 1973 η οποία καταπαύθηκε βάναυσα από ειδικούς κομάντος πού ήρθαν από τα Τίρανα. Οι εξαντλημένοι εξεγερμένοι ζήτησαν από τον Υπουργό Εσωτερικών Καντρή Αζμπίου να έστελνε έναν αξιωματούχο για συνομιλίες. Τα αιτήματα τους, ήταν πολιτικά και οικονομικά.
Ο αντιπρόσωπος τού Υπουργού, ο μετέπειτα Υπουργός Φητσιώρ Σέχου φώναζε στα μεγάφωνα για τερματισμό δίχως όρους της διαμαρτυρίας, γιατί αλλιώς οι ειδικές δυνάμεις θα άνοιγαν πυρ.
Αφού τούς έκοψαν το πόσιμο νερό, οι κρατούμενοι μετά από τρεις μέρες «παραδόθηκαν» στους κομάντος, οι οποίοι τούς «ημέρεψαν», ξυλοκοπώντας τους όλους και έπειτα τούς έδεσαν. Διάλεξαν από αυτούς πάνω από εκατό και τούς πήραν μαζί τους στα Τίρανα για να υποστούν φρικτά βασανιστήρια. Εκτέλεσαν τέσσερα άτομα και δίκασαν τούς άλλους με ποινές όχι λιγότερο από είκοσι πέντε χρόνια.
Αλλά την στιγμή πού ολοκλήρωνες και την τελευταία ώρα της ποινής κάτι το σπάνιο συνέβαινε, δοκίμαζες τρεις διαφορετικές γεύσεις: Της αποφυλάκισης, της ελευθερίας και της ξανασυλλήψεως. Αφού έχεις απομακρυνθεί περπατώντας κάπου μία ή δύο ώρες από το Στρατόπεδο, σού ξαναέριχναν τις γερμανικές χειροπέδες. Η κατηγορία ήταν ξανά διαφώτιση και προπαγάνδα. Έτσι ήταν πολύ δύσκολο να αποχωριζόσουν τον παράδεισο!
Ακόμα και αν πέθαινε κάποιος στη φυλακή θα θαβόταν κάπου στα κρυφά εκεί στην ερημιά. Η οικογένεια είχε δικαίωμα να πάρει τα οστά του μετά από δέκα ή είκοσι χρόνια, δηλαδή όταν θα συμπλήρωνε και πεθαμένος την ποινή.
Το 1979 το κόμμα με τούς χαφιέδες του «ανακάλυψαν» μιά οργάνωση πού θα έρριχνε την λαϊκή εξουσία της Αλβανίας με τη βοήθεια τού κόκκινου στρατού. Ωραίο παραμύθι και αυτό. Θέλοντας να ξανατρομοκρατήσουν το Στρατόπεδο δολοφόνησαν άλλους τρεις συγκρατούμενούς μας και δίκασαν δεκάδες άλλους. Εκτέλεσαν τον Βαγγέλη Λέζιο (Αργυρόκαστρο), τον Φαντήλ Κοκομάνη (Τίρανα) και τον Τζελιάλ Κοπρέτσκα (Κορυτσά).
Το Σπάτς ήταν ο καθρέφτης τού νομικού πλαισίου της Αλβανίας αλλά και τού πολιτισμού αυτής της χώρας. Εκεί ο άνθρωπος έχανε την αίσθηση τού συνηθισμένου και του ασυνήθιστου. Όποιος είχε την κακιά τύχη να περάσει από αυτό το μονοπάτι θα ζη πάντα με λαχτάρα. Τα όνειρα, που μας τρόμαζαν τις ψυχρές νύχτες, ήταν οι παντοτινοί μας εφιάλτες. Κάθε βράδυ βλέπαμε σαν να σπρώχναμε βαγόνια στις λάσπες και στις σκουριασμένες ράγες της γαλαρίας, να μας σκοτώνουν στα συρματοπλέγματα, να μάς κυνηγάνε οι αστυνομικοί με εκπαιδευμένα σκυλιά και άλλα τέτοια. Εμάς και σήμερα τα πάντα μάς μυρίζουν φυλακή, ακόμα και το ίδιο μας το σπίτι.
Οι εντυπώσεις από την κακιά εμπειρία του Σπάτς ήταν τέτοιες πού δίχως να το θέλουμε μάς θυμίζουν τα νεκροταφεία με τούς πεθαμένους και την αναλογία αυτών με τούς ζωντανούς. Οι ζωντανοί αποφεύγουν να θυμούνται τούς πεθαμένους και ακόμα περισσότερο να επικοινωνούν με αυτούς. Ενώ εμείς είμασταν κάτι ανάμεσα στους ζωντανούς και στους πεθαμένους, γι’ αυτό αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε το συχνό φαινόμενο τού αποχωρισμού των ζωντανών από τούς πεθαμένους, και μέσα από αυτό την τελική νίκη της ζωής. Καταλάβαμε καλύτερα την σημασία της ζωής και αρχίσαμε να ενδιαφερόμαστε περισσότερο για την αναγέννησή μας.
Σήμερα είμαστε βέβαιοι ότι όσο θα ζούμε θα προσπαθούμε να βρούμε και τη σειρά των πραγμάτων και τη δύναμη για να επιζήσουμε· να αναστηθούμε και να νικήσουμε.
Πηγή: Οι ξεχασμένοι ήρωες – Η τραγωδία του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, Κων. Κυριακού, εκδ. Νέα Θέσις.
Ο Κωνσταντίνος Κυριακού, Έλληνας της Βορείας Ηπείρου, φυλακίστηκε σε ηλικία 18 χρονών για 9 χρόνια από το 74 ως το 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου