Δεῦτε
ὑποδεχθῶμεν τὸν Πάπαν ἐν “ἑτέρᾳ” μορφῇ
Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, Θεολόγος
Ἤδη ὅσο ζοῦσε ὑπῆρξε πληθώρα ἐκδηλώσεων λατρείας πρὸς τὸν πάπα Πιὸ Θ΄ (1846-1878), τὸν Πάπα ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος στὴν Πρώτη Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ (1870) διακήρυξε τὸ δόγμα γιὰ τὸ παπικὸ ἀλάθητο. Ὁ ἴδιος ὁ Πάπας θεωρήθηκε ὡς πηγὴ θαυμάτων, δόθηκαν κομμάτια τοῦ ρουχισμοῦ του, ὅπως καὶ τρίχες τῆς κεφαλῆς του γιὰ σκοποὺς θεραπείας. Καὶ μόνο μὲ τὴν εὐλογία του, λέγεται, ὅτι ἐπιτέλεσε θαύματα.
Τὸ
γνωστὸ περιοδικὸ τοῦ Βατικανοῦ “La Civiltá Cattolica” ὑποστήριξε: «Ὅταν
διαλογίζεται ὁ Πάπας, ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σκέπτεται στὸ πρόσωπό του». Ἕνας
ἐπίσκοπος τὸν ἀποκάλεσε «σαρκωθέντα Λόγο (τοῦ Θεοῦ), ὁ ὁποῖος ζεῖ ἀκόμα στὸν
κόσμο». Ὁ Πάπας ταυτιζόταν τρόπον τινὰ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοῦ ἀποδίδονταν
προσωνύμια τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ ἀναφέρονται στὸν Χριστό, ὅπως «Λυτρωτής».
Ὁ παπικὸς ἅγιος Don Bosco (1815-1888) στὸ ἴδιο περιοδικὸ τὸν παρουσίασε ὡς «Θεὸ
ἐπὶ γῆς» καὶ τόνισε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς «τοποθέτησε τὸν Πάπα στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὸν
Θεό».
Μήπως δὲν εἶχε δίκαιο; Ὁ λόγος ἐδῶ γιὰ τὸν Ἰησοῦ
ἀφορᾶ φυσικὰ τὸν Ἰησοῦ τῆς Δύσης, ὁ ὁποῖος τοποθετεῖ τὸ θεῖο πρόσωπο τοῦ Πάπα ἐπικεφαλῆς
ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. 2000 χρόνια παπικῆς ἱστορίας πείθουν ἀπόλυτα γι’ αὐτὲς
τὶς παπικὲς ἐπιδιώξεις. Ἔχοντας τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας, ὁ Πάπας κατέχει τὴν
potestas suprema, τὴν ὕψιστη ἐξουσία, δηλ. τόσο στὸν ἐκκλησιαστικὸ ὅσο καὶ στὸν
κοσμικὸ χῶρο δὲν πρόκειται νὰ βρεθεῖ κάτι ἀνώτερο · κατέχει τὴν plenitudo
potestatis, δηλ. πληρότητα ἐξουσίας σὲ ὅλες τὶς ὑποθέσεις, ἐκκλησιαστικὲς ὅπως
καὶ κοσμικὲς ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς διαστάσεις της – ἐκτελεστική, νομοθετική,
δικαστικὴ (μέχρι σήμερα τὸ Σύνταγμα τοῦ Βατικανοῦ ἑνώνει καὶ τὶς τρεῖς ἐξουσίες,
τὴ νομοθετική, ἐκτελεστικὴ καὶ δικαστικὴ στὰ χέρια τοῦ ἀπόλυτου μονάρχη τοῦ
Κράτους, τοῦ Πάπα) –, δεσμεύεται μόνο ἀπὸ τὸ θεῖο δίκαιο (ius divinum)· ὡς ἀνώτατος
δικαστὴς τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπόκειται σὲ δίκη (prima sedes a nemine
iudicatur)· κατέχει τὴν potestas immediata, τὴν ἄμεση ἐξουσία, δηλ. μπορεῖ χωρὶς
μεσολάβηση κανενὸς ὀργάνου νὰ ἀναλάβει τὴν κάθε ὑπόθεση καὶ ὁ καθένας μπορεῖ ἄμεσα
νὰ καταφύγει στὸν Πάπα· κατέχει καὶ τὴν potestas universalis, δηλ. ἡ ἐξουσία
του ἐκτείνεται σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἔχοντας λοιπὸν ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ
τὴν «πᾶσαν ἐξουσίαν» τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, ἀπόλυτα λογικὸ ἦταν, κάποια στιγμὴ
νὰ ἀποκτήσει καὶ ἐπίσημα τὸ ἀλάθητο τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε ἡ διαχρονικὴ παρουσία
τοῦ παπικοῦ θεσμοῦ μέσα στὴν ἱστορία μὲ τὶς σταυροφορίες, τὴν ἱερὰ ἐξέταση κ.ἄ.
διεκδικοῦσε στὴν πράξη τὴν ἀξίωση τοῦ ἀλάθητου τοῦ Χριστοῦ.
Μὲ τὴ διακήρυξη τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλάθητου ὁ
πάπας Πίος Θ΄ ὁδήγησε τὸν παπικὸ θεσμὸ στὴν κορύφωση τῆς δόξας. Ὡς πρὸς τὴν ἄσκηση
τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας βρέθηκε μὲν μπροστὰ σὲ ἕνα ἀπόλυτο κενό, ἐπειδὴ εἶχε
διαλυθεῖ τὸ Παπικὸ Κράτος (ἀποκαταστάθηκε λίγες δεκαετίες ἀργότερα, τὸ 1929 μὲ
τὴ σημερινὴ μορφὴ τοῦ Βατικανοῦ), πνευματικὰ ὅμως στὸ πρόσωπό του περιβλήθηκε ὁ
Πάπας τῆς Ρώμης μὲ θεῖες ἰδιότητες. Μάλιστα ἡ δόξα αὐτή, ἀφοῦ θεμελιώθηκε
δογματικῶς, θὰ παρεῖχε αἰώνια αἴγλη στὸν παπικὸ θρόνο. Ὁ δρόμος πρὸς τὸν
θρίαμβο αὐτὸ σημαδεύτηκε ἀπὸ ἔντονες ἐκδηλώσεις αὐταρχισμοῦ καὶ δεσποτισμοῦ, ἀπὸ
συχνὰ ὑποτιμητικὴ ἀντιμετώπιση τῶν ἀντιπάλων του μέσῳ ἐξευτελιστικῶν
χαρακτηρισμῶν καὶ εἰρωνείας, ἀπὸ ἐκρήξεις θυμοῦ καὶ κινήσεις ἐξαπάτησης τῶν ἀντιφρονούντων,
ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα μετροῦσε. Τὸν ἴδιο τὸν Πίο τὸν διακατεῖχε ἡ ἀκλόνητη
πεποίθηση, ὅτι ἀποτελεῖ ὄργανο τοῦ Θεοῦ, ἐντεταλμένο γιὰ τὴ δογματικὴ
καθιέρωση τοῦ ἀλάθητου. Ἄλλωστε ἡ Παρθένος Μαρία, σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία του,
σὲ ὅραμα τὸν εἶχε διαβεβαιώσει γιὰ τὴν ὀρθότητα τοῦ νέου δόγματος.
Κανεὶς Πάπας στὴ συνέχεια, ἀκόμα καὶ ὁ γνωστὸς
γιὰ τὴν φιλελεύθερη στάση του Ἰωάννης ΚΓ΄, δὲν ἀμφισβήτησε ἤ, πολὺ περισσότερο ἀκόμη,
δὲν ἔδειξε διάθεση νὰ ἀκυρώσει τὸ δόγμα αὐτό. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν Β΄
Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ (1962-1965), ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἡ Σύνοδος ἐκείνη
ποὺ ἄλλαξε ριζικὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ στὸν 20ό αἰώνα. Ἀκόμη καὶ αὐτὴ
ἡ Σύνοδος οὔτε σπιθαμὴ δὲν μετακίνησε τὰ δογματικῶς ὁρισθέντα. Ἀντίθετα τὸ
πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα ἀπετέλεσαν κεντρικοὺς ἄξονες τῆς Συνόδου. Τὸ
δόγμα περὶ τοῦ ἀλάθητου μάλιστα ἐνισχύθηκε ἀκόμη περισσότερο. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς
οἱ πιστοὶ ὀφείλουν πλέον «θρησκευτικὴν ὑπακοὴν τῆς βουλήσεως καὶ τοῦ νοῦ, κατὰ
μοναδικὸν τρόπον, εἰς τὸ αὐθεντικὸν καὶ διδακτικὸν ἀξίωμα τοῦ ρωμαίου
ποντίφηκος, καὶ ὅταν οὗτος δὲν ὁμιλῆ ἀπὸ καθέδρας». Τονίστηκε γιὰ ἄλλη μία φορὰ
ἡ «πλήρης, ὑπέρτατη καὶ οἰκουμενικὴ ἐξουσία» τοῦ Πάπα ὡς ἀντιπροσώπου τοῦ
Χριστοῦ στὴν Ἐκκλησία.
Στὴν πορεία τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου μὲ τὶς ἄλλες
χριστιανικὲς ὁμολογίες, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε ἐντατικὰ μετὰ τὴν Β΄ Σύνοδο τοῦ
Βατικανοῦ, τὸ παπικὸ πρωτεῖο καὶ ἀλάθητο ἀποδείχθηκαν ὡς πέτρα σκανδάλου στὴν ὁρμὴ
πρὸς τὴν ἐπιθυμητὴ ἕνωση τῶν “ἐκκλησιῶν”. Κινητοποιούμενος ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀκινησία,
ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄, ἀφενὸς χωρὶς νὰ προδώσει τὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ
παπικοῦ θεσμοῦ καὶ ἀφετέρου μὲ τὴν πρόθεση νὰ ἄρει τὰ ἐμπόδια πρὸς τὴν παραπάνω
ἕνωση, ἐξέδωσε τὸ 1995 τὴν ἐγκύκλιο «Ἵνα ὦσιν ἕν» (Ut unum sint). Στὸ κείμενο αὐτὸ
ὑπογραμμίζει τὸν οἰκουμενισμὸ ὡς ὑποχρέωση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι ἡ ὁδὸς
τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ μόνο νὰ εἶναι ἡ οἰκουμενικὴ ὁδός. Περαιτέρω τονίζει, ὅτι ὑφίσταται
ἤδη μία κοινωνία, ἐὰν καὶ ἀτελὴς ὥς σήμερα, ἀνάμεσα στὴ πλήρη Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ, τὴ Ρωμαιοκαθολική, καὶ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς κοινότητες, οἱ ὁποῖες σὲ
διαφορετικὸ βαθμὸ ἡ καθεμία παρουσιάζουν ἔλλειψη στὴ πληρότητα αὐτή. Γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία
ἰδιαίτερα ὑποστηρίζεται ἡ μεγάλη ἐγγύτητα σ’ αὐτὴν τὴν πληρότητα, ἡ ὁποία ὅμως,
προκειμένου καὶ ἐκείνη νὰ τὴν ἀποκτήσει, ἀπαιτεῖ τὴν πλήρη ἕνωση μὲ τὸν Πάπα.
Ὥσπου νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἕνωση, πρωτίστως ἀπαιτεῖται
ἡ προσευχή, ἡ συμπροσευχή, ἀλλὰ φυσικὰ καὶ ὁ οἰκουμενικὸς διάλογος, ὁ ὁποῖος
στηρίζεται σὲ αὐτὴ τὴν συμπροσευχή. Ἐμπόδιο στὸ διάλογο ἀποτελεῖ ἡ
διάσταση στὴ διατύπωση τῆς διδασκαλίας τῶν διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων. Ἰδίως
ὡς πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία ἐπισημαίνεται, «ὅτι οἱ διαφορετικὲς αὐτὲς θεολογικὲς
διατυπώσεις εἶναι περισσότερο συμπληρωματικὲς παρὰ ἀντιθετικὲς μεταξύ τους»
(παράγρ. 57) καὶ ὅτι εἴμαστε Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες μὲ τὴν μεγάλη ἐμπειρία τῆς
πλήρους κοινωνίας κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, ἡ ὁποία ἐξασφάλισε μία ἑνότητα στὴν
ποικιλία. Σήμερα ἡ ἐκ νέου πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς πλήρους κοινωνίας πρέπει νὰ
λάβει ὑπ’ ὄψη «ὅλες τὶς ἀξιώσεις τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας» (παράγρ. 79),
μεταξὺ τῶν ὁποίων προφανῶς συγκαταλέγεται καὶ τὸ πρωτεῖο καὶ ἀλάθητο τοῦ Πάπα.
Γι’ αὐτὸ ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ βλέπει τὸν ἑαυτό του μπροστὰ στὴν ἰδιαίτερη
πρόκληση, νὰ βρεθεῖ «μία μορφὴ ἀσκήσεως τοῦ πρωτείου ἀνοικτὴ στὴ νέα
πραγματικότητα, ἀλλὰ χωρὶς παραίτηση ἀπὸ τὰ οὐσιώδη τῆς ἀποστολῆς του» (παράγρ.
95). Μὲ ὁρίζοντα τὸ ὅραμα τῆς ἕνωσης ὅλων τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν
προσεύχεται στὸ Ἅγιον Πνεῦμα νὰ φωτίσει ὅλους τούς ποιμένες καὶ θεολόγους στὴν ἀναζήτηση
ἐκείνων τῶν μορφῶν, οἱ ὁποῖες θὰ ἐπέτρεπαν στὸ λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου
Ρώμης «νὰ πραγματοποιήσει μία διακονία ἀγάπης ποὺ νὰ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τοὺς
μὲν καὶ ἀπὸ τοὺς δὲ» (παράγρ. 95), μία «προεδρία δηλαδὴ στὴν ἀλήθεια καὶ στὴν ἀγάπη».
Καὶ αὐτὴ ἡ ἀποστολὴ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης εἶναι ἀναφαίρετη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὥστε
«νὰ εἶναι ὑπὸ τὴν μοναδικὴ κεφαλή της, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἡ ὁρατὴ κοινωνία ὅλων
τῶν μαθητῶν Του στὸν κόσμο» (παράγρ. 97).
Αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ Πάπα, νὰ ζητήσει ἀπὸ τὶς ἄλλες
ἐκκλησίες λύσεις γιὰ τὸ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἀποδεκτὸ τὸ παπικὸ πρωτεῖο καὶ
τὸ παπικὸ ἀλάθητο, ἀναδεικνύεται ὡς ἰδιαίτερα εὐφυὲς βῆμα. Φανερώνει ἕνα
δημοκρατικὸ πάπα, ἕνα πρόσωπο χωρὶς ἐμμονές, ποὺ εἶναι διατεθειμένο νὰ ἀφήσει
παλαιὲς δόξες καὶ τὴν αἴγλη προηγούμενων ἐποχῶν – ὁ ἴδιος π.χ. παραιτήθηκε ἀπὸ
τὴ στέψη μὲ τὴν τιάρα –, ἕνα Πάπα ἐν τέλει ποὺ ἐπείγεται πρὸς τὸν ἐκσυγχρονισμὸ
καὶ τὴν ἀναγέννηση τοῦ θεσμοῦ. Ὡστόσο μόλις πέντε χρόνια ἀργότερα, τὸ ἔτος
2000, πραγματοποίησε τὴ μακαριοποίηση (τὸ πρῶτο στάδιο τῆς ἁγιοποίησης ποὺ ἐπιτρέπει
τὴν ἀπόδοση τιμῶν ἁγίου καὶ τὴν ἐπίκληση σὲ ἐπίπεδο τοπικῆς ἐκκλησίας) τοῦ Πάπα
Πίου Θ΄, ὁ ὁποῖος, ὅπως διαπιστώσαμε παραπάνω, εἶχε διακηρύξει τὸ 1870 τὸ ἀλάθητο
τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὡς δόγμα. Μποροῦσε νὰ ὑπάρξει σαφέστερο μήνυμα, ὅτι ἡ οὐσία
τοῦ Παπισμοῦ δὲν ἐτίθετο ὑπὸ ἀμφισβήτηση; Τὸ ἐπικύρωσε στὴ συνέχεια τὸ κείμενο ἐργασίας
μὲ τίτλο «Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης. Πρωτεῖο καὶ συνοδικότητα στοὺς οἰκουμενικοὺς
διαλόγους καὶ ὡς ἀπάντηση στὴν ἐγκύκλιο “Ἵνα ὦσιν ἕν”», τὸ ὁποῖο κυκλοφορήθηκε
στὶς 13 Ἰουνίου 2024 μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πάπα Φραγκίσκου. Πρόκειται γιὰ ἕνα
κείμενο τοῦ «Δικαστηρίου γιὰ τὴν προώθηση τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανῶν» περίπου
150 σελίδων, στὸ ὁποῖο συγκεντρώθηκαν καὶ συνετέθησαν οἱ ἀπαντήσεις οἰκουμενικῶν
συναντήσεων, συνεδρίων κ.ἄ. στὸ κεντρικὸ ἐρώτημα ποὺ τέθηκε μὲ τὴν ἐγκύκλιο “Ἵνα
ὦσιν ἕν”, δηλ. τὴ σημερινὴ κατανόηση τῆς διακονίας ἀγάπης ποὺ θὰ μποροῦσε σὲ οἰκουμενικὸ
ἐπίπεδο νὰ ἀσκήσει ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης. Πουθενὰ στὸ ἔγγραφο αὐτὸ δὲν γίνεται
λόγος γιὰ μία ἀμφισβήτηση ἤ περισσότερο ἀκόμα πρόθεση ἀναθεώρησης τῆς σχετικῆς
δογματικῆς διδασκαλίας τοῦ Παπισμοῦ.
Ἁπλῶς προτάθηκαν ἰδίως ὡς πρὸς τὴν Α΄ Σύνοδο τοῦ
Βατικανοῦ ἡ «ἑρμηνεία τῆς Πρώτης Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ ὑπὸ τὸ φῶς τῶν προθέσεών
της» μὲ τὴ «διάκριση μεταξύ τῆς διατύπωσης, ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἕνα συγκεκριμένο
πλαίσιο καὶ γλώσσα, καὶ τῆς οὐσίας τῶν δογματικῶν ὁρισμῶν» (παράγρ. 62), ἡ
διάθεση γιὰ μία «ἀνανεωμένη ἑρμηνεία» καὶ μία ἐκ νέου ὑποδοχὴ» (παράγρ. 145),
γιὰ ἕνα «ἐπίσημο καὶ ἐπικαιροποιημένο σχολιασμό, ἀκόμη καὶ γιὰ μία ἀλλαγὴ τοῦ
λεξιλογίου» ἢ καὶ «ἀναδιατύπωση τοῦ δόγματος τοῦ παπικοῦ ἀλάθητου» (παράγρ.
147). Γενικὰ ἡ ἀνταπόκριση τῶν διαφόρων χριστιανικῶν κοινοτήτων στὴν πρόσκληση
τοῦ Πάπα γιὰ μία ἀνανεωμένη θεώρηση τοῦ πρωτείου καὶ τοῦ ἀλάθητου παρουσιάζεται
ὡς πολὺ θετική. Μάλιστα σχετικὰ μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα ὡς
καθιερωμένου de iure divino (ἐκ θείου δικαίου) ἐκ μέρους τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ,
ἐνῶ οἱ περισσότεροι ἄλλοι χριστιανοὶ τὸ ἀντιλαμβάνονται ὡς καθιερωμένο ἁπλῶς de
iure humano (ἐξ ἀνθρωπίνου δικαίου), βρέθηκε ὁ ἑξῆς συμβιβασμός: Νὰ θεωρηθεῖ «τὸ
πρωτεῖο, τόσο ὡς de iure divino, ὅσο καὶ ὡς de iure humano, δηλαδὴ ὡς μέρος τοῦ
θελήματος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὡς δοσμένο μέσῳ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας»
(παράγρ. 166). Ὡς πρὸς τὸ δόγμα τοῦ ἀλάθητου συμπεραίνει τὸ κείμενο, ὅτι
παρέμειναν «ἀνησυχίες σχετικὰ μὲ τὴ σχέση τοῦ ἀλάθητου μὲ τὸ πρωτεῖο τοῦ Εὐαγγελίου,
τὸ ἀλάθητο ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἄσκηση τοῦ ἐπισκοπικοῦ συλλογικοῦ
δικαιώματος καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀποδοχῆς του» (παράγρ. 168).
Ἐν κατακλεῖδι θὰ μποροῦσε νὰ παρατηρήσει κανεὶς
ὡς πρὸς τὰ δύο τεράστια ζητήματα τοῦ πρωτείου καὶ τοῦ ἀλάθητου ποὺ τίθενται μὲ
τὰ δύο κείμενα αὐτά: Ζητούμενο ἐδῶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μία ἕνωση πάσῃ θυσίᾳ, γιὰ
νὰ ἐμφανίζεται ὁ Χριστιανισμὸς μὲ μία φωνή. Ἡ Ὀρθοδοξία γνωρίζει, ὅτι ἡ
πραγματικὴ ἰσχὺς δὲν βρίσκεται στὴν ποσότητα, ἀλλὰ στὴν ποιότητα. Σὲ τελευταία ἀνάλυση
βρίσκεται στὴ χαρίτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, στὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν
ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι ἡ προϋπόθεση ὅλων τῶν ἀρετῶν. Τί μπορεῖ νὰ ὠφελήσει ἕνας
Πάπας, ἐπιφορτισμένος μὲ τὸ πρωτεῖο τῆς διακονίας τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος δὲν
γνωρίζει πῶς εἶναι ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων του; Ποιὰ
διακονία νὰ ἐπιτελέσει; Μία διακονία τῆς ἀλήθειας; Ἐὰν δὲν ἀποκηρύξει καὶ ἀπορρίψει
ὅλη τὴν πλανημένη ἱστορικὴ πορεία του καὶ συνειδητοποιήσει σὲ βάθος καὶ
συντριβεῖ γιὰ τὶς συμφορὲς ποὺ ἔχει ἐπιφέρει στὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὸ ἐξουσιαστικὸ
ἴνδαλμα καὶ τὴν ἐπαρμένη φαντασίωση ποὺ ἔχει στήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν
Θεό, πῶς νὰ γίνει πιστευτός; Κάθε μορφὴ ἕνωσης μὲ τὸν Παπισμό, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ
αὐτὸς ριζικὴ ἀλλαγὴ καὶ νὰ ἐκφράσει ἐκ βάθους ψυχῆς μετάνοια, θὰ εἶναι συμφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου