Geelong Revival
Centre (GRC).
Η Θεοκρατική Δόμηση ενός Πεντηκοστιανού «Κράτους»
Η πόλη του Geelong στην Αυστραλία, μία κοινότητα γνωστή για τη βιομηχανική της ιστορία και την παραλιακή της ζώνη, αποτέλεσε το επίκεντρο ενός από τα πιο επίμονα και αμφιλεγόμενα θρησκευτικά φαινόμενα της χώρας: του Geelong Revival Centre (GRC). Ιδρυμένο μέσα στο ευρύτερο κλίμα του Πεντηκοστιανισμού και των κινημάτων «Αναζωπύρωσης», το GRC, υπό την ηγεσία του πάστορα Noel Hollins, δημιούργησε με τον καιρό έναν ιδιότυπο θρησκευτικό μικρόκοσμο, που έφτασε να περιγράφεται από πρώην μέλη του ως «ένα κράτος εν κράτει».
Αυτή η χαρακτηριστική φράση, που αναδείχθηκε μέσω της μαρτυρίας του Ryan Carey (ενός πρώην πιστού που αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην κοινότητα), αποτυπώνει με ακρίβεια την ολοκληρωτική φύση της οργάνωσης: μια δομή που απαίτησε απόλυτη αφοσίωση, θέσπισε δικούς της νόμους και τιμωρίες, και απομόνωσε τους οπαδούς της από την κοσμική κοινωνία, στην οποία, όμως, τυπικά ανήκε.
Η επιρροή του Geelong Revival Centre επεκτάθηκε για περίπου 65 χρόνια υπό τη σιδηρά βούληση του Noel Hollins, μιας χαρισματικής αλλά αυταρχικής φιγούρας, ο οποίος, σύμφωνα με τον Ryan Carey, παρουσιαζόταν ως «απόστολος του Θεού» και απαιτούσε απόλυτη υπακοή. Ο πυρήνας της διδασκαλίας του GRC ήταν ένας έντονος αποκαλυπτισμός, καλλιεργώντας ένα διαρκές κλίμα φόβου. Οι πιστοί ζούσαν με τη βεβαιότητα ότι το τέλος του κόσμου –μέσω μιας πυρηνικής αποκάλυψης– ήταν επικείμενο και ότι μόνο τα μέλη του GRC, οι οποίοι θεωρούνταν «άγιοι» μετά τη βάπτισή τους, θα σώζονταν. Αυτή η δογματική ακαμψία λειτουργούσε ως ο θεμελιώδης μηχανισμός ελέγχου και απομόνωσης.
Ο Ryan Carey, ο οποίος μεγάλωσε μέσα σε αυτό το περιβάλλον, με τον πατέρα του μάλιστα να είναι το δεξί χέρι του ιδρυτή, περιγράφει μία ζωή που δεν ήταν «κανονική», αλλά στενά ελεγχόμενη από την κοινότητα. Η ριζική απόρριψη του «έξω κόσμου» πήρε συγκεκριμένη μορφή στην καθημερινή ζωή: οι πιστοί είχαν απαγόρευση να γιορτάζουν κοσμικές εορτές όπως τα Χριστούγεννα και τα γενέθλια, γεγονός που ενίσχυε τη διάκριση ανάμεσα στην «εσωτερική» αγία κοινότητα και το «εξωτερικό» διεφθαρμένο περιβάλλον. Ακόμη πιο ανησυχητική ήταν η άρνηση προσφυγής στη σύγχρονη ιατρική ή σε δημόσιους θεσμούς, οδηγώντας τα μέλη να βασίζονται αποκλειστικά στους πόρους, τις συμβουλές και τις (συχνά μη-ιατρικές) πρακτικές του Κέντρου, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία τους.
Ο έλεγχος επεκτεινόταν βαθιά στην προσωπική και οικογενειακή ζωή, με μακρές και εξαντλητικές πρακτικές. Οι πιστοί υποχρεώνονταν να παρευρίσκονται σε μακρές περιόδους προσευχής, που μπορούσαν να διαρκέσουν έως και έντεκα συναπτές ώρες, καθώς και σε νηστεία. Επιπλέον, εισαγόταν ένας αυστηρός πατριαρχικός κώδικας τιμωρίας, όπως μαρτυρά ο Carey: «Οι άνδρες ήταν υπεύθυνοι για τη σωτηρία όλης της οικογένειας. Αν ο πατέρας έκανε κάτι κακό, η γυναίκα και τα παιδιά του τιμωρούνταν όπως αυτός και απειλούνταν ότι θα πάνε στην κόλαση». Αυτός ο μηχανισμός όχι μόνο ενίσχυε την εξουσία του πατέρα εντός του σπιτιού, αλλά εξασφάλιζε και την ομαδική πειθαρχία μέσω της απειλής του αιώνιου κολασμού. Η οποιαδήποτε αμφισβήτηση της διδασκαλίας του Hollins αντιμετωπιζόταν ως προδοσία του Θεού, καθιστώντας το GRC ένα πλήρως ολοκληρωτικό πνευματικό «κράτος» που βασιζόταν στη ψυχολογική χειραγώγηση και τον φόβο.
Οι Συνέπειες της Ολοκληρωτικής Υποταγής
Η λειτουργία του GRC ως «κράτους εν κράτει» δεν περιοριζόταν στην πνευματική σφαίρα, αλλά είχε ευρείες οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Αν και η UNADFI δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες για τις οικονομικές πτυχές, τέτοιου είδους οργανώσεις συνήθως απαιτούν υψηλά επίπεδα δεκάτων (φορολογία) και προσφορών, τα οποία χρηματοδοτούν την αγορά ιδιοκτησιών, τη λειτουργία σχολείων ή επιχειρήσεων συνδεδεμένων με την εκκλησία. Αυτή η οικονομική αυτοκρατορία καθιστούσε τους πιστούς όχι μόνο πνευματικά, αλλά και υλιστικά εξαρτημένους από το Κέντρο, καθώς συχνά οι δουλειές, η στέγη και το κοινωνικό τους δίκτυο ήταν αδιάρρηκτα συνδεδεμένα με την οργάνωση.
Αυτή η πλήρης εξάρτηση, σε συνδυασμό με την τοξική ρητορική του μίσους κατά των μη πιστών, οδήγησε σε σοβαρές καταγγελίες και μαρτυρίες για κακοποίηση. Όπως επισημαίνει η UNADFI, οι ειδικοί μίλησαν για ενδείξεις σωματικής και ψυχολογικής βίας, ενώ υπήρξαν και ισχυρισμοί για σεξουαλική κακοποίηση. Οι μαρτυρίες αυτές αποκαλύπτουν τη σκοτεινή πλευρά της «απόλυτης υπακοής» που απαιτούσε ο Hollins, επιβεβαιώνοντας ότι το περιβάλλον που δημιούργησε ήταν βαθιά καταστροφικό για την ανθρώπινη ζωή.
Η έξοδος από ένα τέτοιο περιβάλλον αποδεικνύεται τραυματική. Ο Ryan Carey κατάφερε να απομακρυνθεί από την αίρεση μόλις πριν από έξι χρόνια, αφού «συνειδητοποίησε την ψυχολογική επιρροή που ασκούσε ο Hollins και την επικινδυνότητα των κηρυγμάτων». Το τίμημα, ωστόσο, ήταν βαρύ: έχασε κάθε επαφή με τα αδέρφια του, τα οποία τον θεωρούν «νεκρό». Αυτή η κοινωνική και οικογενειακή εξόντωση αποτελεί την τελική επιβεβαίωση ότι το GRC λειτουργούσε ως ένα ξεχωριστό «κράτος»—όταν ο πολίτης αποχωρεί, δεν χάνει απλώς μια θρησκεία, χάνει την ταυτότητά του, την οικογένειά του και την ύπαρξή του εντός του συστήματος.
Σήμερα, ο Carey μοιράζεται την εμπειρία του για να «αφυπνίσει το κοινό» σχετικά με τους κινδύνους τέτοιων οργανώσεων που επιβάλλουν τη δική τους ακραία ερμηνεία του Χριστιανισμού για προσωπικούς σκοπούς (εξουσία) και για να βοηθήσει άλλους πρώην μέλη να μιλήσουν. Η ιστορία του Geelong Revival Centre αποτελεί ένα θλιβερό αλλά διδακτικό παράδειγμα του πώς η πνευματική φλόγα της Αναζωπύρωσης μπορεί να μετατραπεί σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα ελέγχου—ένα πραγματικό «κράτος εν κράτει» στην καρδιά μιας δυτικής δημοκρατίας, που απαιτεί άμεση και συνεχή επαγρύπνηση από τις επίσημες αρχές.
ΒΟΗΘΗΜΑ: https://www.unadfi.org/actualites/groupes-et-mouvances/un-ancien-fidele-denonce-un-etat-dans-letat/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου