ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ
ΔΙΔΑΧΑΙ
Οἱ
τριμερῖται μοναχοὶ τῆς Σαρακοστῆς
«καὶ νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασε». (Δηλ.: Καὶ ἀφοῦ ἐνήστευσεν ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡµέρας καὶ νύκτας συνεχῶς, χωρὶς να φάγῃ τίποτε κατὰ τὴν περίοδον αὐτήν, ὕστερον ἐπείνασε) (Ματθ. δ, 2).
Πόσο ὠφέλιμη εἶναι ἡ νηστεία.
Παράδειγμά μας ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.
- Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς συμβουλεύει:
«Ἡ νηστεία βασανίζει τὸ σῶμα καὶ
χαλιναγωγεῖ τὶς ἀπρεπεῖς ἐπιθυμίες, τὴν δὲ ψυχὴ καθιστᾶ περισσότερο καθαρή, τὴν
ἀναπτερώνει καὶ τὴν κάνει εὐκίνητη κι ἐλαφρή».
- Εἶναι συγκλονιστικὴ ἡ ἐμπειρία κάποιου μοναχοῦ μετὰ τὴν τριήμερη
ἀπόλυτη νηστεία τὴν πρώτη καθαρὰ ἑβδομάδα τῆς Μ. Σαρακοστῆς:
«Τὰ χείλη του μουδιασμένα
ζητοῦσαν νερό. Εἶχε τρεῖς μέρες νὰ φάη καὶ νὰ πιῆ κάτι. Ἀκολουθίες πολύωρες,
μετάνοιες, μελέτη, ὁ κανόνας στὸ κελλί του, ἡ κατὰ μόνας ἀγρυπνία. Ὅλα μαζί τοῦ
δίνανε μία μικρὴ γεύση ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου, ποὺ
ζούσανε ἔτσι ὄχι γιὰ μερικὲς ἡμέρες ἀλλὰ σχεδὸν ὅλη τους τὴν ζωή.
Ἦταν τυπικὸ τοῦ μοναστηριοῦ του
νὰ κρατοῦνε τριήμερη -ἀπόλυτη- νηστεία οἱ πατέρες μέχρι τὴν πρώτη Προηγιασμένη.
Δίψα. Αὐτὸ τὸ αἴσθημα ἦταν
φοβερό. Ἦταν πλέον Τετάρτη ἀπόγευμα. Ἡ Προηγιασμένη ἔφτανε στὸ τέλος της.
Ἔφτανε ἡ στιγμὴ ποὺ μετὰ ἀπὸ σχεδὸν τρεῖς ἡμέρες πλήρους νηστείας θὰ ἄνοιγε τὸ
στόμα του, γιὰ νὰ φάη. Ὁ ἱερέας κάλεσε τοὺς πιστούς. «Μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως
καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Μία μικρὴ ζαλάδα τὸν ἔκανε νὰ πιάση τὴν κολώνα τοῦ
ναοῦ. Ἕνας ἕνας οἱ μοναχοὶ σὰν πουλάκια ἄνοιγαν τὸ στόμα τους περιμένοντας τὴν
μάνα τους Ἐκκλησία νὰ τοὺς ταΐση. Ἦρθε ἡ σειρά του. Ἄνοιξε τὸ στόμα του.
Ὁ ἱερέας λέγοντας «…εἰς ἄφεσιν
ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον», τὸν μετάλαβε Σῶμα καὶ Αἷμα Κυρίου. Τὸ στόμα του
γέμισε τροφὴ οὐράνια. Γιὰ πρώτη φορά, ἐκείνη τὴν στιγμὴ κατάλαβε, σὰν νὰ εἶχε
κάποια Θεία ἐπίσκεψη. Χρόνια μοναχός, ἐκείνη ἡ στιγμὴ ὅμως ἄνοιξε ὁ πνευματικὸς
κόσμος μέσα του, μπροστά του. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ κατάλαβε. Πίστευε, ὅμως τότε
κατάλαβε. Κατάλαβε χωρὶς ἐξηγήσεις, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ μπορῆ νὰ καταλάβη πῶς
κατάλαβε.
Ἀνοιγόκλεισε τὰ μάτια του γεμάτος
φόβο, χαρά, ἀγωνία, εἰρήνη, πλήρη κατανόηση. Κατακλύστηκε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη.
Ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Πῆγε καὶ κάθισε καὶ πάλι στὸ στασίδι του. Τὰ
μάτια του ἦταν διαφορετικά. Τὸ κορμί του πλέον στεκόταν, ὅπως οἱ ἁγιογραφίες
τοῦ τοίχου. Ἦταν καὶ δὲν ἦταν πλέον ἐκεῖ. Ὅλα εἴχανε χαθῆ πλέον. Ἡ κούραση, ἡ
δίψα, ἡ πεῖνα, οἱ λογισμοί, ὅλα χάθηκαν. Ἕνα πρᾶγμα κυριαρχοῦσε πάνω στὸ εἶναι
του. Αὐτὴ ἡ γεύση τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ πρώτη Προηγισμένη Θεία Λειτουργία τῆς
Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μόλις εἶχε τελειώσει. Καθὼς ὅλοι βγαίνανε ἀπὸ
τὸ Καθολικὸ τοῦ μοναστηριοῦ μερικοὶ πατέρες τὸν ἄκουσαν νὰ μονολογεῖ «πῶς εἶναι
δυνατὸν νὰ ἔφαγα ἐγὼ τὸν Θεό; τί πῆρα μέσα μου; ἔφαγα τὸν Χριστό, ξεδίψασα ἀπὸ
τὸ Αἷμα Του, χόρτασα ἀπὸ τὸ Σῶμα Του…». Τὸ βῆμα του γοργό, λὲς καὶ βιαζόταν νὰ
πάη κάπου.
Πρόλαβε καὶ μπῆκε στὸ κελλί του. Ἐκεῖ
μέσα, μόνος του πλέον, γονάτισε. Οὔτε τὸ ράσο ἔβγαλε, οὔτε τὸ καλυμμαύχι του,
οὔτε τὸ κουκούλι. Ἔτσι ὅπως ἦταν γονάτισε χάμω. Ἅπλωσε τὰ χέρια του στὸ ξύλινο
πάτωμα, ὅπως ἕνας ζητιάνος ποὺ ζητᾶ ἔλεος.Σιωπή. Εἶχε βραδιάσει γιὰ τὰ καλά.
Ἔμεινε ἔτσι ὥρα ἀρκετή. Ξάφνου ἀνασηκώθηκε.
«Φτάνει Κύριε…φτάνει» εἶπε ξεσπώντας σὲ
λυγμούς. «Δὲν ἀντέχω τὴν ἀγάπη Σου… ἀποτραβήξου, γιατί ἡ καρδιά μου δὲν
ἀντέχει».
Οἱ λυγμοὶ σιγὰ σιγὰ σταμάτησαν, ἔμεινε
μὲ τὰ σιωπηλά του δάκρυα νὰ διασχίζουν τὸ πρόσωπό του. Ἔμεινε ὄρθιος μὲ τὰ ράσα
του, τὸ κουκούλι στραβὸ πάνω στὸ καλυμμαύχι του, τὰ χέρια του τρεμάμενα.
Τὸ κελλάκι του νὰ μοσχοβολᾶ εὐωδία ποὺ
πρώτη φορὰ ὀσφράνθηκε στὴν ζωή του. Μὰ ἐκεῖ στὰ χείλη του ἦταν ἀκόμα αὐτὴ ἡ
γεύση τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ ἡ γεύση ποὺ πλέον θὰ τὸν συνόδευε γιὰ ὅλη του τὴν ζωή.
«Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι Χριστὸς ὁ Κύριος» ἤθελε νὰ βροντοφωνάξει σὲ ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους τῆς γῆς.
«Ὦ, Χριστέ μου…θέλω νὰ σὲ τρώω καὶ νὰ σὲ
πίνω μέχρι νὰ πάψω νὰ ὑπάρχω», εἶπε σιγανὰ καὶ σφράγισε τὸ σῶμα του μὲ τὸ
σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Ἀκούστηκαν κάποιες πόρτες νὰ ἀνοίγουν.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἄνοιξε καὶ τὴν δική του πόρτα νὰ δεῖ τί γίνεται. Ξημέρωνε, αὐτὸ
εἶχε γίνει. Ὅλο τὸ βράδυ πέρασε χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ. Δὲν ἔνιωθε κούραση, δὲν
ἔνιωθε πεῖνα. Ἔνιωθε ταϊσμένος αἰωνιότητα, ἀφθαρσία.
Δύο πατέρες τὸν συνάντησαν καθὼς
πήγαιναν στὸν ναὸ νὰ τὸν ἑτοιμάσουν γιὰ τὴν πρωινὴ ἀκολουθία. «Τόσο νωρὶς
πάτερ, ξεκουράστηκες»; τὸν ρώτησαν πρόσχαροι. Ἴσιωσε τὸ κουκούλι του. Τοὺς
κοίταξε στὰ μάτια. Ἐκεῖνοι τὰ χάσανε, σὰ νὰ βλέπανε κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο.
«Δόξα τῷ Θεῷ, εἶμαι καλά», εἶπε καὶ χαμήλωσε τὸ βλέμμα του.
Οἱ πατέρες κοντοστάθηκαν μὲ ἀπορία,
κοιτάχτηκαν ἀναζητώντας ἀπάντηση σ’αὐτὸ τὸ φωτεινὸ ἀλλοιωμένο βλέμμα τοῦ
ἀδελφοῦ τους, ἀλλὰ δὲν συνέχισαν. Πήγανε μέσα στὸ ναό. Ἄρχισαν νὰ ἀνάβουν τὰ
καντήλια.
Τὸ τάλαντο κτύπησε, ἡ καμπάνα ἤχησε.
Ἄρχισαν νὰ εἰσέρχωνται στὸ Καθολικὸ οἱ πατέρες μὲ τάξη καὶ ἡσυχία. Οἱ μοναχοὶ
πήρανε τὶς θέσεις τους. Ὁ ἐφημέριος φόρεσε τὸ πετραχήλι του καὶ ἔβαλε
«Εὐλογητός».
Στεκόταν
στὸ στασίδι του καὶ μὲ τὸ βλέμμα του κοιτοῦσε ἕνα ἕνα τοὺς πατέρες. «Ἆραγε,
πόσοι ἀδελφοὶ βίωσαν κάτι τέτοιο ποὺ ἐγὼ γιὰ πρώτη φορὰ βίωσα χθές…»
ἀναρωτήθηκε. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἕνας ἀδελφὸς περνοῦσε ἀπὸ μπροστά του.
Σταμάτησε. Γύρισε πρὸς τὸ μέρος του, τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι. «Μὴ τὰ ἀναλύεις
πολύ…αὐτὰ εἶναι πράγματα τοῦ Θεοῦ…» εἶπε πραείᾳ τῇ φωνῇ καὶ πῆγε πρὸς τὸ
ἀναλόγιο, γιὰ νὰ διαβάση τὸ Κάθισμα τοῦ Ψαλτηρίου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου