ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ
ΔΙΔΑΧΑΙ
Χριστούγεννα
τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἰακώβου Βαλοδήμου
«καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον,
καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς
τόπος ἐν τῷ καταλύµατι» (Λουκ. β, 7).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὴν Γέννηση τοῦ Κυρίου διευκρινίζει:
«Οὔτε ἡ Οὐράνια Γέννηση μπορεῖ νὰ ἐξηγηθῆ, οὔτε
ἡ κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους ἐμφάνισή Του ὡς ἀνθρώπου ἐπιδέχεται ἔρευνα γιὰ
πλήρη κατανόησή της. Τὸ ὅτι λοιπὸν Τὸν γέννησε ἡ παρθένος, τὸ πιστεύω, ὅμως ἔχω
μάθει νὰ τιμῶ σιωπηλὰ τὸν τρόπο τῆς γεννήσεώς Του, καὶ νὰ μὴ ἐπιχειρῶ νὰ
κατανοήσω ὅλ’ αὐτὰ ὑποβάλλοντάς τα σὲ λεπτομερῆ ἐξέταση».
Ὁ Δρ. Χαραλάμπης Μπούσιας περιγράφει πῶς ὁ ἁγιασμένος
γέροντας π. Ἰάκωβος Βαλοδῆμος γιόρτασε χιονισμένα Χριστούγεννα.
Οἱ ἑτοιμασίες τοῦ Γέροντα ἦταν πνευματικές.
Τίποτα τὸ ὑλικὸ δὲν τὸν συγκινοῦσε. Πλημμύριζε ἡ καρδιά του ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ
Χριστοῦ μας καὶ ἔνοιωθε ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ὕμνος τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων
τὸ βράδυ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ μας στὸ πτωχὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ «Δόξα ἐν
ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» δονοῦσε τὰ σωθικά του καὶ
κινοῦσε τὰ χείλη του. Καὶ ὅταν ἡ καρδιὰ εἶναι γεμάτη Χριστό, τότε τὸ στομάχι
χορταίνει μὲ τὸ παραμικρό, μὲ τὸ βρεγμένο παξιμάδι καὶ τὸ
ψημένο στὴ χόβολη κρεμμύδι, ποὺ ἔχει ἀνείπωτη γλυκύτητα. Αὐτά, ἄλλωστε, διέθετε
καὶ τὸ μικρὸ Μοναστηράκι τοῦ Γέροντα.
Τὴν ὥρα τοῦ «ἱλαροῦ φωτός», τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὁ
Γέροντας Ἰάκωβος ἄναψε ὅλα τὰ καντήλια τοῦ τέμπλου καὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης,
ψάλλοντας τὸ δοξαστικὸ τῶν Χριστουγέννων: «Τί Σοὶ προσενέγκωμεν, Χριστέ»; Τί νὰ
σοῦ προσφέρουμε, Χριστέ μου, ἀφοῦ «ἰσαρίθμους τῇ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσφέρωμέν Σοι,
Βασιλεῦ Ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον»; Εὐπρέπισε τὸ προσκυνητάρι βάζοντας τὴν εἰκόνα
τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μας μὲ μερικὰ κλαδιὰ δένδρων, τοποθέτησε τὸ νάμα καὶ
τὸ πρόσφορο στὴν Ἁγία Πρόθεση καὶ ἄναψε ὅλα τὰ κεριὰ τοῦ πολυελαίου. Σήμερα
γεννήθηκε ὁ Χριστός μας, μονολόγησε, πρέπει νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε, βάζοντας τὰ
γιορτινά μας. Ὅλος ὁ Ναὸς πρέπει νὰ λάμψη σὰν τὴν φάτνη ἀπὸ τὸ ἀστέρι τῶν
Χριστουγέννων. Μόνο βοσκοὺς δὲν ἔχουμε, εἶπε, νὰ προσκυνήσουν τὸ νεογέννητο θεῖο
Βρέφος.
Στὸ ἀναλόγιο ἡ τυφλὴ καλόγρια ἀδελφή του μὲ
καθαρὴ μαντήλα καὶ ράσα ἑτοιμάσθηκε γιὰ τὴν Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων. Ἔψαλλε
ὅσα γνώριζε ἀπὸ στήθους λόγῳ τῆς πολυχρόνιας ἐμπειρίας καὶ ψαλμωδίας καὶ ἀπήγγελλε
τοὺς Ψαλμοὺς καὶ τὰ Ἀναγνώσματα μὲ περισσὴ κατάνυξη. Ὁ Γέροντας ντυμένος μὲ ἁπλᾶ,
ἀλλὰ πεντακάθαρα ἄμφια, βοηθοῦσε, ψάλλοντας τὰ ἰδιόμελα τῆς Ἑορτῆς μὲ τὴ
μελωδικώτατη φωνή του: «Τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γεννηθέντος πεφώτισται τὰ σύμπαντα…».
Ὅταν ἔφθασαν στὰ καθίσματα τοῦ ὄρθρου καὶ ἄρχισαν
νὰ ψάλλουν τὰ κατανυκτικώτατα «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοὶ ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…» ἄκουσαν
κτυπήματα στὸ χερούλι τῆς ἐξώπορτας τοῦ Μοναστηριοῦ. Κοίταξε μὲ ἀπορία ὁ
Γέροντας στὸ πρόσωπο τὴν ἀδελφή του, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ θορυβημένη μὲ μορφασμοὺς ἐκδήλωνε
τὴν ἀνησυχία της. Δέν περίμεναν μὲ τέτοιο καιρὸ κανένα. Καὶ ἡ νύκτα ἦταν ἤδη
προχωρημένη. Ποιός μποροῦσε νὰ πλησιάση μέσα ἀπὸ τὸ ἀπάτητο χιόνι στὸ
Μοναστήρι;
-Θὰ εἶναι ἐχθρὸς ἢ φίλος; Ρώτησε ἡ καλόγρια.
-Δὲν ἔχουμε ἐχθρούς. Ὅλοι εἶναι ἀδέλφια μας καὶ ἴσως
κάποιος νὰ ἔχη ἀνάγκη, ἀπάντησε ὁ Γέροντας, ὁ ὁποῖος φόρεσε ἕνα χοντρὸ ἐπανωφόρι
καὶ βιάστηκε νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὸ Ναό.
-Χριστὸς ἐτέχθη, φώναξε! Ποιός εἶσαι, ἀδελφέ;
Ἡ φωνὴ τοῦ ξένου ἀκούσθηκε χαμηλή, ἴσα ποὺ τὴν
ξεχώριζες.
-Χριστιανὸς εἶμαι, χάθηκα μέσα στὰ βουνὰ καὶ τὸ
χιόνι μοῦ δυσκόλεψε τὸν προσανατολισμό. Ἄκουσα τὴν καμπάνα καὶ κατάλαβα ὅτι
κάπου κοντὰ γιορτάζουν τὰ Χριστούγεννα. Εἶπα· «Χριστέ μου, βοήθησέ με νὰ
γιορτάσω κι ἐγὼ τὴ γέννησή Σου! Κι’ Ἐσὺ δὲν εἶχες τόπο νὰ γεννηθῆς στὴ
χειμωνιάτικη Βηθλεὲμ καὶ βρέθηκε τὸ σπήλαιο νὰ Σὲ δεχθεῖ. Βρές μου κι ἐμένα
τώρα ἕνα σπήλαιο. Ἂν δὲν βρῶ σύντομα μιὰ ζεστὴ γωνιά, θὰ πεθάνω ἀπὸ τὸ κρύο. Μὴ
μὲ ἐγκαταλείπεις, Χριστέ μου, ἀφοῦ γιὰ ἐμᾶς ἔγινες ἄνθρωπος»!
Ὁ Γέροντας ἄνοιξε γρήγορα τὴν πόρτα καὶ τὴν ἔκλεισε
πίσω του. Καλωσόρισε τὸν παγωμένο ὁδοιπόρο καὶ πηγαίνοντας μπροστὰ μὲ τὸ
λυχνοφάναρο τὸν ὁδήγησε κατ’ εὐθεῖαν στὸν ζεστὸ καὶ ὁλόφωτο Ναό. Τοῦ ἔβαλε μιὰ
καρέκλα δίπλα στὴν ξυλόσομπα καὶ τὸν προέτρεψε νὰ καθήση ἐκεῖ, γιὰ νὰ ζεσταθῆ,
καὶ ὁ ἴδιος βγάζοντας τὸ πανωφόρι του μπῆκε στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ ἄρχισε τὶς
Καταβασίες. Δονήθηκε ὅλος ὁ Ναὸς μὲ τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε», τὸν
περίφημο Κανόνα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ καὶ τὸ «Ἔσωσε λαὸν θαυματουργῶν
Δεσπότης» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἡ τυφλὴ καλόγρια βαστοῦσε τὸ ἴσο
καὶ ἐπαναλάμβανε τὶς γνωστὲς σὲ ἐκείνην καταβασίες. Ὁ ξένος ἔνοιωσε τὴ θαλπωρὴ
τοῦ Ναοῦ καὶ τὴν Ψαλμωδία τῶν δύο ἀδελφῶν σὰν οὐράνιο δῶρο. «Ζῆ Κύριος»
μονολογοῦσε. «Δὲν μὲ ἄφησε νὰ χαθῶ. Ἔχασα τὸ δρόμο μου μέσα στὶς
δυσκολοπερπάτητες βουνοπλαγιὲς καὶ μέσα στὸ βαρύτατο χιονιά, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς
γεννήθηκε καὶ γιὰ μένα σήμερα».
Πρὶν τοὺς Αἴνους ὁ Γέροντας πλησίασε τὸν ἄγνωστο
χριστουγεννιάτικο ἐπισκέπτη του, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ κατάσταση ἀπόλυτης
κατανύξεως.
-Πῶς πᾶς, ἀδελφέ; Τὸν ρώτησε. Ζεστάθηκες; Ὁ
Κύριός μας σὲ ἀγαπᾶ. Γιὰ ὅλους μας γεννήθηκε σήμερα. Σὲ ἔστειλε κοντά μας. Ἂς εἶναι
δοξασμένο τὸ ὄνομά Του. Μήπως θέλεις νὰ Τὸν νοιώσης πιὸ βαθιὰ στὴν καρδιά σου;
Μήπως θέλεις νὰ ἐξομολογηθῆς, ἂν ἔχης κάτι ποὺ σὲ βαραίνει;
Ὁ ξένος συγκατένευσε καὶ σὲ λίγο ἐμπρὸς στὴν Ὡραία
Πύλη καὶ κάτω ἀπὸ τοὺς κινούμενους ἀπὸ τὸν Γέροντα πολυελαίους συντελέσθηκε τὸ
μυστήριο. Ἡ ἐξομολόγηση καθάρισε τὴν καρδιὰ τοῦ ὁδοιπόρου καὶ τὴν ἑτοίμασε νὰ
ζεσταθῆ καὶ αὐτὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ.
Στὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης
προσέλθετε» ὁ ξένος δέχθηκε τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ στὴν καρδιά του ποὺ ἔγινε
φάτνη γεννήθηκε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Ὁ Γέροντας περίχαρις ἀπευθύνθηκε στὴν ἀδελφή
του, λέγοντας:
-Καλογραῖα, νὰ ποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς ἔστειλε καὶ τοὺς
βοσκοὺς νὰ τὸν προσκυνήσουν! Ἡ καμπάνα μας ἔγινε ὁ ἀστέρας ποὺ ὁδήγησε τὸν ἀδελφὸ
κοντά μας. Τὸν ὁδήγησε ἐδῶ, ὥστε καὶ ἐκεῖνος νὰ χαρῆ τὴν πνευματικὴ τῶν
Χριστουγένων ἀγαλλίαση, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς νὰ μὴ εἴμαστε μόνοι, χρονιάρα μέρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου