Λατινογενής ἡ Λειτουργική Μεταρρύθμισις
Παρα τήν ηπιότητα μέ τήν οποίαν εκφράζονται κάποτε οι οπαδοί της λειτουργικής μεταρρυθμίσεως, το κίνημά τους φαίνεται διατεθειμένο νά προχωρήση σταθερά, αποφασισμένο, όσον είναι δυνατόν, νά καινοτομήση. Αυτό ίσως, κατ’ αρχήν, θά ημπορούσε νά μή θεωρηθή οπωσδήποτε αρνητικό, αλλ’ όμως, προκειμένου νά υπάρξη διάλογος, πρέπει νά προηγηθή ειλικρινής ενημέρωσι.
Σέ άρθρο, πού εδημοσιεύθη προσφάτως εις έγκριτο εκκλησιαστική εφημερίδα, γραμμένο υπό γνωστού τέως λυκειάρχου, ενθέρμου φιλενωτικού καί θιασώτου τής λειτουργικής μεταρρυθμίσεως, γίνεται προσπάθεια νά απαλλαγή τό κίνημα αυτό από τις δυτικές, λατινικές καταβολές του. Όμως, τόσον ένας αείμνηστος καθηγητής της Θεολογίας, ο «πρωτοπόρος καί βασικός σκαπανέας τού λειτουργικού μας πλούτου», κατά τήν έκφρασι τού ιδίου τού ανωτέρω αρθρογράφου, όσον και ένας διακεκριμένος ρώσσος πρωτοπρεσβύτερος λειτουργιολόγος, τόν διαψεύδουν. (Εις τό παρόν κείμενο δέν αναφερόμεθα ονομαστικώς εις πρόσωπα, έχοντες ώς σκοπό νά μη κρίνωμε αύτά καθ’ εαυτά τα πρόσωπα, αλλά τις συγκεκριμένες απόψεις τους. Διά τούτο καί παραλείπονται οι σχετικές παραπομπές).
Τό λειτουργικό κίνημα, γενικώς, διακρίνεται σέ δυο ιστορικά μέρη τό πρώτο είναι ακαδημαϊκού χαρακτήρος, ενώ τό δεύτερο είναι κυρίως πρακτικού προσανατολισμού. Ήδη από τόν 17ον αι. η Δύσι έχει επιδείξει μεγάλο ιστορικό καί αρχαιολογικό ενδιαφέρον γιά τήν χριστιανική λατρεία και έχει προβή σέ σημαντικές εκδόσεις επιστημονικών συγγραμμάτων, θέτοντας έτσι τίς βάσεις, γιά ολόκληρο τό οικοδόμημα τής μετέπειτα λατινικής λειτουργικής μεταρρυθμίσεως. Αργότερα εις τήν Ρωσσία τού 19ου αι., όταν είχε δημιουργηθή ένα ρήγμα εις την θρησκευτική συνείδησι τών πιστών, ένα ρήγμα μεταξύ τής θεολογικής ερεύνης καί τής εκκλησιαστικής εμπειρίας, κάποιοι εκπρόσωποι τής ρωσσικής θεολογίας, η οποία ήταν δομημένη επί δυτικών προτύπων, παρουσίασαν παρόμοια επιστημονικά έργα, αντίστοιχα καί ισάξια τών δυτικών συναδέλφων τους. Μαζί τους συνετάγησαν καί κάποιοι γνωστοί έλληνες θεολόγοι.
Όμως, έως εδώ η ενασχόλησι ήταν μάλλον ακαδημαϊκή. Ο άνθρωπος, πού έλαβε πρώτος τά συμπεράσματα τών επιστημών τά ανέμειξε μέ τήν προσωπική του ιδεολογία, τούς στόχους καί τούς οραματισμούς του γιά μία «βελτιωμένη», κατά τήν αντίληψί του, «λειτουργική ζωή», ήταν ο ρωμαιοκαθολικός αββάς Gueranger, ο ηγούμενος τού λατινικού μοναστηριού Solesmes εις τήν Γαλλία. Αυτός, μέ τόν ρηξικέλευθο χαρακτήρα, πού τόν διέκρινε, εδημιούργησε, κατά τήν διάρκεια τής δεκαετίας 1830 - 40, τό πρώτο μεταξύ τών φράγκων, κίνημα τής λειτουργικής μεταρρυθμίσεως. Ο άββάς Gueranger, όπως καί άλλοι λατίνοι, γαλλικής κυρίως καταγωγής, αντελαμβάνοντο πώς η λειτουργία τους δέν είχε τίποτε νά τους προσφέρη, χωρίς δυστυχώς νά ημπορέσουν να διακρίνουν πώς η νεκρότης αύτή τής λατρευτικής ζωής τους ωφείλετο εις τήν στέρησι τής θείας Χάριτος. Γι' αυτό καί ηθέλησαν, μέ ανθρώπινα μέσα, νά επιφέρουν μία καινούργια αφύπνισι δι’ ενός αισθητικού θρησκευτικού καί ψυχολογικού ενθουσιασμού περί τήν λατρεία, νά δημιουργήσουν ένα είδος εύσεβισμού καί νά συνδέσουν τήν λειτουργική ζωή μέ τήν ιεραποστολική δραστηριότητα.
Εις τήν προσπάθεια τους αύτήν ήλθε αρωγός ό πάπας Πίος ο 10ος μέ δυο επίσημες αποφάσεις του (decretum) τό 1903 και 1910, οπότε το κίνημα της λειτουργικής μεταρρυθμίσεως εις τήν Δύσι άρχισε πλέον νά απολαμβάνη καί τής επισήμου εγκρίσεως τού Βατικανού. Λίγο αργότερα, μόλις τό 1914, ο dom Lamdert Beauduin ίδρυσε εις τήν πόλι Louvain του Βελγίου τήν γνωστή, γιά τήν μεγάλη της δραστηριότητα, «λειτουργική κίνησι», μέ πλήθος εκδόσεων, σεμιναρίων, διαλέξεων, λειτουργικών εβδομάδων, συζητήσεων, μαθημάτων καί περιοδικών. Έν συνεχεία αυτή η «λειτουργική» κίνησι» έγινε δεκτή καί από τήν παπική ιεραρχία, διότι τήν διευκόλυνε εις τήν απολογία της περί τού «τί πταίει εις τήν εκκλησία», οδηγώντας την τελικώς εις τις ριζικές μεταρρυθμίσεις τής B' Βατικανείου Συνοδου (1965).
Όλες αυτές οί δραστηριότητες περιήλθαν εις γνώσι καί ενός έλληνος θεολόγου μέ ζήλο διά τήν Εκκλησίαν, αλλά μέ έμμεσο μαθητεία εις τήν Πατερική παράδοσι, (αφού γνώρισε τούς Πατέρας μέσω τρίτων, δηλαδή κάποιων δυτικών συγγραφέων, κατά συγκινητική μεταγενεστέρα ομολογία του, αξία νά μάς διδάξη πολλά περί αρετής καί ταπεινοφροσύνης). Έτσι, λοιπόν, ο όντως αοίδιμος αυτός καθηγητής της θεολογίας, επεδόθη μέ εξαιρετική αφοσίωσι εις τό νά επικρατήση και εις τόν ελλαδικό χώρο μία βαθεία λειτουργική αναγέννησι. Μεταξύ τών βασικών του αιτημάτων, (κατά τά γραφόμενά του ήδη από τό 1948), ήταν η ανάγνωσι των ευχών της θείας Λειτουργίας εις επήκοον του λαού, η τέλεσι της Λειτουργίας κατ’ ενώπιον του λαού, (αίτημα το οποίον ίσως εγκατέλειψε αργότερα), η γονυκλισία της Κυριακής, οί ευχές τού σαραντισμού, η χρήσι ατομικών βιβλιαρίων, γιά τήν παρακολούθησι της Λειτουργίας, η ενθάρρυνσι της δημιουργίας μιας ψυχολογικής εξάρσεως κατα τήν λατρεία, κ.τ.λ. (όλ' αυτά δανεισμένα, βεβαίως, από τη δυτική «λειτουργική κίνησι», πού τόσο εθαύμαζε).
Ήταν, ώς φαίνεται, μία εποχή, κατά τήν οποίαν επικρατούσε η αντίληψι πώς ό,τι προήρχετο από τή Δύσι, ήταν κατ' αρχάς καλό. Μία άντίληψι, πού είχε επηρεάσει σχεδόν όλους εκείνη τήν εποχή γι' αύτό και πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι έκαναν λάθη. Αλλ' είχαν τουλάχιστον τήν ειλικρίνεια καί τό θάρρος νά ομολογήσουν ότι όλ’ αύτά τά επήραν από τή Δύσι, από τούς Ρωμαιοκαθολικούς καί τούς προτεστάντας, από το μοναστήρι Chevetogne καί την κοινότητα Taize. Πρέπει, λοιπόν, νά τούς ευγνωμονούμε, διότι δέν μάς επλάνησαν λέγοντας ότι δήθεν η «λειτουργική ανανέωσι δέν εκπορεύεται από καμμία έξωθεν επιρροή καί οδηγία ετεροδόξων κινήσεων», όπως τολμά νά γράφη σήμερα ο ανωτέρω αρθρογράφος. Τίθεται, λοιπόν, τό ερώτημα: Άραγε ο «πρωτοπόρος» αυτός, πού συνέστησε τήν λειτουργική κίνησι στήν Ελλάδα. έκανε λάθος γράφοντας ότι τήν ενεπνεύσθη από τούς δυτικούς, ώστε νά έρχεται σήμερα κάποιος μαθητής του νά τόν διορθώση, να τού υποδείξη ότι δέν τήν ενεπνεύσθη από εκείνους τούς επωνύμους λατίνους, αλλά από κάποιους αγνώστους, ανύπαρκτους ορθοδόξους; Δηλαδή, κατά τήν παροιμία, νά «έρχεται ο εγγονός, γιά νά δείξη στόν παππού τά αμπελοχώραφά του»..
Επίσης, είναι άρά γε ποτέ δυνατόν, κάποιοι σύγχρονοι θεολόγοι, πού μαθητεύουν εις τόν «πρωτοπόρο» αυτόν, ή εις τόν ρώσσο πρωτοπρεσβύτερο, νά νομίζουν ότι ορθοδοξούν, ενώ βαδίζουν εις τά ίχνη τής λατινογενούς «λειτουργιολογίας» τους; Επί τέλους, αυτός ο μακαριστός καθηγητής εργάσθηκε μετά ζήλου, αλλά σιωπηλώς, διότι ήξευρε ότι: α') Η εις επήκοον τού λαού ανάγνωσι τών ευχών της θείας Λειτουργίας κατά τούς πρώτους αιώνας τής Εκκλησίας δέν αποδεικνύεται επιστημονικώς. β') Από τόν 4ον μέχρι τόν 20όν αι., εις ολόκληρο τήν ορθόδοξο Εκκλησία οι ευχές αυτές αναγινώσκονται μυστικώς, καίτοι δέν υπήρχαν πάντοτε οι σχετικές ρουμπρίκες (τυπικές διατάξεις), καί γ') Άν τυχόν σήμερα επεβάλλετο η εις επήκοον τού λαού ανάγνωσι τών ευχών αυτών, θα εδημιουργείτο εις τήν Εκκλησία ένα νέο σχίσμα, μεγαλύτερο ίσως εκείνου τών παλαιοημερολογιτών.
Αλλ' ακόμη καί άν τυχόν θά ήταν δυνατόν όλ’ αυτά νά αμφισβητηθούν, θά έπρεπε εμείς νά διαθέταμε τουλάχιστον τήν κοινή λογική. Διότι έστω έγινε ό,τι έγινε μέ τή λειτουργική μεταρρύθμισι στήν Δύσι από τόν Gueranger, τόν Beauduin καί τέλος τήν Βατικάνειο Σύνοδο. Ποιοι, όμως, υπήρξαν οί καρποί της; Τί προσέφερε εις τήν Δύσι καί μάλιστα εις τήν Γαλλία, πού εύτύχησε νά έχη τούς περισσοτέρους οπαδούς, η λειτουργική αυτή κίνησι; Δυστυχώς, δέν έπρόλαβε νά τελειώση ο αιώνας καί η Δύσι, ιδιαιτέρως δέ η Γαλλία, απεχριστιανίσθη! Οι εκκλησίες της άδειασαν κυριολεκτικώς! Σπανίως σήμερα κάποιος νέος γίνεται ιερεύς, καίτοι ο ρόλος του, μετά τήν B' Βατικάνειο Σύνοδο, είναι πολύ αναβαθμισμένος! Οι λαϊκοί, παρ’ ότι έχουνπλέον ενεργοτάτη συμμετοχή εις τήν λατρεία, σπανιότατα προσέρχονται νά έκκλησιασθούν! Μάλιστα, μετά τήν εφαρμογή της λειτουργικής μεταρρυθμίσεως, καί οι τελευταίοι οπαδοί της παπικής εκκλησίας τήν εγκατέλειψαν σκανδαλισμένοι, ή απογοητευμένοι, ή αγανακτισμένοι, γιά τά θέατρα, πού έστησαν εμπρός εις τά αλτάρια οι φραγκο-παπάδες της.
Αν, λοιπόν, η λειτουργική μεταρρύθμισι ήταν τόσο καλή, όπως καλοπροαιρέτως ενόμιζαν κάποιοι τό 1949, όμως σήμερα, πού βλέπομε τούς καρπούς της, δέν ημπορούμε παρά νά αναθεωρήσωμε τις απόψεις μας, άν θέλωμε νά μή ισχύση δι' έμάς τό ρητό τού Ιώβ: «Απώλοντο παρά το μη έχειν αυτούς σοφίαν». Είναι άρά γε τόσο δύσκολο νά ακούσωμε τόν λόγο τού Κυρίου, ότι «από τών καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς», ή μήπως θέλομεν, ελαφρά τη συνειδήσει, νά καταντήσωμε εις τά ίδια χάλια; «Ού δύναται δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ενεγκείν», είπεν ο Κύριος, αλλ’ εμείς, ώς φαίνεται, «ού βουλόμεθα συνιέναι», επειδή, κατά τόν Σολομώντα, «κτήσασθαι σοφίαν άκαρδος ου δυνήσεται»!
Πηγή: Ὀρθόδοξος Τύπος, 25/1/2002, τ. 1443, σ. 4.
Ψηφιοποίηση: ΠΠαπαδημητρίου, 19/11/2024, και ζητώ συγγνώμη για λάθη τόνων.
Ἀναλόγιον: Οἱ ὑπογραμμίσεις δικές μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου