14 Ιουν 2024

«Τὸ μεγάλο στοίχημα ἀνάμεσα σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους»

 

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«Τὸ μεγάλο στοίχημα ἀνάμεσα σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους»

  «Εἰ γὰρ πιστεύοµεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιµηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ» (Α΄ Θεσ. δ΄, 14). (δηλ.: Δὲν πρέπει νὰ λυπῆσθε σὰν κι’ αὐτούς, διότι ἐὰν ἔχωµεν πεποίθησιν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνεστήθη, ἔτσι πρέπει νὰ πιστεύωµεν, ὅτι καὶ ὁ Θεὸς ἐκείνους, ποὺ ἀπέθαναν ἑνωµένοι διὰ τῆς πίστεως µὲ τὸν Ἰησοῦν, θὰ τοὺς φέρῃ ἐνδόξως εἰς τὴν αἰωνίαν ζωὴν µαζὶ µὲ αὐτόν).

  • Ὁ Χρυσορρήμων μᾶς ἐξηγεῖ γιὰ τὸν θάνατο:

  «Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἐξαφάνιση τῆς οὐσίας, ἀλλὰ καταστροφὴ τῆς θνητότητας κι ἐξαφάνιση τῆς φθορᾶς. Καθ’ ὅσον αὐτὸς ὁ θάνατος δὲν καταστρέφει τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἐξαφανίζει τὴ φθορά. Γιατὶ ἡ οὐσία μένει καὶ θ’ ἀναστηθῆ μὲ μεγαλύτερη δόξα, ὄχι ὅμως ὅλων. Ἡ μὲν λοιπὸν ἀνάσταση θὰ εἶναι κοινὴ γιὰ ὅλους, ἐνῶ ἡ ἔνδοξη ἀνάσταση θὰ εἶναι γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔζησαν ἐνάρετα».

  • Ἀπὸ τὸ ἐξαίρετο βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Φ. Κόντογλου «Μυστικὰ Ἄνθη» (ἐκδ. «ΑΣΤΗΡ», Ἀθῆναι) παραθέτουμε τὸ ἀκόλουθο ἀποκαλυπτικὸ περιστατικό:

  «Δὲ μὲ εἶχε θολώσει καλὰ-καλὰ ὁ ὕπνος, δὲν ξέρω ἂν ἤμουνα ξυπνητὸς ἢ κοιμισμένος, καὶ βλέπω μπροστά μου ἕναν ἄνθρωπο μὲ ἀλλόκοτη ὄψη. Ἤτανε κατακίτρινος, σὰν πεθαμένος, μὰ τὰ μάτια του ἤτανε σὰν ἀνοιχτὰ καὶ μ᾿ ἔβλεπε τρομαγμένος. Τὸ πρόσωπό του ἤτανε σὰν μάσκα… Ἐκεῖνο τὸ πλάσμα μ᾿ ἔκανε ν᾿ ἀνατριχιάσω. Τὸ κοίταζα, καὶ μὲ κοίταζε, δίχως νὰ μιλήσει, σὰν νὰ περίμενε νὰ τὸ γνωρίσω. Καὶ στ᾿ ἀλήθεια, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε τόσο ἀλλόκοτο, σὰν νὰ μοῦ εἶπε μία φωνή: «Εἶμαι ὁ τάδε!». Μόλις ἄκουσα τὴ φωνή, τὸν γνώρισα ποιὸς ἤτανε. Τότε κι ἐκεῖνος ἄνοιξε τὸ στόμα του κι ἀναστέναξε. Μὰ ἡ φωνή του σὰν νὰ ἐρχότανε ἀπὸ πολὺ μακριά, σὰ νά ῾βγαινε ἀπὸ κανένα βαθὺ πηγάδι.

  Ἔβλεπα πὼς βρισκότανε σὲ μία μεγάλη ἀγωνία, κι ὑπόφερα κι ἐγὼ μαζί του. Τὰ χέρια του, τὰ πόδια του, τὰ μάτια του, ὅλα φανερώνανε πὼς βασανιζότανε. Ἀπάνω στὴν ἀπελπισία μου, πῆγα κοντά του νὰ τὸν βοηθήσω, μὰ ἐκεῖνος μοῦ ῾κανε νόημα μὲ τὸ χέρι του νὰ σταματήσω.

  Ἄρχισε νὰ βογκᾶ, μὲ τέτοιον τρόπο, ποὺ πάγωσα. Ἔπειτα μοῦ λέγει: «δὲν ἦρθα, μὲ στείλανε. Ἐγὼ ὁλοένα τρέμω! Βρίσκομαι σὲ ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ λυπηθεῖ. Θέλω νὰ πεθάνω, μὰ δὲ μπορῶ. Ἄχ! Ὄσα ἔλεγες βγήκανε ἀληθινά. Θυμᾶσαι, λίγες μέρες πρὶν πεθάνω, ποὺ ἦρθες στὸ σπίτι μου καὶ μιλοῦσες γιὰ θρησκευτικά; Ἤτανε καὶ δυὸ ἄλλοι φίλοι μου, ἄπιστοι κι αὐτοὶ σὰν κι ἐμένα. Ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσες, ἐκεῖνοι χαμογελούσανε. Σὰν ἔφυγες, μοῦ εἴπανε: Κρῖμα, νά ’χει τέτοιο μυαλό, καὶ νὰ πιστεύει στὶς ἀνοησίες ποὺ πιστεύουνε οἱ γριές! Μία ἄλλη μέρα, σοῦ εἶχα πεῖ ὅπως καὶ πολλὲς ἄλλες φορές: «Βρὲ Φώτη, μάζευε λεφτά, θὰ πεθάνεις στὴν ψάθα. Βλέπεις ἐγὼ πόσα ἔχω, καὶ πάλι θέλω κι ἄλλα».

  Τότε μοῦ εἶπες: «Ἔχεις κάνει συμβόλαιο μὲ τὸν χάρο πὼς θὰ ζήσεις τόσα χρόνια ποὺ θέλεις, γιὰ νὰ καλοπεράσεις στὰ γερατειά σου;». Σοῦ λέγω ἐγώ: «Θὰ δεῖς πόσο χρόνο θὰ πάγω! Τώρα εἶμαι ἑβδομῆντα πέντε. Θὰ περάσω τὰ ἑκατό. Ἔχω ἐξασφαλίσει τὰ παιδιά μου, ὁ γιός μου βγάζει λεφτὰ πολλά, τὴν κόρη μου τὴν πάντρεψα μ᾿ ἕνα πλούσιο ἀπὸ τὴν Ἀβησσυνία, ἐγὼ κι ἡ γυναίκα μου ἔχουμε καὶ παραέχουμε. Ὄχι σὰν κι ἐσένα, ποὺ ἀκοῦς αὐτὰ ποὺ λὲν οἱ παπάδες, Χριστιανικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν. Τί θὰ βγάλεις ἀπὸ τὰ Χριστιανικὰ τὰ τέλη; Παρὰ νά ’χεις στὴν τσέπη σου, καὶ μὴ σὲ μέλει. Ἐγὼ νὰ δώσω ἐλεημοσύνη; καὶ γιατί ἔκανε φτωχοὺς ὁ πολυεύσπλαγχνος Θεός σας; γιὰ νὰ τοὺς θρέφω ἐγώ; Ἂμ βάζουνε ἐσᾶς καὶ ταΐζετε τοὺς τεμπέληδες, γιὰ νὰ πᾶτε στὸ Παράδεισο! Ἀκοῦς ἐκεῖ Παράδεισο; Ἐγὼ ξέρεις πὼς εἶμαι γιὸς παπᾶ, καὶ τὰ γνωρίζω καλὰ αὐτὰ τὰ κόλπα. Μὰ νὰ τὰ πιστεύουνε αὐτὰ οἱ μικρόμυαλοι. Ὄχι ὅμως κι ἐσύ, ποὺ ἔχεις τέτοια σπουδή, καὶ νὰ πᾶς χαμένος. Ἐσύ, ὅπως πᾶς, θὰ πεθάνεις πρὶν ἀπὸ μένα, θὰ πάρεις καὶ στὸ λαιμό σου τὴν οἰκογένειά σου. Μὰ ἐγώ, σοῦ λέγω καὶ σοῦ ὑπογράφω, σὰν γιατρός, ποὺ εἶμαι, πὼς θὰ ζήσω ἑκατὸ δέκα χρόνια».

  Λέγοντας αὐτά, στριφογύριζε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, σὰν νὰ ψηνότανε ἀπάνω σὲ καμιὰ σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα ἀπὸ τὸ στόμα του: «Ἄχ! Οὔχ! Οὔ! Οὔ! Οὔ! Χού!»

  Ἡσύχασε γιὰ λίγο καὶ ξαναεῖπε: «Αὐτὰ ἔλεγα, μὰ σὲ λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι ἔχασα τὸ στοίχημα! Τί ταραχή! Τί τρομάρα τράβηξα!

  Σαστισμένος, μία βούλιαζα καὶ μία ἀνέβαινα ἀπάνω, καὶ φώναζα: Ἔλεος! μὰ κανένας δὲν μ᾿ ἄκουγε. Ἕνα ρεῦμα μὲ κλωθογύριζε σὰν νά ’μουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τί τράβηξα ὥς τὰ τώρα, καὶ τί τραβῶ. Τί ἀγωνία εἶναι αὐτή! Ὅλα ὅσα ἔλεγες βγήκανε ἀληθινά, τὸ κέρδισες τὸ στοίχημα. Ἐγώ, τότε ποὺ βρισκόμουνα στὸ κόσμο ποὺ ζεῖς, ἤμουνα ὁ ἔξυπνος. Ἤμουνα γιατρός, κι εἶχα μάθει νὰ μιλῶ καὶ νὰ μ᾿ ἀκοῦνε, νὰ κοροϊδεύω τὴ θρησκεία, νὰ συζητῶ γιὰ χειροπιαστὰ πράγματα. Τώρα ὅμως βλέπω πὼς χειροπιαστὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ τὰ ἔλεγα παραμύθια καὶ χαρτοφάναρα. Χειροπιαστὴ εἶναι ἡ ἀγωνία ποὺ βρίσκουμε. Ἄχ! Τοῦτος θὰ εἶναι «ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τοῦτος θὰ εἶναι ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων!».

  Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου, κι ἄκουγα μονάχα τὰ βογκητά του, ποὺ καὶ κεῖνα σβήσανε σιγὰ-σιγά. Μὲ πῆρε λίγο ὁ ὕπνος, μὰ σὲ μία στιγμή, κατάλαβα νὰ μὲ σπρώχνει ἕνα παγωμένο χέρι. Ἄνοιξα τὰ μάτια μου, καὶ τὸν βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τὴ φορὰ ἤτανε ἀκόμα πιὸ φριχτὸς καὶ πιὸ μικρόσωμος. Εἶχε γίνει ἴσαμε ἕνα βυζανιάρικο παιδάκι, μ᾿ ἕνα μεγάλο γέρικο κεφάλι, ποὺ τὸ κουνοῦσε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ.

  Ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ μοῦ εἶπε: «σὲ λίγη ὥρα θὰ ξημερώσει καὶ θὰ ἔρθουνε νὰ μὲ πάρουνε ἐκεῖνοι ποὺ μὲ στείλανε!» Τοῦ λέω: «Ποιοὶ σὲ στείλανε;». Εἶπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως νὰ καταλάβω τίποτα. Ὕστερα μοῦ λέγει: «Ἐκεῖ ποὺ βρίσκομαι εἶναι κι ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ κείνους ποὺ σὲ περιπαίζανε γιὰ τὴν πίστη σου, καὶ τώρα καταλάβανε πὼς οἱ ἐξυπνάδες δὲν περνοῦνε παραπέρα ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο. Εἶναι καὶ κάποιοι ἄλλοι ποὺ τοὺς ἔκανες καλό, κι αὐτοὶ σὲ κακολογούσανε. Κι ὅσο τοὺς συχωροῦ­σες, τόσο αὐτοὶ γινότανε χειρότεροι. Γιατὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ τὸν κάνει ἡ καλωσύνη νὰ χαίρεται, αὐτὸς πικραίνεται, ἐπειδὴ τὸν κάνει νὰ νοιώθει τὸν ἑαυτό του νικημένο. Τοῦτοι βρίσκονται σὲ χειρότερη κατάσταση ἀπὸ μένα, καὶ δὲ μποροῦνε νὰ βγοῦνε ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ φυλακή τους γιὰ νά ’ρθουνε νὰ σὲ βροῦ­νε, ὅπως ἔκανα ἐγώ. Βασανίζονται πολὺ σκληρά, γιατὶ δέρνονται μὲ τὴ μάστιγα τῆς ἀγάπης, ὅπως εἶπε ἕνας ἅγιος.

  Πόσο ἀλλιώτικος εἶναι ὁ κόσμος ἀπ᾿ ὅ,τι τὸν βλέπαμε! Ἀνάποδος ἀπὸ τὴν ἔξυπνη ἀντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πὼς ἡ ἐξυπνάδα μας ἤτανε βλακεία, οἱ κουβέντες μας πονηρὲς μικρολογίες, κι οἱ χαρές μας Ψευτιὰ καὶ ἀπάτη.

  Ἐσεῖς ποὺ ἔχετε στὴν καρδιά σας τὸ Χριστό, καὶ ποὺ γιὰ σᾶς ὁ λόγος Του εἶναι ἀλήθεια, ἡ μονάχη ἀλήθεια, ἐσεῖς κερδίσατε τὸ Μεγάλο Στοίχημα, ποὺ μπαίνει ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς καὶ στοὺς ἀπίστους, αὐτὸ τὸ στοίχημα, ποὺ τὸ ἔχασα ἐγὼ ὁ ἐλεεινός, καὶ χάθηκα, καὶ τρέμω κι ἀναστενάζω, καὶ δὲ βρίσκω ἡσυχία: Ἀληθινά, στὸν ᾍδη δὲν ὑπάρχει πιὰ μετάνοια…

  Μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, τὸν ἔχασα ἀπὸ μπροστά μου».

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com