Στις αξίες της θρησκευτικής ελευθερίας, της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που αποτελούν το κεντρικό θέμα του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου των Αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αναφέρθηκε η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, σε μαγνητοσκοπημένο μήνυμά του, κατά την έναρξη των εργασιών του, στην Στοά του Αττάλου, στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, τη Δευτέρα, 27 Μαΐου 2024.
“Το τρίπτυχον της θεματικής του Συνεδρίου παραπέμπει εις τα αξιακά και κανονιστικά θεμέλια της ανοικτής κοινωνίας, της δημοκρατίας του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους, εις τον πυρήνα του συγχρόνου πολιτικού πολιτισμού, με άξονα τα δικαιώματα του ανθρώπου, τα οποία λειτουργούν ως βαρόμετρον διά τας απειλάς κατά της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας και διά τας θετικάς προοπτικάς του εμπράκτου και καθολικού σεβασμού της. Η δε εστίασις εις το ανθρώπινον δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας κατονομάζει την διάστασιν του Υπερβατικού, άνευ της οποίας είναι αδύνατον να θεμελιωθή ο απόλυτος σεβασμός προς το ανθρώπινον πρόσωπον”, επεσήμανε ο Παναγιώτατος, εκφράζοντας την ευαρέσκειά του προς τους διοργανωτές του Συνεδρίου. Στη συνέχεια τόνισε:
“Η Οικουμενική Διακήρυξις των δικαιωμάτων του ανθρώπου (10 Δεκεμβρίου 1948) αποτελεί «το πιθανότατα πιο γνωστό νομικό κείμενο στον σύγχρονο κόσμο», ένα «μανιφέστο ανθρωπισμού», που ανεδύθη μέσα από την μεγαλυτέραν ανθρωπιστικήν καταστροφήν εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος. Και σήμερον, 75 και πλέον έτη μετά την πανηγυρικήν Οικουμενικήν Διακήρυξίν των υπό των Ηνωμένων Εθνών, εις το Προοίμιον της οποίας χαρακτηρίζονται ως «το κοινό ιδανικό, στο οποίο πρέπει να κατατείνουν όλοι οι λαοί και όλα τα έθνη», τα δικαιώματα του ανθρώπου παραμένουν εις το κέντρον της πολιτικής επικαιρότητος ως σύμβολον δι’ ένα παγκόσμιον πολιτισμόν τεθεμελιωμένον επί του απολύτου σεβασμού της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας.
Βεβαίως, είναι ακριβώς αυτή η οικουμενική αξίωσίς των που αμφισβητείται εντόνως εις την εποχήν μας, κυρίως εκ μέρους των μη δυτικών λαών και πολιτισμών και των μη χριστιανικών θρησκειών. Τα δικαιώματα του ανθρώπου, με περισσήν ευκολίαν, χαρακτηρίζονται ως μία «αμιγώς δυτική ιδέα περί δικαίου», ακόμη και ως «δούρειος ίππος της Δύσης» διά πολιτισμικήν επιβολήν επί του λοιπού κόσμου. Και ευρύτερον, όμως, παρά τας επιμέρους προόδους που έχουν συντελεσθή εις το πεδίον της συνταγματικής κατοχυρώσεως και της διεθνούς προστασίας των, τα δικαιώματα του ανθρώπου παραβιάζονται βάναυσα και χρησιμοποιούνται ως πρόφασις και ως ανθρωπιστικός μανδύας διά παρεμβάσεις εις το εσωτερικόν άλλων κρατών. Καίριον πρόβλημα αποτελεί επίσης η αλόγιστος διεύρυνσις του περιεχομένου των, ώστε και ιδιωτικαί επιθυμίαι και επιλογαί να βαπτίζωνται «ανθρώπινο δικαίωμα». Διά τον λόγον αυτόν, και εις το μέλλον, τα δικαιώματα του ανθρώπου θα παραμείνουν χρέος, ζητούμενον και όχι εξασφαλισμένη πραγματικότης.
Πολλά διά την οικουμενικήν πορείαν των φαίνεται ότι εξαρτώνται από την στάσιν των θρησκειών απέναντί των, από την υιοθέτησιν των ανθρωπιστικών αιτημάτων των εκ μέρους των θρησκειών, από την συστράτευσιν των θρησκειών εις τον αγώνα διά τον σεβασμόν των. Και διά το θέμα των δικαιωμάτων του ανθρώπου ισχύει ότι, οιαδήποτε ανάλυσις της συγχρόνου καταστάσεως, η οποία δεν αναφέρεται και εις τον ρόλον της θρησκείας, είναι ελλιπής.
Ίσως τα δικαιώματα του ανθρώπου να είναι «το πιο αμείλικτο ερώτημα που τέθηκε ποτέ στις θρησκείες». Είναι το ερώτημα περί της στάσεώς των απέναντι εις τον ανθρωπισμόν, την ελευθερίαν, την ανοικτήν κοινωνίαν, τον πλουραλισμόν, απέναντι εις τας ιδικάς των ανθρωπιστικάς παραδοχάς, εν ερώτημα το οποίον δεν επιτρέπει υπεκφυγάς. Το διακύβευμα εις την συνάντησιν των θρησκειών με τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι η αποδοχή ή μη της οικουμενικής εμβελείας των. Αι θρησκείαι οφείλουν να κατανοήσουν ότι η Οικουμενική Διακήρυξις των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί κτήμα ολοκλήρου της ανθρωπότητος. Ευστόχως έχει γραφή, ότι «όποιος δεν αφήνει την οικουμενικότητα των δικαιωμάτων του ανθρώπου να κρίνη πρώτα τον ίδιο, δεν έχει κατανοήσει τίποτε από αυτήν».”
Ακολούθως, ο Παναγιώτατος, επισήμανε ότι στον χώρο της Ορθοδοξίας δεν υπάρχει ενιαία στάση απέναντι στα δικαιώματα του ανθρώπου. Και πρόσθεσε:
“Μπορεί να λεχθή ότι κυριαρχεί μία «αμυντική» τοποθέτησις απέναντι εις αυτά, μία υποψία ότι αποτελούν απειλήν διά τας κοινοτικάς παραδόσεις μας. Είναι βέβαιον ότι μία συνολικώς απορριπτική στάσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας απέναντι εις τα δικαιώματα του ανθρώπου και η θεώρησίς των ως αμέσου απειλής διά την ταυτότητά μας εκπηγάζει από παρανόησιν τόσον των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όσον και του Ορθοδόξου ήθους. Οφείλομεν να κατανοήσωμεν οριστικώς, ότι εάν απορρίπτωμεν συλλήβδην τα δικαιώματα του ανθρώπου, απαρνούμεθα εν σημαντικόν τμήμα της ιδικής μας ανθρωπιστικής παραδόσεως. Προφανέστατα, η Εκκλησία αναδεικνύει την Αλήθειάν της όταν στηρίζη τα δικαιώματα του ανθρώπου και όχι όταν συμπλέη με εθνικιστικά ιδεολογήματα.
Η Ορθοδοξία καλείται σήμερον να λειτουργήση ως θετική πρόκλησις εις τον σύγχρονον κόσμον, ως μία θεοκίνητος προοπτική ζωής και ελευθερίας εις μίαν εποχήν επαναπροσδιορισμού της ιεραρχήσεως των αξιών, τοποθετώντας εις την κορυφήν της αξιολογικής κλίμακος την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου και την ακεραιότητα της δημιουργίας.”
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο Παναγιώτατος, τόνισε ότι η Ορθοδοξία διαθέτει μία πλούσια παράδοση, μεγάλα πνευματικά αποθέματα, τα οποία πρέπει να αξιοποιηθούν στη συνάντηση με τα δικαιώματα του ανθρώπου. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο δικαίωμα και στην προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, υπενθυμίζοντας το άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά και τη σχετική μνεία που εμπεριέχεται στην Εγκύκλιο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη, το 2016.
“Το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας ανοίγει νέας θετικάς προοπτικάς εις τας θρησκείας, ενώ απαιτεί από αυτάς περισσότερον από την ανοχήν του διαφορετικού, η οποία, ούτως ή άλλως, δεν είναι άγνωστος εις αυτάς. Η αναγνώρισις του «δικαιώματος στη διαφορά» αποτελεί σπουδαίαν κατάκτησιν εις την ιστορίαν του πολιτισμού. Η διαφορετικότης όμως δεν είναι δυνατόν να συγκαλύψη τας υπαρχούσας κοινάς αξίας. Πανανθρώπιναι αξίαι ανήκουν εις το αξιακόν δυναμικόν των μεγάλων θρησκειών, το οποίον πρέπει να αναδεικνύεται. Αι θρησκείαι καλούνται να αναγνωρίσουν την Οικουμενικήν Διακήρυξιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου εις το σύνολόν της. Τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι αδιαίρετα. Δεν είναι δυνατόν να γίνεται επιλεκτική επίκλησις και χρήσις των.”
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Πατριάρχης, σημείωσε ανάμεσα σε άλλα:
“Πέραν πάσης αμφιβολίας, τα δικαιώματα του ανθρώπου αποτελούν μίαν πολύ σημαντικήν πολιτικήν κατάκτησιν, η οποία ωδήγησεν εις ένα ανθρωπινότερον κόσμον. Ουδεμία συζήτησις περί των κανονιστικών θεμελίων της παγκοσμίου κοινωνίας δύναται να αγνοήση τα δικαιώματα του ανθρώπου, τα οποία αποτελούν σήμερον λάβαρον της ανοικτής κοινωνίας και σύμβολον των αγώνων και των ελπίδων δι’ ένα δικαιότερον κόσμον. Είναι βέβαιον, ότι θα παραμείνουν και εις το μέλλον εν εκ των μεγάλων θεμάτων διά την ανθρωπότητα, μία διαχρονική έκφρασις του ανθρωπισμού.
Επαναλαμβάνομεν ότι η πορεία των δικαιωμάτων του ανθρώπου εξαρτάται από την στάσιν των μεγάλων θρησκειών απέναντί των. Επίσης, φρονούμεν ότι η πρόοδος εις την εφαρμογήν των διέρχεται από την αναγνώρισιν, την ορθήν κατανόησιν και την εφαρμογήν του δικαιώματος της ελευθερίας της θρησκείας. Η υποχώρησις του θρησκευτικού προσανατολισμού της ζωής εις τον Δυτικόν κόσμον, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, όχι μόνον δεν προωθεί τους στόχους των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά επηρεάζει αρνητικώς τον σεβασμόν των. Έχει προσφυώς γραφή, ότι «ομού μετά της λήθης ή της απωλείας της διαστάσεως του μυστηρίου της θρησκείας, εξαφανίζεται και η αίσθησις διά το απαραβίαστον της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας». Εν τη εννοία ταύτη, θεωρούμεν αναγκαίον τον διαθρησκειακόν διάλογον περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ο οποίος απελευθερώνει τας θρησκείας από την εσωστρέφειαν, που πάντοτε τροφοδοτεί τον φονταμενταλισμόν. Εις τον διάλογον αυτόν κάθε θρησκεία καλείται να αναπτύσση την σημασίαν των ιδικών της αρχών διά την εποχήν μας, διά τα μεγάλα θέματα και τας προκλήσεις των καιρών, διά την δικαιοσύνην και την ειρήνην, και να συμβάλλη εις την διαμόρφωσιν κοινών δράσεων.”
Κατά την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου, χαιρετισμό απηύθυναν ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος, εκπρόσωπος του Παναγιωτάτου, ο Εντιμ. Δήμαρχος Αθηναίων κ. Χάρης Δούκας, και οι Εντιμολ. κύριοι Αντώνιος Λυμπεράκης, Άρχων Μ. Ακτουάριος και Διοικητής του Τάγματος του Αγίου Ανδρέου των Αρχόντων των ΗΠΑ, και Αθανάσιος Μαρτίνος, Άρχων Έξαρχος και Πρόεδρος της Αδελφότητος Οφφικιαλίων “Παναγία Παμμακάριστος”. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Εκπρόσωπος του Εξοχ. Πρωθυπουργού της Ελλάδος, Εντιμ. κ. Ιωάννης Χρυσουλάκης, Γενικός Γραμματέας Αποδήμου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας.
……………………………………………………….
Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἐντιμολογιώτατοι Πρόεδροι τῶν τριῶν Σωματείων τῶν Ἀρχόντων τοῦ Θρόνου,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐξοχώτατε κύριε Πρόεδρε, ἐπίσημε ὁμιλητά εἰς τήν ἐκδήλωσιν,
Ἐκλεκτοί προσκεκλημένοι,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Χριστός Ἀνέστη!
Ἐν πασχαλίῳ ἀνατάσει καί πνευματικῇ εὐφροσύνῃ, δοξολογοῦντες τόν Ἀναστάντα Κύριον διά τά σωτήρια δωρήματα Αὐτοῦ, ἀπευθύνομεν ἐγκάρδιον χαιρετισμόν τιμῆς καί ἀγάπης πρός πάντας ὑμᾶς, τούς Ἐντιμoλογιωτάτους Ἄρχοντας Ὀφφικιαλίους τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τούς συναχθέντας ἐν τῷ κλεινῷ Ἄστει εἰς τήν Α’ Παγκόσμιον Συνάντησίν των, μεταφέροντες τήν εὐλογίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ ἡμῶν Πατριαρχείου.
Ἐπί μακρούς αἰῶνας, οἱ Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι προσέφερον πολυτίμους ὑπηρεσίας εἰς τήν Μεγάλην Ἐκκλησίαν, ἐξακολουθοῦν δέ καί σήμερον νά στηρίζουν τάς πρωτοβουλίας της, νά συμβάλλουν ποικιλοτρόπως εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ζωήν ὡς ἀρωγοί εἰς τό λατρευτικόν, διοικητικόν καί κοινωνικόν ἔργον τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τήν χριστιανικήν μαρτυρίαν ἐν τῷ κόσμῳ, ὡς σύνδεσμος μέ τούς θύραθεν θεσμούς καί ὡς ὑποστηρικταί τῶν δικαίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Χαιρόμεθα, διότι ἐσεῖς, οἱ σύγχρονοι Ἄρχοντες, συνεχίζετε τήν εὐλογημένην παράδοσιν τῶν φιλογενῶν λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι πάμπολλα καί ἀνεκτίμητα εἰργάσαντο διά τήν Ἐκκλησίαν καί τό Γένος. Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία σεμνύνεται δι᾿ ὑμᾶς καί σᾶς εὐλογεῖ. Ὁ Πατριάρχης σας σᾶς τιμᾷ, σᾶς ἀγαπᾷ, προσεύχεται δι᾿ ὑμᾶς καί τούς οἰκείους σας. Παρακολουθεῖ μέ πολύ ἐνδιαφέρον τά ἔργα σας, τήν προσφοράν σας εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί τήν κοινωνίαν, εἰς τήν καλλιέργειαν καί διαφύλαξιν τῶν ὑψηλῶν ἀξιῶν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν παραδόσεως, αἱ ὁποῖαι συγκροτοῦν τήν ταυτότητά μας. Ἡ πιστότης εἰς αὐτάς τάς ἀξίας διέσωσε τήν ἰδιοπροσωπίαν μας μέχρι σήμερον, καί μετ᾿ αὐτῆς συναρτᾶται ἡ μελλοντική μας πορεία.
Αὐτάς τάς πανιέρους παραδόσεις ὑπερασπιζόμεθα καί καλλιεργοῦμεν ἐν τῇ Πόλει καί ἐν τῇ οἰκουμένῃ, ἐμπνεόμενοι καί διδασκόμενοι ἀπό αὐτάς καί ἀξιοποιοῦντες τήν πολύτιμον αὐτήν παρακαταθήκην διά τήν ἀντιμετώπισιν, κατά τόν νόμον καί τά προστάγματα τοῦ Χριστοῦ, τῶν συγχρόνων προκλήσεων. Γενεά παρέρχεται καί γενεά ἔρχεται, καί ἡμεῖς οἱ ἐν τῇ Πόλει τοῦ Κωνσταντίνου φυλάσσομεν ἀμετακίνητοι, ἐν μέσῳ περιστάσεων καί περιπετειῶν ἀλλά καί εὐλογίας καί δόξης ἀνεκλαλήτου, τά σεβάσματα τοῦ Γένους, τόν τόπον καί τόν τρόπον τοῦ βίου τῶν πατέρων ἡμῶν.
Εἰς τήν Ὀρθόδοξον παράδοσίν μας, τό «ζητεῖν τά ἄνω» ὄχι μόνον δέν συνεπάγεται ἀδιαφορίαν διά τήν ζωήν καί τόν πολιτισμόν, ἀλλά ἐμπνέει καί ἐνισχύει τήν ἐγκόσμιον μαρτυρίαν μας. Ἡ Μετριότης ἡμῶν, καθ᾿ ὅλην τήν μακράν Πατριαρχίαν της, ὁμοῦ μετά τῶν πνευματικῶν, λειτουργικῶν καί ποιμαντικῶν εὐθυνῶν, ἀνέλαβε πολλάς πρωτοβουλίας, εἰρηνευτικάς, κοινωνικάς, πολιτιστικάς, οἰκουμενικάς, διαθρησκειακάς, οἰκολογικάς. Διεκηρύξαμεν, γεγονυίᾳ τῇ φωνῇ, τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τήν ἀλληλεγγύην, τήν ἀξίαν τοῦ ἀλληλοσεβασμοῦ καί τῆς συνεργασίας.
Ἐτονίσαμεν ὅτι ἡ ἀδιαφορία διά τόν αἰώνιον προορισμόν της συρρικνώνει τήν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν. Τά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου φέρουν τό στίγμα τῆς ματαιότητος, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ἀδιαφορεῖ διά τό Ὑπερβατικόν ἱκανοποιεῖται εὐκολώτερον, ἐλλείψει ὑψηλῶν στόχων. Ἡ ὑψίστη τελειότης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι ἔχει τήν ἀνάγκην τοῦ Θεοῦ διά τήν ὑπαρκτικήν ὁλοκλήρωσίν του.
Δέν εἴμεθα ἁπλῶς μία βιολογική ὀντότης. Ἡ ζωή μας δέν ἐξαντλεῖται εἰς τόν ἀγῶνα διά τήν ἐπιβίωσιν, διά τήν κάλυψιν τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν. Ἡ ἀνθρωπίνη ἀξιοπρέπεια καί ὁ ἀπόλυτος σεβασμός της δέν εἶναι δυνατόν νά θεμελιωθοῦν ἐπί μιᾶς νατουραλιστικῆς θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχομεν ἀνάγκην ὑπερβατικοῦ προσανατολισμοῦ καί πνευματικῶν ἀξιῶν, πού μᾶς ἐμπλουτίζουν ὑπαρξιακῶς καί τρέφουν τό ἠθικόν μας αἰσθητήριον.
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐπαναλαμβάνομεν ὅτι ἐν τῷ προσώπῳ ὑμῶν ἔχομεν φιλογενεῖς, προθύμους καί δυναμικούς συναγωνιστάς καί συνεργάτας εἰς τό διακονικόν ἔργον τῆς Ἐκκλησίας. Χαιρόμεθα ὅτι ὁ καθείς ἐξ ὑμῶν ἔχει εἰς τόν χῶρον του καί κατά τά χαρίσματά του πολύτιμον συνεισφοράν. Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκην ἀνθρώπων ὅπως ἡ Ἐντιμολογιότης σας. Ἐκτιμῶμεν τάς πολλάς ἱκανότητάς σας καί τόν ἔνθεον ζῆλον σας, τήν πιστότητα εἰς τήν πατρῴαν παρακαταθήκην καί τό σύγχρονον πνεῦμα σας, τήν σύνεσιν καί τήν ἀποφασιστικότητά σας. Γνωρίζομεν τήν προσφοράν σας εἰς τήν εὐρυτέραν καρποφορίαν τῶν πρωτοβουλιῶν τῆς Ἐκκλησίας. Καί δοξάζομεν τόν Θεόν, ἐν ἐπιγνώσει ὅτι ἡ Θεία Χάρις εἶναι αὐτή πού θεραπεύει τά ἀσθενῆ καί ἀναπληροῖ τά ἐλλείποντα, καί ὅτι «τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. η’, 37). Ἡ θυσιαστική προσφορά, ὅπου καί ἄν συναντᾶται, ὑπερβαίνει τό ἀνθρώπινον μέτρον καί φέρει τόν χαρακτῆρα θείας δωρεᾶς.
Θεωροῦμεν μεγάλην εὐλογίαν ὅτι πραγματοποιεῖται σήμερον ἡ Α’ Παγκόσμιος Συνάντησις τῶν Ἀρχόντων τοῦ Θρόνου. Κατά τά τελευταῖα ἔτη ἔγιναν πολλαί προσπάθειαι διά νά εὑρεθῇ τρόπος στενοτέρας συνεργασίας τῶν Σωματείων τῶν Ἀρχόντων. Ἡ σημερινή Συνάντησις εἶναι εὐκλεής καρπός αὐτῶν τῶν προσπαθειῶν. Χαιρόμεθα δέ ἰδιαιτέρως διά τό γεγονός ὅτι εἷς ἐκ τῶν βασικῶν στόχων τῆς ἐκδηλώσεως εἶναι ἡ εὐρυτέρα στήριξις τοῦ Ecumenical Patriarch Bartholomew Foundation, ἑνός νεοσυστάτου ἀξιαγάστου θεσμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς κεντρικόν σκοπόν τήν ὁριστικήν λύσιν τῶν οἰκονομικῶν θεμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τήν κάλυψιν τῶν δαπανῶν διά τό πολυσχιδές ἔργον του. Ἐλπίζομεν ὅτι ἡ καρποφορία τῆς κοινῆς αὐτῆς μεγάλης προσπαθείας θά ἐγγράψῃ τό ὄνομα τῶν θεσμικῶν ὀργάνων τῶν Ὀφφικιαλίων τοῦ Θρόνου μέ ἀνεξίτηλα γράμματα εἰς τάς δέλτους τῆς ἱστορίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ λύσις δύναται νά δοθῇ μόνον μέ γενναίαν κοινήν προσπάθειαν καί συνδρομήν. Τό ζητούμενον εἶναι ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἐγχειρήματος καί αὐτή μόνον μέ εὐρεῖαν συμμετοχήν τῶν ἀνά τήν οἰκουμένην Ἀρχόντων δύναται νά ἐξασφαλισθῇ. Πάντως, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀξιολογεῖ τήν ἵδρυσιν καί ἀνάπτυξιν τοῦ ἐν λόγῳ θεσμοῦ ὡς ἕν νέον κεφάλαιον εἰς τήν ἱστορίαν τῆς προσφορᾶς τῶν Ἀρχόντων πρός αὐτήν.
Περαίνοντες τόν λόγον, ἐκφράζομεν τόν ἔπαινον καί τάς εὐχαριστίας τῆς ἡμῶν Μετριότητος πρός τούς ἐμπνευστάς καί ὀργανωτάς αὐτῆς τῆς Α’ Παγκοσμίου Συναντήσεως τῶν Ἀρχόντων τοῦ Θρόνου, ὑπό τήν σκέπην τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου, τῆς «εἰκόνος τῶν εἰκόνων» τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ καί προστάτιδος τῆς ὁμωνύμου Ἀδελφότητος, τοῦ Πρωτοκλήτου τῶν Ἀποστόλων Ἀνδρέου, τοῦ καί ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας, καί τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καί πρώτου θεολόγου τῆς ἐλευθερίας Παύλου. Εὐχαριστοῦμεν τόν Ἐξοχώτατον κύριον Εὐάγγελον Βενιζέλον, τόν ἐπιφανῆ μύστην καί καθηγητήν τῆς Νομικῆς Ἐπιστήμης, διά τήν παρουσίαν καί τούς σοφούς του λόγους. Πρός πάντας ὑμᾶς, τούς Ἐντιμολογιωτάτους Ἄρχοντας καί τάς προσφιλεῖς οἰκογενείας σας, εὐχόμεθα ὑγείαν καί πᾶσαν ἄνωθεν εὐλογίαν.
Ἐνώπιον τῶν Ὀφφικιαλίων μας συνηθίζομεν νά ὑπενθυμίζωμεν ὅτι ἐπιθυμία ἡμῶν εἶναι νά συναντώμεθα εἰς τήν Πόλιν τοῦ Κωνσταντίνου, εἰς τήν παλαίφατον Καθέδραν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἐκεῖ ὅπου φυλάσσονται ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ καί ἐν δυνάμει Θεοῦ τά ὅσια καί τά ἱερά τοῦ Γένους. Αἰσθανόμεθα ἰδιαιτέραν ἱκανοποίησιν, ὅταν σᾶς ὑποδεχώμεθα εἰς τήν Βασιλεύουσαν. Εἴμεθα δέ βέβαιοι, ὅτι μαζί μέ τήν χαράν τήν ὁποίαν δίδετε εἰς ἡμᾶς, θά ζῆτε καί ἐσεῖς μοναδικάς συγκινήσεις, βιώματα ὄχι ἁπλοῦ ἐπισκέπτου, ἀλλά «ἐπιστροφῆς εἰς τάς ρίζας», εἰς τήν πνευματικήν πατρίδα, εἰς τόπους ἱερούς καί οἰκείους, ὅπου οἱ Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι, κατά τούς Βυζαντινούς αἰῶνας, προσέφερον πολυτίμους ὑπηρεσίας εἰς τό κράτος καί τήν Ἐκκλησίαν, μετά δέ τήν Ἅλωσιν ἦσαν στήριγμα τῆς ἀρχούσης καί πασχούσης Ἐκκλησίας, ἀναντικατάστατοι βοηθοί εἰς τό ζωτικόν οἰκουμενικόν ἔργον της. Ἐδῶ εἰς τήν Πόλιν, σᾶς ἀποκαλύπτεται ἡ διάστασις τοῦ βάθους τῆς τιμῆς τοῦ νά ἀνήκετε εἰς τήν χορείαν τῶν Ἀρχόντων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Μέ τοιαύτας σκέψεις καί αἰσθήματα ἀγάπης καί ἐκτιμήσεως, σᾶς εὐλογοῦμεν ἀπό τήν Πόλιν καί ἐπικαλούμεθα ἐπί πάντας ὑμᾶς καί ἐπί τούς ἡγαπημένους σας τήν χάριν καί τό ἔλεος τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου