Μακαριστού αρχιμανδρίτου Αθανασίου Μυτιληναίου
Απόσπασμα από απομαγνητοφωνημένη ομιλία (83η) στις «Πράξεις των Αποστόλων» με θέμα:
ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟΝ ΤΟΥ
ΠΑΠΑ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
[εκφωνήθηκε στον Ι.Ν. Αγίου Χαραλάμπους
Λαρίσης στις 7-02-1988]
Όπως θα ενθυμείσθε, ευρισκόμεθα πάντα βεβαίως στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων», στο 8ο κεφάλαιο εις τους στίχους 14 και 15, όπου εκεί αναφέρεται ένα στοιχείον ιεραποστολής, δηλαδή ότι τα Ιεροσόλυμα ήδη θεωρούνται κέντρον ιεραποστολής.
«Ἀκούσαντες
δὲ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις ἀπόστολοι ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν
πρὸς αὐτοὺς τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην· οἵτινες καταβάντες προσηύξαντο
περὶ αὐτῶν ὅπως λάβωσι Πνεῦμα Ἅγιον». Βλέπομε ότι απέστειλαν προς
αυτούς, δηλαδή τους Σαμαρείτας, εκεί που ο Φίλιππος ο διάκονος είχε
ευαγγελιστεί το Ευαγγέλιον, απέστειλαν τώρα, αφού άκουσαν στα Ιεροσόλυμα περί
της αποδοχής του Ευαγγελίου, τον Πέτρον και τον Ιωάννην.
Ποιοι απέστειλαν; Το σώμα των Αποστόλων. Θα παρακαλέσω ιδιαιτέρως να προσέξετε,
αγαπητοί μου, αυτό το σημείο είναι επίκαιρον όσον ποτέ άλλοτε, όπως θα δείτε
στη συνέχεια. Είναι δε πολύτιμο χωρίο
αυτό, διότι δείχνει ότι δεν
αποστέλλει κανείς ως πρόσωπον, παρά μόνον σαν σώμα. Έτσι, εάν ο Απόστολος Πέτρος ήτο ανώτερος από τους λοιπούς Αποστόλους,
δεν θα είχε την ανάγκη βεβαίως να τον αποστείλει κάποιος. Αλλά μόνος του θα
επρογραμμάτιζε και θα εκινείτο για μια αποστολή. Όμως λέει σαφώς εδώ το βιβλίο των «Πράξεων» ότι
απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρον και τον Ιωάννην. Ποιοι απέστειλαν; Θα λέγαμε,
ποιο είναι το υποκείμενον του «ἀπέστειλαν»; Το σώμα των Αποστόλων. Άρα δεν είναι ο Απόστολος Πέτρος ανώτερος από
τους άλλους Αποστόλους, αλλά ανωτάτη αρχή είναι το σώμα των Αποστόλων.
Δηλαδή ο σύλλογος των Αποστόλων.
Γιατί είναι σπουδαίο το θέμα; Διότι σήμερα έχομε το λεγόμενον «πρωτείον»
του επισκόπου Ρώμης, δηλαδή του Πάπα. Αυτός
προτείνει το «πρωτείον» του. Βέβαια, το «πρωτείον» αυτό από αιώνες πίσω το
επρότεινε, αλλά πια, με συνοδική πράξη
καθιερώθηκε το «πρωτείον» και το «αλάθητον» του επισκόπου Ρώμης. Ότι δηλαδή
αυτό που θα πει, δεν περιέχει λάθος. Είναι γνωστό ότι όλοι μπορούμε να κάνομε
λάθος, αλλά η αλήθεια δεν είναι στα
πρόσωπα, αλλά πάλι στο σώμα της Εκκλησίας. Ό,τι εν Συνόδοις η Εκκλησία καθόρισε και διεκήρυξε. Αυτό δεχόμεθα.
Δεν έχει, λοιπόν, ένα πρόσωπο α ή β την αλήθεια, αλλά η Εκκλησία έχει την αλήθεια.
Βέβαια τόσο το «πρωτείον», όσο και το «αλάθητον» είναι εκείνα τα οποία
έχουν δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα
εις την Ανατολήν και εις την Δύσιν. Επειδή δε στην εποχή μας υπάρχει μία έντονη
δραστηριότητα, όπως είναι γνωστό, για την ένωση των Εκκλησιών, μάλιστα τελευταία είδατε και ο ημέτερος
Πατριάρχης [εδώ ο μακαριστός γέροντας αναφέρεται στον τότε πατριάρχη
Δημήτριο] επήγε εις την Ρώμην, όπως και
ο προκάτοχος[:ο Αθηναγόρας] είχε
σχέσεις με το Βατικανόν και οι Χριστιανοί αναρωτιώνται και λέγουν τι πρέπει
να γίνει, τι σημαίνει αυτό, μερικά πράγματα δεν αρέσουν, σε άλλους αρέσουν, δεν
κατανοούν ίσως μερικά πράγματα. Εγώ τουλάχιστον δέχομαι πάρα πολλές απορίες.
Δέον να θεωρηθεί ότι αυτά που θα πούμε, ό,τι θα πούμε, φυσικά δεν εξαντλούμε το
θέμα, απλώς ό,τι ερμηνευτικά θα βγάλομε από το ιερόν κείμενον, δέον να θεωρηθεί
ότι είναι και μία απάντησις στις αλλεπάλληλες
απορίες που δέχομαι, αυτές που απαντούμε την Δευτέρα.
Θα λέγαμε ότι εκτός από τις
αιρετικές θέσεις που έχει σωρρεύσει η Δύσις κατά την διάρκεια των αιώνων,
καθιστούν όμως την Εκκλησίαν της Δύσεως, δηλαδή την λεγομένη Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία, μία εκκλησία εκκοσμικευμένη. Εγώ δεν θα ήθελα να μείνω στα θέματα
εκείνα που έχει πάρει μία αιρετική θέση. Εννοώ δηλαδή το filioque ή
ό,τι άλλο. Δεν θα ‘θελα να μείνω γιατί ούτε ο χρόνος μένει, ούτε έχομε
ιδιαιτέρα αρμοδιότητα. Θα ‘θελα να μείνω
μόνο σε αυτό το σημείο της εκκοσμικευμένης Δυτικής Εκκλησίας. Αυτό νομίζω ότι
είναι κεφαλαιώδους σημασίας∙ διότι εκκοσμικευμένη Εκκλησία θα πει εκκλησία που
δεν σώζει πια.
Βέβαια περιττόν να σας πω ότι και
η δική μας Εκκλησία δέχεται αρκετήν εκκοσμίκευσιν και πρέπει να αγρυπνούμε
πάνω εις το σημείον αυτό. Θα ευχόμουνα και θα ήθελα έτσι να είναι, ο λόγος του
Θεού πάντα απερίτμητος, να μην είναι εκκοσμικευμένος, για να μπορεί να σώζει.
Δηλαδή δεν θα υπήρχε μεγαλύτερο αμάρτημα
από μένα, να σας προσφέρω εκκοσμικευμένο λόγο Θεού. Είναι το βαρύτερο
αμάρτημα. Γιατί οποιοδήποτε άλλο αμάρτημα κι αν κάνω ή κάνετε, μπορούμε να
συγχωρεθούμε. Αλλά εάν εκκοσμίκευσουμε
τον λόγο του Θεού και την Εκκλησία, πώς θα σωθούμε; Διότι τίνι τρόπω σωζόμεθα; Δια του λόγου του Θεού και δια της
Εκκλησίας. Εάν αυτά τα εκκοσμικεύσομε πώς θα σωθούμε; Δεν έχομε τον τρόπο
να σωθούμε.
Όταν λέμε «εκκοσμίκευση», θα θέλαμε να πούμε ότι είναι το εξής: Όταν
βάλομε κοσμικά στοιχεία μέσα στην Εκκλησία και αυτά να διέπουν και να
λειτουργούν την Εκκλησία. Τι είναι τώρα αυτά τα κοσμικά στοιχεία; Ένα πάρα πολύ, εξόφθαλμο, θα λέγαμε κοσμικό στοιχείο, εξόφθαλμο, είναι ποιο
λέτε; Το ότι η Εκκλησία της Δύσεως,
δηλαδή η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, αποτελεί κράτος. Ο δε, θα λέγαμε, αρχηγός
αυτής της Εκκλησίας, ο επίσκοπος Ρώμης, αυτός
είναι ταυτόχρονα και αρχηγός κράτους.
Αν πάει κάπου, σε οποιοδήποτε μέρος της Γης, δεν θα του αποδοθούν τιμές ως
αρχηγού της Εκκλησίας, μπορεί να του αποδοθούν, μπορεί και να μην του
αποδοθούν, αυτό αναλόγως. Αν υποτεθεί ότι πηγαίνει σε ένα κράτος που δεν είναι
χριστιανικόν, γιατί να του αποδοθούν τιμές θρησκευτικού αρχηγού; Πάει στην
Κίνα, πάει στην Ιαπωνία. Αλλά επειδή είναι αρχηγός κράτους, του αποδίδονται
τιμές αρχηγού κράτους.
Βέβαια ένα κρατίδιο είναι.
Είναι ένα κομματάκι της Ρώμης, της
πόλεως της Ρώμης· ένα κομματάκι είναι. Θα λέγαμε, ξέρω γω, κάποια
τετράγωνα. Ένα πολύ μικρό. Αυτό είναι κράτος. Κι έχει όλα τα χαρακτηριστικά του
κράτους. Έχει διπλωματικόν σώμα, έχει υπουργούς κ.ο.κ. Ό,τι έχει ένα κράτος.
Έχει διπλωματικές σχέσεις με όλους τους λαούς της γης, έχει υπουργείο
Εσωτερικών, έχει υπουργείο Εξωτερικών κ.ο.κ. Αυτό τώρα γίνεται βέβαια μια
αφετηρία να εκκοσμικευθεί και ολόκληρη η Εκκλησία. Σημειώσατε δε ότι οι ιεροί κανόνες απαγορεύουν ρητώς ο εκκλησιαστικός
άρχων να είναι ταυτόχρονα και πολιτικός ή κοσμικός άρχων. Ρητώς απαγορεύεται!
Δεν μπορεί κανείς να έχει αυτές τις δύο εξουσίες. Ή την μία θα έχει ή την άλλη.
Πρέπει μόνο να σας κάνω μία παρατήρηση, ότι άλλο πράγμα είναι ο
εθνάρχης, δηλαδή όταν ένας επίσκοπος ή αρχιεπίσκοπος ή Πατριάρχης, σε κάποια
στιγμή που μία περιοχή, γεωγραφική περιοχή έχει υποδουλωθεί σε εχθρούς και
αυτός ο λαός που είναι υποδουλωμένος, δεν έχει πλέον τον τρόπον να κυβερνηθεί,
τότε θρησκευτικός ηγέτης αναλαμβάνει, θα λέγαμε, την διακυβέρνηση, κάτω από
κατοχή, εννοείται, πάντοτε, αυτού του λαού. Αυτό είναι, θα λέγαμε, το αξίωμα του εθνάρχου. Δεν είναι όμως
πολιτικόν πρόσωπον. Απλώς είναι ένα πρόσωπον που σε μία κατάσταση ανάγκης
προστατεύει τον λαό του Θεού. Αυτό το φαινόμενο το είχαμε και θα το έχομε
στην Ιστορία, όσο κρατήσει η Ιστορία, σε παλιότερα χρόνια, όταν εδάφη βυζαντινά
κατελαμβάνοντο από τους Άραβες, όπως η Δαμασκός, με τον άγιο Ιωάννη τον
Δαμασκηνό, ο οποίος, ξέρετε πρώτα είχε πολιτικόν αξίωμα, αλλά πριν όμως
αφιερωθεί και γίνει μοναχός. Και μάλιστα τον κατηγορούσαν γι'αυτό, επειδή ήτο
χριστιανός και ήτο βεβαίως στην εξουσία και τη διακυβέρνηση μωαμεθανού και ούτω
καθεξής, έτσι για να διακυβερνάται ο
λαός του Θεού. Μόνον αυτό.
Όπως ήσαν οι Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως κατά την διάρκεια της
τουρκικής κατοχής, όταν δεν είχαμε
δηλαδή κράτος ελληνικόν. Και οι Πατριάρχαι έπαιζαν έναν διπλό ρόλο, αλλά ως
εθνάρχαι, όχι όμως ότι κινούσαν επαναστάσεις ή ό,τι άλλα. Απλώς ότι επιτηρούν αυτόν τον λαό του Θεού που δεν έχει κυβέρνηση. Γιατί;
Αφού είναι κάτω από κάποια κατοχή; Όταν
όμως, όπως ήταν ο προκάτοχος της Κύπρου, ο Μακάριος, αναλάβει πολιτικήν
εξουσίαν, αυτό είναι απαράδεκτον. Είναι
απαράδεκτον. Τώρα τι αυτό μπορεί να κοστίσει από πολιτικής πλευράς ή όχι,
αυτό δεν ενδιαφέρει. Ενδιαφέρει μόνο ότι ο
θρησκευτικός ηγέτης δεν δύναται να είναι και πολιτικός ή κοσμικός ηγέτης.
Αυτό, αγαπητοί μου, πρέπει να το καταλάβομε, είναι ανάγκη. Όπως ένας ιερεύς δεν μπορεί να γίνει πρόεδρος της
κοινότητος ή δήμαρχος. Δεν μπορεί να γίνει. Απαγορεύεται από τους Κανόνες της Εκκλησίας μας.
Αυτό βεβαίως αρχίζει να έχει επιπτώσεις. Διότι δεν σταματά το πράγμα
εκεί. Εκκοσμίκευσις δε, σημαίνει να
αρχίζει να μπαίνει ο κόσμος, δηλαδή η νοοτροπία η κοσμική μέσα στην Εκκλησία.
Οπότε, για να μην πολυπραγμονώ, θα πει όχι να χριστιανικοποιείται ο κόσμος, να
εκχριστιανίζεται ο κόσμος, αλλά να κοσμικοποιείται η Εκκλησία. Όταν, λοιπόν,
κοσμικοποιούμε την Εκκλησία, αυτό λέγεται «εκκοσμίκευση». Ή να το πω ακόμη
αλλιώτικα: όχι να διορθώνουμε τη ζωή μας
με βάση το Ευαγγέλιο, αλλά να τροποποιούμε το Ευαγγέλιο με βάση αυτά που ζούμε.
Είναι αυτό που ακούμε διάχυτο στην εποχή μας, διάχυτο, ότι… «είδες», λέει, «αυτός έκανε ένα ωραίο κήρυγμα». Αυτό το «ωραίο» πού ήταν, ξέρετε
πού ήταν; Το ότι μπορούσε να πιάσει
στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν απλώς να προσαρμόσουν το Ευαγγέλιο στη σύγχρονη
πραγματικότητα. Και όχι τη σύγχρονη πραγματικότητα εις το Ευαγγέλιον.
Έτσι, να, τελευταία, ένα περιοδικό ντόπιο, εδώ, που βγαίνει, ήταν μία
παράγραφος, ευτυχώς μίλησε πολύ καλά εκεί ο ημέτερος επίσκοπος, ότι «να αναλάβει», λέει, «η Εκκλησία να κάνει ετούτα, εκείνα». Μα
αυτά ανήκουν στην πολιτεία, ανήκουν στην πολιτεία. Μια υπερβολική δραστηριότητα
ή ό,τι άλλα. Αυτά ανήκουν στην πολιτεία. Ότι «υπάρχουν», λέει, «κηρύγματα
που μιλάνε για τον… - ωραία», λέει, «κηρύγματα,
που ανήκαν σε μία εποχή παλιά, αλλά σήμερα δεν είναι σύγχρονα. Μιλάνε για
νηστεία, μιλάνε για εγκράτεια. Αυτά», λέει, «σήμερα δεν έχουν την θέση τους». Αυτό είναι, εάν υποτεθεί ότι υπάρχει ένα κήρυγμα, που δεν μιλάει για
την νηστεία, δεν μιλάει για την άσκηση, δεν μιλάει για τον σταυρό, δηλαδή το
σταυρικό Ευαγγέλιο, αυτό σημαίνει το κήρυγμα αυτό έχει εκκοσμικευθεί. Μα ένα
τέτοιο κήρυγμα δεν σώζει ποτέ. Δεν σώζει ποτέ! Γι'αυτό, σας είπα, δεχόμεθα
επιθέσεις εκ μέρους του κόσμου.
Μια
φορά είχα κάνει μία ομιλία εδώ και 25 χρόνια στην αεροπορία. Από τότε άλλαξαν
πολλοί αρχηγοί στο αεροδρόμιο, πολλοί, δηλαδή, διοικηταί. Ε, ζήτησαν από τον
Δεσπότη, τον Μητροπολίτη εδώ και με έστειλε εμένα η Μητρόπολις. Έκανα μία
ομιλία περί εγκρατείας εις τους οπλίτας, τους σμηνίτας. Όταν τελειώσαμε,
έρχεται ο Διοικητής και μου λέει - ήταν εκείνος ο καιρός που είχαμε πάει στο
φεγγάρι...
- Ξέρετε,
λέει, τώρα ο άνθρωπος επήγε στο φεγγάρι.
- Ναι,
λέω.
- Ξέρετε,
ο Πάπας Ρώμης λέει ετούτο ή εκείνο.
- Γιατί
μου τα λέτε αυτά; του λέγω.
Το’ παιρνε απέξω απέξω το θέμα για να μου πει ότι αυτά που είπα εις τους
οπλίτας περί αγνότητος και εγκρατείας, είναι αναχρονισμένα.
(Λέω:) -Κάνετε λάθος, κάνετε
λάθος, να με συγχωρείτε πάρα πολύ, αλλά δεν μπορεί να προσαρμόζεται το
Ευαγγέλιον εις τα ήθη μιας εποχής, αλλά τα ήθη μιας εποχής θα προσαρμόζονται
στο Ευαγγέλιον. Ο δείκτης δεν είναι η
εποχή, αλλά είναι το Ευαγγέλιον.
Πιστεύω να έγινα κατανοητός, τι σημαίνει «εκκοσμικευμένη εκκλησία». Αν λοιπόν μία Εκκλησία μπορεί έτσι να
κινείται, να προσαρμόζει μερικά πράγματα εφαμάρτως, τότε παύει να είναι
Εκκλησία σώζουσα. Είπα: «εφαμάρτως». Διότι βεβαίως υπάρχουνε μερικά
πράγματα τα οποία δεν μπορούν να αγνοηθούν σε μία εποχή. Αυτή τη στιγμή έχομε
ηλεκτρικόν ρεύμα. Αυτό δεν θα πείραζε, επειδή ίσως στην παλιά Εκκλησία υπήρχαν
κεριά, ε, υπήρχαν κεριά, γιατί δεν υπήρχε ηλεκτρικόν ρεύμα. Το ότι υπήρχε ο
φωτισμός, δεν είναι στοιχειώδες πράγμα, για να φωτίζονται οι άνθρωποι μέσα να
βλέπουν να διαβάζουν, να κινηθούν κ.λπ; Να τελέσουν το μυστήριον της Θείας
Ευχαριστίας; Αν τώρα δεν είναι κεριά και είναι ηλεκτρικοί λαμπτήρες, τι θα
πείραζε αυτό; Αυτό δεν λέγεται εκκοσμίκευσις. Απλώς είναι ότι η Εκκλησία
προσλαμβάνει μέσα στην ιστορική της πορεία στοιχεία εκείνα που μπορούν να την
βοηθήσουν. Θα χρησιμοποιήσει το αεροπλάνο, θα χρησιμοποιήσει το τρένο, το
αυτοκίνητο. Αυτό δεν είναι εκκοσμίκευσις. Καταλάβατε τι θα πει «εκκοσμίκευσις»,
σας το είπα.
Αλλά ένας πιστός, όταν ξέρει ότι κι αυτά που είναι ανώδυνα και
προσλαμβανόμενα από την Εκκλησία, ότι κάποτε μπορεί να οδηγήσουν, γιατί ο
άνθρωπος ξεχνάει, μπορεί να οδηγήσουν σε μίαν εκκοσμίκευση που δεν θα σώζει,
υπάρχουν φορές που αρνείται και αυτές τις περιπτώσεις.
Θα
μου επιτραπεί να πω το εξής. Μπορεί να
συνηθίσει κανένας απ’ αυτά τα ανώδυνα μερικά πράγματα, αυτά τα τεχνικά
μέσα. Μερικά πράγματα να τα συνηθίσει σε τέτοιο βαθμό… μήπως οι κασέτες που
έχομε, δεν είναι ένα πολιτιστικό στοιχείο, ένα τεχνικό στοιχείο της εποχής; Το
χρησιμοποιούμε. Είναι ανώδυνο. Δεν βλάπτει. Πάει ο λόγος του Θεού λίγο πιο
κάτω. Κι αν υποτεθεί ότι είχαμε πολύ κόσμο και βάζαμε μεγάφωνα για να
ακουγόμαστε και πιο κάτω, είναι αμαρτία αυτό; Αναμφισβήτητα όχι. Αν όμως συνηθίσομε σ’ αυτά και μας αρέσουν, τότε πολλές φορές
χωρίς να το καταλάβομε, αρχίζομε να εκκοσμικευόμεθα.
Ένα
μικρό παράδειγμα. Πηγαίνει κανείς πάντα με ένα αυτοκίνητο κάπου. Αν κάποια φορά
πει: «Δεν θα πάω με αυτοκίνητο», «Πώς θα πας;», «Με τα πόδια», τι κάνομε;
Αυτό που καθεαυτό δεν είναι κακό, αλλά
μπορεί να γίνει μια ευκαιρία για μένα ανέσεως ανεπιτρέπτου και συνεπώς
εκκοσμικεύσεως της ζωής μου, πρέπει να το σπάζω. Κατά καιρούς να το σπάζω.
Όπως ακριβώς στον στρατό γίνεται το εξής· θα ‘θελαν να βασανίζουν τους
στρατιώτες οι αξιωματικοί με το να τους κάνουνε καψόνια; Εγίνοντο κάποτε, τώρα
δεν θα γίνονται, γιατί θα περάσει από στρατοδικείο ο αξιωματικός αν θα κάνει
καψόνια. Όχι βεβαίως. Ο σκοπός είναι να σκληραγωγηθεί ο στρατιώτης, να του
πέσει ο εγωισμός. Κάποτε φορούσαμε την στολή. Κι αν βγαίναμε χωρίς στολή έξω
και μας τσιμπούσε η αστυνομία η στρατιωτική… ε, είχε φυλακή. Γιατί; Γιατί δεν
πρέπει να ξεχνάω ότι είμαι στρατιώτης. Μα, κάνει η στολή τον στρατιώτη; Λέει
ο…, ένας ξένος, δεν θυμάμαι πώς τον λένε, ψυχίατρος: «Δεν κάνει, αλλά κάνει». Γι’ αυτό και υπάρχει ειδική στολή στον
δικαστικό -υπήρχε- με την τήβενο. Γι'αυτό και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου
κάποτε φορούσε τήβενο. Γι'αυτό και ο ιερεύς φοράει τα ράσα. Μα κάνουν τα ράσα
τον παπά; Δεν κάνουν βεβαίως τα ράσα τον παπά, αλλά τον κάνουν. Το ίδιο και ο
στρατιώτης, και ο αξιωματικός κ.τ.λ. Η
στολή σού θυμίζει τι είσαι.
Έτσι, δεν είναι βεβαίως να σταματήσω εκεί. «Μπορώ να βάλω και πολιτικά», θα έλεγε ο στρατιώτης. Αλλά δεν θα
πρέπει, εγώ νομίζω ότι οι στρατιώτες πρέπει να φοράνε τη στολή τους άμα
βγαίνουν έξω. Θα μου πείτε: «Τι είναι
αυτά; Παρωχημένες ιδέες…». Για τους λόγους που σας εξηγώ τώρα. Γιατί πρέπει
ο στρατιώτης να θυμάται ότι είναι στρατιώτης. Γιατί να μη βγάλω κι εγώ τα ράσα
μου; Στην αρχαία Εκκλησία δεν φορούσανε ράσα. Αλλά μου θυμίζει τι είμαι. Αν το θέλετε και με εμποδίζει να πάω εκεί
που δεν πρέπει να πάω.
Ο
μαθητής φορούσε το πηλίκιο και η μαθήτρια την ποδιά. Τα βγάλαμε αυτά. Σας
ερωτώ, είναι σωστό αυτό; Για μια στιγμή, θα πει κανείς, είναι αδιάφορο. Δεν
μπορώ να πηγαίνω σχολείο χωρίς πηλίκιο; Το πηλίκιο θα με κάνει καλό μαθητή; Ή
χωρίς ποδιά; Ναι, αλλά… Για το «αλλά» όλη η κουβέντα. Ναι, αλλά … όταν αρχίσω
να μαθαίνω και να συνηθίζω, τότε θα ξεχάσω ότι είμαι μαθητής. Και πρέπει να το
πούμε αν είμεθα ειλικρινείς, ότι οι
σύγχρονοι μαθηταί μας ξέχασαν ότι είναι μαθηταί. Θα τους δείτε σε
ανεπίτρεπτους τόπους. Κάποτε να εμφανιστεί κανείς σε καφενείο μαθητής να μπει
μέσα να πιει το καφεδάκι του ή να παίζει μπιλιάρδο; Αδιανόητον! Τώρα; Ου! Σε
πολύ χειρότερους τόπους βρίσκονται και το πηλίκιον δεν βλάπτουν, όμως στην πραγματικότητα πρέπει να μάθομε
να τα κρατάμε αυτά. Γιατί; Γιατί είναι συγκρατητικά στοιχεία.
Με καταλάβατε λοιπόν ότι πολλά πράγματα που δεν έβλαπταν καθεαυτά, αλλά
τα κρατούμε. Είναι ανάγκη. Να τα κρατούμε! Γι’ αυτό πρέπει να σπάζομε κάθε
εποχή, όχι εμείς οι κληρικοί, κι εσείς οι λαϊκοί, όλοι μας, να σπάζομε μερικά
πράγματα και να λέμε: «Όχι, με τα πόδια».
«Όχι, θα κινηθώ έτσι, θα κάνω έτσι, για να σπάζω εκείνα τα οποία στο τέλος θα
με κάνουν να μη δεχθώ την άνεση». Η
νηστεία, η νηστεία είναι σπουδαίο στοιχείο. Μου σπάζει την καλοπέραση. Μου
σπάζει την ευμάρεια. Μου σπάζει τον ευδαιμονισμό. Όταν πω: «Αλάδωτο».
Μπαίνομε τώρα στη Σαρακοστή, σε δυο εβδομάδες. Αλάδωτο. Βλέπετε; Και δεν
εκκοσμικεύεται η Εκκλησία. Αλλά είπα πολλά.
Έτσι λοιπόν ήθελα να σας πω ότι εκτός
από αυτές τις αιρετικές θέσεις που έχει η Εκκλησία της Ρώμης, έχει το
εκκοσμικευμένο πνεύμα, το έχει, δυστυχώς, το έχει. Όσο για τις προτεσταντικές κοινότητες, εκείνοι πια δεν είναι καν
εκκλησία. Δεν είναι καν εκκλησία. Και απορώ και εξίσταμαι γιατί μπορούμε
μαζί τους να έχομε διαλόγους. Δεν μπορώ να το καταλάβω. Είναι μερικά πράγματα
που μου είναι ανεξήγητα. Ούτε καν
εκκλησία, διότι την εκκλησία τι την συνιστά; Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Αυτό δεν υπάρχει. Γιατί δεν υπάρχει;
Διότι δεν υπάρχει το μυστήριο της ιερωσύνης. Άπαξ και δεν υπάρχει το μυστήριο
της ιερωσύνης, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, δεν υπάρχει Εκκλησία.
Ακούσατε; Δεν υπάρχει Εκκλησία. Καταχρηστικώς
μπορούμε να λέμε «προτεσταντική εκκλησία». Δεν είναι Εκκλησία. Τι είδους
διάλογο μπορούμε να κάνομε με αυτούς και γιατί κι από πού και πώς και τι.
Αγαπητοί μου, όλα αυτά είναι αλλότρια πράγματα και θέλει πάρα πολλή
προσοχή. Γι’ αυτό σας είπα, το χωρίον αυτό είναι πολύτιμο. Θεωρείται δε κλασικόν χωρίον, για να αποδείξει ότι δεν υπάρχουν πρωτεία
μέσα εις την Εκκλησία. Διότι ο επίσκοπος Ρώμης δεν θα ήθελε να μείνει απλώς
στον χαρακτήρα τον διοικητικό. Είναι μία Εκκλησία. Ας το πούμε. Και να
μείνει στον διοικητικό της χαρακτήρα. Όπως μένει η Εκκλησία των Αθηνών, η
Εκκλησία της Αλεξανδρείας. Όχι. Αλλά
επιθυμεί και το έχει δείξει ανυποχωρήτως ότι θέλει να υποτάξει και να
υποδουλώσει όλες τις άλλες Εκκλησίες.
Έτσι, θα λέγαμε, πού στηρίζεται η Ρώμη για να κρατάει το Πρωτείον και το
αλάθητον; Εις τον Απόστολον Πέτρον. Βέβαια
περιττόν να σας πω ότι υπάρχουν κάποια συγγράμματα τα οποία είναι νόθα, τα
λεγόμενα «ψευδοκλημέντια», τα οποία πολύ περίεργα είναι. Πλαστογραφίες είναι,
πλαστογραφίες. Και που πάνω σ’ αυτά
στηρίζεται η Ρώμη, για να υποστηρίξει το πρωτείον της. Ερωτούμε: Ποιος ίδρυσε
την Εκκλησία της Ρώμης; Επικαλούνται τον Απόστολον Πέτρον. Μα ο Απόστολος
Πέτρος, όταν πήγε στη Ρώμη, δεν ίδρυσε την Εκκλησίαν της Ρώμης. Η Εκκλησία της
Ρώμης προϋπήρχε. Προϋπήρχε. Όταν ο Απόστολος Παύλος έστειλε από την Κόρινθο την
προς Ρωμαίους επιστολή του, δεν είχε πάει στη Ρώμη κανείς Απόστολος. Ούτε ο
Πέτρος, ούτε ο Παύλος. Διαβάστε, παρακαλώ, με λίγο προσοχή το πρώτο
κεφάλαιο στην προς Ρωμαίους επιστολή να δείτε τον Απόστολο Παύλο να λέει ότι
πολύ θα επιθυμούσε να γνωρίσει την Εκκλησία της Ρώμης. Και ηύχετο να του δοθεί
αυτή η ευκαιρία να πάει. Επήγε. Επήγε όμως…τον πήγανε. Γιατί πήγε δέσμιος ο
Παύλος για πρώτη φορά εις την Ρώμην. Ως δέσμιος που έφυγε από την Καισάρεια,
από Ιεροσύλυμα κ.τ.λ. κι έφθασε ως δέσμιος εις την Ρώμην. Εν τοιαύτη περιπτώσει
ιδρυτής ούτε ο Παύλος είναι, ούτε ο Πέτρος είναι. Απλώς ο Απόστολος Πέτρος εμαρτύρησε εις την Ρώμην. Αλλά θα λέγαμε ότι
και ο Απόστολος Παύλος εμαρτύρησε εις την Ρώμην. Δεν είναι αυτό επιχείρημα να
πούμε ότι μπορεί ο επίσκοπος μιας πόλεως να έχει το «πρωτείον».
Ακόμη… «πρωτείον», τι «πρωτείον»; Πρωτείον
που θα υποτάξει τους πάντας όλους. Για σκεφθείτε αυτό το πράγμα. Να
υποτάξει… λέει τώρα τελευταία ο επίσκοπος Ρώμης… τι είπε; Ότι «θα σεβαστούμε», λέγει, «την παράδοση της Ανατολής». Α, «θα σεβαστούμε». Δηλαδή; Σήμερα. Αύριο; Κι αν μας εισαχθεί μία
πνευματικότητα δυτικού τύπου; Τι γίνεται τότε; Είναι αμέσου, αγαπητοί μου,
πρακτικής, όλα αυτά που σας λέω. Δεν είναι απλές θεωρίες και μαλώνουμε για
κάποια πράγματα θεωρητικά. Διότι από την
πίστη μας εξαρτάται η πνευματικότητά μας, δηλαδή η πρακτική ζωή. Αν αυτή δεν
είναι ορθόδοξη, δεν είναι σωστή, τότε εισάγεται μια άλλου τύπου, άλλου είδους
πνευματικότης. Και αυτό είναι πάρα πολύ μεγάλο και σημαντικό.
Ακόμη, αν θέλετε, ο Απόστολος
Πέτρος δεν υπήρξε ποτέ επίσκοπος Ρώμης. Όχι ιδρυτής, αλλά ούτε επίσκοπος Ρώμης.
Σας είπα ότι ο Απόστολος Πέτρος δεν
στάθηκε επίσκοπος Ρώμης. Ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, ούτε τρίτος, αφού είχε ήδη ιδρυθεί η Εκκλησία της Ρώμης.
Αλλά διότι το αποστολικόν αξίωμα ήτο
ανώτερον του αξιώματος του επισκόπου και ήτο ανεπανάληπτον. Επί
παραδείγματι, εγκαθιδρύει επισκόπους ο Απόστολος Παύλος στις εκκλησίες που
ιδρύει, αλλά δεν γίνεται ο ίδιος Επίσκοπος. Διότι, σας ξαναλέγω, το αποστολικόν αξίωμα ήταν μοναδικό εις την
Ιστορία και ήταν κατώτερο το επισκοπικόν. Δεν μπορούσε λοιπόν ο Απόστολος να
γίνει επίσκοπος.
Ακόμη, θα λέγαμε, η Ρώμη δεν
προηγείται, δεν μπορεί να προηγείται σε μία διοικητική προτεραιότητα, αν λάβει
κανείς υπόψη ότι υπήρξαν Εκκλησίες, οι οποίες ιδρύθηκαν προ της Ρώμης. Η
πρώτη Εκκλησία είναι των Ιεροσολύμων, η πρεσβυτέρα Εκκλησία. Θα
‘πρεπε, θα λέγαμε, το Πατριαρχείον της Ιερουσαλήμ να έχει το προβάδισμα. Να είναι εκείνη που θα διοικεί, αλλά πώς θα
διοικεί; Όπως το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, χωρίς, όμως, να επιβάλλεται με τον τρόπον που θα ήθελε να επιβληθεί η
Ρώμη.
Αν θέλετε,
η Εκκλησία της Αντιόχειας προηγείται της
Εκκλησίας της Ρώμης. Προηγείται. Άρα,
δεν μπορούμε να πούμε ότι η Ρώμη έχει μία προτεραιότητα ιδρύσεως, για να φθάνει
να υποδουλώνει τις λοιπές Εκκλησίες. Η Ρώμη, όπως γράφει ο άγιος Ιγνάτιος
Αντιοχείας, είναι η «προκαθημένη τῆς ἀγάπης».
Είναι εις την προς Ρωμαίους επιστολή του, όταν πήγαινε για να μαρτυρήσει στη
Ρώμη και επειδή έμαθε ότι οι Ρωμαίοι Χριστιανοί ετοιμάζονται να βρουν τον τρόπο
να τον ελευθερώσουν, να μη μαρτυρήσει, αναγκάζεται να τους στείλει την επιστολή
εκείνη, για να τους παρακαλέσει μετά δακρύων να μην αποτρέψουν το μαρτύριό του. Βλέπετε ήταν ένδοξες εκείνες οι εποχές.
Όταν κανείς επιζητούσε το μαρτύριον. «Όχι», λέει, «σας παρακαλώ, σας ικετεύω, αν με αγαπάτε, κι όποιος έχει Πνεύμα Θεού»,
λέγει, «με καταλαβαίνει, μην αποτρέψετε το
μαρτύριό μου». Εκεί στο προοίμιον αυτής της επιστολής λέγει ότι η Ρώμη
είναι η «προκαθημένη τῆς ἀγάπης». Κι όταν λέει «προκαθημένη τῆς ἀγάπης», εννοεί
της αγάπης και όχι της διοικήσεως ή της αυθαιρεσίας ή της επιβολής ή της
υποδουλώσεως.
Έτσι, θα
λέγαμε, ο επίσκοπος Ρώμης, ο Πάπας Ρώμης,
σαν ανωτάτη αρχή που θέλει να λέγεται, από
ποιον αποστέλλεται; Για να ξαναγυρίσομε εις το κείμενο των Πράξεων; Από ποιον αποστέλλεται; Από κανέναν. Μόνος του αποφασίζει τι θα κάνει. Ενώ ο
Απόστολος Πέτρος, ο υποτιθέμενος ιδρυτής της ρωμαϊκής Εκκλησίας, ο
υποτιθέμενος, αποστέλλεται από το σώμα των Αποστόλων. Γι'αυτό σας είπα ότι
είναι μεγάλης αξίας το χωρίον αυτό.
Έτσι, μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, κανείς δεν
αποστέλλει. Αλλά όλοι αποστέλλονται, ως πρόσωπα, σε οποιονδήποτε βαθμόν και αν
ανήκουν, και αποστέλλονται πάντοτε από το σώμα της Εκκλησίας.
Στην
Αντιόχεια, για να πάρομε ένα δύο παραδειγματάκια, θα το δείτε αυτό, δεν είναι
μόνο τούτο το χωρίο στις «Πράξεις», στην Αντιόχεια, σημειώνει ο ευαγγελιστής
Λουκάς, στο κεφάλαιο το 13: «Λειτουργούντων αὐτῶν τῷ
Κυρίῳ –εννοείται των Χριστιανών και των προϊσταμένων των, δηλαδή η
Εκκλησία- καὶ νηστευόντων (:ενώ νήστευαν) εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον -Τι είπε το Πνεύμα το Άγιον;-· ἀφορίσατε
δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον(:
να μου ξεχωρίσετε λοιπόν τον Βαρνάβαν και τον Παύλον) εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς(:στο έργο που τους έχω Εγώ καλέσει. -Ποιος;
Το Πνεύμα το Άγιον. Τους καλεί σε ένα έργον. Βλέπετε το Πνεύμα το Άγιον; Είναι
πρόσωπον. Και καλεί). Τότε νηστεύσαντες –γιατί θα
μπορούσαν να πουν και ο Παύλος και ο Βαρνάβας: «Κύριοι, μας κάλεσε προσωπικώς το Πνεύμα το Άγιον. Τι; Θα πρέπει τώρα εσείς
να μας δώσετε καμιά ευλογία; Αφού μας καλεί ο ίδιος ο Θεός»- Τότε
νηστεύσαντες -Ποιοι; Οι άνθρωποι της Εκκλησίας- καὶ προσευξάμενοι (: και αφού προσευχήθηκαν) καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν».
Έβαλαν τα χέρια τους επάνω εις τας κεφαλάς των δύο Αποστόλων· Παύλου και
Βαρνάβα. Γιατί έβαλαν τα χέρια τους; Για
να πάρουν ειδικόν χάρισμα για την ιεραποστολή που το Πνεύμα το Άγιον παρήγγειλε
να αποσταλούν.
Βλέπετε,
παρακαλώ, εξάρτησιν; Το βλέπετε καθαρά. Θέλετε ακόμη κάτι άλλο; Όταν έγινε η
λεγομένη «πρώτη αποστολική Σύνοδος» στα Ιεροσόλυμα, για κάποια θέματα που είχαν
προκύψει στην Εκκλησία της Αντιοχείας… αυτά είναι γραμμένα στο 15 κεφάλαιο·
έστειλαν επιστολή, εν σώματι, και
γράφουν μεταξύ άλλων: «Ἒδοξεν
ἡμῖν γενομένοις ὁμοθυμαδόν -Α, «γενομένοις
ὁμοθυμαδόν». Δηλαδή αποτελούμε ένα σώμα και εφάνη καλό, «ἔδοξεν»,
«εφάνη καλό», «ἡμῖν», «σε εμάς». Όχι «ἐμοί».
Δεν στέλνει ο Πέτρος κάποια επιστολή και
να πει «ἔδοξε ἐμοί» κ.τ.λ. «Εφάνη καλό σε μένα». «Ἒδοξεν ἡμῖν», σε μας, στο σώμα της Εκκλησίας· που ήταν
Απόστολοι, ίσως όχι όλοι οι Απόστολοι, γιατί κάποιοι έλειπαν. Ήταν και ο άγιος
Ιάκωβος ο Αδελφόθεος ως πρώτος επίσκοπος της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ- ἐκλεξαμένους
ἄνδρας πέμψαι πρὸς ὑμᾶς(: εφάνη
καλό να διαλέξομε -λέει- κάποιους
άνδρας και να σας τους στείλομε) σὺν τοῖς
ἀγαπητοῖς ἡμῶν Βαρνάβᾳ καὶ Παύλῳ(:μαζί με τους αγαπητούς μας, τον Βαρνάβα
και τον Παύλο), ἔδοξε γὰρ τῷ ῾Αγίῳ Πνεύματι
καὶ ἡμῖν…». «Διότι εφάνη καλόν εις το Πνεύμα το Άγιον
και εις ημάς». Είναι ολόκληρη η διατύπωση αυτής της επιστολής,
διατύπωσις που δείχνει ότι δεν μιλάει
ένας άνθρωπος. Αλλά μιλάει το σώμα της Εκκλησίας κι αυτό όχι ερήμην του Αγίου
Πνεύματος. Βλέπει, λοιπόν, κανείς ποια
είναι η σωστή θέσις, το σωστό πολίτευμα της Εκκλησίας, εκείνο που δεν γεννάει
ποτέ μάχες.
Είναι το συλλογικόν πνεύμα. Είναι, σας είπα, η Σύνοδος, είναι όλα αυτά.
Μας το
δίδαξε ο Κύριος αυτό. Όταν ο Χριστός ήρθε στον κόσμον, ποτέ δεν είχε αναφορά
εις τον εαυτόν Του, αν και Θεός. «Οὐχ ἁρπαγμὸν
ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ (:διότι
δεν είχε εξ αρπαγμού την Θεότητα)». Δηλαδή ο Χριστός δεν ήταν Θεός γιατί άρπαξε από κάποιον άλλον, απ’ τον Πατέρα,
θεότητα, αλλά ήταν Θεός. Εντούτοις, με την ανθρωπίνη Του φύση τι κάνει;
Υποτάσσεται εις τον Πατέρα. Και τι κάνει; «Ποιεῖ τὰ ἀρεστὰ Αὐτῷ (:Κάνει
εκείνα που αρέσουν εις τον Πατέρα)».
Και τι λέγει όταν αποστέλλει τους μαθητάς Του; «Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς(:Όπως εμένα με έστειλε ο Πατήρ…)»
-γι'αυτό και ένα από τα ονόματα του Χριστού, από τα πλήθος ονόματά Του, πλήθος,
που εκφράζουν, εννοείται, ιδιότητες, είναι και ο τίτλος, το όνομα «Ἀπόστολος». Γιατί αποστέλλεται. Όπως και «ἂγγελος μεγάλης βουλῆς»
κ.ο.κ. «Όπως με έστειλε Εμένα ο Πατήρ, έτσι στέλλω
Εγώ εσάς».
Γιατί; Διότι η πηγή είναι ο Πατήρ. Και όλα έχουν την αναφορά τους εις τον
Πατέρα. Εάν, λοιπόν, ο Χριστός
αποστέλλεται και αποστέλλει και αποστέλλει γιατί αποστέλλεται, πόσο περισσότερο
ένας άνθρωπος, ό,τι υποτεθεί τίτλο μπορεί αυτός να έχει μέσα στην Ιστορία.
Λοιπόν,
καταλάβατε, σας παρακαλώ; Δεν ξέρομε αύριο τι θα κάνομε, τι θα γίνει, δεν ξέρω.
Βέβαια, δεν πρέπει να είναι μόνο ένας
διάλογος ή μία ένωσις,
ένωσις αγάπης,
αλλά και ένωσις αληθείας. Είναι εκείνο που λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ἐν ἀγάπῃ καὶ ἀληθείᾳ». Ούτε η αγάπη εις βάρος της αληθείας, ούτε η αλήθεια εις βάρος της
αγάπης. Διότι η αλήθεια ποια είναι παρακαλώ;
Είναι η Ορθοδοξία. Δεν μπορούμε,
λοιπόν, εις βάρος της Ορθοδοξίας να μιλάμε για αγάπη.
Αλλά
υπάρχει πάντοτε πονηρία εις τους ανθρώπους. Ξεκινούν με τον διάλογο της αγάπης.
Δεν θα υπάρξει ποτέ παρακάτω διάλογος
της αληθείας,
διότι τα δόγματα θέλομε να τα βάλομε μέσα εις το ψυγείον, δεν μας χρειάζονται.
Αυτό ειπώθηκε προ ετών, από δικής μας
πλευράς μάλιστα, κατά δυστυχίαν.
Όχι. Μας χρειάζονται, γιατί καθορίζουν την αλήθεια. Και θα πρέπει καθετί να
είναι «ἐν ἀγάπῃ καὶ ἀληθείᾳ». Αλλιώτικα, δεν συμφέρει.
Αγαπητοί
μου, δεν ξέρομε αύριο τι θα γίνει, δεν ξέρομε. Πάντως σας λέγω εγώ, έτσι το πιστεύω,
πείτε με ό,τι θέλετε πείτε με, ότι αν
υποτεθεί ότι θα μπορούσε να γίνει μία ένωσις των Εκκλησιών, χωρίς κάτι να διορθωθεί, όχι κάτι, να
διορθωθούν ό,τι υπάρχει στη Ρώμη,
θα ήτανε μία συμφορά. Διότι δεν είναι τίποτε άλλο η Ρώμη παρά μία χοάνη, μέσα στην οποία χοάνη, ό,τι πέσει,
χωνεύεται και χάνεται. Αυτό μόνο σας λέγω. […]
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον
πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο
ψηφιοποίηση
και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου
Κ.
· https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/prajeis/prajeis_083.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου