Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου καὶ οἰκουμενιστικαὶ ἐκκλησιολογίαι – 1ον
Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Καραλὴς
1ον
Εἰσαγωγὴ
Ἡ Ἐκκλησία, ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν θεωμένων, παύει νὰ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ μετατρέπεται σὲ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴ ζωντανὴ ἐμπειρία τῶν ἁγίων Πατέρων μὲ νέες θεολογικὲς κατασκευές, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἐπιστήσουμε τὴν προσοχὴ στὶς μεταβολὲς ποὺ σημάδεψαν τὴ σύγχρονη ἐκκλησιολογία. Στὸ πλαίσιο αὐτό, ἡ παροῦσα μελέτη ἐκκινεῖ ἀπὸ μία προσεκτικὴ ἀνάγνωση τῶν ἐν λόγῳ ἀλλαγῶν, γιὰ νὰ ἀναδείξει τὴν πορεία ποὺ ὁδήγησε στὴν ἀπώλεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.
Ἱστορική, θεολογικὴ καὶ κριτικὴ ματιὰ
Ἡ λατινικὴ ἀντίληψις τοῦ πρωτείου
Θὰ γίνει προσπάθεια, μὲ πολὺ ἁπλὸ τρόπο, νὰ γίνει μία ἀνάλυση, γιατί δὲν ἀπευθυνόμαστε μόνο στοὺς θεολόγους ἀλλὰ καὶ στὸν πιστὸ κλῆρο, μοναχοὺς καὶ λαό, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν αὐτὲς τὶς ἀντιλήψεις καὶ τὶς συνέπειές των.
Γιὰ τοὺς λατίνους λοιπόν, ἡ καθολικὴ ἐκκλησία εἶναι ἡ σύνοδος τῶν ἀποστόλων ποὺ ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν Πέτρο. Δηλαδὴ μεταφράζοντας, σύμφωνα μὲ τὴν λατινικὴ νοοτροπία ἔχουμε. Οἱ Ἀπόστολοι ὅταν ἵδρυαν Ἐκκλησίες ἄφηναν σὰν διαδόχους τους τοὺς ἐπισκόπους καὶ ἵδρυαν τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες. Γιὰ παράδειγμα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἵδρυσε τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἄφησε σὰν διάδοχό του τὸν ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν ποὺ ἦταν ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης. Αὐτὸς μετὰ ἄφηνε ἄλλους ἐπισκόπους καὶ ἔτσι φτάνουμε μέχρι τὸν σημερινὸ ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν. (αὐτὸ κατὰ τοὺς λατίνους ὀνομάζεται Ἀποστολικὴ διαδοχὴ). Αὐτὴ εἶναι μία τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Πέτρος ὅμως, σύμφωνα μὲ τοὺς λατίνους ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ ἦταν ὁ πρῶτος αὐτῆς ἐπίσκοπος!!! Μετὰ ἄφησε σὰν διάδοχό του τὸν Λίνο, μετὰ τὸν Ἀνάκλητο καὶ οὕτω καθεξῆς μέχρι τὸν σημερινὸ πάπα τῆς Ρώμης. Τώρα γιὰ τοὺς λατίνους τὸ πρόσωπο τοῦ Πέτρου εἶναι πολὺ σημαντικό, γιατί πάνω σ’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία. Πρέπει νὰ προσέξουμε καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό, ὄχι στὴν πίστη τοῦ Πέτρου ἀλλὰ στὸν ἴδιο τὸν Πέτρο (δηλαδὴ στὸ πρόσωπο) ὁ Χριστὸς ἄφησε τὴν Ἐκκλησία Του! Δηλαδὴ προσωποπαγὴς ἐκκλησία!!!. Βέβαια ὁ Πέτρος ἦταν θνητὸς καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει αἰώνια. Ἄρα ὁ ἴδιος χρειάζεται ἕνα ἀντικαταστάτη, ποὺ μετὰ τὸν θάνατό του, θὰ μποροῦσε νὰ πάρει αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἔδωσε στὸν Πέτρο καὶ ὁ ἴδιος θὰ γινόταν Πέτρος. Ὁ ἀντικαταστάτης αὐτὸς σύμφωνα μὲ τοὺς καθολικοὺς εἶναι ὁ ἑκάστοτε ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης καὶ πάπας! Οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, ὅταν πέθαναν ἄφηναν καὶ αὐτοὶ ἀντικαταστάτες στὶς διάφορες τοπικὲς ἐκκλησίες. Αὐτοὶ οἱ ἀντικαταστάτες ποὺ εἶχαν καὶ ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν Πέτρο, δηλαδὴ τὸν ἑκάστοτε πάπα, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πρῶτος, δημιουργοῦν τὴν καθολικὴ ἐκκλησία. Δὲν ὑπάρχει καθολικὴ ἐκκλησία ἂν δὲν ὑπάρχει καὶ κοινωνία μὲ τὸν πάπα τῆς Ρώμης . Τὸ πρόσωπο τοῦ Πέτρου εἶναι αὐτὸ ποὺ δίνει ἐγγύηση γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ γιὰ τὴν ἀποστολικότητα τῆς ἐκκλησίας. Καὶ ἐπειδὴ ὁ πάπας εἶναι ἀλάθητος ἀπὸ τὸν Θεό, ἄρα δὲν ὑπάρχει καμμιὰ περίπτωση ἡ λατινικὴ ἐκκλησία νὰ πέσει σὲ αἵρεση. Ἂν ἄλλος ἐπίσκοπος πέσει σὲ αἵρεση ὁ πάπας τὸν ἀλλάζει καὶ ἔτσι μόνο ὁ Πέτρος εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ὀρθοδοξίας!!! Ὅσοι χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν πρῶτο, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Πέτρο δημιούργησαν σχίσματα καὶ αἱρέσεις.
Οἱ λατῖνοι λοιπὸν νομίζουν ὅτι ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία εἶναι μία συνομοσπονδία τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ποὺ ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν πάπα τῆς Ρώμης ἀπ’ ὅπου πέρνουν τὴν ἐγγύηση γιὰ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἐπειδὴ ἡ κάθε τοπικὴ ἐκκλησία εἶναι ὁ ἀντικαταστάτης τῶν ἄλλων Ἀποστόλων, δηλαδὴ ὁ ἑκάστοτε ἐπίσκοπος, αὐτὴ ἡ συνομοσπονδία εἶναι μία προσωπικὴ κοινωνία τῶν ἐπισκόπων μὲ τὸν πάπα (προσωποπαγὴς ἀντίληψη τῆς ἐκκλησίας). Ἡ κοινωνία προσώπων, δηλαδὴ τῶν διακρίσεων, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κάποιο ἀλάθητο πρόσωπο, ἐπειδὴ αὐτὲς οἱ διακρίσεις ἔχουν διαφορετικὲς καὶ ἀλληλοσυγκρουόμενες σκέψεις, ἐλευθερίες καὶ θελήσεις. Ἂν θέλουμε τὸ μοντέλο αὐτὸ νὰ λειτουργήσει πρέπει κάποιος νὰ εἶναι ἀλάθητος.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ οἱ λατῖνοι δὲν ἀναγνωρίζουν τοὺς προτεστάντες σὰν ἐκκλησία, γιατί δὲν ὑπάρχει οὔτε ἀποστολικὴ διαδοχὴ (διαδοχὴ Ἀποστόλων, δηλαδὴ ἐπισκόπων) ἀλλὰ οὔτε κοινωνία μὲ τὸν Πάπα. Οἱ προτεστάντες εἶναι μόνο χριστιανικὲς κοινότητες. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οὔτε οἱ ὀρθόδοξοι, σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, θὰ μπορέσουν ποτὲ νὰ γίνουν ἡ μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, γιατί ναὶ μὲν ἔχουν τὴν Ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀλλὰ τοὺς λείπει ἡ κοινωνία μὲ τὸν πρῶτο, δηλαδὴ μὲ τὸν Πέτρο, δηλαδὴ μὲ τὸν πάπα τῆς Ρώμης. Οἱ ὀρθόδοξοι λοιπὸν εἶναι μόνο τοπικὲς ἐκκλησίες, γιατί ἔχουν κανονικοὺς ἐπισκόπους, δηλαδὴ ἔχουν ἀποστολικὴ διαδοχὴ (πρᾶγμα ποὺ οἱ προτεστάντες δὲν ἔχουν), ὅμως ἐπειδὴ δὲν κοινωνοῦν μὲ τὸν πάπα δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἀλλὰ ἐκκλησίες. Καὶ ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει ἡ πίστη, ἀλλὰ μόνο τὸ πρόσωπο τοῦ Πέτρου, ὅπως εἴδαμε, οἱ ὀρθόδοξοι γι’ αὐτοὺς ἀδυνατοῦν νὰ δημιουργήσουν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία, δηλαδὴ τὴν προσωπικὴ κοινωνία τῶν ἐπισκόπων μὲ τὸν πάπα καὶ ὄχι μόνον μὲ αὐτὸν, ἀλλὰ οὔτε μὲ κανένα πρῶτο. Ἄρα ἡ προσωπικὴ κοινωνία δὲν συντελεῖται μὲ σωστὸ τρόπο, δὲν ὑπάρχει ἐγγύηση τοῦ πάπα γιὰ τὴν ἀλήθεια, δὲν πιστεύουν σὲ κανένα ἀλάθητο, μένουν ἑτερότητες ποὺ ποτὲ, ἂν δὲν ἑνωθοῦν μὲ τὸν πρῶτο δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ὑπάρξουν ὡς Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία!!!
Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως κατὰ τοὺς λατίνους
Σ’ ἕνα διάλογο ποὺ ἔκανα μὲ ἕνα λατῖνο ἐπίσκοπο καὶ μελετητὴ τῶν Πατέρων μοῦ εἶχε πεῖ. “Ἄν θέλουμε ἐμεῖς οἱ «καθολικοὶ» νὰ καταλάβουμε τὴν ἱερωσύνη, θὰ πρέπει νὰ μελετήσουμε πῶς αὐτὴ ἐκφράστηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες καὶ πῶς λειτουργεῖ στὴ ὀρθόδοξη ἐκκλησία”. Δὲν κατάλαβα τί ἤθελε νὰ μοῦ πεῖ καὶ τὸν ρώτησα τί ἐννοοῦσε. Ἡ ἀπάντησή του μὲ ἐξέπληξε: “Δυστυχῶς ἐμεῖς οἱ λατῖνοι περάσαμε ἀπὸ πολὺ νωρὶς σὲ μία μεταπατερικὴ θεολογία, γιατί δεχόμαστε τὴν θεωρία τῆς ἐξέλιξης στὴ θεολογία» Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φτιαγμένος ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ καταλαβαίνει τὸν Θεὸ μὲ διανοητικὸ τρόπο. Μὲ ἄλλα λόγια κάθε φορά ποὺ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό Του, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν καλλιεργήσει τὴν διάνοιά τους. Καὶ βέβαια κάθε διανοητικὴ κατάσταση εἶναι ἐξελίξιμη. Ἡ κάθε ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν διανοητικὴ κατάσταση κάθε ἐποχῆς. Κατὰ συνέπεια αὐτό, ποὺ κατάλαβε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία γιὰ τὸν Θεό, ἑξαρτιόταν ἀπὸ τὴν ἐποχή του, ἡ ὁποία ἦταν σὲ διανοητικὴ κατάσταση ὄχι τόσο ἀνεπτυγμένη, ἀλλὰ μᾶλλον νηπιώδης. Ἕνα νήπιο δὲν καταλαβαίνει τὴν ἀλήθεια, ὅπως ἕνας ὥριμος ἄνδρας. Ἡ κάθε μεταγενέστερη λοιπὸν ἐποχὴ προσέγγιζε μὲ πιὸ μεγάλη βαθύτητα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρόοδος τοῦ ἀνθρώπου ὑπονοεῖ ὅτι ἡ διανοητική του ἐξέλιξη ἀναπτύσσεται μὲ τὸν χρόνο. Ἐδῶ ἔχουμε τὴν γνωστὴ ἱστορικὴ εἰκόνα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἦταν νήπιο, μεγάλωσε καὶ ὡρίμασε καὶ τώρα καταλαβαίνει καλύτερα. Κατὰ συνέπεια σήμερα ποὺ τὸ διανοητικό μας ἐπίπεδο εἶναι ὑψηλότερο, ἀντιλαμβανόμαστε μὲ πιὸ μεγάλη ἀκρίβεια τὴν Ἀποκάλυψη ἀπ’ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες σὲ προηγούμενες ἐποχές. Τὸ νήπιο ἔγινε ἔφηβος καὶ σήμερα εἶναι ὥριμος ἄνδρας.
Μὲ αὐτὴ τὴ νοοτροπία ἡ δυτικὴ χριστιανικὴ παράδοση δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ μελέτη τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται πλέον ξεπερασμένοι καὶ μελετῶνται μόνο ἀπὸ ἱστορικῆς καὶ συγκριτικῆς ἀπόψεως. Τώρα μία τέτοια ἐξέλιξη βασίζεται πάνω στὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα. Γιατί ποιὸς μπορεῖ νὰ δώσει τὴν ἐγγύηση ὅτι ἡ ἐξέλιξη βαδίζει σύμφωνα μὲ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὰ προσωπικὰ συμφέροντα; Μόνο ὁ πάπας καὶ ἔτσι ἡ λατινικὴ ἐκκλησία μετατράπηκε σὲ παπικὴ ἐκκλησία καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῶν πατέρων καὶ θεωμένων. Καὶ συνέχισε ὁ λατῖνος.
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μὲ ἀνησυχεῖ ἰδιαίτερα εἶναι ὅτι ἀλλάζει καὶ ἡ ἱερωσύνη. Δηλαδὴ γιὰ νὰ καταλάβεις μόνο ὁ πάπας τὴν ἐκφράζει ἀπόλυτα, δηλαδὴ κατέχει ἑκατὸ τοῖς ἑκατό, ὅλη τὴν ἱερωσύνη. Ἕνας καρδινάλιος ἔχει τὸ 90%, ἕνας ἀρχιεπίσκοπος πέφτει στὸ 80%, ἕνας ἁπλῶς ἐπίσκοπος σὰν καὶ μένα μόνο τὸ 60%. Δὲν εἶναι ἴσοι λοιπὸν οἱ Ἀπόστολοι, μὰ μόνο ὁ Πέτρος ἐκφράζει τὴν ἀπόλυτη ἱερωσύνη καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἕπονται. Κατὰ συνέπεια καὶ οἱ ἐπίσκοποι δὲν εἶναι ἴσοι. Ἑπομένως μόνο ὁ πρῶτος ἐκφράζει τὸ ἀπόλυτο καὶ ἡ κοινωνία μαζί του σὲ κάνει νὰ εἶσαι καὶ «καθολικὸς» καὶ ἐπίσκοπος. Μετατραπήκαμε ἀπὸ τὸν πάπα τὸν Πιὸ τὸν ἔνατο σὲ πραγρατικὴ παπικὴ ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ καὶ ἂν κοιτάξεις τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ καὶ μετὰ ἡ ἱστορία τῆς «καθολικῆς» ἐκκλησίας συμπίπτει μὲ τὴν ἱστορία τῶν παπῶν”.
Ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία
Γιὰ τὴν ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ὅμως ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχὴ δὲν εἶναι μία προσωποπαγὴς διαδοχὴ ἐπισκόπων ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους μέχρι σήμερα. Γιατί πρῶτον οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἦταν ἐπίσκοποι μίας συγκεκριμένης πόλης, ἐπειδὴ γύριζαν ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, γιὰ νὰ διδάξουν τὸν χριστιανισμό. Εἶναι λοιπὸν πρωτίστως ἡ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ζωὴ ἐν Χριστῷ. Εἶναι δηλαδὴ ὀρθοδοξία καὶ ὀρθοπραξία. Δὲν ὑπάρχει ὀρθοδοξία χωρὶς τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ ὑπάρξει ἐν Χριστῷ ζωὴ ἄνευ ὀρθοδοξίας. Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὀρθόδοξοι ὄχι μόνο, ἐπειδὴ χειροτονήθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ γιατί ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτοὺς καὶ τὴν ἴδια ἐν Χριστῷ ζωή.
Μία πίστη ποὺ εἶναι ἡ ἴδια καὶ δὲν ἐξελίσσεται, γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ αὐτός, στὸ παρελθὸν παρὸν καὶ μέλλον. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἐξέλιξη στὴν ὀρθοδοξία. Δὲν ἐξελίσσεται τὸ δόγμα. Μπορεῖ νὰ διατυπώνεται σὲ διάφορες γλῶσσες, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖται μία διαφορετικὴ ὁρολογία διατύπωσης, γιὰ νὰ προφυλαχθοῦμε ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, ἀλλὰ δὲν ἐξελίσσεται. Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ Θεολογία δὲν εἶναι μία ἀνθρώπινη αὐτόνομη, διανοητικὴ γνώση, ἀλλὰ μετοχὴ στὴν θεία Ζωή, δηλαδὴ γνώση ποὺ ἀντλεῖται ἀπὸ τὴν Πηγὴ τῆς Ζωῆς.
Ὁ κάθε θεωμένος μετέχει σ’ ὅλη τὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία δὲν δέχεται αὐξομειώσεις, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε ὁ καθένας. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ πλῆθος ἄλλων θεοφόρων Ἁγίων, κάθε ἐποχῆς, γνώρισαν ἅπασα τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λέει σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε ἅγιο διαφορετικὰ πράγματα. Γιατί ἡ ἀλήθεια δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν διανοητικὴ κατάσταση μίας ἐποχῆς, ἢ ἑνὸς προσώπου, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς θεώσεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεώνεται, σὲ ὅποια ἱστορικὴ συγκυρία καὶ νὰ ἔζησε, φθάνει στὴν ἀλήθεια ποὺ εἶναι ἡ θέα τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὅποιος βλέπει τὸν Χριστὸν βλέπει τὸν Πατέρα. Ἕνας ὁ Χριστὸς, μία ἡ ἀλήθεια, ἡ ἅπασα ἀλήθεια.
Ἑπομένως ὅταν στὸν ἀνατολικὸ χριστιανισμὸ μιλᾶμε γιὰ Θεολογία δὲν ἐννοοῦμε τὴν ἀκαδημαϊκή, ἀλλὰ τὴν μετοχὴ ὅλων αὐτῶν τῶν Θεωμένων ποὺ ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ μετάσχουν στὸν Θεὸ βιωματικά, νὰ Τὸν δοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν μαζί Του. Πρόκειται γιὰ τὴν θεοπτικὴ μετοχὴ τῶν Πατριαρχῶν, Προφητῶν, Ἀποστόλων, Διδασκάλων, Ὁμολογητῶν καὶ Ἁγίων πρὶν καὶ μετὰ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς αὐτὴ τὴν θεοπτία δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ θεολογία, γιὰ ἀλήθεια, γιὰ Ἀποστολικὴ διαδοχή, οὔτε γιὰ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ὅταν χωρίζεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν κοινωνία τῶν θεωμένων γίνεται ἀνθρώπινο οἰκοδόμημα, ποὺ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν σωτηρία. Ἡ θεολογία ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τῶν πατέρων (δηλαδὴ τὴν ἀλάθητη πληρότητα ποὺ περιέχεται στὴν πᾶσα ἀλήθεια) μετατρέπεται σὲ φιλοσοφία ποὺ ἐξυπηρετεῖ μόνο τὰ ἀνθρώπινα πάθη, ὅσων φαντάζονται τὸν Θεό, ὅπως αὐτοὶ νομίζουν. Γίνεται δηλαδὴ ἐγκεφαλικὴ καὶ διανοητικὸ κατασκεύασμα, δηλαδὴ προϊὸν ἀνθρωπίνου θελήματος. Γι’ αὐτὸ ἔχει δίκιο ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Παράδοση νὰ παραμένει πιστὴ σὲ ὅσα εἶπαν καὶ δογμάτισαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὴν ἀσφάλεια τῶν Πατέρων δὲν ὑπάρχει ὀρθόδοξη παράδοση.
Κατὰ συνέπεια οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἐπέλεγαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ λαὸς ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν τὸ πραγματικὸ πνεῦμα τῆς Θεολογίας καὶ βρίσκονταν ἢ στὴν κάθαρση ἢ στὸν φωτισμὸ ἢ στὴν Θέωση. Ἦταν οἱ γιατροὶ ποὺ εἶχαν θεραπευθεῖ καὶ βοηθοῦσαν καὶ τοὺς ἄλλους. Ὅταν χειροτονοῦνταν ἕνας ἐπίσκοπος καὶ δὲν εἶχε τὴν ἀληθινὴ θεολογία ἢ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ τὸν καθαιροῦσαν, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Νεστόριο, ὁ ὁποῖος ἦταν Πατριάρχης τῆς Κωσταντινούπολης. Μόλις ἐξέφρασε δόγμα ἀντίθετο μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση κανένας δὲν εἶπε: Προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ἀντρέα ἄρα εἶναι διάδοχός του ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ καθαιρεθεῖ. Ὅλοι ἀνεφώνησαν δὲν εἶναι ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος, ἐπειδὴ δὲν ἐκφράζει τὴν ὀρθοδοξία καὶ τὴν ὀρθοπραξία.
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν λόγο κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία ποὺ ἐκφράζει τὴν ὀρθόδοξο πίστη εἶναι καὶ καθολικὴ Ἐκκλησία. Γιατί ἐκεῖ εἶναι παρὼν ὁ Χριστὸς, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Καθολικὴ λοιπὸν ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ προσωπικὴ συνομοσπονδία τοπικῶν ἐκκλησιῶν μὲ κεφαλὴ τὸν Πέτρο, ἀλλὰ ἡ καθολικὴ πίστη, ποὺ ἔχει κεφαλὴ τὸν Χριστό. Ἡ ἴδια πίστη ποὺ εἶχαν οἱ προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ πέρασαν, αὐτοὶ ποὺ ζοῦν σήμερα καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ ζήσουν στὸ μέλλον. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παλαμᾶς χρησιμοποίησε καὶ τὴν μεταμόρφωση, γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὸ μυστήριον αὐτὸ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀπόστολοι βλέπουν τὴν Ἄκτιστον δόξα, εἶναι πεσμένοι στὸ ἔδαφος καὶ συμβολίζουν τὴν στρατευμένη Ἐκκλησία ποὺ βλέπει τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Μωυσῆς εἶναι ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ πέρασαν καὶ ποὺ εἶδαν τὴν ἴδια Ἄκτιστον δόξα καὶ ὁ Κύριος εἶναι τὸ παρελθὸν τὸ παρὸν καὶ τὸ ἐσχατολογικὸ τέλος. Ἕνας ὁ Κύριος, Μία Ἄκτιστος δόξα. Ἡ θέα Αὐτοῦ τοῦ ἀναστάντος Κυρίου συνιστᾶ τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία. Βέβαια ἡ θέα εἶναι ἢ ἐν κατόπρῳ, ἐν αἰνίγματι, μέσῳ τῶν προσευχῶν, ἂν βρισκόμαστε στὴν κάθαρση ἢ στὸν φωτισμὸ ἢ ἀπευθείας, ἂν βρισκόμαστε στὸ στάδιο τῆς θεώσεως
Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ἴσοι μεταξύ τους καὶ ἔχουν τὸν ἴδιο βαθμὸ ἱερωσύνης. Ὁ Πατριάρχης εἶναι Ἐπίσκοπος καθὼς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καθὼς καὶ ὁ Ἐπίσκοπος μίας μικρῆς πόλης. Ἂν ἡ Ἐκκλησία ὀργανώθηκε σὲ ἐπισκοπές, ἀρχιεπισκοπὲς ἢ Πατριαρχεῖα, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ πρῶτος, εἴτε Ἀρχιεπίσκοπος εἶναι, εἴτε Μητροπολίτης, εἴτε Πατριάρχης, ἔχει μεγαλύτερη ἱερωσύνη ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὅλοι συμμετέχουν στὴν σύνοδο καὶ ἔχουν μία ψῆφο καὶ δὲν διοικεῖ ὁ πρῶτος. Ὁ Πρῶτος δὲν μπορεῖ οὔτε κἄν νὰ ἐπέμβει στὶς ὑποθέσεις ποὺ ἀφοροῦν ἐπισκοπὴ τινα ἐκτὸς καὶ ἂν ζητηθεῖ ἢ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐπίσκοπο ἢ ἀπὸ ἄλλους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὑποστεῖ ἀδικία ἐκ τοῦ ἐπισκόπου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἂν σὲ μία μικρὴ ἐπαρχία γίνει σύνοδος καὶ ἐκφραστεῖ μία ἀλήθεια, ἔστω καὶ μὲ λίγους ἐπισκόπους ἢ ἕνα ἐπίσκοπο μὲ τὸν κλῆρο, τὸν λαὸ καὶ τοὺς μοναχούς, αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μπορεῖ νὰ ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ ἅπαντες τούς ἁγίους καὶ ἀπὸ μία μετέπειτα σύνοδο πολλῶν ἐπισκόπων, σὰν καθολικὴ ἀλήθεια ποὺ θὰ ἀντιπροσωπεύει τὴν πίστη ὅλων τῶν χριστιανῶν. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα μᾶς δείχνει ἡ δευτέρα οἰκουμενικὴ σύνοδος, ἡ ὁποία ἦταν μία τοπικὴ σύνοδος τῆς Κωσταντινούπολης. Ἀναγνωρίστηκε σὰν οἰκουμενικὴ ἀπὸ τὴν τετάρτη. Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ καὶ μία σύνοδος ποὺ συμμετέχουν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι καὶ ποὺ φιλοδοξεῖ νὰ ἀντιπροσωπεύσει μία οἰκουμενικὴ ἀλήθεια, μπορεῖ νὰ μὴ ἀναγνωριστεῖ σὰν οἰκουμενικὴ μὰ σὰν ληστρικὴ ἢ ψευτοσύνοδο, γιατί δὲν κηρύττει τὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὴν καθολικὴ πίστη τῶν Πατέρων, Προφητῶν διδασκάλων καὶ Ἀποστόλων. Παραδείγματα ληστρικῶν συνόδων ἢ ψευτοσυνόδων ὑπάρχουν πολλά. Ὑπενθυμίζω μόνο τὴν σύνοδο τῆς Φερράρας Φλωρεντίας.
Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου καὶ οἰκουμενιστικαὶ ἐκκλησιολογίαι – 2ον
2ον
Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία
Ὅπως βλέπουμε ἡ ἔννοια τῆς Καθολικότητος καὶ τῆς ἐκκλησιολογίας ἐν γένει εἶναι διαφορετικὴ καὶ ἀσυμβίβαστη μεταξύ τῆς ὀρθοδόξου καὶ καθολικῆς θεολογίας. Ἂν μάλιστα προσθέσουμε καὶ τὶς θεολογικὲς διαφορὲς, ὅπως αὐτὲς ἐκφράστηκαν στὸν 14 αἰώνα μὲ τὶς ἡσυχαστικὲς ἔριδες, τουτέστιν τὴν διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ Ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, τῆς κοινωνίας μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, τῆς ἐκπορεύσεως ἢ ἀποστολῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῶν λοιπῶν, καταλαβαίνουμε λοιπὸν ὅτι ἡ ὀρθόδοξος καὶ λατινικὴ θεολογία μιλᾶνε γιὰ δύο διαφορετικοὺς Θεούς. Δὲν θὰ μπορέσει νὰ ὑπάρξει ποτὲ σύγκλιση αὐτῶν τῶν ἀπόψεων. Αὐτὸ εἶναι ποὺ τρόμαξε τοὺς λατίνους ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ 14 αἰῶνος. Ὅταν ἱδρύθηκε ὁ οἰκουμενισμός, ἔγινε προσπάθεια νὰ ξεπερασθοῦν αὐτὲς οἱ διαφορές. Τίνι τρόπῳ; Μὲ τὸ νὰ μὴ μιλᾶμε γι’ αὐτές. Καλύτερα νὰ ὑπάρξει μία προσέγγιση προσωπικὴ μεταξύ τοῦ Πατριάρχου καὶ τοῦ πάπα τῆς Ρώμης, μία φιλικὴ προσέγγιση τῶν θεολόγων. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ μπορέσουν οἱ δύο ἐκκλησίες νὰ ξεπεράσουν τὶς διαφορές. Ὀνόμασαν αὐτὴν τὴν προσέγγιση διάλογο τῆς ἀγάπης. Καλύτερα νὰ μιλήσουμε γιὰ ἀγάπη παρὰ γιὰ θεολογία. Ἡ ἀγάπη χωρίστηκε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ μετατράπηκε σὲ μία προσωπικὴ σχέση ἑτεροτήτων ποὺ τὸ καθένα εἶχε τὸν δικό του τρόπο προσέγγισης τῆς ἀλήθειας. Κατὰ συνέπεια μᾶς εἶπαν ὅτι ἡ ἀγάπη ἑνώνει, ἐνῶ ἡ θεολογία χωρίζει. Μέσα σ’ αὐτὸν τὸν διάλογο τῆς ἀγάπης ἔπεσε καὶ τὸν πατριαρχεῖο τῆς Κωσταντινούπολης. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ρηθὲν τοῦ Ἀθηναγόρα ποὺ τὸ ἐπαναλμβάνουν οἱ λατῖνοι σὰν νὰ ἐπρόκειτο σὰν ἕνα ρηθὲν μεγάλου γέροντος: “οἱ θεολόγοι διαίρεσαν τὴν ἐκκλησία καὶ δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ βροῦν τὸν δρόμο τῆς ἑνότητος. Ἀλλὰ ἂν ἐμεῖς τὸν βροῦμε θὰ τοὺς ἀναγκάσουμε νὰ συγκλίνουν. Θὰ τοὺς κλείσουμε σ’ ἕνα ἀπομονωμένο νησὶ μὲ λίγα τρόφιμα καὶ θὰ τοὺς ποῦμε. Ἔχετε μόνο τρόφιμα γιὰ μία ἑβδομάδα. Κάντε τὴν ἕνωση διαφορετικὰ θὰ πεθάνετε ἀπὸ τὴν πεῖνα. Θ’ ἀναγκασθοῦν νὰ ὑπογράψουν”.
Στὸ πλαίσιο τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου ἔχει διαμορφωθεῖ μία οἰκουμενιστική ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀσκεῖ σημαντικὴ ἐπίδραση στὶς Ἐκκλησίες ποὺ συμμετέχουν σὲ αὐτόν. Ὅταν οἱ οἰκουμενιστὲς ἀναφέρονται στὴ «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», ἐννοοῦν – κατὰ τὴ δική τους θεώρηση – τὴν «Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ διαιρεθεῖ». Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν προσέγγιση, κάθε μορφὴ διαίρεσης θεωρεῖται ὡς ἀπώλεια τῆς καθολικότητας. Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ θέση τῶν ἀρχαίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες, ἀποκλείοντας αἱρετικὲς ὁμάδες ποὺ εἶχαν ἀπολέσει τὴν ὀρθὴ πίστη, δὲν θεωροῦσαν ὅτι θίγεται ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ὅτι διαφυλάσσεται ἡ ἑνότητά της μέσῳ τῆς προστασίας ἀπὸ περαιτέρω σχίσματα.
Κατὰ τὴν οἰκουμενιστικὴ θεώρηση, ὅλες οἱ ἱστορικὲς Ἐκκλησίες μετέχουν σὲ διαφορετικὸ βαθμὸ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ – θεώρηση ποὺ ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τῆς περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας. Ἑπομένως, κατὰ τὴν ἄποψή τους, οἱ ἐν λόγῳ Ἐκκλησίες ὀφείλουν νὰ βρίσκονται σὲ κοινωνία – δηλαδὴ σὲ σχέση – μεταξύ τους, ὄχι γιὰ νὰ συγκροτήσουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (ἡ ὁποία, στὴν πραγματικότητα, δὲν ἀποτελεῖ ἕνωση ἢ συνομοσπονδία ἱστορικῶν Ἐκκλησιῶν), ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουν, μέσα ἀπὸ τὴν ἀλληλεπίδρασή τους, τὰ ἐπιμέρους στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας — μία διαδικασία ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς ἐμπλουτισμός.
Γιὰ τὴν πληρέστερη κατανόηση αὐτῆς τῆς θεώρησης, προτείνεται ἡ μελέτη τοῦ κειμένου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ποὺ συντάχθηκε στὸ Μόντρεαλ τὸ 1963, ὑπὸ τὸν τίτλο «Γραπτὴ Παράδοση καὶ παραδόσεις». Τὸ ἐν λόγῳ κείμενο ὑποστηρίζει ὅτι, μολονότι οἱ Ἐκκλησίες διαθέτουν πολλὲς καὶ συχνὰ μὴ ταυτιζόμενες παραδόσεις, πλησιάζουν σὲ ποικίλο βαθμὸ τὴν αὐθεντικὴ Παράδοση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἀποτυπώνεται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Μέσῳ τῆς ἀναφορᾶς στὴν «ἀληθινὴ παράδοση», κάθε Ἐκκλησία ἐντοπίζει ποιὰ στοιχεῖα τῆς δικῆς της ἱστορικῆς παραδόσεως ἀντικατοπτρίζονται στὴν Παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
Ἡ οἰκουμενικὴ αὐτὴ ἐκκλησιολογία ἐκφράζεται σαφῶς τόσο στὴ Διακήρυξη τοῦ Τορόντο (1950), ἡ ὁποία συντάχθηκε ἀπὸ τὸν Γ. Φλορόφσκι σὲ συνεργασία μὲ Προτεστάντες θεολόγους, ὅσο καὶ στὴ Β’ Βατικανὴ Σύνοδο, καθὼς καὶ στὸ παπικὸ κείμενο τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸ Δόγμα τῆς Πίστεως, μὲ τίτλο Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας περὶ διαφόρων πτυχῶν τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας (Ρώμη, 28 Μαΐου 1992). Στὸ τελευταῖο αὐτὸ ἔγγραφο διατυπώνεται ἡ θέση ὅτι, σὲ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία, «εἶναι πραγματικὰ παροῦσα καὶ ἐνεργεῖ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική». Κατὰ συνέπεια, «ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἄθροισμα ἢ συνομοσπονδία ἐπιμέρους Ἐκκλησιῶν». Ἀντιθέτως, ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία «δὲν εἶναι προϊόν τῆς κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά, ὡς οὐσιῶδες μυστήριο, συνιστᾶ μία πραγματικότητα ὀντολογικὰ καὶ χρονικὰ προγενέστερη κάθε ἐπιμέρους Ἐκκλησίας» (παρ. 9/α). Κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, «ἡ μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία προϋπῆρχε τῆς δημιουργίας καὶ γεννᾶ τὶς ἐπιμέρους Ἐκκλησίες ὡς θυγατέρες της, ἐκφραζόμενη μέσα ἀπὸ αὐτὲς» (παρ. 9/β). Ἔτσι, «ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε ἐξαρχῆς ὡς οἰκουμενική, προῆλθαν οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες, ὡς ἐπιμέρους ἐκφράσεις τῆς μίας καὶ μοναδικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (παρ. 9/γ).
Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἀνωτέρω παπικὸ κείμενο υἱοθετεῖ τὴν περιεκτικὴ ἐκκλησιολογία. Παράλληλα, κατὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης (Κολυμπάρι, 2016), παρατηρήθηκε σαφῶς ἡ ἐφαρμογὴ μίας ἐκκλησιολογίας μὲ οἰκουμενιστικὲς ἀποχρώσεις.
Ἡ θεολογία τοῦ Πρωτείου τοῦ Ζηζιούλα
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σκηνικὸ ἀσάφειας, ἀναπάντεχα γιὰ τοὺς καθολικοὺς ἐμφανίστηκε στὸ προσκήνιο, ἕνας ὀρθόδοξος “θεολόγος”, γιὰ νὰ τοὺς δώσει μία μεγάλη χεῖρα βοηθείας. Ὁ ἐκλιπὼν Ἰωάννης Περγάμου Ζηζιούλας. Ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ ἐκφράζει τὶς ἀπόψεις τους, ἀντιγράφοντας στὴν ἐκκλησιολογία τὸν De Lubac . Καὶ σὰν νὰ μὴ ἔφτανε αὐτὸ μετέφερε αὐτὴν τὴν ἐκκλησιολογία καὶ στὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο καὶ ἰδιαίτερα στὶς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις μεταξὺ Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, παίρνοντας ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο καὶ καταργώντας τοὺς Πατέρες καὶ τὶς προηγούμενες οἰκουμενικὲς συνόδους. Δύο Πατέρες τοῦ δημιούργησαν ἕνα μεγάλο πρόβλημα καὶ προσπάθησε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἐντελῶς. Ὁ Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς στὴν χριστολογία του καὶ ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς στὴν ἐκκλησιολογία του. Φυσικὸ λοιπὸν γιὰ τοὺς λατίνους νὰ ἀναδειχθεῖ σὰν τὸν μεγαλύτερο ὀρθόδοξο θεολόγο ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ τὰ βιβλία του νὰ κυκλοφορήσουν στὴν Δύση πολὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο θεολόγο.
Ἀλλὰ ἂς δοῦμε τὴν θεολογία καὶ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου τοῦ Περγάμου: Φαντάζεται ὅτι κάθε λογικὴ φύση διέπεται ἀπὸ ἀναγκαιότητα καὶ στερεῖται ἐλευθερίας. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ ἡ φύση θεωρεῖται ὅτι ἀναγκάζει τὸν καθένα νὰ εἶναι ἔτσι ὅπως αὐτὴ θέλει, ἐπειδὴ κινεῖται ὑπὸ τὴν ἐπίρροια ὁρισμένων δυνάμεων ἢ φυσικῶν νόμων ποὺ τὴν ὑποχρεώνουν νὰ συμπεριφέρεται πάντοτε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.
Γιὰ νὰ ξεπεράσει τὴν μηχανιστικὴ αὐτὴ ἄποψη, ὁ Περγάμου εἰσηγήθηκε μία καινούργια ἰδέα, μία ὀντολογία πού ἀναφέρεται στό πρόσωπο καὶ στήν ἑτερότητα, θεωρούμενα σὰν ἀποκλειστικὲς πηγὲς ἐλευθερίας, ἐντελῶς ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὴν κοινὴ φύση. Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ ἡ φύση στερεῖται ἐλευθερίας, κινεῖται ἐντελῶς μηχανικὰ καὶ ἀναγκαστικὰ καὶ ἡ ἐλευθερία ἀνήκει στὸ πρόσωπο, (“τὸ μόνο ἀληθινὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως) ποὺ καὶ αὐτὸ βέβαια ὑπόκειται στὸν ἐξαναγκασμὸ ἀπὸ τὴν μηχανικὴ κίνηση τῆς φύσεως. Εἶναι σὰν νομίζει ἕνας ποδηλάτης ὅτι ἡ ἰσορροπία, τὴν ὁποία ἐπιτυγχάνει κινούμενος πάνω στὸ ποδήλατό του, εἶναι ἀποκλειστικὸ ἐπίτευγμα τῶν ποδιῶν του καὶ δὲν ἔχει τίποτα νὰ κάνει μὲ τὴν μηχανικὴ δομὴ τοῦ ποδηλάτου του. Ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα τὸ ποδήλατο εἶναι φτιαγμένο μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ἐπιτρέπει στὸν κάθε ποδηλάτη νὰ ἐπιτύχει ἰσορροπία κατὰ τὸ τρέξιμο. Μία μικρὴ βλάβη στὸν μηχανισμὸ τοῦ ποδηλάτου καθιστᾶ τὴν ἰσορροπία ἀδύνατη. Αὐτὸ σημαίνει σὲ τελευταία ἀνάλυση ὅτι ἔγκειται στην φύση τοῦ ποδηλάτου τὸ νὰ διατηρεῖ τὴν ἰσορροπία τοῦ ποδηλάτη.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν πτωτικὴ νοοτροπία σκέψεως τὸ πρόσωπο φαίνεται σὰν νὰ ἔχει μεγάλο πρόβλημα μὲ τὴν δῆθεν μηχανικὴ κίνηση τῆς φύσεως καὶ ἐπειδὴ ὅσοι ἀντιλαμβάνονται ἔτσι τὰ πράγματα νομίζουν ὅτι τὰ πρόσωπα δὲν κινοῦνται μηχανικά, ἀλλὰ διαθέτει τὸ καθένα τους δική του ἐλευθερία. Ἔτσι τὸ πρόβλημα ποὺ πρέπει νὰ λυθεῖ ἀπὸ τέτοιους στοχαστὲς σήμερα εἶναι πῶς θὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δῆθεν ἐσωτερικὴ μηχανικὴ ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς του. Ἀλλὰ προτοῦ ἀπαντήσουν σ’ αὐτὸ τὸ πρόβλημα, τὸ μεταβιβάζουν στὸν ἴδιο τὸν Θεό, Τὸν Ὁποῖον φαντάζονται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια δῆθεν τῆς ἐξαναγκασμένης φύσεώς Του. Αὐτὴ ἡ ὑποταγμένη στὴν ἀναγκαιότητα φύση Του τὸν ἐξαναγκάζει νὰ εἶναι καὶ θεὸς καὶ ἀγαθός. Δηλαδή τὸ πραγματικὸ ἐρώτημα πού θέτουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι: πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν φυσική του ἀγαθότητα; Ἄν κατάφερνε νὰ ἀπαλλαγεῖ Αὐτὸς, θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε καὶ μεῖς!
Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀσκεῖ τὴν ὀντολογικὴ ἐλευθερία Του, ἐκεῖνο ποὺ τὸν κάνει νὰ εἶναι ὀντολογικὰ ἐλεύθερος, εἶναι ὅτι ὑπερβαίνει καὶ καταργεῖ τὴν ὀντολογικὴ ἀναγκαιότητα τῆς οὐσίας μὲ τὸ νὰ εἶναι Θεὸς ὡς Πατήρ, δηλαδὴ ὡς Ἐκεῖνος, ποὺ γεννᾶ τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα[2]!!! Κατὰ συνέπεια γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς Του – σύμφωνα μὲ τὸν Περγάμου – πρέπει νὰ χωριστεῖ ἡ ἐλευθερία Του ἀπὸ τὴν βούλησή Του, ἡ ὁποία δὲν θὰ πρέπει πλέον νὰ θεωρεῖται αὐτεξούσια, οὔτε κἄν ἐλεύθερη. Ἡ βούλησή Του κατ’ αὐτὸν δὲν εἶναι ἐλεύθερη. Ἡ ἐλευθερία δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν φύση, τὴν θεωρεῖ ἀποκλειστικὴ ἰδιότητα τοῦ προσώπου καὶ μάλιστα τοῦ προσώπου τοῦ Πατρός, οὕτως ὥστε κάθε πρόσωπο νὰ προηγεῖται ὀντολογικὰ ἀπὸ τὴν φύση καὶ νὰ γίνεται ἔτσι σημαντικότερο ἀπὸ αὐτήν. Γιά τοὺς Ἕλληνας Πατέρας τὸ ἑνιαῖον τοῦ Θεοῦ, ὁ ἕνας Θεὸς καὶ ἡ ὀντολογικὴ ἀρχὴ ἢ αἰτία τῆς προσωπικῆς τριαδικῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ δὲν συνίσταται εἰς τὴν μίαν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἰς τὴν ὑπόστασιν, δηλαδὴ τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρός. Ὁ ἕνας Θεὸς δὲν εἶναι ἡ μία οὐσία, ἀλλὰ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ αἰτία τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος[3] Τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατρὸς προηγεῖται καὶ καθορίζει τὴν οὐσία του δὲν προκαθορίζεται ἀπὸ αὐτὴν[4] Σ’ αὐτὴν τὴν τερατώδη ἀντίληψη περὶ Θεοῦ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ὁ μέγας Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καὶ πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ ἀπαντᾶ: ἔστιν οὖν μετὰ τὸ εἶναι Θεός, Πατὴρ ὁ Πατήρ, καὶ ἔστι μετὰ τὸ εἶναι Θεὸς Υἱὸς ὁ Υἱός, καὶ ἔστι μετὰ τὸ εἶναι Θεός, Πνεῦμα ἅγιον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον.
Ἐντελῶς ἀντίθετα πρὸς τὸν Ἅγιον Σωφρόνιο γιὰ τὸν Ζηζιούλια ἡ θεία φύση εἶναι ἀναγκαστικὴ καὶ ἂν κάποιος πεῖ τὸν Θεό, φύσει Θεό καί φύσει ἀγαθὸ καὶ φύσει δημιουργό, Τὸν βάζει ὑπὸ τὸ κράτος μίας ἀνάγκης, ἡ ὁποία αἴρεται μόνο μὲ τὴ “ὀντολογία» τοῦ προσώπου. Ἄν ἡ ψυχὴ εἶναι φύσει ἀθάνατος τότε ἡ προσωπικὴ ἐπιβίωσις εἶναι ἀναγκαστικὴ , ἐπανερχόμεθα πάλιν εἰς τὴν ἀρχαίαν κλασσικὴν ὀντολογίαν. Τότε καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀθάνατος ἀπὸ τὴν φύση του, δηλαδὴ κατ’ ἀνάγκην καὶ ὁ ἄνθρωπος συγγενεύει οὐσιαστικά, ἀναγκαστικά, μὲ τὸν Θεὸν[5]. Ὁ Θεὸς λοιπὸν δὲν εἶναι ἀναγκασμένος ἀπὸ τὴν φύση του νὰ εἶναι Θεός, διότι τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς ἐλεύθερα ἀποφασίζει νὰ εἶναι Θεός, νὰ ἔχει δηλαδὴ αὐτὴ τὴν φύση. Ἑπομένως ἡ φύση ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, πρᾶγμα ποὺ γιὰ τὸν Παλαμᾶ καὶ ὅλους τούς Πατέρες εἶναι μία μεγάλη δυσσέβεια. [6]
Εἶναι ἀλήθεια ὅμως ὅτι χωρίζοντας, μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν θέληση, φτάνει σὲ μία ἄλλη ἀνάγκη, στὴν ἀνάγκη τῆς ἐλευθερίας! Δηλαδή, γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε καλύτερα, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι. Ἀναγκασμένοι, γιατί ἡ ἐλευθερία δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν θέλησή μας. Κανένας δὲν μᾶς ρώτησε ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι, μὰ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ γεννιόμαστε εἴμαστε ἐλεύθεροι καὶ θέλοντας ἢ ὄχι πρέπει νὰ ἀσκήσουμε τὴν ἐλευθερία μας. Ἄραγε καὶ στὸν Θεὸ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀνάγκη γιὰ ἐλευθερία, πέφτει καὶ ὁ Θεὸς στὴν ἀνάγκη νὰ εἶναι ἐλεύθερος; Ἂν καὶ στὸν Θεὸ ἡ ἐλευθερία εἶναι προσωπικὴ ἐπιλογὴ καὶ ὄχι αὐθόρμητο ἀναύρησμα τῆς φύσεώς Του, τότε καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς εἶναι ἀναγκασμένο νὰ εἶναι ἐλεύθερο. Λύνεται τὸ ζήτημα ἂν πέσουμε ἀπὸ τὴν μία ἀνάγκη στὴ ἄλλη;
Ἂς ὑποθέσουμε γιὰ μία στιγμὴ ὅτι λύνεται, τί θὰ κάνουμε στὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο; Γιατί τὸ κάθε πρόσωπο, τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, ἀνήκουν μόνα σὲ αὐτὸ καὶ ὄχι σὲ ἄλλα πρόσωπο. Δὲν ὑπάρχει ὑποστατικὴ κοινωνία προσώπων, γιατί τὰ πρόσωπα εἶναι ὑποστατικῶς ἀκοινώνητα. Ἂν λοιπὸν ἡ ἐλευθερία εἶναι δεμένη μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς ἀνήκει μόνο σὲ αὐτὸν καὶ δὲν κοινωνεῖται σὲ κανένα ἄλλο πρόσωπο. Ρωτᾶμε λοιπὸν ὑπάρχει ἐλευθερία στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦμα; Καὶ ἂν ὑπάρχει τί εἴδους ἐλευθερία εἶναι αὐτὴ Κτιστὴ ἢ ἄκτιστη; Ἂν εἶναι ἄκτιστη ποιὰ θὰ εἶναι ἡ διαφορὰ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Υἱοῦ ἢ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύματος ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ Πατρός; Μήπως μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο σκέψεως εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ διακρίνουμε τρεῖς ἐλευθερίες διαφορετικὲς στὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος; Δὲν πέφτουμε ἔτσι στὸν κίνδυνο τῆς τριθεΐας; Καὶ μάλιστα ἂν κανεὶς ἰσχυρίζεται ὅτι τὸ ἑνιαῖον τοῦ Θεοῦ ὀφείλεται στὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, ἂν στὴν Τριάδα οἱ διακρίσεις προηγοῦνται τῶν ἑνώσεων, τότε ὁ ἕνας Θεὸς ἐξαφανίζεται. Καὶ δὲν σώζουμε τὴ κατάσταση ἂν στὸν Πατέρα ἀποδώσουμε ἁπλῶς τὴν αἰτία τῆς ὕπαρξης τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος. Καὶ στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ὁ Δίας εἶναι ἡ αἰτία τῶν ἄλλων θεῶν, ἀλλὰ βέβαια δὲν ἔχουμε ἕνα Θεὸ ἀλλὰ δώδεκα. Καὶ ὁ Ἀδὰμ εἶναι ἡ αἰτία τῆς Εὔας, ἀλλὰ δὲν συναποτελεῖ μὲ τὴν Εὔα ἕνα ἄνθρωπο.
Σημειώσεις:
[1] Οἱ χριστιανοὶ δὲν θὰ εἶχαν ποτὲ τὴν ἀνάγκη νὰ διατηροῦν γραφτὲς πηγές. Αὐτὸ ἔγινε βέβαια μόνο μετέπειτα, γιατί δὲν μπόρεσαν νὰ φτάσουν τὴν ἀληθινὴ κλήση τους. Μὰ καὶ ἔτσι ἀκόμα, ἡ Ἀποκάλυψη θὰ ἔπρεπε νὰ γραφόταν στὶς καρδιές μας, ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ θὰ τὴν ἐχάραζε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ χρειαζόμαστε τὴν Βίβλο, ἀλλὰ ἔγινε ἀναγκαστικὴ ἡ ὑπενθύμηση τῶν Γραφῶν, γι’ αὐτοὺς ποὺ πέφτουν διαρκῶς σὲ δογματικὲς ἢ ἠθικὲς αἱρέσεις. Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ὑπόμνημα στὸ κατὰ Ματθαῖο 1,1. [2] Ζηζιούλας ἀπὸ τὸ προσωπεῖο στὸ πρόσωπο. [3] Ζηζιούλας ἀπὸ τὸ προσωπεῖο στὸ πρόσωπο. [4] Γιανναρᾶς ἀλφαβητάρι τῆς πίστεως. [5] Ζηζιούλας ἀπὸ τὸ προσωπεῖο στὸ πρόσωπο. [6] “Τῶν τριῶν τοιγαροῦν ἐστι καὶ ἐκ τῶν τριῶν Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος αὕτη ἡ λαμπρότης ἡ δὲ φύσις τῶν τριῶν ἐστι ἀλλ’ οὐκ ἐκ τῶν τριῶν ἄπαγε τῆς δυσσεβείας».
Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου καὶ οἰκουμενιστικαὶ ἐκκλησιολογίαι – 3ον
3ον – Τελευταῖον
Τὰ πρόσωπα σὰν ἐλεύθερα ποὺ εἶναι καὶ οἱ προσωπικὲς διαφορές τους, σύμφωνα μὲ τὸν στοχασμὸ τοῦ Περγάμου, προηγοῦνται τῆς δήθεν ἀναγκαστικότητος τῆς φύσεώς τους. Μὲ ἄλλα λόγια τὴν καταργοῦν ὁριστικά. Γιατί πλέον δὲν τὴν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μόνα τους μποροῦν νὰ βρεθοῦν σὲ σχέση καὶ νὰ ἐπικοινωνήσουν. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι μιλάει γιὰ τὴν ὀντολογία τῆς ἑτερότητος, τὴν ὀντολογία δηλαδὴ τῆς διαφορᾶς.
Εἶναι ὅμως ἀλήθεια ὅτι, αὐτὸ ποὺ διατύπωσαν μὲ πομπώδη τρόπο, οἱ μοντέρνοι στοχαστὲς (Ζηζιούλιας, Γιανναρᾶς καὶ ἄλλοι), δὲν εἶναι σημερινὸ, ἀλλὰ τὸ εἶχαν σκεφθεῖ καὶ διατυπώσει καὶ αἱρετικοὶ στὸν παρελθόν. Οἱ ἀρειανοὶ γιὰ παράδειγμα, πίστευαν, ἑρμηνεύοντας, ὅπως νόμιζαν, τὸν Ἀριστοτέλη, ὅτι: πᾶν φυσικὸν πάντως καὶ ἠναγκασμένον, ὅτι δηλαδὴ ἡ φύση εἶναι ἀναγκαστική, σὲ ὑποχρεώνει νὰ εἶσαι αὐτὸ ποὺ εἶσαι καὶ ἡ φύση κινεῖται πάντοτε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Καὶ γιατί λοιπὸν ἐκμεταλλεόντουσαν ἔτσι τὸν Ἀριστοτέλη; Ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὁ μόνος ἄκτιστος εἶναι ὁ Πατέρας καὶ ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ προϊόντα της Θείας θελήσεως, ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Πατέρας, σύμφωνα μὲ αὐτούς, ἤθελε νὰ γεννήσει τὸν Υἱὸν καὶ τὸν γέννησε μὲ τὴν θέλησή Του. Ἑπομένως ὁ Υἱὸς ὡς προϊὸν εἶναι ἕνα κτίσμα καὶ δὲν ἔχει ἄκτιστη φύση. Γιατί ἡ θέληση, ὅπως εἴδαμε, εἶναι μία ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ ἀκτίστου Πατρὸς καὶ παράγει κτίσματα. Οἱ ὀρθόδοξοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι προϊόν τῆς θελήσεως, ἀλλὰ τῆς φύσεως τοῦ Πατρός. Δηλαδὴ ὁ Πατὴρ τὸν γεννάει κατά φύσιν (φυσικὰ) καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν θέλησή Του. Ἀπὸ τὴν μοναδικὴ κοινὴ θέληση τοῦ Πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων δύο προσώπων, πηγάζει ὁ ὁρατὸς καὶ ἀόρατος κόσμος. Ἄλλο λοιπὸν γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους σήμαινε τὸ ρῆμα γεννῶ καὶ ἄλλο τὸ ποιῶ. Τὸ γεννῶ εἶναι ὑποστατικὸ ἰδίωμα ἀκοινώνητο τοῦ Πατρός, τὸ ποιῶ ὅμως εἶναι ἐνέργεια καὶ ἀνήκει καὶ στὰ τρία πρόσωπα, γιατί ἀνήκει στὰ κοινά, ποὺ ἔχουν στὸν ἴδιο βαθμὸ καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος.
Ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου
Πῶς συνδέεται ἡ τριαδολογικὴ θεώρηση τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα — ἰδίως ἡ ἔννοια τῆς «κοινωνίας Προσώπων» — μὲ τὴν ἐκκλησιολογία καὶ εἰδικότερα μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου;
Ἂν ὑποθέσουμε —ἔστω καὶ σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο— ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως, τότε ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπάρχουν τρία Πρόσωπα ποὺ κοινωνοῦν μεταξύ τους ἄνευ φύσεως καὶ ἐνεργειῶν αὐτῆς. Τὰ Πρόσωπα αὐτά, καθένα μὲ διακριτὴ ἐλευθερία καὶ βούληση —οἱ ὁποῖες, κατὰ τὸν Ζηζιούλα, προηγοῦνται ὀντολογικά τῆς οὐσίας— προϋποθέτουν τὴν ὕπαρξη ἑνὸς Πρώτου· καὶ αὐτὸς ὁ Πρῶτος εἶναι ὁ Πατήρ. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ Ζηζιούλας ἑρμηνεύει τὴ μοναρχία τοῦ Πατρός, εἰσάγοντας τὴν ἔννοια τοῦ «Πρώτου» ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος. Χωρὶς τὸν Πρῶτον, δὲν ὑφίσταται ἑνότητα στὴν Τριάδα, διότι ἡ ὁμοουσιότητα τῆς κοινῆς φύσεως θὰ ἦταν προϊὸν ἀναγκαιότητας καί, συνεπῶς, ἀνύπαρκτη.
Στὸ πλαίσιο τῆς εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Ζηζιούλα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πρωτίστως μία εὐχαριστιακὴ κοινότητα — ἡ σύναξη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κλήρου γύρω ἀπὸ τὸ κοινὸ ποτήριο, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἐπίσκοπο ὡς Πρῶτον. Μόνον ἡ Εὐχαριστία συνιστᾶ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐκφράζει κατ’ ἐξοχὴν τὴν κοινωνία τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ εἰκόνα. Κατὰ τὸν Ζηζιούλα, ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία εἶναι ἡ μόνη αὐθεντικὴ ἐκκλησιολογία, ἐνῶ ἡ ἀσκητικὴ ἐκκλησιολογία θεωρεῖται αἱρετική, ἀπορρέουσα ἀπὸ γνωστικιστικὲς ἐπιρροὲς — ὅπως αὐτὲς ποὺ ἀποδίδονται στὸν Εὐάγριο τὸν Ποντικό.
Στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη, κατὰ τὸν Ζηζιούλα, δὲν ὑπάρχουν ἄτομα ἀλλὰ πρόσωπα. Τὰ ἄτομα εἶναι κλειστὰ στὴν ὕπαρξη καὶ ὑποκείμενα στὶς ἀναγκαιότητες τῆς φύσεως καὶ τῆς πίστεως. Τὰ πρόσωπα, ἀντιθέτως, εἶναι ἐλεύθερα, κοινωνοῦν μὲ τὸν Πρῶτο — δηλαδὴ τὸν ἐπίσκοπο — καὶ ἀντανακλοῦν τὸ τριαδικὸ μοντέλο σχέσεως. Ἡ κοινωνία, ἑπομένως, προϋποθέτει τὴν ὕπαρξη Πρώτου.
Ὅταν, σὲ εὐρύτερο περιφερειακὸ ἐπίπεδο, συλλειτουργοῦν περισσότεροι ἐπίσκοποι, συγκροτεῖται ἕνα νέο εὐχαριστιακὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο προϋποθέτει τὴν παρουσία ἑνὸς Πρώτου. Ποιὸς εἶναι αὐτός; Σύμφωνα μὲ τὸν Ζηζιούλα, σὲ περιφερειακὸ ἐπίπεδο Πρῶτος εἶναι ὁ μητροπολίτης ἢ ὁ πρόεδρος τῆς συνόδου. Γιὰ παράδειγμα, ἂν οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλάδας συλλειτουργοῦν, Πρῶτος εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἂν πρόκειται γιὰ συλλειτουργία ἐπισκόπων τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας, συγκροτεῖται ἕνα νέο εὐχαριστιακὸ σῶμα καὶ Πρῶτος καθίσταται ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὡς «οἰκουμενικὸς Πρῶτος» καὶ ὁρατὸ σημεῖο τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα στὴ σημερινὴ συγκυρία διαιρέσεων μεταξὺ τῶν ἱστορικῶν Ἐκκλησιῶν.
Τὸ πρωτεῖο, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνεται ὁ Ζηζιούλας, δὲν εἶναι ἁπλῶς πρωτεῖο μεταξὺ ἴσων (inter pares), ἀλλὰ οὐσιαστικὸ καὶ λειτουργικό, χωρὶς ἴσους (sine paribus). Ἔτσι, ὁ Ζηζιούλας διαμορφώνει μία ἀντίληψη πρωτείου, ἡ ὁποία δύναται νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία καὶ προσθέτει, ὅπως ὁ ἐπίσκοπος ἐκφράζει τὸ πρωτεῖο τοπικὰ σὲ κοινωνία μὲ τὸν κλῆρο του, ἔτσι καὶ ὁ Πρῶτος ἑνὸς ἔθνους ἐνεργεῖ σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους. Ὁ παγκόσμιος Πρῶτος ὀφείλει νὰ ἀσκεῖ τὸ πρωτεῖο του σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο, σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους Πρώτους. Μὲ ἄλλα λόγια, κανένας Πρῶτος δὲν ἐνεργεῖ αὐτόνομα, χωρὶς τὴ σύμπραξη τῶν ἐπισκόπων, μὲ τοὺς ὁποίους βρίσκεται σὲ κοινωνία, καὶ κανένας ἐπίσκοπος δὲν ἐνεργεῖ χωρὶς τὴν ἀναφορὰ στὸν Πρῶτο του.
Σχετικὰ μὲ μία πιθανὴ ἕνωση μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία, ἐφόσον ἡ ἑνότητα ἐπιτευχθεῖ καὶ πραγματοποιηθεῖ εὐχαριστιακὴ σύναξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ Πάπα Ρώμης — κάτι ποὺ σήμερα δὲν εἶναι ἐφικτὸ λόγω τοῦ σχίσματος —, Πρῶτος, σύμφωνα μὲ τὸν Ζηζιούλα, θὰ εἶναι ὁ Πάπας, ἀνεξαρτήτως τοῦ περιεχομένου τῆς πίστης ποὺ πρεσβεύει!
Στὴν ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας, ἡ ἔμφαση δίδεται στὴ σχέση καὶ στὴν ἕνωση τῶν διακριτῶν προσώπων ὑπὸ ἕνα Πρῶτο. Ἡ πίστη καθίσταται δευτερεύουσα· ἡ Ἐκκλησία δὲν συγκροτεῖται πρωτίστως ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη στὸν Χριστό, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς κοινωνίας! Γιὰ τὸν Ζηζιούλα, ἡ ὕπαρξη Πρώτου εἶναι ἀναγκαία, κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Τριάδας! Συνεπῶς, ἡ ἑνότητα δὲν ἀπαιτεῖ κοινὴ πίστη ἢ ἐν Χριστῷ ζωή, ἀλλὰ τὴν ἀναγκαία παρουσία τοῦ Πρώτου!
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατὰ τὴν ἀντίληψη αὐτή, χρειάζεται τὸν Πρῶτο, γιὰ νὰ εἶναι οἰκουμενική. Χωρὶς αὐτόν, ἡ κοινωνία τῶν προσώπων περιορίζεται σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο. Ὁ Ζηζιούλας, ἀντιμετωπίζοντας τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ὀρθὴ πράξη ὡς ἀναγκαιότητες, φαίνεται νὰ υἱοθετεῖ τὴ λατινικὴ ἐκκλησιολογία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία εἶναι ἡ κοινωνία ὅλων τῶν ἐπισκόπων ὑπὸ τὸν Πρῶτο — δηλαδὴ τὸν Πάπα Ρώμης!
Ἡ συνάντηση τῆς Ραβέννας ἀπὸ τὶς 8 ἕως τὶς 14 Ὀκτωβρίου 2007 παρήγαγε, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ζηζιούλα, ἕνα κοινὸ κείμενο (ὑπογεγραμμένο τόσο ἀπὸ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους), ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν ἔννοια τοῦ πρωτείου. Τὸ κείμενο, μὲ τίτλο Οἱ ἐκκλησιολογικὲς καὶ κανονικὲς συνέπειες τῆς μυστηριακῆς φύσης τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, συνοδικότητα καὶ ἐξουσία, ἀναλύει τὴν ἐκκλησιολογία σὲ τρία ἐπίπεδα (τοπικό, περιφερειακὸ καὶ οἰκουμενικὸ) καὶ καταλήγει στὰ ἑξῆς σημεῖα:
45. Πρέπει νὰ μελετηθεῖ βαθύτερα τὸ ζήτημα τοῦ ρόλου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὴν κοινωνία ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν. Ποιὰ εἶναι ἡ ἰδιαίτερη λειτουργία τοῦ ἐπισκόπου τῆς «πρώτης ἕδρας» μέσα σὲ μία ἐκκλησιολογία κοινωνίας, λαμβάνοντας ὑπόψη τὰ ὅσα ἀναφέραμε στὸ παρὸν κείμενο σχετικὰ μὲ τὴ συνοδικότητα καὶ τὴν ἐξουσία; Πῶς μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ καὶ νὰ βιωθεῖ ἡ διδασκαλία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τοῦ Βατικανοῦ Ι καὶ ΙΙ περὶ παγκόσμιου πρωτείου ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς πρακτικῆς τῆς πρώτης χιλιετηρίδας; Αὐτὰ εἶναι κρίσιμα ἐρωτήματα γιὰ τὸν διάλογό μας καὶ τὶς ἐλπίδες μας γιὰ τὴν πλήρη ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μεταξύ μας.
46. Ἐμεῖς, τὰ μέλη τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸν Θεολογικὸ Διάλογο μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, εἴμαστε πεπεισμένοι ὅτι ἡ παραπάνω δήλωση περὶ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, συνοδικότητας καὶ ἐξουσίας, ἀποτελεῖ ἕνα θετικὸ καὶ σημαντικὸ βῆμα προόδου στὸν διάλογό μας καὶ παρέχει στέρεα βάση γιὰ τὴ μελλοντικὴ συζήτηση σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τοῦ πρωτείου στὴν Ἐκκλησία σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Εἴμαστε ἐνήμεροι γιὰ τὰ πολλὰ δύσκολα ζητήματα ποὺ ἀπομένουν νὰ διευκρινιστοῦν, ἀλλὰ ἐλπίζουμε ὅτι, ὑποστηριζόμενοι ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ: «ἵνα πάντες ἕν ὦσι… ἵνα ὁ κόσμος πιστεύση» (Ἰω. 17, 21), καὶ ὑπακούοντας στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ μπορέσουμε νὰ προχωρήσουμε βάσει τῆς ἤδη ἐπιτευχθείσας συμφωνίας. Ἐπαναβεβαιώνοντας καὶ ὁμολογώντας: «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (Ἐφ. 4, 5), δοξάζουμε τὸν Τριαδικὸ Θεό, Πατέρα, Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ μᾶς ἕνωσε.
Ὅλη αὐτὴ ἡ ἐκκλησιολογία ἐφαρμόσθηκε καὶ στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης. Τὸ παρὸν κείμενο δὲν θὰ ἀσχοληθεῖ περαιτέρω μὲ αὐτὸ τὸ θέμα ποὺ ἔχει ἐξαντληθεῖ ἀπὸ ἄλλους ὀρθοδόξους. Παραπέμπουμε στὸ βιβλίο ποὺ πρόσφατα ἐκδόθηκε στὰ ἰταλικὰ μὲ τίτλο «ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου καὶ τὸ σχίσμα στὴν Οὐκρανία» ὀρθόδοξος ἐκδοτικὸς οἶκος «θέωσις», πιστεύοντας ὅτι σύντομα θὰ προχωρήσουμε καὶ στὴν ἑλληνικὴ μετάφρασή του.
Ἐν κατακλεῖδι
Ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία ἐφαρμόστηκε στὸ πλαίσιο τῆς οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὴ λεγόμενη περιεκτικὴ ἐκκλησιολογία καὶ τὴν ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας — γνωστὴ καὶ ὡς θεωρία τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν». Σύμφωνα μὲ τὴ θεώρηση τοῦ Μητροπολίτη Ἰωάννη Ζηζιούλα, ἡ «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ταυτίζεται μὲ τὴν ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Οἱ ἱστορικὲς Ἐκκλησίες μετέχουν σὲ αὐτήν, ὄχι ὅμως πλήρως, καὶ τελοῦν σὲ σχέση-κοινωνία μεταξύ τους ὡς διακριτὲς καὶ «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες», ἐμπλουτίζοντας ἀλλήλως ἡ μία τὴν ἄλλη.
Ἡ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία, κατὰ τὴ Ζηζιούλειο θεώρηση, ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Τριάδος τελοῦν σὲ προσωπικὴ κοινωνία μὲ τὸν Πρῶτο — δηλαδὴ τὸν Πατέρα — καὶ ἡ οὐσία δὲν ἔχει πρωτεύουσα σημασία, διότι θεωρεῖται ἀναγκαιότητα. Καμία ἀπὸ τὶς τρεῖς ἱστορικὲς Ἐκκλησίες — Ρωμαιοκαθολική, Ὀρθόδοξη καὶ Προτεσταντικὴ — δὲν ἔχει εἰκονίσει ἄψογα τὴν Τριάδα, διότι ὅλες προκάλεσαν σχίσματα καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν ἀδιαίρετη Καθολικὴ Ἐκκλησία, χωρίς, ὡστόσο, νὰ ἀπολέσουν ὁλοκληρωτικὰ τὴν καθολικότητά τους.
Πιὸ κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν Ζηζιούλα, βρίσκεται ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, διότι θεολογικὰ διέγνωσε ὅτι δίχως πρωτεῖο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Καθολικὴ Ἐκκλησία. Τὸ πρωτεῖο λειτουργεῖ ὡς τὸ ὁρατὸ σημεῖο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, παρέχοντας ἀπάντηση στὴ θεωρία τῆς «ἀοράτου Ἐκκλησίας» τῶν Προτεσταντῶν. Ὡστόσο, ὁ Ζηζιούλας ἐπισημαίνει ὅτι τὸ πρωτεῖο στὴ Δύση δὲν ἐφαρμόστηκε ὀρθά, καθὼς ἔλαβε αὐταρχικὸ χαρακτήρα καὶ δὲν μιμήθηκε τὸ πρωτεῖο, ὅπως αὐτὸ ὑφίσταται στὴν Ἁγία Τριάδα.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὴν ἴδια θεώρηση, ἀπομακρύνθηκε περισσότερο ἀπὸ τὴ Ρώμη, διότι — παρότι ἐφήρμοσε ἕνα μοντέλο ἐπισκοποκεντρικὴς διοίκησης — δὲν κατανόησε ὅτι, δίχως οἰκουμενικὸ πρωτεῖο, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἐφαρμογὴ τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο. Οἱ Προτεστάντες ἀπομακρύνθηκαν ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διότι ἀπέρριψαν τὴν ἔννοια τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ. Δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι χωρὶς τὸν ἐπίσκοπο — καὶ ἰδίως χωρὶς τὸν Πρῶτο — δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ὕπαρξη τοῦ γεγονότος τῆς κοινωνίας-σχέσης. Τὸ πρόβλημα, ἑπομένως, δὲν ἐντοπίζεται στὴν ἀπουσία κοινῆς πίστεως (ἡ ὁποία ἐκλαμβάνεται ὡς ἀναγκαιότητα ἀπὸ τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀπελευθερωθοῦμε), ἀλλὰ στὸ ὅτι δὲν ἐφαρμόστηκε κατὰ τρόπο τέλειο ἡ προσωπικὴ κοινωνία.
Ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία δημιουργεῖ ἕνα νέο ἐκκλησιολογικὸ πρότυπο, τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὴ Ζηζιούλειο σκέψη, δύναται νὰ ὑπερβεῖ τὶς δογματικὲς διαφορὲς καὶ νὰ ἑνώσει τὶς διαφορετικὲς «ἐκκλησίες», ὄχι στὴ βάση τῆς κοινῆς πίστεως, ἀλλὰ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς Πρώτου καὶ ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς τριαδολογικῆς, ἀντιπατερικῆς θεολογίας τοῦ Ζηζιούλα.
Ἄλλωστε, σύμφωνα μὲ τὴ θεώρηση αὐτή, ἡ ἐποχὴ μας εἶναι μεταμοντέρνα — ἤτοι μεταπατερική. Οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καλοῦνται νὰ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ τοὺς σύγχρονους «πατέρες», τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία δύναται νὰ ἀναγνωρίσει ὡς «ἁγίους» καὶ «οἰκουμενικοὺς διδασκάλους». Ἡ προσδοκώμενη ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, κατὰ τοὺς νέους αὐτοὺς «πατέρες», θὰ πραγματοποιηθεῖ μέσῳ τοῦ πρωτείου τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ὁ ὁποῖος — φυσικὰ — «κατέχει τὸ ἀλάθητο». Ὅλα αὐτὰ καθίστανται ἐφικτὰ χάρη στὴ θεολογία τῶν προσωπικῶν σχέσεων, ὅπως αὐτὴ διαμορφώθηκε ἀπὸ τὸν Ζηζιούλα.
Ὁλοκληρώνουμε τὸ ἄρθρο μὲ ἕνα ἀπόσπασμα – ἀπὸ τὸ Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας – ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τοῦ ὁποίου ἡ θεολογία -ποὺ σήμερα θεωρεῖται ἀνάξια νὰ ἀπαντήσει στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο- ἔχει καταργηθεῖ ἀπὸ τὴ ζηζιούλειον «θεολογία»:
«ὅποιος πιστεύει ὅτι ἡ τέλεια ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ συντελεῖται μόνο διὰ τῆς μιμήσεως καὶ προσωπικῆς σχέσεως χωρὶς τὴν Θεοποιὸν χάρη τοῦ Πνεύματος, ὅπως συμβαίνει σ’ αὐτοὺς ποὺ τρέφουν φιλικὰ αἰσθήματα καὶ ἀγαπιῶνται μεταξύ τους καὶ ὅτι ἡ Θεοποιὸς χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι συνήθεια ποὺ τὴν ἀποκτάει κανεὶς διὰ τῆς μιμήσεως καὶ ὄχι ὑπερφυσικὴ καὶ ἀπόρρητος ἔλαμψη καὶ θεία ἐνέργεια ποὺ βλέπεται ἀοράτως καὶ νοεῖται ἀπερινοήτως ἀπὸ τοὺς ἄξιους, αὐτὸς ἂς γνωρίζει ὅτι ἔπεσε χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ στὴν αἵρεση τῶν Μασσαλιανῶν”.
Σημειώσεις:
[7] Χρῆστος Γιανναρᾶς: Τὸ ἀλφαβητάρι τῆς πίστης σελίδα 52, 53. [8] Δαμασκηνὸς ¨Ἔκδοσις ἀκριβὴς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη σελίδα 269. [9] Τώρα λοιπὸν ποὺ ἔχει τελειώσει ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ δέχθηκες τὴν κοινωνία, πήγαινε ἀμέσως στὸ δωμάτιό σου, κλεῖσε καλὰ τὰ παράθυρα καὶ τὶς πόρτες, ὅπως ἔκαναν οἱ ἀπόστολοι πρὶν ἀπὸ τὴν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ καὶ μπορῶ νὰ σοῦ ἐγγυηθῶ ὅτι, Ἐκεῖνος θὰ ἔλθει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἐμφανίστηκε σὲ αὐτούς. Ἂν μείνεις πρῶτα ἐσὺ μὲ κλειστὲς τὶς πόρτες, θὰ δώσεις στ’ ἀλήθεια τὴν ἴδια εὐλογία, ποὺ Ἐκεῖνος ἔδωσε στοὺς ἀποστόλους καὶ θὰ δεῖς ἕνα ἀληθινὸ θαῦμα (τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀναπαράγει καὶ οὔτε νὰ περιγράψει, μόνο αὐτοὶ ποὺ τὸ γνώρισαν). Συμβαίνει δηλαδὴ τὸ ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ αἰσθανόμαστε, ὅταν βρισκόμαστε σ’ ἕνα σπίτι φωτισμένο ἀπὸ τὸν ἔξω χῶρο, ὅταν τὰ παράθυρα εἶναι ἀνοικτά. Ἡ θέα ἀπὸ τὶς πληγὲς τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὅπως τὰ παράθυρα ποὺ ἀναδίδουν ἕνα Φῶς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό τοῦ σωματικοῦ Του ναοῦ. Αὐτὸ τὸ φῶς φωτίζει μὲ ἄκτιστη λαμπρότητα ὅλους αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται σ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος, πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευσή Του καὶ οἱ ὁποῖοι χαίρονται ἀπὸ τὴν φανέρωσή Του. Ὅλοι βυθίζονται στὸ φῶς ποὺ ἀναβλύζουν οἱ πληγές Του. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁμιλία στὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Ἀνάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου