Ἀθεΐα καί
Θρησκευτική Πίστις
Ἀπάντησις εἰς 10
βασικάς αἰτιάσεις τῆς ἀπιστίας
Γράφει ὁ κ. Ἀνδρέας
Κεφαλληνιάδης, Δάσκαλος Γ΄ Ἀρσακείου – Τοσιτσείου Δημοτικοῦ Σχολείου Ἑκάλης
1ον
Α: Ὁ Θεὸς εἶναι
δημιούργημα τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου!
Ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ δὲν ἀποτελεῖ γέννημα τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας, γιατί αὐτὴ παραμένει σταθερὴ στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων, ἐνῷ ἂν ἦταν ψέμα θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἐξαλειφθεῖ στὸ διάβα τῆς Ἱστορίας. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος διακατέχεται ἀπὸ μεταφυσικὴ ἀνησυχία, φανερώνει ὅτι ἀποτελεῖ γι’ αὐτὸν ψυχολογικὴ ἀνάγκη νὰ πιστεύει σὲ κάτι ἀνώτερο ἀπὸ αὐτόν. Αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του φανερώνει ὅτι ἔχει ἔμφυτο τὸ θρησκευτικὸ αἴσθημα. Τὸ ἔμφυτο τῆς θρησκευτικότητας ἀποδεικνύεται ἐπίσης ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ θρησκευτικὸ φαινόμενο εἶναι γενικευμένο σὲ ὅλους τούς λαοὺς καὶ σὲ ὅλους τούς πολιτισμοὺς κάθε ἐποχῆς. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἱστορικὸς Πλούταρχος (45μ.Χ. – 120μ.Χ.), ἀφοῦ ταξίδεψε σὲ πολλοὺς τόπους καὶ γνώρισε διάφορους πολιτισμούς, διαπίστωσε ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ βρεῖ κάποιος μία πόλη ποὺ νὰ μὴ ἔχει θέατρα καὶ γυμναστήρια, ἀλλὰ πόλη ποὺ νὰ μὴ ἔχει ναοὺς καὶ βωμοὺς εἶναι ἀδύνατον νὰ βρεῖ. Ἀκόμα καὶ ὁ ὀρθολογιστὴς Βολταῖρος θεωροῦσε τὴ θρησκευτικὴ πίστη ἀνάγκη. Ὑπάρχει λοιπὸν ἕνα μεταφυσικὸ κενὸ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο μόνο μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καλύπτεται.
Ἡ διαπίστωση τῆς ἔμφυτης ροπῆς τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ θεῖο,
δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τυχαία, ἀλλὰ νὰ ὑποδηλώνει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς «φύτεψε» μέσα
στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὸν πόθο τῆς ἀναζήτησής Του. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἀνθρώπινο σῶμα
πεινᾶ καὶ διψᾶ, γιατί ὑπάρχει ἡ τροφὴ καὶ τὸ νερὸ ποὺ ἱκανοποιοῦν τὶς
βιολογικές του ἀνάγκες, ἔτσι καὶ ἡ μεταφυσικὴ ἀγωνία ποὺ διακατέχει τὴν ἀνθρώπινη
ψυχή, ὑπάρχει, διότι ὑπάρχει ἡ ἀντίστοιχη πραγματικότητα ποὺ τὴν ἱκανοποιεῖ,
δηλαδὴ ὁ Θεός. Πολὺ ὡραῖα τὸ λέει αὐτὸ ἡ Ἁγία Γραφή: «Ὅπως τὸ διψασμένο ἐλάφι
τρέχει πρὸς τὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μου ποθεῖ ἐσένα, Θεέ μου»
(Ψαλμ. 41, 2). Ἔτσι εἶναι φυσικό, ἡ προχριστιανικὴ ἀρχαιότητα, ποὺ ζοῦσε μέσα
στὴν ἄγνοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, νὰ δημιουργεῖ ἕνα σωρὸ θρησκεῖες, ὡς ἀποτέλεσμα
τῆς ἀναζήτησης τοῦ ἄγνωστου ἢ ἀκόμα καλύτερα, τοῦ χαμένου Θεοῦ. Ἀκόμα κι ὅταν ἡ
θρησκευτικὴ πίστη σὲ πολλοὺς θεοὺς ἔπαψε νὰ τὸν ἱκανοποιεῖ, δὲν ἐγκατέλειψε τὴ
θρησκευτικὴ πίστη, ἀλλὰ στράφηκε ἀμέσως στὴν ἀναζήτηση τοῦ ἀγνώστου Θεοῦ.
Ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς
λαμβάνει ἀνθρώπινη μορφή, γιὰ νὰ φανερωθεῖ στοὺς ἀνθρώπους μέσα στὴν Ἱστορία,
στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμα
ἀποτέλεσμα τῆς ἀναζήτησης τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ
ἴδιου τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ
δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, δὲν ἀποτελεῖ πλάσμα τῆς ἀνθρώπινης
φαντασίας, ἀλλὰ συγκεκριμένο ἱστορικὸ πρόσωπο. Μὲ τὴν ἁγία ζωή Του, τὴν τέλεια
διδασκαλία Του, τὰ θαύματά Του καὶ προπαντὸς μὲ τὴν Ἀνάστασή Του, θεμελίωσε τὴν
πίστη στὴ θεότητά Του, στὴ συνείδηση τῶν μαθητῶν Του πρῶτα, ἀλλὰ καὶ στὴ
συνείδηση δισεκατομμυρίων Χριστιανῶν ὅλων τῶν αἰώνων ἔπειτα. Αὐτὸς εἶναι καὶ τὸ
τέρμα τῆς ἐναγώνιας ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
Β: Ὁ Χριστιανισμὸς
εἶναι περιττός, ἀφοῦ μᾶς τὰ εἶπαν ὅλα οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι!
Ὁ Χριστιανισμὸς ἀναγνωρίζει καὶ τιμᾶ τὴν προσφορὰ τῶν ἀρχαίων
Ἑλλήνων φιλοσόφων στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
κατεῖχαν τὴν ἑλληνικὴ γραμματεία καὶ χρησιμοποίησαν φιλοσοφικοὺς ὅρους ποὺ ἔβλεπαν
ὅτι μποροῦσαν νὰ ἐξυπηρετήσουν στὴν διατύπωση τοῦ χριστιανικοῦ λόγου. Οἱ μοναχοὶ
φρόντισαν νὰ ἀντιγράψουν τὰ κείμενα τῶν ἀρχαίων καὶ νὰ τὰ διασώσουν. Ὅμως πολλὲς
φορὲς οἱ καλὲς ἰδέες τῶν προγόνων μας ἦταν ἀνάμεικτες καὶ μὲ ἄλλες
λιγότερο καλές. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Πλάτωνας ἀπὸ τὴ μία θεωροῦσε ὅτι ὁ ἄνθρωπος
πρέπει νὰ μοιάσει στὸ Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη θεωροῦσε ὅτι εἶναι φυσικὸ τὸ
καθεστὼς τῆς δουλείας. Ὁ Χριστιανισμὸς ὅμως εἶναι ἡ ὕψιστη φιλοσοφία, γιατί
μέσα σ’ αὐτὸν βρίσκουμε ὅλες τὶς καλὲς ἰδέες καὶ καμία κακή. Ἐκτὸς αὐτοῦ, μόνο ὁ
Χριστιανισμὸς ἀνέδειξε τόσο πολὺ καὶ τόσο ἔμπρακτα τὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης. Καμιὰ
φιλοσοφία δὲν χαρακτηρίστηκε ποτὲ φιλοσοφία τῆς ἀγάπης, ἐνῷ ὁ Χριστιανισμὸς
χαρακτηρίστηκε θρησκεία τῆς ἀγάπης.
Ἀλλὰ καὶ οἱ σοφοί τῆς ἀρχαιότητας, παρὰ τὶς ὑψηλὲς
θεωρητικὲς συλλήψεις τους, δὲν κατόρθωσαν νὰ ἀλλάξουν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸ
καλύτερο. Ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς ἀποτυχίας τῶν φιλοσοφικῶν συστημάτων νὰ
διορθώσουν τὸν κόσμο ἦταν ὁ Σωκράτης, ὁ ὁποῖος βλέποντας ὅτι οἱ προσπάθειές του
ἀπέβαιναν μάταιες, εἶπε ἀπολογούμενος πρὸς τοὺς δικαστές του: «Θὰ μείνετε
κοιμισμένοι σ’ ὅλη σας τὴ ζωή, ἐὰν δὲ σᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεὸς νὰ σᾶς στείλει κάποιον
ἄλλο». (Ἡ Ἀπολογία τοῦ Σωκράτη, κεφάλαιο 18, στίχος 31Α). Κι αὐτὸς ὁ ἄλλος, ὁ
μόνος ποὺ ἄλλαξε πραγματικὰ τὸν κόσμο, ἤτανε ὁ Χριστός!
Γ: Ἡ πίστις εἰς τὸν Θεὸν
δὲν ἔχει μέλλον καὶ θὰ ἐξαφανισθῆ ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην κοινωνίαν!
Ἀλλὰ ἀφοῦ ἡ θρησκευτικὴ πίστη θὰ ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ μόνη
της, τότε γιατί οἱ ἄθεοι τὴν πολεμοῦν μὲ τόση μανία; Ὅταν κάποιος εἶναι
πεπεισμένος γιὰ τὴν ἀθεΐα του προκειμένου νὰ εἶναι λογικὰ συνεπὴς μὲ τὸν ἑαυτό
του δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀσχολεῖται καθόλου μὲ τὸ ζήτημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ ὅμως,
ἐπειδὴ ἀναδύεται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς δὲν ἀφήνει σὲ ἡσυχία τὴ συνείδηση.
Ἔτσι οἱ ἀντίθεοι ἀρχίζουν νὰ ἐπιτίθενται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀποδεικνύοντας
ὅτι διακατέχονται ἀπὸ ἀνασφάλεια καὶ μεταφυσικὴ ἀγωνία. Εἶναι τόσο ἀπαράμιλλο τὸ
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὅποιος Τὸν γνωρίσει, ὄχι μονάχα δὲν μπορεῖ νὰ Τὸν ἀγνοήσει,
ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ ζωή του, θὰ τριγυρνάει γύρω ἀπ’ Αὐτόν, ἔστω κι ἂν συστηματικὰ Τὸν
ἀρνεῖται καὶ Τὸν πολεμᾶ, ὅπως π.χ. ἔκανε ὁ Καζαντζάκης.
Ἕνας ἄλλος ἀρνητὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ Βολταῖρος,
εἶπε ὅτι σὲ λίγα χρόνια ἡ Ἁγία Γραφὴ θὰ πωλεῖται μονάχα σὲ παλαιοβιβλιοπωλεῖα. Ἀπὸ
τότε πέρασαν τριακόσια χρόνια καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι τὸ πρῶτο σὲ
πωλήσεις βιβλίο στὸν κόσμο. Τὸ τέλος τοῦ Θεοῦ εἶχαν προβλέψει καὶ οἱ ἄθεοι
τῆς ρωσικῆς ἐπανάστασης, κάνοντας ὅ,τι μποροῦσαν γι’ αὐτό, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ
τελείωσε ἦταν ὁ μαρξισμός. Ἀντίθετα ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῶν ἀθεϊστῶν νὰ ἐξαφανίσουν
τὴν Ἐκκλησία, ἡ Πίστη ὄχι μόνο δὲν νικήθηκε, ἀλλὰ βγῆκε ἀκόμα πιὸ δυνατή.
Τὸ τέλος τοῦ Θεοῦ προφήτεψε καὶ ὁ Νίτσε, σύμφωνα
μὲ τὸ κλασσικό: «Ὁ Θεὸς πέθανε» (Νίτσε). Ἀλλὰ τὴν ἀπάντηση ἔδωσε μία ἐπιγραφὴ
ποὺ βρέθηκε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Νίτσε ἀμέσως μετὰ τὸ θάνατό του: «Ὁ Νίτσε
πέθανε» (Θεός).
Ζηλεύει φαίνεται ἡ ἀπιστία τὴν πίστη καὶ κάνει ἀπόπειρα
νὰ μιμηθεῖ τοὺς ἱερούς της προφῆτες. Τὸ μόνο ὅμως ποὺ καταφέρνει νὰ
φτιάξει εἶναι καταγέλαστους ψευδοπροφῆτες!
Δ: Ἡ πίστις εἰς τὸν Θεὸν
δὲν εἶναι ἔμφυτος, ἀλλὰ ἀποτελεῖ προϊὸν κατηχήσεως!
Καμιὰ κατήχηση ὅμως δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γεννήσει στὴν ἀνθρώπινη
ψυχὴ τὴ θρησκεία, ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔνιωθε ἔμφυτη τὴν προδιάθεση νὰ πιστέψει.
Ὁ Σωκράτης καθορίζοντας τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνθρώπου,
μίλησε γιὰ τὴ γλῶσσα, τὴ νόηση, τὴ μνήμη καὶ τὴ γνώση τοῦ θείου. Μὲ
ἄλλα λόγια ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ γνωρίσματα ποὺ διαφοροποιεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ἄλλα
ὄντα εἶναι καὶ ἡ πίστη στὸ ὄντως Ὄν. Συνεπῶς ἡ κατήχηση ἔρχεται νὰ
καλλιεργήσει κάτι τὸ ὁποῖο ὑπάρχει ἐκ τῶν προτέρων μέσα στὸν ἄνθρωπο κι ὄχι
νὰ τοῦ τὸ δημιουργήσει ἐκ τοῦ μηδενός.
Αὐτὸς ποὺ δὲν βρίσκει ἀνταπόκριση στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι
ὁ ἀθεϊσμὸς κι ὄχι ἡ θρησκεία. Στὴν Ρωσία τὴν περίοδο τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος
εἶχε ἐπικρατήσει κρατικὰ ὁ ἀθεϊσμός. Ἀλλὰ ἀκόμα κι αὐτὴ τὴ σκληρὴ
περίοδο, ὁ ρωσικὸς λαὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του κι ὅταν
κατέρρευσε τὸ ἀθεϊστικὸ καθεστώς, οἱ ἐκκλησίες ποὺ φαινομενικὰ εἶχαν κλείσει
λόγω ἔλλειψης πιστῶν, ξανάνοιξαν. Καὶ ξανάνοιξαν, γιατί ἡ ἐπικράτηση τῆς ἀθεΐας
ἦταν ἐπίπλαστη καὶ εἶχε ἐπιβληθεῖ μὲ τὴ βία τοῦ καθεστῶτος. Ἀντίθετα ἀπὸ τὶς
προσδοκίες τῶν ἀθεϊστῶν, ὅσο περισσότερο πολεμιέται ἡ πίστη, τόσο πιὸ πολὺ
ριζώνει στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων!
Ε: Ἡ θρησκευτικὴ πίστις
ταιριάζει μόνον εἰς παθητικούς, καὶ ἀμαθεῖς ἀνθρώπους!
Ἡ παθητικότητα καὶ ἡ μοιρολατρία εἶναι κάτι ξένο μὲ τὴ
χριστιανικὴ ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς. Οἱ Χριστιανοὶ ὄχι μόνο δὲν ἀπελπίζονται, ἀλλὰ
ἀντιμετωπίζουν μὲ ἡρωικὸ φρόνημα κι ἀκατάβλητη δύναμη τὶς ποικίλες ἀντιξοότητες,
μεταγγίζοντας πνεῦμα χαρᾶς κι αἰσιοδοξίας στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Χριστὸς
καλεῖ τοὺς μαθητές Του νὰ γίνουν τὸ φῶς καὶ τὸ ἁλάτι τοῦ κόσμου, οὕτως ὥστε
βλέποντας τὸν ὑποδειγματικὸ τρόπο ζωῆς τῶν Χριστιανῶν νὰ θέλει νὰ τοὺς
μιμηθεῖ. Αὐτοὶ ποὺ δείχνουν παθητικότητα καὶ ἀδυναμία στὴν ἀντιμετώπιση τῶν
δυσκολιῶν τῆς ζωῆς εἶναι οἱ ἄπιστοι, οἱ ὁποῖοι φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ γίνονται ἀντικοινωνικὰ
στοιχεῖα καὶ νὰ καταφεύγουν στὰ ναρκωτικά, στὴν ἀναρχία, στὸν ἀλκοολισμό, στὴν
αὐτοκτονία κλπ., ἐκεῖ δηλ. πού τοὺς ὁδηγεῖ ἡ ἔλλειψη πίστης στὴν ἀγάπη καὶ τὴν
πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὅσο ἀφορᾶ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι ἡ πίστη ταιριάζει στοὺς ἀμαθεῖς
ἀνθρώπους, θὰ περιοριστοῦμε νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξαν
ἰσχυρότατες διάνοιες κι ἀπὸ τοὺς πιὸ διαβασμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους, ὅπως
π.χ. ὁ Αὐγουστῖνος, ὁ Ὠριγένης, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες,
ὁ Γρηγόριος Νύσσης κ.ἄ. Ἡ βαθύτατη θεολογικὴ καὶ φιλοσοφική τους σκέψη
καθὼς καὶ ἡ ἐπιστημονική τους μόρφωση εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία. Ἀλλὰ καὶ
πρὶν ἀπὸ αὐτούς, τὰ μεγαλύτερα πνεύματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς διανόησης, ὑπῆρξαν
ἄνθρωποι ποὺ ὄχι μόνο πίστευαν στὴν ἔννοια τοῦ Θείου, ἀλλὰ καὶ τὴ θεμελίωσαν μὲ
λογικὰ ἐπιχειρήματα. Ὁ Σωκράτης ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους φιλόσοφους ποὺ συνέλαβε τὴν
ἔννοια τῆς μονοθεΐας. Ὁ Πλάτωνας δέχεται ἕνα ὑπέρτατο Νοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς ἀπόλυτα
ἀγαθός, δημιούργησε ἕνα κάλλιστο κόσμο. Ὁ Ἀριστοτέλης δέχεται κι αὐτὸς ὅτι
ὁ Θεὸς ἀποτελεῖ μία οὐσία αἰώνια καὶ ξεχωριστὴ ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ ὄντα, τὴν πρώτη αἰτία
γιὰ τὴν τάξη καὶ τὴν κίνηση τοῦ κόσμου. Ἀκόμα καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὑπῆρχαν
φιλόσοφοι ποὺ ἀποδέχονταν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ὅπως ὁ Ρουσό, ὁ Λάιμπνιτς, ὁ
Καρτέσιος κ.ἄ. Τὰ ὡραιότερα καὶ ἀξιολογότερα ἔργα τέχνης ποὺ κατὰ καιροὺς ἔχει
νὰ ἀναδείξει ἡ ἀνθρωπότητα στὴ μουσική, τὴν ποίηση τὴν ἀρχιτεκτονική, τὴ
ζωγραφική, τὴ γλυπτικὴ κ.λπ. εἶναι καθαρὰ δημιουργήματα ἀνθρώπων
βαθύτατης πίστεως. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅπως εἶπε ὁ Γκαῖτε, «τότε μονάχα εἶναι
δημιουργικός, ὅταν εἶναι βαθύτατα θρησκευτικός». Πῶς λοιπὸν ἡ θρησκευτικὴ πίστη
ταιριάζει στοὺς δειλούς, τοὺς ἀνώριμους καὶ τοὺς ἀμαθεῖς;
Ἀθεΐα καί Θρησκευτική Πίστις – 2ον
2ον
ΣΤ: Ἡ θρησκεία εἶναι
βλαβερὴ διὰ τὴν κοινωνίαν!
Φυσικά, παρὰ τὰ ὅποια λάθη καὶ τὶς ὅποιες στρεβλώσεις, ἡ
συνολικὴ προσφορὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν ἀνθρωπότητα εἶναι ἀνυπολόγιστης ἀξίας.
Καὶ μόνο στὸν κοινωνικὸ τομέα, ἂν λάβουμε ὑπόψη τὸ τεράστιο φιλανθρωπικὸ ἔργο
τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νὰ πάρουμε μία μικρὴ αἴσθηση τοῦ μεγέθους αὐτῆς τῆς
προσφορᾶς. Ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπὸ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει κυρίως ἡ
πνευματικὴ προσφορὰ τῆς θρησκείας στὸν ἄνθρωπο. Ἡ πίστη στὸ Θεὸ νοηματοδοτεῖ τὴ
ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ γεμίζει τὴν ψυχή του μὲ ὑπομονή, ἐλπίδα, θάρρος καὶ ἀφοσίωση
στὸ καθῆκον. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ νιώθει γαλήνη καὶ χαρὰ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ
μέσα της. Ἡ πίστη τὸν ὁπλίζει μὲ θάρρος καὶ αἰσιοδοξία, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ
προβλήματα καὶ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς. Τὸν βοηθᾶ στὸν ἀγῶνα του νὰ γίνει
καλύτερος ἄνθρωπος. Παίρνει τὸν ἄγριο καὶ τὸν μεταβάλλει σὲ ἅγιο!
Ἀντίθετα, αὐτὴ ποὺ συντελεῖ στὸ κοινωνικὸ κακὸ μὲ τὶς
ποικίλες μορφές του (βία κι ἐγκληματικότητα, ἀναρχία, μοναξιά, ἀπελπισία κ.λπ.)
εἶναι ἡ ἔλλειψη πίστης στὸ Θεό, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπολογίζει τὴν κρίση τοῦ
Θεοῦ οὔτε ἔχει κάπου νὰ στηριχθεῖ στὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς του. Ἔτσι ἐξηγεῖται
ἡ δυστυχία τοῦ ἄθεου ἀνθρώπου, τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἀγωνία του. Ἔτσι ἐξηγοῦνται ὁ
νευροψυχικὲς διαταραχές του, ὁ μηδενισμὸς καὶ ἡ ἀπαισιοδοξία του. Αὐτὴ ποὺ
εἶναι ὄχι μόνο ἄχρηστη, ἀλλὰ καὶ ἐπιβλαβὴς γιὰ τὴν κοινωνία εἶναι μόνο ἡ ἀθεΐα.
Ζ΄: Ἡ θρησκευτικὴ
πίστις μὴ ἀποδεκτὴ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην λογικήν!
Κανένας δὲν ὑποστήριξε ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται μὲ
ἐπιστημονικὸ τρόπο. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας ὁ
Θεός. Τὸ ἂν κάποιος ἐπιστήμονας εἶναι πιστὸς ἢ ὄχι εἶναι θέμα προσωπικῆς του ἐπιλογῆς.
Ὡστόσο ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ εἶναι αἴτημα λογικό. Κάθε ἐρευνητὴς τοῦ φυσικοῦ
κόσμου, τοῦ μικρόκοσμου καὶ τοῦ μακρόκοσμου, διαπιστώνει ὅτι ξετυλίγεται
μπροστά του ἕνας ἄγνωστος ὑπέροχος κόσμος. Ἡ περίπλοκη δομὴ τοῦ ἀτόμου, τὸ
μεγαλεῖο τοῦ ἔναστρου οὐρανοῦ, ὁ πλοῦτος τοῦ φυτικοῦ καὶ ζωικοῦ βασιλείου, ἡ
θαυμαστὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καὶ τόσα ἄλλα φανερώνουν μία ἔλλογη
τάξη, μία σκοπιμότητα, μία ἁρμονία. Καθετὶ ποὺ συμβαίνει στὸν κόσμο δὲν εἶναι ἄσκοπο
καὶ τυχαῖο, ἀλλὰ ὑπακούει σὲ κάποιο σχέδιο γιὰ τὴν ἐπίτευξη ὁρισμένου σκοποῦ. Τὸ
γεγονὸς αὐτὸ ἔκανε τὸν Ἀϊνστάιν νὰ πεῖ ὅτι «ὅταν ὁ Θεὸς ἔφτιαχνε τὸν κόσμο δὲν ἔπαιζε
ζάρια». Πραγματικά, ὁ ἀπροκατάληπτος ἐρευνητὴς μένει ἔκθαμβος μπροστὰ στὸ θαῦμα
τῆς δημιουργίας. Ἡ ὕπαρξη μίας ἀνώτερης ἀρχῆς, ἡ ὁποία βρίσκεται ἔξω ἀπὸ
τὴν ὕλη, τὴν ὁποία δημιουργεῖ καὶ θέτει σὲ κίνηση, δὲν εἶναι μόνο αἴτημα
θεολογικό, ἀλλὰ καὶ φιλοσοφικό. Ὁ Θαλὴς ὁ Μιλήσιος εἶπε: «Τὸ παλαιότερο ὂν εἶναι
ὁ Θεός, διότι εἶναι ἀγέννητο. Τὸ ὡραιότερο ὁ κόσμος, διότι εἶναι δημιούργημα τοῦ
Θεοῦ». Ἑπομένως, ἀκόμα καὶ σύμφωνα μέ τὴ φιλοσοφία, εἶναι πολὺ πιὸ λογικὸ νὰ ὑποθέσουμε
ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ κόσμο βρίσκεται μία ἀνώτερη διάνοια παρὰ τὸ
τίποτα ἢ ἡ τυφλὴ τύχη.
Η΄: Ἡ θρησκεία
στηρίζεται εἰς τὴν ἀγωνίαν διὰ τὸν θάνατον!
Ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα τοῦ ἂν ὑπάρχει ζωὴ μετὰ θάνατο, ἀποτελεῖ
βασικὸ στοιχεῖο ποὺ ἀπασχόλησε ἀνέκαθεν ὄχι μόνο τὶς θρησκεῖες, ἀλλὰ καὶ τὸ
φιλοσοφικὸ στοχασμό. Π.χ. εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Πλάτωνας πίστευε στὴν ὕπαρξη
καὶ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς μέσῳ τῆς φιλοσοφίας κι ὄχι μέσῳ τῆς
θρησκείας. Ἑπομένως ἡ πίστη στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς ἀποτελεῖ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε
ὁ ἴδιος ὁ ἀνθρώπινος νοῦς στὸ μεταθανάτιο πρόβλημα, πέρα ἀπὸ τὶς θρησκευτικές
του πεποιθήσεις. Πῶς λοιπὸν ἡ διαχείριση τοῦ ἀνθρώπινου φόβου γιὰ τὸ θάνατο, ἀποτελεῖ
ἐφεύρεση τῆς θρησκείας;
Αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἡ ἔλευση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸν κόσμο, ἦταν νὰ
παραλάβει τὴν προϋπάρχουσα ἔμφυτη πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὴν πέρα τοῦ τάφου
ζωή, νὰ τὴν ἀποκαθάρει ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες πλάνες καὶ νὰ φανερώσει στὸν ἄνθρωπο ὅλη
τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτήν.
Οἱ ἄπιστοι ἰσχυρίζονται ἐπίσης, ὅτι οἱ πιστοὶ ἀγωνίζονται
νὰ εἶναι καλοὶ Χριστιανοί, γιατί φοβοῦνται τὴν κόλαση ἢ γιατί θέλουν νὰ πᾶνε στὸν
παράδεισο. Μὲ ἄλλα λόγια ἀποδίδουν εὐτελῆ κίνητρα στοὺς Χριστιανούς. Ἀλλὰ ἀκόμα
κι ἂν εἶναι ἔτσι, ποῦ βρίσκεται τὸ κακό; Μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικὸ θὰ πρέπει νὰ
κατηγορήσουμε τὸ μαθητὴ ποὺ μελετάει σκληρά, ὅτι θέλει νὰ μπεῖ στὸ Πανεπιστήμιο
ἢ αὐτὸν ποὺ ἐργάζεται ὅτι ἀποσκοπεῖ στὸ μισθό. Ὁ Θεὸς ἐπειδὴ γνωρίζει τὴν
ἀτέλεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τῆς ἔδωσε καὶ τὰ ἀπαραίτητα κίνητρα προκειμένου νὰ
ὑπερνικήσει τὴ ρᾳθυμία τῆς ψυχῆς καὶ νὰ ἀποδοθεῖ μὲ ζῆλο σὲ ἀγῶνα πνευματικό.
Ἐπιπλέον, ἡ κρίση καὶ ἡ ἀνάλογη ἀνταπόδοση τῶν ἀνθρωπίνων
πράξεων εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ἔννοια τῆς δικαιοσύνης. Ἂν ἕνας ἄνθρωπος βάλει ἐργάτες
νὰ δουλέψουν στὸ χωράφι του, ἀλλὰ κάποιοι ἐργαστοῦν ἐνῷ κάποιοι ἄλλοι ὄχι, θὰ εἶναι
δίκαιο νὰ ἀμειφθοῦν ὅλοι τὸ ἴδιο; Ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, ἂν καὶ σχετική,
θὰ ἀνταμείψει τοὺς καλοὺς ἐργάτες καὶ θὰ τιμωρήσει τοὺς κακούς. Ἂν λοιπὸν ἕνας ἁπλὸς
ἄνθρωπος, ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἀποδώσει δικαιοσύνη, δὲν εἶναι
λογικὸ νὰ κάνει τὸ ἴδιο καὶ ὁ Θεός, πού εἶναι Ὅλος δικαιοσύνη;
Θ: Ἡ πίστις εἰς ἀντίθεσιν
μὲ τὴν ἐπιστημονικὴν γνῶσιν!
Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὸν
παραπάνω ἰσχυρισμό. Μία ἀτελεύτητη χορεία διαπρεπῶν ἐπιστημόνων διακρίνονταν γιὰ
τὴ βαθιά, εἰλικρινῆ καὶ θερμὴ θρησκευτική του πίστη. Ἀναφερόμαστε σ’ ἕνα
Πασκάλ, Λαβουαζιέ, Νεύτωνα, Κέπλερ, Φραγκλίνο, Ἀμπέρ, Βόλτα, Μαρκόνι, Ρέντγκεν,
Παστὲρ καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους πρωτοπόρους τοῦ πνεύματος, ποὺ ἔθεσαν τὶς βάσεις τῶν
φυσικῶν ἐπιστημῶν. Σύμφωνα μάλιστα καὶ μὲ τοὺς τρεῖς σημαντικότερους φυσικούς
τοῦ 20οῦ αἰῶνα, τὸν Ἄλμπερτ Ἀϊνστάιν, τόν Βέρνερ Χάιζενμπεργκ καὶ τὸν Μὰξ
Πλάνκ, ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τοὺς φυσικοὺς νόμους, οἱ ὁποῖοι ὅμως
προϋποθέτουν μία ἄπειρη διάνοια. ( Βλ. «Ἀθεϊσμός», ἐγκ. Πάπυρος – Λαροὺς –
Μπριτάννικα, τόμ. 3, σελ. 257 ). Μὲ ἄλλα λόγια οἱ τρεῖς αὐτοὶ σπουδαῖοι φυσικοὶ
ἐπιστήμονες θεωροῦν ὅτι ἡ ὕπαρξη νόμων στὸ Σύμπαν προϋποθέτουν καὶ τὴν ὕπαρξη
Νομοθέτη.
Πραγματικά, ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ὑποδηλώνεται ἀπὸ τὰ ἔργα Του. Ἡ
τάξη, ἡ ἁρμονία καὶ ἡ σκοπιμότητα τοῦ κόσμου μαρτυροῦν τὴν παρουσία Του. Κι αὐτὴ
ἀκριβῶς τὴν ἁρμονία καὶ τὴν τελειότητα τοῦ μικρόκοσμου καὶ τοῦ μακρόκοσμου, ποιὸς
ἄλλος εἶναι σὲ θέση νὰ τὴν αἰσθανθεῖ καλύτερα, παρὰ ἕνας ἐπιστήμονας; Εἶναι
λοιπὸν δυνατὸ ὁ κόσμος νὰ εἶναι δημιούργημα τῆς τύχης; Ἡ τυχαιότητα ὁδηγεῖ στὸ
χάος κι ὄχι στὴν ὀργάνωση καὶ τὴν πολυπλοκότητα. Ἀκόμα καὶ ἡ ἁπλούστερη μονάδα
ζωῆς, τὸ κύτταρο, ἀποτελεῖ ἕνα ὁλόκληρο βιοχημικὸ ἐργοστάσιο, ποὺ ἀφήνει
κατάπληκτο κάθε ἐρευνητή. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὸ ὅτι ἡ ἐπιστημονικὴ
ἔρευνα κάνει ἄπιστο ἕνα ἐπιστήμονα;
Ι: Ἡ πίστις εἰς τόν Θεὸν
εἶναι μία αὐταπάτη!
Ἐμεῖς ὅμως ἐπιστρέφουμε πίσω καὶ αὐτὴν τὴν κατηγορία. Καὶ νὰ γιατί: Ὁ Θεὸς ὑπάρχει ἀντικειμενικά, ἀλλὰ ὡς πνευματικὸ Ὂν ποὺ εἶναι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰδωθεῖ μὲ τὰ φυσικὰ μάτια ἢ νὰ ἀποδειχθεῖ πειραματικά. Ἐπειδὴ λοιπὸν οἱ ἄθεοι δὲν βλέπουν τὸ Θεό, νομίζουν ὅτι…δὲν ὑπάρχει! Ἑπομένως αὐταπατῶνται ὄχι αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ Θεό, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ δὲν πιστεύουν, ἐπειδὴ δὲν τὸν βλέπουν. Ἀλλὰ ἂς μή…αὐταπατόμαστε! Ὅσο ὁ ἄνθρωπος θητεύει στὰ πάθη του ὁ ὁρίζοντας τῆς ψυχῆς του θὰ εἶναι σκοτεινός. Κι ὁ σκοτεινὸς ὁρίζοντας κρύβει ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τὴ θέα τοῦ Θεοῦ. Ἡ βασικὴ αἰτία ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ ἱκανοποίηση τοῦ δικοῦ του θελήματος κι ἡ ἀνύψωση τοῦ ἑαυτοῦ του στὴ θέση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ ἄθεος, ἐπειδὴ ἀποφάσισε νὰ ζήσει μία ζωὴ μακριὰ ἀπὸ τὶς ἐνοχλητικὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, εἶπε ὅτι δὲν ὑπάρχει. Ὁ Θεὸς ὅμως ὄχι μόνο ὑπάρχει ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ στοργικός μας Πατέρας. Ἂς σκεφτοῦμε ὅτι Ἐκεῖνος, τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε, ὥστε κατέβηκε στὴ Γῆ καὶ σταυρώθηκε γιά μᾶς. Ἐμεῖς λοιπὸν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ Αὐτὸν κι ὄχι Αὐτὸς ἀπὸ ἐμᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ψυχὴ μας ἀναπαύεται ἀληθινά, μόνο ὅταν εἶναι κοντὰ στὸ Δημιουργό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου