ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΞΗ ΣΤΟ ΝΑΟ &
ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΥΣ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΑΜΑΡΤΙΑ
Γιατί τίποτα δεν κάνει τόσο χαρούμενη τη ζωή μας, όσο η χαρά της εκκλησίας. Στην εκκλησία συντηρείται η χαρά εκείνων που χαίρονται, στην εκκλησία υπάρχει η ψυχική ευφορία εκείνων που στενοχωρούνται, στην εκκλησία η ευφροσύνη εκείνων που λυπούνται, στην εκκλησία η ανακούφιση των ταλαιπωρουμένων, στην εκκλησία η ανάπαυση εκείνων που κοπιάζουν.
Γιατί λέει, «ελάτε σε μένα όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι και εγώ θα σας ξεκουράσω». Τι θα μπορούσε να υπάρξει πιο αγαπητό από τα λόγια αυτά; τι υπάρχει πιο ευχάριστο από αυτή την πρόσκληση; Καλώντας σε ο Δεσπότης στην εκκλησία, σε προσκαλεί σε ευωχία, σε παρακινεί σε ανάπαυση αντί των κόπων που υπομένεις, σε οδηγεί στην απαλλαγή από τα οδυνηρά, ανακουφίζοντάς σε από το βάρος των αμαρτημάτων σου· απόλαυση θεραπεύει τη στενοχώρια και χαρά τη λύπη. Τι απερίγραπτη φροντίδα! Τι πρόσκληση επουράνια!
Ας σπεύσουμε λοιπόν, αγαπητοί μου, να επιδείξουμε αυτήν την αυξανόμενη προθυμία, και να την εκτελέσουμε με την τάξη που της αρμόζει και με τον σκοπό που της πρέπει. Γιατί σήμερα θέλω να ξεκινήσω το λόγο για το θέμα αυτό, που φαίνεται βέβαια πως είναι κουραστικός, αλλά στην πραγματικότητα είναι άκοπος και ωφέλιμος. Γιατί έτσι κάνουν και οι φιλόστοργοι πατέρες· δεν εμπιστεύονται στα παιδιά τους μόνο εκείνα που προκαλούν πρόσκαιρη χαρά, αλλά και εκείνα που προξενούν λύπη· και δεν τα συμβουλεύουν μόνο εκείνα που από μόνα τους δείχνουν την ωφέλειά τους, αλλά και εκείνα που φαίνονται βέβαια δυσάρεστα, όμως όταν εκτελούνται είναι σωτήρια, και αυτά τα διδάσκουν με πολλή προσοχή και απαιτούν την πιστή εφαρμογή τους.
(…)
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτό, ας ερχόμαστε εδώ με την ευλάβεια που ταιριάζει, ώστε, αντί συγχωρήσεως των αμαρτιών μας, να μη πάμε στο σπίτι έχοντας αυξήσει τις ήδη υπάρχουσες.
Ποιο όμως είναι το ζητούμενο και αυτό που απαιτείται από μας;
Όταν αναπέμπουμε τους ύμνους να είμαστε συνεσταλμένοι από τον πολύ φόβο και να τους προσφέρουμε στολισμένοι με ευλάβεια. Γιατί υπάρχουν μερικοί από αυτούς που βρίσκονται εδώ, τους οποίους νομίζω πως δεν αγνοεί η αγάπη σας, οι οποίοι, περιφρονώντας το Θεό και θεωρώντας τα λόγια του Πνεύματος ως συνηθισμένα, βγάζουν άτακτες φωνές και συμπεριφέρονται όχι καλύτερα από αυτούς που μαίνονται, στριφογυρίζουν με όλο το σώμα τους και περιφέρονται, και παρουσιάζουν ήθη ξένα προς την πνευματικότητα της στιγμής.
Άθλιε και ταλαίπωρε, ενώ πρέπει να αναπέμπεις την αγγελική δοξολογία γεμάτος φόβο και τρόμο και να κάνεις την εξομολόγηση στον Κτίστη με φόβο και να ζητάς με αυτήν συγχώρηση των αμαρτιών σου, εσύ όμως κάνεις εδώ αυτά που κάνουν οι μίμοι και οι χορευτές, σηκώνοντας άτακτα τα χέρια και πηδώντας με τα πόδια και στρέφοντας πέρα δώθε το σώμα σου. Και πως δε φοβάσαι ούτε τρέμεις αψηφώντας τέτοια λόγια; Δεν σκέφτεσαι ότι είναι παρών εδώ ο ίδιος ο Κύριος αοράτως, καταγράφει την κίνηση του καθενός και εξετάζει τη συνείδηση; Δεν σκέπτεσαι ότι άγγελοι είναι παρόντες σ’ αυτή τη φρικτή τράπεζα και την φροντίζουν με φόβο; Αλλά εσύ αυτά δεν τα σκέπτεσαι, επειδή ο νους σου έχει σκοτισθεί από τα ακούσματα και θεάματα των θεάτρων, και γι’ αυτό αναμιγνύεις όσα γίνονται εκεί με τους τύπους της εκκλησίας· γι’ αυτό με τις άναρθρες κραυγές εκδηλώνεις την αταξία της ψυχής σου.
Πως λοιπόν θα ζητήσεις συγχώρηση των αμαρτιών σου; πως θα ελκύσεις τον Κύριο να σε λυπηθεί, κάνοντας με τόση περιφρόνηση τη δέηση; Λες «Ελέησε με, Θεέ μου», και δείχνεις ήθος ανάξιο λύπης. ‘Σώσε με’ φωνάζεις, και παρουσιάζεις εμφάνιση ξένη προς τη σωτηρία. Σε τι συμβάλλουν στην ικεσία χέρια που σηκώνονται ψηλά συνεχώς και περιφέρονται άτακτα, και κραυγές δυνατές, που με τη βίαιη ώθηση του αέρα γίνονται άναρθρες; Δεν είναι άλλα από αυτά έργα των γυναικών που εκδίδονται στα τρίστρατα, και άλλα εκείνων που φωνασκούν στα θέατρα; Πως τολμάς λοιπόν να αναμιγνύεις σ’ αυτή την αγγελική δοξολογία το παιχνίδι των δαιμόνων; Και πως δεν ντρέπεσαι, όταν προφέρεις εκεί αυτά τα λόγια, λέγοντας, «δουλέψετε τον Κύριο με φόβο και να δοκιμάζετε αγαλλίαση με τρόμο»; Αυτό σημαίνει «να δουλεύουμε με φόβο», να αποχαυνώνεσαι και να τεντώνεσαι και να μη ξέρεις ούτε εσύ για ποια πράγματα μιλάς με τον ήχο της άτακτης φωνής;
Αυτό είναι δείγμα περιφρονήσεως, όχι φόβου, αλαζονείας, όχι ταπείνωσης· αυτό είναι γνώρισμα αυτών που παίζουν και όχι αυτών που δοξολογούν. Τι σημαίνει λοιπόν να δουλεύουμε τον Κύριο με φόβο; Να εκπληρούμε κάθε εντολή κάνοντας την με φόβο και συστολή, να προβάλλουμε τις παρακλήσεις μας με συντριμμένη καρδιά και ταπεινωμένο νου. Και όχι μόνο να τον δουλεύουμε με φόβο, αλλά και να αγαλλόμαστε με τρόμο, μας παραγγέλλει το άγιο Πνεύμα μέσω του προφήτη.
(…)
Άραγε καταλάβατε αυτό που είπα ή πρέπει πάλι να το επαναλάβω; Αλλά για να γίνει πιο σαφές αυτό, θα επιχειρήσω με τα δικά μας παραδείγματα να το κάνω φανερό.
Βρίσκεται κάποιος μπροστά στον επίγειο βασιλιά και με όλα προσπαθεί να δείξει σ’ αυτόν μεγάλη ευλάβεια, με σκοπό να αποσπάσει μέσω αυτής περισσότερο την εύνοιά του. Γι’ αυτό και με το σκύψιμο του κεφαλιού και με τη φωνή και με το σταύρωμα των χεριών και με τη συνένωση των ποδιών και με τη συστολή όλου του σώματός του εκδηλώνει αυτή την ευλάβεια.
Αυτό γίνεται και σ’ εκείνες τις ασώματες δυνάμεις. Γιατί, έχοντας μεγάλη επιθυμία ευλάβειας προς τον Κτίστη, και επιχειρώντας να την εκδηλώσουν με κάθε τρόπο, επειδή τελικά δεν πετυχαίνουν την επιθυμία τους, κρύβουν με το κάλυμμα το υπόλοιπο της επιθυμίας τους. Γι’ αυτό λοιπόν λέγεται ότι καλύπτουν τα πρόσωπα και τα πόδια. Αν και υπάρχει και κάποια άλλη πιο μυστική θεωρία, που διατυπώνεται για το θέμα αυτό· ότι δηλαδή δεν έχουν πόδια και πρόσωπα (γιατί είναι ασώματα, όπως και το θείο), αλλά γίνεται λόγος γι’ αυτά, για να καταδειχθεί από όλες τις πλευρές, ότι αυτά (τα Σεραφίμ) είναι συνεσταλμένα και υπηρετούν τον Κύριο με φόβο και ευλάβεια. Έτσι πρέπει και εμείς να στεκόμαστε όταν του προσφέρουμε τη δοξολογία αυτή, φοβισμένοι και τρέμοντας, και σαν να βλέπουμε με τα μάτια της διάνοιάς μας τον ίδιο το Θεό. Γιατί παρευρίσκεται εδώ οπωσδήποτε αυτός που δεν περιορίζεται σε τόπο και καταγράφει τις φωνές όλων. Έτσι λοιπόν αναπέμποντας τη δοξολογία μας με συντριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, θα την κάνουμε ευπρόσδεκτη και, ως εύοσμο θυμίαμα, θα την στείλουμε στον ουρανό. Γιατί λέει, «καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη ο Θεός δεν θα την απορρίψει».
Αλλά ο προφήτης, λέει, ότι μας προτρέπει να κάνουμε τη δοξολογία με αλαλαγμό: «αλαλάξετε στον Κύριο, όλοι οι άνθρωποι της γης». Αλλά ούτε κι εγώ απαγορεύω αυτό τον αλαλαγμό, παρά μόνο την άναρθρη κραυγή, ούτε τη φωνή της δοξολογίας, αλλά την άτακτη φωνή, τις μεταξύ σας φιλονεικίες, τα χέρια που υψώνονται στον αέρα άσκοπα και στην τύχη, τα πόδια που είναι το ένα επάνω στο άλλο, τα ανάρμοστα και χαυνωμένα ήθη, που αποτελούν παιχνίδια εκείνων που συχνάζουν στα θέατρα και τις ιπποδρομίες. Από εκεί εισάγονται αυτές οι ανευλαβείς και οχλοκρατικές φωνές, από εκεί οι άτακτες χειρονομίες, οι έριδες, οι φιλονεικίες, τα άτακτα ήθη.
(…)
Όχι μόνο η αταξία, αλλά και κάποιο άλλο φοβερό νόσημα περιπλανάται. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Το ότι, ενώ προτίθενται να κάνουν προσευχή στο Θεό και να αναπέμψουν σ’ αυτόν δοξολογία, στη συνέχεια αφήνουν αυτόν και πιάνοντας ο καθένας τον πλησίον του διευθετούν τα προβλήματα του σπιτιού τους, της αγοράς, του δήμου, των θεάτρων, του στρατού, και μιλούν για το πως τακτοποιήθηκαν αυτά, πως ξεπεράστηκαν εκείνα και τι πλεόνασμα έχουν στις επιχειρήσεις τους και τι έλλειμμα· και γενικά συζητούν εδώ για όλα τα κοινά και ιδιωτικά θέματα.
Και ποιας συγγνώμης είναι αυτά άξια; Και με βασιλιά επίγειο βέβαια όταν μιλάει κάποιος, κάνει λόγο μόνο για εκείνα για τα οποία θα ήθελε εκείνος και των οποίων επιτρέπει τις ερωτήσεις, εάν όμως τολμήσει να ερωτήσει και κάτι άλλο, χωρίς την συγκατάθεση εκείνου θα υποστεί την έσχατη τιμωρία, ενώ εσύ, μιλώντας στο βασιλιά των βασιλέων, τον οποίο υπηρετούν τρέμοντας οι άγγελοι, αφήνοντας τη συζήτηση μ’ αυτόν, συζητάς για πηλό και σκόνη και αράχνη; Γιατί αυτά είναι τα εδώ πράγματα.
Και πως θα υπομείνεις την τιμωρία της περιφρονήσεως και ποιος θα σε γλιτώσει από αυτή την τιμωρία; Αλλά οι υποθέσεις μας, λέει, και τα πράγματα της πολιτείας πηγαίνουν άσχημα και μας ενδιαφέρει πολύ γι’ αυτά και έχουμε πολλή αγωνία. Και ποια είναι η αιτία; Η αβουλία, λέει, αυτών που κυβερνούν.
Όχι η αβουλία των κυβερνώντων, αλλά η δική μας αμαρτία, η είσπραξη των αμαρτιών μας. Εκείνη έκανε τα πάνω κάτω, εκείνη έφερε όλα τα κακά, εκείνη προκάλεσε τους πολέμους, εκείνη συντέλεσε στην ήττα. Δεν πλημμύρισε από άλλου το πλήθος των δυσαρέστων που μας βρήκε, παρά από αυτή την αιτία.
Ώστε, και αν ακόμα είναι κάποιος Αβραάμ αυτός που κυβερνά, ή Μωϋσής ή Δαβίδ ή Σολομών, ο πιο σοφός, ή ο πιο δίκαιος από τους ανθρώπους, όσο εμείς συμπεριφερόμαστε άσχημα, θα ήταν άσχετος με την αιτία των κακών.
Πως και με ποιο τρόπο; Γιατί, αν βέβαια είναι από τους πιο παράνομους, η δική μας αβουλία και αταξία τον δημιούργησε, τα δικά μας αμαρτήματα προξένησαν την πληγή. Διότι το να έχουμε άρχοντες σύμφωνα με τις διαθέσεις μας, δεν σημαίνει τίποτα άλλο, παρά αυτό, ότι δηλαδή επειδή είχαμε από πριν αμαρτήσει, γι’ αυτό αποκτήσαμε τέτοιον άρχοντα, είτε είναι κάποιος από τους ιερωμένους, είτε από αυτούς που χειρίζονται τις κοσμικές εξουσίες.
Αλλά και εάν ακόμα είναι δίκαιος, και τόσο δίκαιος, ώστε να έχει φθάσει μέχρι την αρετή του Μωυσή, δεν θα μπορέσει αυτού μόνο η δικαιοσύνη να καλύψει τα αμέτρητα πταίσματα των υπηκόων του. Και αυτό θα μπορούσε κανείς να το διαπιστώσει ακριβώς από τον ίδιο τον Μωυσή, ο οποίος είχε υποστεί πολλά δεινά για τον Ισραηλιτικό λαό και είχε κάνει πολλές ικεσίες στο Θεό γι’ αυτόν, ώστε να κληρονομήσει τη χώρα που του είχε υποσχεθεί αλλά όταν ο λαός αυτός απομάκρυνε τον εαυτό του από την κατάκτηση της χώρας εξαιτίας των παρανομιών του, δεν στάθηκε ικανή η δέησή του να αλλάξει τη δίκαιη απόφαση του Θεού και έπεσε όλος ο λαός στην έρημο. Αν και βέβαια ποιος ήταν πιο δίκαιος από τον Μωυσή; ή ποιος είχε περισσότερη παρρησία προς το Θεό;
Λέγεται βέβαια ότι ισχύει η δέηση του δικαίου, όταν όμως είναι ενεργουμένη, δηλαδή όταν βοηθείται από τη μετάνοια και επιστροφή εκείνων για τους οποίους γίνεται. Εκείνους όμως, που η συμπεριφορά τους είναι αμετανόητη και ανεπίστρεπτη, πως θα μπορούσε να τους βοηθήσει, αφού αυτοί οι ίδιοι τον εμποδίζουν με τα έργα τους;
Αλλά γιατί λέω ότι αυτό συμβαίνει σε ολόκληρο λαό που παρανομεί, όταν και η αμαρτία λίγων υπηκόων, ή πολλές φορές και ενός, ξεπερνάει την παρρησία εκείνων που κυβερνούν δίκαια; Και αυτό επίσης θα μπορούσε κανείς να το κατανοήσει από τον ίδιο τον ισραηλιτικό λαό, ο οποίος, οδηγούμενος από τον Μωυσή, όταν εισέβαλε στη χώρα των αλλοφύλων και σύναψε μάχη, επειδή μερικοί από αυτούς φέρθηκαν με μανία στις γυναίκες εκείνων, έγιναν πρόξενοι της σφαγής και του ολέθρου όλου του λαού. Αυτό επίσης έγινε και όταν ήταν ένας αυτός που αμάρτησε, όπως στην περίπτωση του Άχαρ, ο οποίος αφήρεσε την πολύχρωμη στολή της αφιερώσεως, και προκάλεσε την οργή του Θεού εναντίον του λαού.
(…)
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτό, να σκεφτόμαστε ότι οι δυσάρεστες καταστάσεις αποτελούν ανταπόδοση των δικών μας αμαρτημάτων, και, εξετάζοντας κάθε μέρα τα παραπτώματά μας, να μη αποδίδουμε σε άλλους, αλλά σ’ εμάς τους ίδιους την αιτία. Γιατί τα κακά δεν τα έφερε μόνο η απροσεξία των άρχοντων, αλλά πολύ περισσότερο τα δικά μας παραπτώματα. Έτσι λοιπόν όταν έρχεται εδώ ο καθένας, αναλογιζόμενος τα δικά του παραπτώματα, ούτε άλλον θα κατηγορεί, αλλά και τη δοξολογία αυτή θα την αναπέμπει με την ευταξία που της πρέπει.
Και η ευταξία που απαιτείται από μας είναι η εξής· πρώτα πρώτα να προσερχόμαστε στο Θεό με συντριμμένη την καρδιά, και έπειτα να επιδεικνύουμε τη διάθεση της καρδιάς μας με την εμφάνισή μας, με τη στάση μας, και την ευταξία των χεριών μας, με την ήρεμη και χαμηλή φωνή μας. Είναι εύκολο αυτό και δυνατό στον καθένα που θέλει.
Πως λοιπόν θα κατορθωθεί σ’ όλους; Ας βάλουμε στους εαυτούς μας νόμο και ας πούμε ότι επιβλήθηκε εντολή ωφέλιμη σε όλους, και πρέπει όλοι εμείς να πάρουμε μέρος στην ωφέλεια αυτή. Γι’ αυτό ας σταματήσουμε και τις άτακτες φωνές και τις συνήθειες των χεριών ας τις συγκρατήσουμε, παρουσιάζοντάς τα δεμένα μπροστά στο Θεό, και ας μη τα σηκώνουμε σε απρεπείς χειρονομίες. Γιατί ο Θεός το μισεί αυτό και το αποστρέφεται, όπως αγαπά και πλησιάζει τον συνεσταλμένο.
Γιατί λέει, «σε ποιόν να ρίξω το βλέμμα μου, αν όχι στον πράο και ήσυχο και σ’ αυτόν που τρέμει τα λόγια μου;» Ας πούμε μεταξύ μας, ότι δεν θέλει όταν μιλάμε μ’ Αυτόν να μιλάμε και μεταξύ μας, ούτε να αφήνουμε την ομιλία προς Αυτόν και να ανακινούμε τα δυσάρεστα των παρόντων, ανακατεύοντας τους μαργαρίτες με το βόρβορο. Γιατί αυτό το θεωρεί ύβρη δική του και όχι δοξολογία. Και αν κανείς θελήσει να παραβεί αυτή την εντολή, να του κλείσουμε το στόμα, να τον διώξουμε ως εχθρό της σωτηρίας μας, να τον βγάλουμε έξω από τις αυλές της αγίας εκκλησίας.
Ενεργώντας λοιπόν έτσι και τα προηγούμενα αμαρτήματά μας εύκολα θα τα ξεπλύνουμε, και τον ίδιο τον Κύριο θα τον έχουμε ανάμεσά μας, να ψάλλει μαζί με τους άγιους αγγέλους και να απονέμει στον καθένα τα στεφάνια της ευταξίας. Επειδή είναι φιλάνθρωπος και μεγαλόδωρος και χαίρεται με τη σωτηρία μας, γι’ αυτό, νοιώθοντας ευχαρίστηση από τα δικά μας καλά, μας υποσχέθηκε και βασιλεία των ουρανών και συμμετοχή στην αιώνια ζωή, και προετοίμασε όλα τα αγαθά, θέλοντας να μας εγκαταστήσει σ’ αυτά, τα οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο ανήκει η δόξα, η δύναμη, η τιμή και η προσκύνηση στον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ – ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ – 8Α – (Αποσπάσματα από σελ. 323-345) –
ΟΜΙΛΙΑ «ΕΠΑΙΝΟΣ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» Επίσης
για την τάξη κατά τις δοξολογίες, και στο στίχο· «είδα τον Κύριο να κάθεται σε
θρόνο ψηλό και υπερυψωμένο» – ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΚΕΙΜΕΝΟ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ: Από
τον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, Διδάκτορα θεολογίας – ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
ΜΕΡΕΤΑΚΗ «ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ» ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
1990 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ - entaksis.gr
1 σχόλιο:
Όσο καταπατείτε ο κώδικας ενδυμασίας στον ναό , κυρίως από τις γυναίκες , αλλά και όσο όσοι και όσες ασχολούνται , αποκρύβουν τον κώδικα ενδυμασίας και κυρίως το κάλυμμα της κεφαλής συν τοις άλλοις όλοις ,
η ελλαδική εκκλησία θα διαλύεται , διότι ο Κύριος στους υπερήφανους-ες αντιτάσσεται ,
όσο κι αν τα βάζουν οι μπλογκάρχες και οι μπλογκάρχισσες , μονομερώς , με τους παπάδες και τους πλανεμένους άρχοντες , αποκρύβοντας τα λάθη του λαού.
Δεν υπάρχει Ειδική Ιεροσύνη χωρίς την Γενική , ούτε Γενική ιεροσύνη υπάρχει χωρίς την Ειδική.
Αγάπη .
Δημοσίευση σχολίου