Χαῖρε, ἡδύπνοον κρίνον
Γράφει η Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος – Θεολόγος
Μέσα στήν καταχνιά τῆς ἐποχῆς μας καί ἐνῶ τό πάθος τῆς σαρκολατρίας μετέρχεται μύριους τρόπους γιά τήν ἱκανοποίησή του ἐπιστρατεύοντας ἀκόμη καί τή νομική κατοχύρωσή του μέ τόν ἐσχάτως ἐπαίσχυντο ψηφισθέντα νόμο, ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά τιμήσουμε τήν κατανυκτική αὐτή περίοδο τήν πάναγνη Θεοτόκο καί Μητέρα τοῦ Κυρίου μας.
Αἰῶνες τώρα, ἀδιαλείπτως καί ἀμεταθέτως, κατά τίς ἐαρινές νύχτες τῆς ἁγίας καί μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀντι- λαλοῦν οἱ ναοί μας ἀπό ὅλα ἐκεῖνα τά ἀγγελομίμητα «Χαῖρε» πρός τήν «Ἀνύμφευτη Νύμφη», ὅταν νηπτικῷ φρονήμα- τι τελεῖται ἡ λαοφιλής Ἀκολουθία τῶν «Χαιρετισμῶν». «Ὀρθοστάδην» ἔψαλε γιά πρώτη φορά τήν ἐν λόγῳ Ἀκολουθία τό εὐγενές καί εὐσεβές Γένος τῶν Ρωμαίων τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων. Ἦταν τό ἔτος 626 μ.Χ., τότε πού ἡ «Ὑπέρμαχος Στρατηγός», ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μέ τόν κραταιό βραχίονά της ἔσωσε τή Βασιλεύουσα, ἀποκρούοντας τίς ἀδηφάγες ἐπιθέσεις τῶν Ἀβάρων. Στήν πορεία τῶν αἰώνων ἔγινε ὁ Ἀκάθιστος ὁ ἐμβληματικός ὕμνος τοῦ Βυζαντίου, ἕνα εἶδος ἄτυπου ἐθνικοῦ ὕμνου κι ἀργότερα ὁ πιό ἀγαπητός ὅλων τῶν ὀρθοδόξων. Ἐμπεριέχει βαθιά θεολογική σημασία, ἀφοῦ συνδέει τήν ὑπερφυσική γέννηση τοῦ Κυρίου μας μέ τή σωτηριώδη ἀνάστασή του. Ταυτοχρόνως ἡ ὑπαρξιακή σημασία του εἶναι ἀσύλληπτη· ἀναρίθμητες γενεές ἀνά τούς αἰῶνες τόν ἔψαλαν, καθώς μέ τά τροπάριά του ὑμνοῦμε τήν Παναγία ὡς Μητέρα διαχρονικά ὅλων μας. Καί Ἐκείνη μέ τήν ἀμέτρητη ἀγάπη της δέεται πάντοτε στόν Χριστό νά μᾶς βοηθήσει σέ κάθε δυσκολία, πειρασμό καί δοκιμασία. Μᾶς θυμίζει, δηλαδή, ὅτι δέν εἴμαστε ποτέ μόνοι μας· ἡ Παναγία εἶναι πάντοτε μαζί μας.
Ὁ Ἀκάθιστος ὅμως ἔχει συνδεθεῖ καί μέ ἄλλα σημαντικά γεγονότα τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας. Στό ἄκουσμά του, ἀφυπνίζεται ὄχι μόνο τό θρησκευτικό, ἀλλά καί τό πατριωτικό αἴσθημα, καθώς ἀνακαλεῖ στή σκέψη μας τήν ἐποχή τοῦ ἔνδοξου αὐτοκράτορα, τοῦ Ἡρακλείου, ὁ ὁποῖος -ἀληθινός «πλανητάρχης» γιά τήν ἐποχή του- καθιέρωσε τήν ἑλληνική ὡς ἐπίσημη γλώσσα τῆς πολυπολιτισμικῆς αὐτοκρατορίας· ἐπί τῶν ἡμερῶν του τό κράτος του γνώρισε μέρες λαμπρές, μέρες πού κάθε Ἕλληνας θά εὐχόταν νά ξαναζοῦσε ἡ ταλαίπωρη Πατρίδα μας.
Πρόκειται ἀναμφισβήτητα γιά ἀριστουργηματικό ποίημα μέ ἐξαίσιο φραστικό μεγαλεῖο. Ἔχει συντεθεῖ σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς ὁμοτονίας, τῆς ἰσοσυλλαβίας καί μερικῶς τῆς ὁμοιοκαταληξίας. Σέ γλώσσα πλουσιότατη καί ρέ- ουσα διανθίζεται μέ ἄφθονα ἐπίθετα, ἀντιθέσεις, παρηχήσεις, ὁμόηχα, ὁμοιοτέλευτα καί ποικίλα σχήματα λόγου. Οἱ ἀλλεπάλληλες ἐκφράσεις χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως καί λυτρώσεως τοῦ προσδίδουν ἕναν τόνο ἐνθουσιαστικό καί θριαμβικό, κατάλληλο νά ἐξυμνήσει τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ διά τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Στά 37 τροπάρια τοῦ Κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου καί στούς 24 οἴκους τῶν «Χαιρετισμῶν» συνδυάζονται ἄριστα ἡ ὀρθόδοξη Παράδοση μέ τό δόγμα τῆς πίστεως· συμπυκνώνεται ἡ εὐσέβεια τῆς Ἐκκλησίας καί τό ἀσκητικό ἦθος της· ὑμνολογεῖται ἡ γλυκιά μορφή τῆς Θεομήτορος, δημιουργώντας κατάνυξη καί συγκλονισμό σέ κάθε ὀρθόδοξη ψυχή.
Ἀπορεῖ κανείς τί νά πρωτοδιαλέξει ἀπό τά ἐμπνευσμένα τροπάριά του! Τί νά πρωτοπεῖ κανείς γιά τά τόσα ὑμνολογήματα, τά ὁποῖα προσέφεραν οἱ ὀρθόδοξες καρδιές στήν Παναγία, στό «ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας», στό «ἡδύπνοον (= εὐωδιαστό) κρίνον», πού μοσχοβόλησε καί ἁγίασε τήν πολύπαθη πατρίδα μας, ἡ ὁποία σήμερα μεταλλάσσεται ἐπικίνδυνα καί ἀποϊεροποιεῖται. Ἐξάλλου, ἡ ἴδια ἡ Παναγία προφήτευσε γιά τόν ἑαυτό της: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1,48). Ἀνθολογοῦμε μερικά ἀπό τά εὔοσμα ἄνθη τοῦ ἀπαράμιλλου αὐτοῦ λειμώνα.
Ἡ Παναγία ὀνομάζεται: Νύμφη Ἀνύμφευτος, Ζῶσα καὶ Ἄφθονος Πηγή, Ἔμψυχος Κιβωτός, Ἄχραντος, Ἀμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Ἀειμακάριστος καὶ Παναμώμητος, Προστασία, Ἡγιασμένος Ναός, Παράδεισος ἔμψυχος, Χρυσοῦν Θυμιατήριον, χρυσῆ Λυχνία, Μανναδόχος Στάμνος, Κλῖμαξ ἐπουράνιος, τοῦ κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Σκέπη καὶ Κραταίωμα, Τεῖχος καὶ Ὀχύρωμα, πύρινος Θρόνος, Σκέπη τοῦ Κόσμου, Δένδρον ἀγλαόκαρπον, Ξύλον εὐσκιόφυλλον, Ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, Φωτὸς Κατοικητήριον, Ὄρος ἀλατόμητον, Ὀσφράδιον τοῦ πάντων Βασιλέως. Καί -ἐπιτρέψτε μου- γιά τήν ὑψηλή λογοτεχνικότητα τοῦ Ὕμνου νά παραθέσω ἕνα μόνο ψῆγμα σχετικά μέ τό πῶς εἰκονογραφεῖ ὁ ποιητής τό ὅτι «παρῆλθεν ἡ κατάρα τοῦ Νόμου». «Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων, ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι᾿ ἑαυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος· καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον, ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως: Ἀλληλούϊα». Τί θαυμάσια εἰκόνα! Τά «ὀφλήματα» γράφονται καί καταγράφονται ἀπό τά πλέον ἀρχαῖα χρόνια, διαρκῶς. Ξαφνικά, Ἐκεῖνος ἁπλούστατα σχίζει «τό χειρόγραφον». Θεολογία καί εἰκονοποιία μοναδική!
Πράγματι, ὕμνος ἐξαίσιος στό κάλλος ὁ Ἀκάθιστος, πού τόν συνέθεσαν ἅγιοι ὑμνολόγοι. Εὔστοχα ὁ καθηγητής Θ. Ξύδης παρατηρεῖ: «Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος εἶναι ὁ ὡραιότερος, ὁ βαθύτερος, ὁ ἀρχαιότερος παρθενικός ὕμνος ὁλό- κληρης τῆς χριστιανικῆς φιλολογίας. Ἡ ψυχή τοῦ ἀναγνώστη ἤ τοῦ ἀκροατῆ δέχεται τά σκιρτήματα τῆς θείας ἀγγελίας, τό παραμύθιο τῆς μητρικῆς παρηγορίας, τή γαλήνη τῆς ἀδελφικῆς στοργῆς. Ὁ λόγος του κατορθώνει νά δημιουργήσει ὑψιπετῆ πορεία, ἑνώνοντας τήν ψυχή τοῦ πιστοῦ σέ κοινωνία καί θέση μέ τόν Θεό».
Εὔλογο τό ἐρώτημα: Ἐνῶ ἕνα τέτοιο οὐρανομῆκες ποίημα, πού ἀποπνέει τέτοια ὀμορφιά καί χαρίζει ἀγαλλίαση στίς ψυχές μας, ψάλλεται δίπλα μας, στήν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας μας, γιατί ἀπέχουν τόσοι ἀπό τίς ἐκκλησίες; Ἄς ἑνώσουμε, ὅμως, ἐμεῖς προσευχητικά τίς καρδιές μας κι ἄς παρακαλέσουμε τήν Παναγία μας γιά αὐτούς τούς δυσχείμερους καιρούς, τούς σημαδεμένους ἀπό τήν «ἀνάχυσιν» τῆς ἀσωτίας: Σύ, πανύμνητη Μητέρα, πού εἶσαι «ἔμψυχος ναός», τό «τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν», «τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος», ἀξίωσέ μας καί στίς μέρες μας νά ψάλλουμε τά μεγαλεῖα σου. Μέ τίς πρεσβεῖες σου «ἐγείρονται τρόπαια», «ἐχθροὶ καταπίπτουσι» κι ἐμεῖς ἀναφωνοῦμε: «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου