Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής
ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)
Η πορεία για τη
φιλοπατρία και την αληθινή Ελευθερία, κατά τον Διονύσιο Σολωμό
Διακόσια χρόνια
μετά την Επανάσταση του 1821, για την επανάκτηση της Ελευθερίας της Ελλάδας,
υπάρχει μια ισχνή μειοψηφία συνανθρώπων στη χώρα μας, που πιστεύουν στον
κοινωνικό απομονωτισμό και στον ατομοκεντρισμό και όχι στο συλλογικό «εμείς».
Υβρίζουν, περιφρονούν, αδιαφορούν και μηδενίζουν συλλογικούς φορείς με διαχρονικές αξίες, όπως είναι η οικογένεια, η πατρίδα και η Εκκλησία.
Θεωρούν ως
πρότυπο ζωής την απομόνωση του ανθρώπου σε μια ολιγομελή ομάδα, με αυταρχική, αντιεξουσιαστική,
αντιδημοκρατική και ανατρεπτική ιδεολογία, που αντί να διαλέγεται με τους
πολλούς μάχεται και πολεμά, προκειμένου να κυριαρχήσει και να επιβάλλει στους πολλούς
τις δικές της θέσεις με δολιοφθορές, με εμπρηστικές επιθέσεις και άλλες πράξεις βίας και
εκφοβισμού.
Σε αυτό το κλίμα
της εμφύλιας πολεμικής συμπεριφοράς κάποιων ολίγων εναντίον των πολλών, κατ΄
ουσίαν, κυριαρχούν τα ατομικά «εγώ» των μελών αυτής της ομάδας και όχι το πνεύμα
του συλλογικού συμφέροντος, της κοινής Πατρίδας, του όλου της Ελλάδας.
Το σύνθημα που ακούγεται και γράφεται με μαύρα
γράμματα τον τελευταίο καιρό από αυτήν την ομάδα: «Στο διάολο η οικογένεια, στο διάολο η πατρίς, η Ελλάδα να
πεθάνει να ζήσουμε εμείς», εκφράζει την τάση να μην
αποδέχονται, αλλά να μισούν κάποιοι τόσο την κοινή πατρίδα όσο και τα κοινά
παραδοσιακά πρότυπα και τις αξίες του
γένους μας.
Στην προσπάθεια
ερμηνείας αυτής της συμπεριφοράς, θα μπορούσαν να διαγνωστούν, σύμφωνα με τον Adler,
σημεία εγωκεντρισμού και επικράτησης της επιθυμίας ορισμένων να αποκτήσουν
κύρος και δύναμη, που θεωρείται όμως ότι δεν αποτελούν φυσικά στοιχεία της
ανθρώπινης ψυχής.
Η αναζήτηση
τέτοιων στόχων, μάλιστα, είτε ως εμμονή είτε ως ιδεοληψία, μπορεί να καταλήξει
σε νοσηρή επιθυμία υπεροχής και αυτοανύψωσης, που φανερώνει ισχυρό σύμπτωμα
αδυναμίας και κατωτερότητας του ανθρώπου. Εκφράζεται, μάλιστα, με ανελεύθερη
και αντικοινωνική συμπεριφορά, αφού
εκδηλώνεται, ως απώθηση των «άλλων» και ως προσπάθεια εκφοβισμού, επιβολής,
καταπίεσης, κυριαρχίας και εξάρτησής
τους.
Η με κάθε βίαιο
τρόπο και μέσο έκφραση της επιθυμίας να αναδείξουν τον αντιπατριωτισμό τους
μέσω των όσων λένε και πράττουν κατά της κρατικής εξουσίας, με ταυτόχρονη όμως φανέρωση
ενός ενδόμυχου πόθου απόκτησης και ένδειξης δύναμης και εξουσίας, αφενός,
δείχνει την αντιφατικότητα και την ασυνέπειά τους και, αφετέρου, αποδεικνύει
ότι όλο αυτό το σχήμα δεν πηγάζει από
δύναμη, αλλά από αδυναμία.
Είναι, κατά τον From,
η προσπάθεια για απόκτηση δευτερογενούς δύναμης, εκεί που λείπει η αυθεντική
δύναμη.
Ο Adler
κατατάσσει αυτήν την παθολογική τάση, για εξουσιασμό των «άλλων», στην
«επιβλαβή πλευρά της ζωής και εκεί διακρίνει ψυχικούς παράγοντες, που συντελούν
στη δημιουργία και την ανάπτυξη του εγωκεντρισμού και της αντικοινωνικότητας».
Ωστόσο,
εορτάζοντας τα διακόσια χρόνια απελευθέρωσή μας από τον σκληρό τουρκικό ζυγό, ο
ελληνικός λαός είναι φυσικό να αισθάνεται απέχθεια σε τέτοιες κινήσεις, που
επιδιώκουν, με νέες μεθόδους, να εκμεταλλευθούν κάποια αδύναμα σημεία της
Δημοκρατίας, για να επιβάλουν στον λαό, χωρίς τη δημοκρατική του βούληση,
εκφοβισμό και βία, με στόχο την επιβολή των άγνωστων σχεδίων τους.
Τον πατριωτισμό
τον διδάσκουν σε όλους μας οι ήρωες πρόγονοί μας που πολέμησαν θυσιάζοντας τη
ζωή τους εναντίον ξένων κατακτητών για να μας απελευθερώσουν και όχι όσοι σήμερα,
θυσιάζουν τους Έλληνες και φθείρουν ή καταστρέφουν τις περιουσίες τους, με
εμφυλιο-πολεμικές διαθέσεις, για να μας διδάξουν το μίσος, την εχθρότητα και
την απαξίωση των Ελληνορθοδόξων προτύπων μας.
Στον εορτασμό της
ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσης από την τούρκικη δουλεία, οι Έλληνες
αισθανόμαστε τη σκληρή πραγματικότητα, την αγωνία, τον πόνο και τη μιζέρεια της
σκληρής σκλαβιάς των προγόνων μας, καθώς περνούσαν, όπως λέγει ο Ελύτης, «την
αγρύπνια τέτοιας νύχτας», έχοντας βαθιά πίστη στον Θεό, αγνή αγάπη στην πατρίδα
και ακλόνητη προσδοκία στον τοκετό της Ελευθερίας τους.
Με άλλα λόγια, ο
λαός μας μαθήτευσε 400 περίπου χρόνια στην τυραννία για να γνωρίσει την αξία
της πραγματικής Ελευθερίας.
Ένας από εκείνους
που θα μπορούσε να μας διερμηνεύσει και να μας διδάξει την αλήθεια της Ελευθερίας
αλλά και την Ελευθερία της αλήθειας είναι ο μεγάλος ποιητής του Ύμνου της Ελευθερίας,
ο Διονύσιος Σολωμός.
Γνώριζε τα πάθη
αλλά και τις αρετές της ψυχής των Ελλήνων. Αφετηρία του ήταν πάντα η πίστη, η ηθική και ο πατριωτισμός, καθώς πίστευε
βαθύτατα ότι η Ελλάδα δεν θα αναστηθεί μόνον με την επανάσταση των όπλων, εάν
δεν επαναστατήσουν, ταυτόχρονα, οι συνειδήσεις και οι ψυχές.
Η πνευματική και
ηθική αναγέννηση της πατρίδας, με πρότυπο την ελληνική σοφία και την αρετή, από
την αρχαιότητα μέχρι και την εποχή της Επαναστάσεως και σε συνδυασμό με το
δημιουργικό χριστιανικό πνεύμα και τη λαϊκή παράδοση, ήταν το σολωμικό όραμα
της αγαπητικής και ανιδιοτελούς αυτοπροσφοράς και της θυσίας του ατομικού «εγώ»,
που έχει πάντοτε ανάγκη η πατρίδα, παράλληλα, με τους όποιους απελευθερωτικούς
αγώνες.
Γνώριζε καλά αυτό
που τόνιζε ο Κάλβος ότι «θέλει αρετή και τόλμη η Ελευθερία» και γι’ αυτό θεωρούσε ότι η πατρίδα του έχει ανάγκη,
τόσο την γενναία προσφορά του ένοπλου αγώνα, όσο και την εσωτερική πνευματική
δύναμη, που θα τόνωνε ποιοτικά τον υπέρ της Ελευθερίας αγώνα.
Γι’ αυτό στη δύναμη του λαού, που πολεμούσε με το
γιαταγάνι, ο Σολωμός προσθέτει τη δύναμη του πνεύματος και της τέχνης.
Στέκεται κι’
αυτός νοερά στο μέτωπο του ένοπλου αγώνα και προσπαθεί να ενδυναμώσει στις
ψυχές, με τους εμπνευσμένους στίχους του, τα ηθικοπνευματικά πρότυπα και τις αξίες,
βοηθώντας τα παλικάρια στον αγώνα που διεξαγόταν μέσα τους, προκειμένου να
μπορούν να ανταλλάσουν κάθε λεπτό τη θυσία και τον θάνατο, που ήταν διαρκώς τόσο
εγγύς, με την ελευθερία της Πατρίδας.
Οι αγωνιστές
άκουαν τη φωνή του Σολωμού, βίωναν τον Ύμνο της Ελευθερίας που τους έψαλε, οι
δε στίχοι του, που απευθύνονταν
ενθαρρυντικά στις ψυχές τους, λειτουργούσαν, εκείνες τις ώρες, εξ’ ίσου
αποτελεσματικά με τα ισχυρότερα όπλα και τα αξιότερα πολεμικά σχέδια.
Ο πατριωτισμός
του Σολωμού είναι στενά συνδεδεμένος με την εθνική ακοή, όραση και μνήμη, διότι
στοχεύει, πρωτίστως, στην εσωτερική Ελευθερία και στον εσωτερικό πολιτισμό του
ανθρώπου.
Για τον Σολωμό
έχει τεράστια αξία και σημασία να μπορούν οι Έλληνες να είναι ελεύθεροι, πρωτίστως,
εσωτερικά. Διότι, όταν είναι εσωτερικά ελεύθεροι, ακόμη και σε συνθήκες
προσωπικής ή εθνικής υποδούλωσης σε κάποιο εξωτερικό τύραννο ή εχθρό, διατηρούν,
υπαρξιακά, την εσωτερική τους Ελευθερία, ως βίωμα, που τους δίνει τη δύναμη να
αναμένουν και την αυγή και της εξωτερικής Ελευθερίας, όπως φαίνεται στο στίχο
του ποιητή: «Έστεκε στο μισημένο το ζυγό μ’ αραθυμιά, το ποδάρι είχε δεμένο,
αλλά ελεύθερη καρδιά» (Διον. Σολωμού, Εις τον θάνατο, του Λόρδου Μπάϊρον, στρ.
97).
Ελλάδα και Ελευθερία
στον Σολωμό, είναι δύο μεγέθη που σχεδόν ταυτίζονται. Με την Ελλάδα στην ψυχή
του, ο Σολωμός αισθάνεται, όχι απλώς ελεύθερος και χαρούμενος, αλλά «να
λαχταρίζει μέσα του κάθε είδος μεγαλείου», γιατί, όπως διασώζει ο Ιω. Πολυλάς, ο
Σολωμός «δεν εσυνηθούσε να θεατρίζει τα εθνικά φρονήματα, αλλά, μες στο Άγιο
βήμα της ψυχής, οικοδομούσε την αληθινή Ελλάδα».
Σε αντίθεση με
κάποιες ιδεοληπτικές φωνές της σημερινής πραγματικότητας, που θεωρούν την
πατρίδα ως εκφραστή μιας καταπιεστικής εξουσίας και αρνούνται ή εχθρεύονται την
ύπαρξή της, ο Σολωμός πίστευε ότι «ο ελληνικός πολιτισμικός και ιστορικός
χώρος, μπορεί να εμπνεύσει την πρωτοτυπία και την προφητεία, σε όσους έχουν τη
δύναμη και την ετοιμότητα να θυσιάσουν το ατομικό στο εθνικό και όχι το εθνικό
στο ατομικό» (Ηρ. Ρεράκης, Θρησκευτικά και πολιτισμικά πρότυπα στο έργο του Δ.
Σολωμού, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 2003, σ. 48).
Πίστευε ότι η
Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή για να φθάσει στην Ελευθερία, από την αρετή και τη
θυσία. Με τον ύμνο του στην Ελευθερία, ο Σολωμός καλεί τους Έλληνες να
δοκιμάσουν τις αντοχές τους και να προσπαθήσουν να θυσιάσουν το «εγώ», που
κλείνει τον άνθρωπο στη δουλεία των παθών του εαυτού, στο «εμείς», που ανοίγει
τους ορίζοντες προς την απελευθέρωση από κάθε μορφής αγκυλώσεις που τον εγκλωβίζουν.
Το όραμα ζωής,
που προσφέρει ο Ύμνος στην Ελευθερία, εμπνέει τις συνειδήσεις των Ελλήνων και
τις ωθεί να πιστέψουν και να ομολογήσουν αυτό που ομολόγησε και ο Σπ.
Τρικούπης, όταν τον διάβασε: «Οι άξιοι αναγνώστες αυτού του Ύμνου, θέλει τον
κρίνουν δόξα της Ελλάδος και θέλει ειπούν μαζί μου ότι εις κανέναν καιρόν και
εις κανέναν έθνος η Ελευθερία δεν εύρε ψάλτη αξιώτερο».
Πράγματι, ο Ύμνος
του Σολωμού αποτελεί ένα μήνυμα Ελευθερίας του Πνεύματος, ένα προσκλητήριο για
το μέλλον, με στόχο «τα μεγάλα και τα υψηλά»: «Οι μεγάλοι τα μεγάλα που τους
μοιάζουνε αγαπούν» (Εις τον θάνατον του λόρδου, Μπάϊρον, στρ. 31).
Βλέπει την Ελευθερία,
αφενός, να βγαίνει «απ’ τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά», να την υποδέχεται η
θρησκεία, να τιμάται με την αγχόνη του Πατριάρχη, αφετέρου, να ζητά να
συναντηθεί με όλους τους Έλληνες μαζί, μέσα από την ενότητα, την ομόνοια, την αρετή
και τη θυσία, δηλαδή κατ’ ουσία, μέσα από την υπέρβαση των παθών και των λαθών.
Διότι γνωρίζει
ότι το εμφύλιο μίσος, ο διχασμός και η διχόνοια, οδηγούν τον λαό μας σε νέες
δουλείες και σκλαβιές: «Εάν μισούνται ανάμεσό τους, δεν τους πρέπει Ελευθεριά»
(Ύμνος, στρ. 147).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου