1821 - Βαρειά
κληρονομιά ἤ βάρος ἐπαχθές;
Εὐδοξία
Αὐγουστίνου, Φιλόλογος -
Θεολόγος
«Ἄς πεθάνουμε γιά
τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη καί γιά τήν πατρίδα μας!», ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ
Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τοῦ τελευταίου μαρτυρικοῦ αὐτοκράτορα, ὅταν ἔπεφτε
νεκρός στά τείχη τῆς Βασιλεύουσας. Τή ματωμένη αὐτή διαθήκη του κράτησαν στά
φυλλοκάρδια τους οἱ ὑπόδουλοι πρόγονοί μας καί λίγο μετά τήν ἅλωση ξεκίνησαν τά
ἐπαναστατικά κινήματα -πού δέν ἦταν καί λίγα- μέ στόχο τήν ἀπελευθέρωση τῆς
Ρωμανίας.
Κι ὅταν εὐδόκησε ὁ
Κύριος καί ἦρθε ἡ εὐλογημένη ὥρα τῆς λύτρωσης ἀπό τόν βαρύ ζυγό τοῦ τούρκου
κατακτητῆ, ἐπαναστάτησαν μέ σύνθημα «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς
πατρίδος τήν ἐλευθερία». Ἔτσι, οἱ ραγιάδες ἔγιναν ἄλλοι ἄνθρωποι, ἔγιναν λιονταρόψυχοι·
μεταβλήθηκαν τά παιδιά σέ μαχητές, οἱ γυναῖκες σέ ἀμαζόνες, οἱ ἄνδρες σέ γίγαντες,
οἱ δάσκαλοι σέ στρατιῶτες, οἱ ἱερεῖς καί καλόγηροι σέ μάρτυρες. Οἱ πόλεις ὀχυρώθηκαν
σέ φρούρια, οἱ πεδιάδες καί τά βουνά ἀντήχησαν ἀπό τίς ἰαχές τῶν νικητῶν, οἱ
θάλασσες ἄστραψαν ἀπό τή λάμψη τῶν πυρπολικῶν.
Ποιό, ὅμως, ἦταν τό φρόνημα, τά συναισθήματα καί τά ἰδεώδη πού δονοῦσαν τήν ὕπαρξη καί τήν καρδιά τῶν ἡρωικῶν ἐκείνων μορφῶν τότε; Ἐλάχιστα ψήγματα ἀπό τά αὐθεντικά τους κείμενα ἀρκοῦν γιά νά καταδείξουν τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τους.
Ἦταν στά 1790 πού τό Σούλι πολεμοῦσε καί πάλι κατά τοῦ Ἀλῆ. Ἐνῶ ὁ Φῶτος, τοῦ
καπετάν Λάμπρου Τζαβέλλα ὁ γιός, βρισκόταν ὅμηρος στά χέρια τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, ὁ
πατέρας του γράφει πρός τόν τύραννο:
«Ἀλῆ πασᾶ…
Εἶμαι ᾽δῶ νά διαφεντεύσω τήν πατρίδα μου ἐναντίον εἰς ἕνα κλέπτην.
Ὁ υἱός μου θέλει
ἀποθάνει, ἐγώ ὅμως ἀπελπίστως θέλει τόν ἐκδικήσω πρίν νά ἀποθάνω… Ἐάν ὁ υἱός
μου, νέος καθώς εἶναι, δέν μένει εὐχαριστημένος νά θυσιασθῇ διά τήν πατρίδα
του, αὐτός δέν εἶναι ἄξιος νά ζήσῃ καί νά γνωρίζεται ὡς υἱός μου, μήτε πρέπει
νά ὀνομάζεται ἄξιος υἱός τῆς Ἑλλάδος πατρίδος μας, ἐάν μέ γενναιότητα δέν ὑποφέρη
τόν θάνατον. Προχώρησε λοιπόν, ἄπιστε, εἶμαι ἀνυπόμονος νά ἐκδικηθῶ.
Ἐγώ ὁ ὠμοσμένος
ἐχθρός σου
Καπετάν Λάμπρος
Τζαβέλλας».
Τί νά
πρωτοθαυμάσει κανείς στήν ἐπιστολή αὐτή, τόν ἡρωισμό τῶν Σουλιωτῶν, τήν καρτερία
τους στούς διωγμούς πού ὑπέστησαν, τούς ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες καί τά δάκρυά
τους γιά τήν ἅλωση τῶν πατρογονικῶν ἑστιῶν ἤ τή δύναμη πού ἀντλοῦσαν ἀπό τό ἔνδοξο
παρελθόν!
Ἀργότερα, ὅταν
ἡ Φιλική Ἑταιρεία ἑτοίμασε τό ἔδαφος καί ἀφύπνισε συνειδήσεις, μέ τοῦτα τά
λόγια γινόταν ἡ ἀφιέρωση ὅσων προσχωροῦσαν στούς κόλπους της: «Φέρω μάρτυρα τόν
ἀλάνθαστον ὀφθαλμόν τοῦ Δημιουργοῦ μας… ὅτι ἐπιθυμῶν τῆς ταλαιπώρου Πατρίδος
μας καί τοῦ δυστυχοῦς Γένους τήν ἀνάστασιν, ἐμβαίνω μέλος εἰς αὐτήν τήν Ἀδελφότητα.
Ὅτι ἡ ἀφιέρωσίς μου γίνεται χωρίς νά παρακινηθῶ ἀπό καμμίαν ἄλλην αἰτίαν, εἰ μή
μόνον ἀπό ἀληθῆ πατριωτισμόν… Τόν Ὅρκον τοῦτον ὑπόσχομαι ὡς τίμιος ἄνθρωπος
καί ὀμνύω εἰς τό πανάγιον καί φοβερόν Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, νά φυλάξω ἀπαρασάλευτον. Ἄν
ἴσως ποτέ λησμονήσω τήν ὑπόσχεσίν μου καί δέν φερθῶ ὡς πιστός Πατριώτης καί ὡς ἀληθινός
Ἀφιερωμένος, τό σῶμα μου ἀφίνω εἰς ὅλα τά βάσανα...».
Ἀλήθεια,
πρόκειται γιά ὅρκο ἤ γιά διαθήκη; Μόνον μέ μιά τέτοια ἀφοσίωση στήν πατρίδα, ὅπως
ἀπαιτοῦσε ὁ ὅρκος τῶν Φιλικῶν, ἦταν δυνατό νά ἐπιτευχθεῖ ἡ νεκρανάσταση τοῦ
Γένους μας.
Τό ἴδιο
φρόνημα ψηλαφοῦμε στήν προκήρυξη τοῦ πρίγκιπα Ὑψηλάντη, τοῦ πρώτου στρατιωτικοῦ
ἡγέτη τῶν πεδίων τῆς μάχης τοῦ 1821, ὅταν μετά ἀπό λίγο ἀκούσθηκε ἀπό τό
στρατόπεδο τοῦ Ἰασίου τό ἐγερτήριο σάλπισμά του: «Ἄς κινηθῶμεν, λοιπόν, μέ ἕν
κοινόν φρόνημα... Μέ τήν ἕνωσιν, ὦ συμπολῖται, μέ τό πρός τήν ἱεράν
θρησκείαν σέβας, μέ τήν εὐτολμίαν καί σταθερότητα ἡ νίκη μας εἶναι βεβαία καί ἀναπόφευκτος».
Ἀλλά καί ἡ
Α´ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου μέ τή μνημειώδη Διακήρυξή της, πού ξεκινᾶ μέ τήν
ἐπίκληση στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, κηρύττει «τήν πολιτικήν ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν»
τοῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων· παράλληλα τονίζει πρός τούς «πεφωτισμένους καί εὐνομουμένους
λαούς τῆς Εὐρώπης» τήν ἱστορική συνέχειά του, τήν ταυτότητα καί τήν αὐτοσυνειδησία:
«Ἀπόγονοι τοῦ σοφοῦ καί φιλανθρώπου Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων».
Ἐπάνω, ὅμως,
ἀπό ὅλες τίς προσδοκίες τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων ὑπῆρχε ἡ πίστη ὅτι τήν ἁγιασμένη
Ἐπανάσταση εὐλογεῖ ὁ Θεός. Ἔγραφε ὁ Μακρυγιάννης: «Ἐσύ, Κύριε, θ’ ἀναστήσης
τούς πεθαμένους Ἕλληνες, τούς ἀπογόνους αὐτηνῶν τῶν περίφημων ἀνθρώπων, ὁπού
στόλισαν τήν ἀνθρωπότη μ᾽ ἀρετή. Καί μέ τή δύναμή σου καί τή δικαιοσύνη σου
θέλεις νά ξαναζωντανέψης τούς πεθαμένους. Καί ἡ ἀπόφασή σου εἶναι δίκια νά
μεταειπωθῆ ἡ Ἑλλάς νά λαμπρυνθῆ αὐτήνη καί ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καί νά ὑπάρξουν
οἱ τίμιοι καί οἱ ἀγαθοί ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ὁπού ὑπερασπίζονται τό δίκαιον».
Ἀναμφισβήτητα,
βασικότερος παράγοντας διατήρησης τοῦ Ἑλληνισμοῦ κατά τήν Τουρκοκρατία ἦταν ἡ
πίστη στήν Ὀρθοδοξία καί ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα. Στά κρυφά σχολειά, στά
μοναστήρια, στά λημέρια τῶν κλεφτῶν, στίς κορφές καί στίς σπηλιές τῶν ἀπρόσιτων
βουνῶν θέριευε ἡ ἀποσταμένη ἐλπίδα τῶν ραγιάδων. Ἔτσι, ἔκαναν τό θαῦμα οἱ
πρόγονοί μας κι ἔθεσαν τά θεμέλια καί τίς βάσεις τῆς νεότερης ἑλληνικῆς ἱστορίας.
Ὅμως, αὐτό
τό φρόνημα, αὐτές τίς ἀλήθειες κάποιοι στίς ἡμέρες μας ἐπιζητοῦν νά τά ἀποδομήσουν,
παραχαράσσοντας τήν ἱστορία καί διαστρεβλώνοντας τά γεγονότα. Δυστυχῶς, ὁ ἐθνομηδενισμός
ἔχει θεριέψει τίς τελευταῖες δεκαετίες στήν πατρίδα μας στοχεύοντας στήν ἀπαξίωση
τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καταφρονώντας τό νέφος τῶν νεομαρτύρων, στήν ἀποδόμηση
τῆς γλώσσας καί τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης, πού ἀποτελοῦν τά βασικά δομικά
στοιχεῖα τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας. Ἔτσι παρατηρεῖται μιά πραγματικά ἐνορχηστρωμένη
προσπάθεια νά παραγραφεῖ ὅλη ἡ ἀντιστασιακή καί δυναμική διάσταση τοῦ
σκλαβωμένου ἑλληνισμοῦ καί νά διαγραφοῦν ἡ ὀρθοδοξη πίστη καί ἡ ἀγάπη στήν
πατρίδα, οἱ βασικοί δηλαδή κινητήριοι μοχλοί πού τόν κράτησαν ζωντανό ἐπί αἰῶνες.
Πρόκειται γιά τή σύγχρονη γενοκτονία τοῦ ἑλληνισμοῦ, ὄχι αἱματηρή καί ἀπροκάλυπτη,
ἀλλά ὑπόγεια καί ὕπουλη· γενοκτονία σέ ἐπίπεδο πρωτίστως πνευματικό.
Ὅσοι, ὅμως,
ἀπομείναμε ζωντανοί, ὅσοι αἰσθανόμαστε τό «ὅμαιμον», τό «ὁμόγλωσσον» τό «ὁμότροπον»
καί τό ὁμόδοξο νά δονεῖ τήν ὕπαρξή μας καί θεωροῦμε τιμή μας πού εἴμαστε Ἕλληνες
καί Χριστιανοί, ὀφείλουμε νά ἐπαγρυπνοῦμε καί νά ἀγωνιζόμαστε, ἐκζητώντας τή
βοήθεια τοῦ Κυρίου μέ τά προσευχητικά λόγια τῶν Ἱερολοχιτῶν: «Οὐκ ἐπὶ τῷ τόξῳ ἡμῶν
ἐλπιοῦμεν, Κύριε, οὐδὲ ἡ ρομφαία ἡμῶν σώσει ἡμᾶς, ἀλλὰ τὴν σὴν παντοδύναμον
βοήθειαν αἰτούμενοι… τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον ἐν πίστει ἐπικαλούμεθα… Ἐξαπόστειλον
τὰ βέλη σου καὶ τοὺς ἐχθρούς ἡμῶν πάταξον, ἄστραψον ἀστραπήν, διασκόρπισον αὐτοὺς
καὶ ἀνάστηθι εἰς βοήθειαν ἡμῶν... Ἀμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου