6 Φεβ 2015

Κυριακή ΙZ΄ Λουκά – Η παραβολή του Ασώτου



ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Α´ Κορ. στ΄ 12 – 20
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Λουκ. ιε´ 11 – 32
Ἦχος β´– Ἑωθινόν: Β´
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
    παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου ποὺ ἀναγινώσκεται σήμερα, μᾶς εἶναι πολὺ γνω­στή, διότι ὄχι μόνο τὴν ἀκοῦμε κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ἀλλὰ κυρίως διότι ἱστορία ποὺ περιγράφει ἀποτελεῖ τὴν προσωπικὴ ἱστορία τοῦ καθενός μας: τὸ δράμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ μέρα τῆς πτώσεώς του. 
   Τί μᾶς λέει αὐτὴ ἡ Παραβολή;... Ζοῦ­σε κάποτε ἕνας πατέρας ποὺ εἶχε δύο ­γιούς. Μιὰ μέρα, ὁ νεότερος γιὸς ­ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα του τὸ μερίδιο τῆς πατρικῆς περιουσίας ποὺ νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνήκει. Μόλις τὸ πῆρε, ­σηκώθηκε κι ἔ­­φυγε ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ ζήσει σὲ ἄλλη χώρα μακριά. Ἐκεῖ σπατάλησε ὅλη του τὴν περιουσία «ζῶν ἀσώτως», κάνοντας δηλαδὴ ζωὴ ἄσωτη καὶ ­ἀκόλαστη. Κι ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶχε φτάσει στὴν ἔσχατη φτώχεια, συνέβη τὸν ἴδιο καιρὸ νὰ πέσει πείνα σὲ ὅλη τὴ χώρα ἐκείνη. Ἡ κατάστασή του ἦταν οἰκτρή, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τὸν λυπόταν γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει. Μόνο ἕνας δέχθηκε νὰ τὸν κρατήσει ὡς χοιροβοσκό, ἀλλὰ μὲ συνθῆκες ἐξευτελιστικές: δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τρώει οὔτε κὰν ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα τῶν χοίρων. 

   Ποῦ κατάντησε ὁ ἐπαναστάτης νέος! Ἀπὸ τὸν πλοῦτο στὴ φτώχεια, ἀπὸ τὴ φτώχεια στὴν πείνα, ἀπὸ τὴν πείνα στὴ δουλεία... Ἔφυγε γιὰ νὰ ζήσει ἐλεύθερος καὶ κατάντησε δοῦλος. Ἄφησε τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, γιατὶ πίστευε ὅτι αὐτὴ τὸν ἔπνιγε· ὡστόσο στὴ μακρινὴ χώρα ποὺ κα­τέφυγε, πουθενὰ δὲν βρῆκε ἀληθινὴ ἀγάπη. Κανεὶς δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰ τὸν βοηθήσει, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ ὑποφέρει καὶ νὰ ἀργοπεθαίνει ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὶς στερήσεις. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ διέρρηξε τὴ σχέση καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν πατέρα του, ἔμεινε μόνος καὶ ἀβοήθητος. 
   Αὐτὴ εἶναι ἡ περιπέτεια κάθε ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ περιπλανιέται στὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας. Κι ἐμεῖς κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάνουμε οὐσιαστικὰ ἐπαναστατοῦμε ἔν­αντι τοῦ Θεοῦ, προδίδουμε τὴν ἀγάπη Του καὶ χωριζόμαστε ἀπ’ Αὐτόν. Κι ὅσο ἐμμένουμε στὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας, αὐτὴ μᾶς γίνεται συνήθεια καὶ κατόπιν πάθος, τὸ ὁποῖο μᾶς ὑποδουλώνει. 
    Τί φοβερὴ ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία! Σὲ ὁδηγεῖ στὴ στέρηση καὶ στὴν ἐξαθλίωση, στὴ φοβερὴ μοναξιὰ καὶ ἐγκατάλειψη· καί, τέλος, στὸν αἰώνιο θάνατο. Γι’ αὐτὸ κι εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ κόβουμε τὰ δεσμὰ τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν μας. Νὰ ποθοῦμε τὴν ἐπανασύνδεση μὲ τὸ πατρικὸ σπίτι. Τὴ ζωὴ κοντὰ στὸ Θεὸ Πατέρα μας.
   Ἔτσι ἔκανε ὁ «νεώτερος υἱός», ὁ ὁ­­­ποῖ­­ος, μόλις συνειδητοποίησε τὴν ­ἄ­­­­θλια κατάστασή του, πῆρε τὴν ­ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς: Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ· «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπι­όν σου»· δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου. Τουλάχιστον κάνε με σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς ὑπηρέτες σου. 
   Καὶ ἡ σωτήρια ἀπόφαση ἔγινε πράξη. Ὁ ἄσωτος πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ὅμως, ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμη μακριά, ὁ πατέ­ρας του – ὁ ὁποῖος περίμενε τόσο καιρὸ αὐτὴ τὴν ὥρα!... – τὸν εἶδε κι ἔτρεξε νὰ τὸν προ­ϋπαντήσει. Τὸν ἔσφιξε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν κα­ταφιλοῦσε μὲ στοργή... 
   Συγκλονισμένος ὁ γιὸς ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησή του: Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζομαι γιός σου! Τὸν διέκοψε ὅμως ἡ φωνὴ τοῦ πατέρα, ποὺ ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ στοὺς δούλους: Βγάλτε ἔξω τὴν πιὸ καλὴ φορεσιὰ ἀπ’ ὅσες ἔχουμε, αὐτὴν ποὺ φοροῦσε ὁ γιός μου πρὶν φύγει. Ντύστε τον καὶ δῶστε του δαχτυλίδι νὰ τὸ φοράει στὸ χέρι του, καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια του, ὅπως φοροῦν οἱ κύριοι καὶ οἱ ἐλεύθεροι. Καὶ φέρτε καὶ ­σφάξτε «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ μοσχάρια ποὺ τρέφουμε ξεχωριστὰ γιὰ κάποια ἐξαι­ρε­τικὴ περίσταση. Θὰ φᾶμε, θὰ χαροῦμε καὶ θὰ ­πανηγυρίσουμε, διότι «ὁ υἱός μου νε­­κρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀ­­πολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη»· μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ὁ γιός μου αὐτὸς ἦταν νεκρός, καὶ ἀναστήθηκε· ἦταν χαμένος, καὶ βρέθηκε. Κι ἔτσι ἄρχισε τὸ πανηγύρι. 
   Τὴν ἴδια ὥρα γύρισε κι μεγαλύτερος γιὸς ὁποῖος ἔλειπε στὰ χωράφια. Αὐτός, ὅταν ἔμαθε τὰ νέα γιὰ τὸν μικρότερο ἀδελφό του καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὸν ὑποδέχθηκε ὁ πατέρας, θύμωσε πολὺ καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι. Ἀλλὰ ὁ πατέρας δὲν ἔμεινε ἀδιάφορος. Βγῆκε ἔξω κι ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ μὴ μείνει ἀμέτοχος στὴ χαρὰ τῆς ἐπιστρο­φῆς τοῦ ἀσώτου ἀδελφοῦ του. 
   Εἶναι πράγματι ἀξιοθαύμαστη ἡ σοφὴ καὶ διακριτικὴ παρουσία τοῦ στοργικοῦ πατέρα τῆς Παραβολῆς. Ὁ ­τρόπος ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ παιδαγωγεῖ τοὺς γιούς του εἶναι ὁ ἴ­­διος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς Πατέρας στὴ ζωή μας: ἀ­­­πέραντη ἀγάπη καὶ σεβασμὸς στὴν ἐλευθερία μας.
Ὁ πανάγαθος Θεὸς ἀφήνει νὰ μᾶς διδάξει ἡ πείρα ὅ,τι δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε μόνοι μας. Ἀκόμη κι ἂν φεύγουμε ἀπὸ κοντά Του, Ἐκεῖνος δὲν παύει νὰ μᾶς περιμένει. Ἡ ἀγκαλιά Του εἶναι πάντοτε ἕτοιμη νὰ ὑποδεχθεῖ τὴν ἐπιστροφὴ κάθε ἁμαρτωλοῦ. Τὴ μετάνοια ὅλων τῶν ἀνθρώπων: καὶ αὐτῶν ποὺ λιμοκτονοῦν στὶς χῶρες τῆς ἁμαρτίας, καὶ αὐτῶν ποὺ βασανίζον­ται ἀπὸ τὴν ἐγωιστική τους αὐτάρκεια μέσα στὸ ἴδιο τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ. Πόση ἐλπίδα μᾶς δίνει αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα!
   Ἂς γυρίσουμε λοιπὸν κοντά Του. Εἴ­μαστε παιδιά Του καὶ ἔχει φυλάξει γιὰ τὸν καθένα μας τὰ δῶρα τῆς υἱοθεσίας. Γιὰ ὅλους ἔχει σφαγεῖ «ὁ μόσχος ὁ σιτευτός», ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἐπιστροφή μας καὶ ἡ ἐπιστροφὴ κάθε ἀδελφοῦ μας στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πατέρα εἶναι ἀφορμὴ γιὰ ἕνα ξεχωριστὸ πανηγύρι καὶ ἐδῶ στὴ γῆ ἀλλὰ καὶ στὸν οὐρανό· ἕνα πανηγύρι ποὺ σὰν αὐτὸ μακάρι ὅλοι ν’ ἀξιωθοῦμε νὰ ζήσουμε στὴν ἐπουράνια Βασιλεία Του.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com