ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη
16η Φεβρουαρίου 2015.
Η
πρόσφατη αγιοκατάταξη του αγιορείτου μοναχού Γέροντος Παϊσίου πλήρωσε με
αισθήματα χαράς και αγαλλιάσεως σύμπασα την Ορθοδοξία, ελληνόφωνη και μη, εκτός
ελαχίστων θλιβερών εξαιρέσεων. Σε προηγούμενη ανακοίνωσή μας σχολιάσαμε
δημοσίευμα μαρξιστικού παραληρήματος κατά της αγιοκατατάξεως του αγίου
Παϊσίου. Φυσικά δεν περιμέναμε άθεοι εκκλησιομάχοι να χαρούν για το
μεγάλο αυτό γεγονός. Περιμέναμε όμως από όλους τους Ορθοδόξους, να χαρούν και
να πανηγυρίσουν.Και όμως! Όσο και αν φαίνεται απίστευτο, υπήρξαν πρόσωπα,
ανήκοντα σε ομάδες αποτειχισμένων, τα οποία όχι μόνον δεν χάρηκαν, αλλά και
σφόδρα ελυπήθησαν για το χαρμόσυνο αυτό γεγονός, το οποίο έσπευσαν να
παρουσιάσουν ως προϊόν οικουμενιστικής σκοπιμότητος.
Ο
γνωστός αρθρογράφος κ. Κωνσταντίνος Γεωργίτσης, σχολιάζοντας κάποια επιστολή
του αγίου Παϊσίουσε πρόσφατο δημοσίευμά του,(7.2.2015), στο ιστολόγιο
«Αποτείχιση» με τίτλο: «“Αγιοκατατάξεις” πονηράς οικουμενιστικής σκοπιμότητος»,
φθάνει
στο συμπέρασμα, όχι μόνον να αρνείται ευθέως την αγιότητα του αγίου, αλλά επί
πλέον τον κατηγορεί ως εκκλησιομάχο,ως παραβάτη των εντολών του Κυρίου, των
λόγων των αγίων αποστόλων και των αγίων Πατέρων, όπως θα δούμε αναλυτικά παρά
κάτω. Πρόκειται για μια επιστολή, την οποία είχε αποστείλει ο άγιος Παΐσιος
στον ιδρυτή της «Π.Ο.Ε.» αείμνηστο αρχ. π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο στην εποχή που
βρισκόταν στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα αγίου Όρους στις 23.1.1969, η οποία
αναδημοσιεύθηκε στο φύλο του «Ορθοδόξου Τύπου» της 23ης.1.2015.
Την επιστολή αυτή θεωρεί ως «φερόμενη» και ως αποδιδόμενη στον
άγιο, χωρίς προφανώς να είναι βέβαιος για την γνησιότητά της. Ωστόσο η
γνησιότητά της είναι αδιαμφισβήτητη, διότι υπάρχει στο αρχείο του «Ορθοδόξου
Τύπου».
Κατά
τον αρθρογράφο ο άγιος Παΐσιος «όχι μόνον δεν πληροί τις προϋποθέσεις για
την ένταξή του μεταξύ των Αγίων της Εκκλησίας μας […] (επειδή) η βιωτή και η
στάση του δεν εναρμονίζονται με την κατάσταση που διέρχεται η Εκκλησία στην
παρούσα χρονική περίοδο, και συνεπώς είναι αδύνατο να ενταχθεί μεταξύ των Αγίων
Ομολογητών, αλλά και πως αντιμάχεται (εκούσια ή ακούσια), αυτήν την ίδια την
Εκκλησία, μέσω των γραφομένων του, διότι καταλύει ευαγγελική εντολή και
διδασκαλίες των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων που συνιστούν, αυτονόητα,
την επίσημη σώζουσα διδασκαλία της Αγίας Εκκλησίας»! Ώστε λοιπόν ο άγιος Παΐσιος όχι μόνον δεν είναι άγιος κατ’ αυτόν,
αφού «η βιωτή και η στάση του δεν εναρμονίζονται με την κατάσταση που διέρχεται
η Εκκλησία στην παρούσα χρονική περίοδο», αλλά επί πλέον είναι και
εκκλησιομάχος, διότι «αντιμάχεται (εκούσια ή ακούσια), αυτήν την ίδια την
Εκκλησία». Ο άγιος Παΐσιος θα ήταν όντως άγιος, αν η ζωή του «εναρμονιζόταν» με
«την κατάσταση που διέρχεται η Εκκλησία στην παρούσα χρονική περίοδο». Εδώ ως
«κατάσταση που διέρχεται η Εκκλησία στην παρούσα χρονική περίοδο», εννοεί
προφανώς το γεγονός της εξαπλώσεως σε επικίνδυνο βαθμό μέσα στους κόλπους της
Εκκλησίας της παναίρεσης του
Οικουμενισμού. Η δε μη «εναρμόνισή» του οφείλεται προφανώς στο ότι δεν
αποτειχίστηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τους άλλους οικουμενιστές
αρχιερείς, όπως αποτειχίστηκε ο ίδιος
και όσοι ανήκουν στην ομάδα των αποτειχισμένων.
Κατ’
αρχήν ο αρθρογράφος κάνει το μεγάλο και τραγικό λάθος να κρίνει και να
αξιολογεί την αγιότητα του αγίου Παϊσίου με μοναδικό κριτήριο την περί ου ο
λόγος «εναρμόνιση», παραθεωρώντας και διαγράφοντας την όλη ασκητική ζωή και
πολιτεία του. Ωστόσο η Εκκλησία ποτέ δεν αξιολόγησε
την αγιότητα των αγίων της σε περιόδους αιρέσεων με μοναδικό κριτήριο την περί
ου ο λόγος «εναρμόνιση», αλλά παράλληλα ελάμβανε υπ’ όψιν της και άλλα κριτήρια
αγιότητος. Αν απολυτοποιήσουμε την «εναρμόνιση» ως μοναδικό κριτήριο αγιότητος,
τότε θα πρέπει κατ’ ανάγκη να θεωρήσουμε τον κ. Κ. Γεωργίτση και τους ομόφρονές
του ως αγίους, διότι αυτοί εξ’ αιτίας της αποτειχίσεώς των και της
«εναρμονίσεώς των με την κατάσταση που διέρχεται η Εκκλησία», έχουν φθάσει σε
κατάσταση θεώσεως και έχουν νεκρώσει τον παλαιόν άνθρωπο «συντοις παθήμασι και ταις
επιθυμίαις» (Γαλ.5,24). Μακάρι το κατόρθωμα της θεώσεως και της
νεκρώσεως του παλαιού ανθρώπου να ήταν μια τόσο εύκολη υπόθεση και να μπορούσε
να επιτευχθεί με μια απλή αποτείχιση! Δεν είναι όμως έτσι.
Ένα άλλο
τραγικό λάθος του, που προδίδει τουλάχιστον ασυγχώρητη επιπολαιότητα,
είναι ότι κρίνει την αγιότητα του αγίου Παϊσίου με βάση ένα απόσπασμα μιας
επιστολής του. Διερωτώμεθα, εάν έκανε τον κόπο να
μελετήσει τον βίο του, τα γραπτά του και την υπάρχουσα γύρω από το πρόσωπό του
βιβλιογραφία.Αν έκανε τον κόπο να ερευνήσει και να αξιολογήσει τις χιλιάδες
μαρτυρίες ανθρώπων, που τον εγνώρισαν προσωπικά, οι οποίοι διηγούνται θαυμαστά
γεγονότα από την ζωή του. Τις μαρτυρίες των πνευματικών του τέκνων (μοναχών,
μοναζουσών και λαϊκών), οι οποίοι ως εκ της μοναστικής των ιδιότητος και του
γεγονότος, ότι τον έζησαν από κοντά,μπορούν ως αυτόπτες και κατά πάντα
αξιόπιστοι μάρτυρες, να μας δώσουν αυθεντική μαρτυρία για το πρόσωπό του, την
διαγωγή του και την ασκητική του πολιτεία,για την αγιότητα του βίου τουκαι τα
υπερφυσικά χαρίσματα (προορατικό, προφητικό, ιαματικό κ.λ.π.) που αξιώθηκε να
λάβει από τον Θεό.
Η
αλήθεια των πραγμάτων, όπως αυτή συνάγεται από τις υπάρχουσες γραπτές πηγές και
τις μαρτυρίες επιζώντων προσώπων, που τον εγνώρισαν προσωπικά είναι, ότι ο
άγιος Παΐσιος δεν υπήρξε μόνον ένας σπάνιος ασκητής με υπερφυσικά χαρίσματα και
αγιότητα βίου εφάμιλλη των αρχαίων οσίων και ασκητών, αλλά και ομολογητής της
Ορθοδόξου πίστεως και πολέμιος των αιρέσεων και μάλιστα της παναιρέσεως του
Οικουμενισμού. Όπως σημειώνει ο βιογράφος του: «Είχε μεγάλη Ορθόδοξη ευαισθησία,
γι’ αυτό δεν δεχόταν συμπροσευχές και κοινωνία με πρόσωπα μη Ορθόδοξα. Τόνιζε:
‘Για να συμπροσευχηθούμε με κάποιον πρέπει να συμφωνούμε στην πίστη’… Τα
μυστήρια των ετεροδόξων δεν τα αναγνώριζε και συμβούλευε οι προσερχόμενοι στην
Ορθόδοξη Εκκλησία, να κατηχούνται καλά πριν βαπτιστούν. Καταπολέμησε τον
Οικουμενισμό και μιλούσε για το μεγαλείο της Ορθοδοξίας, την πληροφορία του
αρυόμενος από την εν καρδία του Θεία Χάρη… Για ένα διάστημα είχε διακόψει μαζί
με όλο σχεδόν το υπόλοιπο άγιον Όρος, το μνημόσυνο του Πατριάρχου Αθηναγόρα,
για τα επικίνδυνα ανοίγματά του προς τους Ρωμαιοκαθολικούς».[1] Σε
άλλες περιπτώσεις, σε συνάξεις μοναζουσών έλεγε: «Οικουμενισμός και Κοινή Αγορά,
ένα κράτος μεγάλο, μια θρησκεία στα μέτρα τους. Αυτά είναι σχέδια διαβόλων».[2] «Μου
έκανε εντύπωση αυτό που μου είπε ένας επίσκοπος από το Πατριαρχείο. Του είχα
πει: ‘Μα τι κατάσταση είναι αυτή; Από τη μιά ο Οικουμενισμός, από την άλλη ο
Σιωνισμός, ο Σατανισμός!...Σε λίγο θα προσκυνούμε τον διάβολο με τα δύο κέρατα
αντί για τον δικέφαλο αετό».[3]
«Μαζεύονται και συνεδριάζουν και κάνουν συζητήσεις ατέλειωτες για πράγματα που
δεν χωράει συζήτηση, που ούτε οι άγιοι Πατέρες συζήτησαν εδώ και τόσα χρόνια.
Όλες αυτές οι ενέργειες είναι του πονηρού, για να ζαλίζουν και να σκανδαλίζουν
τους πιστούς και να τους σπρώχνουν άλλους στην αίρεση και άλλους σε σχίσματα
και να κερδίζει έδαφος ο διάβολος. Πα, πα … βασανίζουν και μπερδεύουν τον κόσμο
αυτοί οι άνθρωποι!... Μερικοί από τους Ορθοδόξους, που έχουν ελαφρότητα και
θέλουν να κάνουν προβολή, «ιεραποστολή», συγκαλούν συνέδρια με ετεροδόξους, για
να γίνεται ντόρος και νομίζουν, ότι θα προβάλουν έτσι την Ορθοδοξία, με το να
γίνουν δηλαδή ταραμοσαλάτα με τους κακοδόξους. Αρχίζουν μετά οι υπερζηλωτές και
πιάνουν το άλλο άκρο. Λένε και βλασφημίες για τα μυστήρια των νεοημερολογιτών
κλπ. Και κατασκανδαλίζουν ψυχές που έχουν ευλάβεια και Ορθόδοξη ευαισθησία. Οι
ετερόδοξοι από την άλλη έρχονται στα συνέδρια, κάνουν τον δάσκαλο, παίρνουν ό,
τι καλό υλικό πνευματικό βρίσκουν στους Ορθοδόξους, το περνάνε από το δικό τους
εργαστήρι, βάζουν το δικό τους χρώμα και φίρμα και το παρουσιάζουν σαν
πρωτότυπο. Και ο παράξενος σημερινός κόσμος από κάτι τέτοια παράξενα
συγκινείται, και καταστρέφεται μετά πνευματικά. Ο Κύριος όμως, όταν θα πρέπει,
θα παρουσιάσει Μάρκους τους Ευγενικούς και τους Γρηγορίους Παλαμάδες, που θα
συγκεντρώσουν όλα τα κατασκανδαλισμένα αδέλφια μας, για να ομολογήσουν την
Ορθόδοξη πίστη και να στερώσουν την Παράδοση, για να δώσουν χαρά μεγάλη στην
Μητέρα μας Εκκλησία. Εάν ζούσαμε Πατερικά, θα είχαμε όλοι πνευματική υγεία, την
οποία θα ζήλευαν και όλοι οι ετερόδοξοι και θα άφηναν τις αρρωστημένες τους
πλάνες και θα σώζονταν δίχως κήρυγμα. Τώρα δεν συγκινούνται από την αγία μας
πατερική παράδοση, γιατί θέλουν να δουν και την πατερική μας συνέχεια, την πραγματική
μας συγγένεια με τους αγίους μας. Αυτό που επιβάλλεται σε κάθε Ορθόδοξο είναι
να βάζει την καλή ανησυχία και στους ετεροδόξους, να καταλάβουν δηλαδή, ότι
βρίσκονται σε πλάνη, για να μην αναπαύουν ψεύτικα τον λογισμό τους, και
στερηθούν και σ’ αυτήν τη ζωή τις πλούσιες ευλογίες της Ορθοδοξίας και στην
άλλη ζωή τις περισσότερες και αιώνιες ευλογίες του Θεού».[4] Επίσης
σε μια από τις σωζόμενες επιστολές του που έγραψε μαζί με άλλους δύο
ιερομονάχους στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα στις 21.11.1968 και δημοσιεύτηκε στον
Ορθόδοξο Τύπο (30.3.2007), λέει μεταξύ άλλων: «‘Το νόμισμα της αγάπης, που
κυκλοφορεί μετά από το ‘κλείσιμο των δογμάτων’, η ‘επανίδρυσις της
Μιας...Εκκλησίας και τόσα άλλα είναι ακατανόητα και κυριολεκτικώς βλάσφημα δια
την Ορθόδοξο Εκκλησία... Η άρνησις προς τον Πατριάρχη (Αθηναγόρα) δεν είναι
άρνησις προς την αγάπη, ούτε προς την ενότητα. Είναι ‘όχι’ προς το ψευδές και
‘ναι’ προς την Αλήθεια, που κρύβει μέσα της η Εκκλησία. Όταν οι πιστοί
διακρίνουν διαφορές, που υπάρχουν μεταξύ Ορθοδόξων και Ετεροδόξων, δεν σημαίνει
ότι επιθυμούν το σχίσμα και τη διαιώνισί του, αλλά ζητούν την αληθινή ενότητα,
τη μόνη σωτήριο για όλους. Είναι άρα αυτό ένας σταυρός, που υποφέρουν από αγάπη
για τους αδελφούς... Οι Πατέρες της Εκκλησίας, που φάνηκαν ‘σκληροί’ στη
διατήρηση του Δόγματος, είναι εκείνοι που αγάπησαν περισσότερο από κάθε άλλον
τον άνθρωπο. Γιατί γνώρισαν τα απύθμενα βάθη του και δεν θέλησαν ποτέ να τον
κοροϊδέψουν με τις συνθηματολογίες εφήμερης και ανύπαρκτης αγάπης, αλλά τον
σεβάστηκαν, προσφέροντάς του το Ευαγγέλιο της Αληθείας, που χαρίζει τη μακαρία
εν Αγίω Πνεύματι ζωή. Δεν είναι λοιπόν η πιστότης στο Δόγμα στενοκεφαλιά, ούτε
ο αγώνας για την Ορθοδοξία μισαλλοδοξία, αλλά ο μοναδικός τρόπος αληθινής
αγάπης». Σε άλλη σωζόμενη επιστολή του που στάλθηκε στις 23 Ιανουαρίου
1969 στον αείμνηστο αρχ. π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο και δημοσιεύθηκε στον
«Ορθόδοξο Τύπο», γράφει μεταξύ άλλων: «Μετά λύπης μου από όσους φιλενωτικούς έχω
γνωρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε ψίχα πνευματική, ούτε φλοιό. Ξέρουν όμως να ομιλούν
για αγάπη και ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν
τον έχουν αγαπήσει.Θα ήθελα να παρακαλέσω θερμά όλους τους φιλενωτικούς
αδελφούς μας: Επειδή το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών είναι κάτι το
πνευματικόν και ανάγκην έχουμε πνευματικής αγάπης, ας το αφήσουμε σε αυτούς που
αγαπήσανε πολύ τον Θεόν και είναι θεολόγοι, σαν τους Πατέρας της Εκκλησίας και
όχι νομολόγοι. Που προσφέρανε και προσφέρουν ολόκληρο τον εαυτό τους εις την
διακονίαν της Εκκλησίας, (αντί μεγάλης λαμπάδας), τους οποίους άναψε το πυρ της
αγάπης του Θεού και όχι ο αναπτήρας του νεωκόρου».Από τις παρά πάνω
μαρτυρίες φαίνεται ξεκάθαρα όχι μόνο το ομολογιακό του φρόνημα και ο ελεγκτικός
του λόγος κατά των οικουμενιστών, αλλά και το γεγονός ότι ο αντιαιρετικός του
αγώνας κατά του Οικουμενισμού έφθασε μέχρις αποτειχίσεως, μέχρι διακοπής δηλαδή
για ένα χρονικό διάστημα, (1970-1973), του μνημοσύνου των Οικουμενικών
Πατριαρχών Αθηναγόρα και Δημητρίου, για τα επικίνδυνα ανοίγματά των προς τους
Παπικούς. Η στάση του αυτή δείχνει την σοφία και την διάκριση με την οποία
χειριζόταν τα λεπτά αυτά ζητήματα, ως αληθινά θεοφώτιστος άνδρας.Με πολλή
προσοχή και ασφαλώς κατόπιν πολλής προσευχής και άνωθεν «πληροφορίας», φρόντιζε
πάντα να ακολουθεί την μέση και βασιλική οδό, ώστε να μην παρεκκλίνει προς τα
δύο άκρα, τον Οικουμενισμό και τον ζηλωτικό Παλαιοημερολογιτισμό.
Στη
συνέχεια ο αρθρογράφος πέφτει σε άλλο,ακόμη μεγαλύτερο ολίσθημα. Σκανδαλισμένος
από το γεγονός, ότι ο άγιος Παΐσιος πρόσκαιρα μόνον αποτειχίστηκε,(κατά την
τριετία 1970-1973) και όχι ισόβια, όπως αυτός θα ήθελε, και μη μπορώντας να
ερμηνεύσει τα υπερφυσικά χαρίσματα, που αξιώθηκε να λάβει από τον Θεό, αλλά και
τα πάμπολλα θαύματα, που μαρτυρούνται από πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι
θεραπεύθηκαν από ανίατες ασθένειες με την δύναμη των προσευχών του, φθάνει
στο σημείο να εφαρμόζει στο πρόσωπο του αγίου κάποιο λόγο του αγίου Ιγνατίου
του Θεοφόρου, ο οποίος όμως λόγος δεν έχει καμία σχέση με τον άγιο, διότι
αναφέρεται στους αιρετικούς: «Πας ο λέγων παρά τα διατεταγμένα (δηλαδή αντίθετα
από τις εντολές του Κυρίου και τις διδασκαλίες των Αγίων Αποστόλων και των
Αγίων Πατέρων), καν αξιόπιστος η, καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν σημεία
(δηλαδή θαύματα) ποιή, καν προφητεύη, λύκος σοι φαινέσθω εν προβάτου δορά,
προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος». (ΒΕΠΕΣ 2, σέλ.330). Μ’ άλλα λόγια τον χαρακτηρίζει ως «λύκο εν
προβάτου δορά», δηλαδή ως αιρετικό, πράγμα που σημαίνει κατ’ επέκταση, ότι και
τα θαύματά του είναι καρπός δαιμονικής ενεργείας και όχι της Χάριτος του
Θεού.Για την ολοφάνερη αυτή απομείωση του αγίου θεωρούμε περιττό να κάνουμε
οποιοδήποτε σχόλιο και αφήνουμε τα συμπεράσματα στους αναγνώστες.
Τον
ενοχλεί επίσης το γεγονός, ότι η αγιοκατάταξή του προερχόταν από επίσημη
συνοδική πράξη της «οικουμενιστικής – ληστρικής σύνοδου του Οικουμενικού
Πατριαρχείου». Παραβλέπει όμως το αναντίρρητο γεγονός, ότι η
αγιοκατάταξη του Γέροντα έγινε πρώτα στην συνείδηση του πιστού λαού του Θεού
και ότι η πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείουυπήρξε μια εντελώς τυπική
πρακτική, η οποία απλά επεκύρωσε την αυτοσυνειδησία του εκκλησιαστικού σώματος!
Ο άγιος Παΐσιος ήταν άγιος για το Ορθόδοξο πλήρωμα και εν ζωή, αλλά και μετά
την κοίμησή του. Το Οικουμενικό
Πατριαρχείο, δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά από το να σεβαστεί και να
επικυρώσει την απαίτηση του Ορθοδόξου λαού. Αυτή είναι η Ορθόδοξη διαδικασία,
την οποία ακολουθεί η Εκκλησία στις αγιοκατατάξεις, την οποία αγνοεί, ή θέλει
να αγνοεί, ο κ. Κ. Γεωργίτσης! Αμφισβητεί βέβαια τη δυνατότητα του «κακοδόξου»
Οικουμενικού Πατριαρχείου να αγιοκατατάσσει. Αμφισβητεί όμως και την Ορθόδοξη
συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος, η οποία δεν σφάλει, σύμφωνα με τους
αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Φαίνεται ότι ο κ. Κ. Γεωργίτσης θεωρεί την
εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία του πιστού λαού του Θεού ως «μιασμένη» και άρα ως
μη ικανή να διακρίνει την γνήσια από την νόθα αγιότητα και ότιη μόνη ικανή να
αποφαίνεται για την αγιότητα ή μη, είναι η ομάδα των αποτειχισμένων! Ας
τον προβληματίζει τουλάχιστον το γεγονός, ότι αυτή η «οικουμενιστική – ληστρική
σύνοδος», για την οποία κάνει λόγο, προχώρησε στην αγιοκατάταξη ενός ανθρώπου,
ο οποίος καταπολέμησε τον Οικουμενισμό και επομένως έμμεσα ελέγχει εκείνους
τους ιδίους, οι οποίοι τον αγιοκατέταξαν.
Ιδιαίτερα
ενόχλησε τον αρθρογράφο στην κρινόμενη από αυτόν επιστολή η φράση του αγίου: «Έχω
την γνώμην ότι δεν είναι καθόλου καλόν να αποχωριζόμεθα από την Εκκλησίαν κάθε
φοράν που θα πταίη ο Πατριάρχης˙ αλλά από μέσα, κοντά στην Μητέρα Εκκλησία έχει
καθήκον ο καθένας ν’ αγωνίζεται με τον τρόπον του. Το να διακόψη το μνημόσυνον
του Πατριάρχου, να αποσχισθή και να δημιουργήση ιδικήν του Εκκλησίαν και να
εξακολουθή να ομιλή, υβρίζοντας τον Πατριάρχην, αυτό νομίζω, είναι παράλογον.
Εαν δια την α' η β' λοξοδρόμησι των κατά καιρούς Πατριαρχών χωριζώμεθα και
κάνωμε δικές μας Εκκλησίες - Θεός φυλάξοι! -
θα ξεπεράσωμε και τους Προτεστάντες ακόμη. Εύκολα χωρίζει κανείς και
δύσκολα επιστρέφει. Δυστυχώς, έχουμε πολλές ‘Εκκλησίες’ στην εποχή μας.
Δημιουργήθηκαν είτε από μεγάλες ομάδες η και από ένα άτομο ακόμη...».Σχετικά
με την φράση πρέπει να σημειώσουμε, ότι όταν ό άγιος έγραφε τους παράπάνω λόγους,
είχε υπ’ όψιν του τους ζηλωτές παλιοημερολογήτες (και όχι βέβαια τους
αποτειχισμένους της εποχής μας), τα πολυάριθμα σχίσματα, τις παρατάξεις και
«εκκλησίες», που δημιούργησαν και την μεταξύ αυτών εσωτερική διαμάχη, που
έφθανε μέχρι σημείου να αλληλοϋβρίζονται και να αλληλοκαθαιρούνται. Για
το αξιοθρήνητο αυτό κατάντημά τους σίγουρα δεν διαφωνεί ο κ. Κ. Γεωργίτσης,
διότι απ’ ότι γνωρίζουμε, δεν ανήκει σε κάποια παλαιοημερολογητική παράταξη.
Άλλωστε, οι εσωτερικές διαμάχες των παλαιοημερολογιτών τι άλλο μπορεί να
αποδεικνύει, από το ότι το κίνημά τους ήταν και είναι καρπός ενός ζήλου «ου
κατ’ επίγνωσιν» και άρα όχι κατά Θεόν;
Παραθεωρεί
επίσης και δεν αξιολογεί όσο πρέπει το γεγονός, ότι ο άγιος, μερικούς μόλις
μήνες μετά την παρά πάνω επιστολή, δεν εδίστασε να προχωρήσει και σ’ αυτήν
ακόμη την αποτείχιση, (μαζί με οκτώ αγιορειτικές Ιερές Μονές), εφαρμόζοντας
στην πράξη τον 15ο Κανόνα της ΑΒ΄ Συνόδου. Είναι
δε επίσης υπερβέβαιο, ότι προχώρησε σ’ αυτή την ενέργεια της αποτειχίσεως όχι
επιπόλαια και απερίσκεπτα, άλλα κατόπιν πολλής προσευχής και άνωθεν
«πληροφορίας», ώστε να μην πέσει σε πλάνη. Αλλά και όταν αργότερα επανέφερε το
μνημόσυνο του Πατριάρχου, πάλι δεν ενήργησε επιπόλαια και απερίσκεπτα, άλλα
μόνον κατόπιν πολλής προσευχής και άνωθεν «πληροφορίας». Επομένως πιστεύουμε,
ότι δεν ευσταθούν οι κατηγορίες, τις οποίες καταλογίζει στον άγιο στη συνέχεια, ότι δηλαδή καταλύει καιακυρώνει τον λόγο του Κυρίου:«Διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και
αφορίσθητε…» (Β΄Κορ.6,17-18), ότι αθετεί την εντολή των αγίων Αποστόλων
από τις Αποστολικές Διαταγές (βιβ.
Β΄,§19, σελ. 88), ή ότι αθετεί τους λόγους του αγίου Αθανασίου (ΒΕΠΕΣ 33, 199)
και του αγίου Μάρκου του Ευγενικού (Patrologia Orientalis, Tome XV, Au Concilede
Florence, σελ. 318-320), τους οποίους παραθέτει παρά κάτω.
Στο
σημείο αυτό θα θέλαμε, με την ευκαιρία της παρούσης αναφοράς μας στον άγιο
Παΐσιο, να απευθυνθούμε και προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και πιο
συγκεκριμένα στον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο και τους
Συνοδικούς Μητροπολίτες, οι οποίοι ενέκριναν την αγιοκατάταξή του και να τους
παρακαλέσουμε να μελετήσουν με πολλή προσοχή και προσευχή τις παρά πάνω
μνημονευθείσες, σωζόμενες επιστολές του αγίου. Ιδιαίτερα να προσέξουν τις
αναφορές του στην παναίρεση του Οικουμενισμού, στις συμπροσευχές και στους
διαλόγους με τους ετεροδόξους. Και αφού λάβουν υπ’ όψιν τους όλα όσα αναφέρει,
να προχωρήσουν στην έμπρακτη εφαρμογή των. Διότι είναι ανακόλουθο και
τραγελαφικό, να προχωρούν σε μια αγιοκατάταξη και παράλληλα να μην εμπνέονται
από το αγιοκατατασσόμενο πρόσωπο.
Περαίνοντες,
με πολλή λύπη και ανησυχία διαπιστώνουμε, ότι αναβιώνει στις ημέρες μας ως μια «νέα
Μαγδαληνή», η κακοδοξία της «αγιομαχίας»! Παρακαλούμε λοιπόν τον
πιστό λαό του Θεού, να μην επειρεάζεται από παρόμοια δημοσιεύματα, αλλά να
αφουγκράζεται την αυτοσυνειδησία του εκκλησιαστικού σώματος, κλήρου και λαού,
διότι μόνο αυτή δεν σφάλει. Παρακαλούμε τέλος τους «αποτειχισμένους»
αδελφούς μας, τους οποίους σεβόμεθα και αγαπούμε ειλικρινώς και προσευχόμεθα
γι’ αυτούς, να χαμηλώσουν τους υπεροπτικούς τους τόνους και να σεβαστούν την
επιλογή μας να μείνουμε στους κόλπους της Εκκλησίας μας και να μην μπούμε σε
μια «πύλη», όπως η πύλη του Αδριανού,
στην οποία εισερχόμενοι, βρισκόμαστε πάλι έξω!
[1]Βλ.
Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, σελ.
690-691
[2]Γέροντος
Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τομ. Β΄, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής
Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σελ. 176
[3]Γέροντος
Παϊσίου…, ο.π. σελ. 230-232
[4]«Με
πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, τομ.
Α΄σελ. 210,238
1 σχόλιο:
Γιά κάποιους, είσαι Ορθόδοξος όταν αγαπάς το Αρειανίζον και Σαβέλλιο λατινικό τέρας.
Η συνακόλουθος απέχθεια τους για τους Πατέρες, δεν τους επιτρέπει να κατανοήσουν τι ακριβώς θεολογούν οι Πατέρες κατεναντίον των λατίνων.
Με τη έκφραση "η βιωτή και η στάση του δεν εναρμονίζονται με την κατάσταση που διέρχεται η Εκκλησία" ουσιαστικά επιζητείται η αντικατάσταση της ευσέβειας προς χάριν κάποιας ασεβούς 'θρησκευτικής διπλωματίας'.
Το όντως περίεργο είναι η πηγή του άρθρου.
Οι κύριοι της 'Αποτειχίσεως' ουσιαστικά εγκαταλείπουν την Εκκλησία μέσα στην υπερηφάνεια τους, ως αντόδραση στον Οικουμενισμο.
Όμως με την ενέργεια αυτή, αποδεικνύουν το αληθές της συναντήσεως των άκρων.
Είναι αδύνατο να Ορθοδοξεί κάποιος, όταν δεν λαμβάνει την ειλικρινή απόφαση να δεχθεί το 'όστις θέλει' μένων εντός των ορίων της θείας παραδόσεως και της Ορθοδόξου θεολογίας των Πατέρων.
Οταν η Ορθοδοξία απολήγει σε 'καυτή ανεπιθύμητη πατάτα' , τότε μαζί με την σχέση προς τον Θεόν, χάνεται και η σχέση με την κοινή λογική.
Δημοσίευση σχολίου