Χωρίς χριστιανισμόν ἡ Εὐρώπη δέν ἔχει μέλλον
Γράφει ὁ κ. Δημήτριος Λογοθέτης, θεολόγος
Ὁ
Χριστιανισμὸς διεδόθη κατ’ ἀρχάς στὶς γύρω περιοχὲς τῆς Ἰουδαίας, μὲ τοὺς Ἀποστόλους
νὰ ἐνεργοῦν πρωτίστως στὶς ἑβραϊκὲς συναγωγὲς καὶ ἐν γένει στὸν ἑβραϊκὸ λαό,
δηλαδὴ ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχε ἐμφαντικωτέρα ἡ προσδοκία τοῦ Μεσσία. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,
ὡς σκεῦος ἐκλογῆς, μὲ τὴν ἔλευσή του στὴν Ἑλλάδα, δημιουργεῖ πρῶτος τὸ ἄνοιγμα
τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος πρὸς τοὺς ἐθνικοὺς καὶ κυρίως τοὺς Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι
σταδιακῶς θὰ ἀποδειχθοῦν ὡς τὰ σημαντικώτερα δοχεῖα, διὰ μέσου τῶν ὁποίων ἡ
πίστη στὸν Χριστὸ θὰ πλημμυρίσῃ τὸν κόσμο καὶ τὸ Εὐαγγελικὸ μήνυμα θὰ φθάσῃ εἰς
πᾶσαν γωνίαν τῆς γῆς. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς χριστιανικῆς περιόδου τῆς Ῥωμαϊκῆς
Αὐτοκρατορίας (330 μ.Χ.–1453 μ.Χ.) ὁ Χριστιανισμὸς ἀνεπτύχθη θεολογικῶς,
καθιέρωσε τὴν δογματική του ὁρολογία καὶ ἀντιμετώπισε ἐσωτερικὰ προβλήματα μὲ τὴν
βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἀφοῦ προηγουμένως διῆλθε ἐκ τῆς πολυετοῦς
καμίνου τῶν διωγμῶν. Ἡ σχέση, ὅμως, πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας δὲν ἦτο μονομερής, ἀλλὰ
ἀμφίδρομη, καὶ μᾶλλον ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτή, ἡ ὁποία σήμερα προσέφερε πολλὰ
περισσότερα ἀπὸ ὅσα τῆς ἀνταπέδωσε ἡ πολιτεία. Καὶ τοῦτο ἀκριβῶς φαίνεται στὸ
γεγονὸς ὅτι ἡ σημερινὴ Εὐρώπη, ἀπὸ τῆς Ῥωσσίας ἕως καὶ τῆς Ἱσπανίας, κατοικεῖτο
κυρίως ἀπὸ βαρβαρικές, ἀπολίτιστες φυλές, ἐκτός ὀλίγων ἐξαιρέσεων, ὅπως αὐτὲς τῆς
ἑλληνικῆς καὶ τῆς ἰταλικῆς χερσονήσου, φυλὲς οἱ ὁποῖες μετεμορφώθησαν «ἐπὶ τὰ
βελτίω» ἀπὸ τὸν πολιτισμό, ποὺ ἐνέπνευσε σὲ αὐτὲς ὁ Χριστιανισμὸς, καὶ σήμερα, ὑπερήφανοι
διὰ τὴν ἐθνικότητά τους, ἀναγνωρίζουν τὴν ἱστορική τους ταυτότητα στὰ ἐκκλησιαστικὰ
οἰκοδομήματα, ἀλλὰ καὶ στὴν σχέση καὶ ἀνάπτυξη τῆς λογοτεχνίας καὶ τῆς
φιλοσοφίας στὸν εὐρωπαϊκὸ κόσμο.
Αὐτὴ ἡ
μεταμόρφωση δὲν ἦτο μία ἁπλῆ ἱστορικὴ σύμπτωση, ἀλλὰ βαθὺ πνευματικὸ γεγονός, τὸ
ὁποῖο ἄρχισε ἀπὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐξηπλώθη ὡς ζῶσα δύναμη διὰ τῆς
Ἐκκλησίας. Ἡ Εὐρώπη, ἡ ἤπειρος ἡ ὁποία σήμερα θεωροῦμε λίκνο τοῦ πολιτισμοῦ καὶ
τῆς ἐπιστήμης, δὲν θὰ ὑπῆρχε ἄνευ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ λαοὶ οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν
στὰ ἐδάφη αὐτῆς – Γερμανοί, Κέλτες, Σλάβοι, Σκανδιναβοί – ζοῦσαν σὲ ἕνα κόσμο
πολεμικῶν συγκρούσεων, εἰδωλολατρικῶν προκαταλήψεων καὶ φυλετικῆς ἀπομονώσεως. Ὁ
Χριστιανισμὸς προσέφερε σὲ αὐτοὺς ὄχι μόνο τὴν προοπτικὴ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ νέα
κοσμοθεωρία καὶ πολιτισμικὸ ἀναβαπτισμό, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου
προσώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ, στοχεύοντας στὴν ἑνότητα τῶν ἐθνῶν ἐν Χριστῷ καὶ
δημιουργῶντας τὴν ἠθικὴ βάση γιὰ μία κοινωνία δικαιοσύνης καὶ ἐλέους.
Στὴν Ἀνατολικὴ
Εὐρώπη, ἡ Ῥωμανία ἔγινε ὁ μέγας διδάσκαλος αὐτῆς τῆς μεταμορφώσεως. Ἀπὸ τοῦ 4ου
αἰῶνος, μὲ τὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο νὰ ἱδρύη τὴν Νέα Ῥώμη τὸ 330 μ.Χ., ἡ
Κωνσταντινούπολη ἔγινε κέντρο, ὅπου ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἡ ῥωμαϊκὴ διοίκηση καὶ
ἡ χριστιανικὴ πίστη συνέπηξαν ἕνα νέο πρωτόγνωρο διὰ τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία
πολιτισμικὸ σῶμα. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ἀπὸ τῆς Α΄ Νικαίας τὸ 325 μέχρι τῆς
Ζ΄ τὸ 787, δὲν εἶχαν μόνο θεολογικὴ ἐμβέλεια, ἀλλὰ διεμόρφωσαν καὶ διαμορφώνουν
μέχρι καὶ σήμερα τὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη. Ἡ σχέση Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ὅπως τὴν
ὁριοθέτησε ὁ Ἰουστινιανὸς Α΄ (527–565), δὲν ἦτο θεοκρατική, ἀλλὰ ἰσόνομος μεταξὺ
Ἐκκλησίας καὶ πολιτείας, ὅπου ὁ Αὐτοκράτορας προεφύλασσε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ
ἡ Ἐκκλησία προσηύχετο ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τῆς πολιτείας, ἐνῷ συμμετεῖχε ἐνεργῶς
καὶ στὰ κοινὰ τῆς Αὐτοκρατορίας. Κατὰ τὸν Ἰώσηπο, θεοκρατία εἶναι τὸ καθεστώς,
στὸ ὁποῖο ταυτίζεται ὁ θρησκευτικὸς μετὰ τοῦ πολιτικοῦ ἡγέτου. Ἄλλωστε, ὁ Ἰουστινιάνειος
Κῶδιξ, πάνω στὸν ὁποῖο σήμερα βασίζονται πάντα τὰ εὐρωπαϊκὰ νομικὰ συστήματα, ἐβασίσθη
σὲ καθαρῶς χριστιανικὲς ἀρχὲς, ὅπως ἡ ἰσότητα ἐνώπιον τοῦ νόμου, ἡ προστασία τῶν
ἀδυνάτων καὶ ἡ κατάργηση βαρβάρων ἐθίμων.
Στὴν Δύση ἡ
εἰκόνα ἦτο ἀνάλογος, ἄν καὶ μὲ διαφορετικὲς προκλήσεις, ἕως καὶ παρεκκλίσεις.
Μετὰ τὴν πτώση τῆς Παλαιᾶς Ῥώμης, ἡ Ἐκκλησία ἔγινε ὁ μόνος θεσμὸς, ὁ ὁποῖος
διετήρησε τὴν ἑνότητα καὶ τὴν πολιτισμικὴ ταυτότητα, ἡ ὁποία μέχρι καὶ σήμερα
διακρίνει τὶς εὐρωπαϊκὲς χῶρες ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος τῆς
Νουρσίας (480–547) ἵδρυσε τὸ τάγμα αὐτοῦ, ὅπου τὸ «ora et labora» (προσευχή καὶ
ἐργασία) μετεμόρφωσε τὰ μοναστήρια σὲ κέντρα παιδείας, γεωργίας καὶ
φιλανθρωπίας. Οἱ Ἰρλανδοὶ μοναχοί, ὅπως ὁ ἅγιος Κολουμβάνος, ἐκχριστιάνισαν τὴν
Εὐρώπη τοῦ Βορρᾶ, μετ’ ἀποτελέσματος νὰ διασώσουν τὴν κλασσικὴ γραμματεία διὰ ἀντιγραφῶν.
Παρὰ τὶς συνὲπειες τοῦ σχίσματος, ἡ χριστιανικὴ Δύση γέννησε πολλὰ πανεπιστήμια
(Μπολόνια 1088, Παρίσι 1150), νοσοκομεῖα καὶ ἀνέπτυξε τὶς τέχνες. Ἀπὸ τοὺς
γοτθικοὺς καθεδρικοὺς μέχρι τὴν Ἀναγέννηση, ὅπου ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος καὶ ὁ Ῥαφαὴλ ἐνεπνέοντο
ἀπὸ τὶς βιβλικὲς σκηνὲς.
Καὶ ὅμως,
αὐτὴ ἡ χριστιανικὴ κληρονομία ἀπεδείχθη ὅτι δὲν περιωρίσθη μόνο στὸν πολιτισμό,
ἀλλὰ ἀπετέλεσε καὶ ὁδὸ σωτηρίας σὲ περιόδους ὑπαρξιακῆς ἀπειλῆς. Ἰδιαιτέρως διὰ
τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀνεδείχθη ὡς ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς ἐπιβιώσεως
κατὰ τὴν μακρὰ περίοδο τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας (1453–1821). Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1453, ἡ Ῥωμανία ἔπεσε, ἀλλ’ ἡ Ἐκκλησία παρέμεινε ζῶσα ὡς
θεματοφύλαξ τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος. Τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως
διεχειρίζετο ὄχι μόνο τὰ θρησκευτικά, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐκπαιδευτικά, δικαστικὰ καὶ
κοινωνικὰ ζητήματα τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διετηρήθη ζῶσα διὰ τῶν
λειτουργικῶν κειμένων καὶ τῶν κρυφῶν σχολείων, ἐνῷ τὰ μοναστήρια, ἀπὸ τοῦ Ἁγίου
Ὄρους μέχρι τῶν Μετεώρων, ἔγιναν φάροι παιδείας καὶ ἀντιστάσεως. Ἄνευ τῆς Ἐκκλησίας,
ὁ ἑλληνισμὸς θὰ εἶχε ἰσλαμοποιηθῆ μαζικῶς, ὅπως συνέβη σὲ ἄλλους λαοὺς τῆς Αὐτοκρατορίας,
καὶ θὰ εἶχε χαθῆ στὴν ἱστορία, ὅπως παρατηρεῖται σήμερα μὲ ἀρχαίους λαοὺς τῆς
Μέσης Ἀνατολῆς. Ἀντιθέτως, ἡ πίστη στὸν Χριστὸ ἔδωσε δύναμη στὸν λαὸ νὰ
διατηρήσῃ τὴν γλῶσσα, τὰ ἤθη καὶ τὴν ἱστορικὴ συνείδηση. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση
τοῦ 1821 δὲν ἔφερε τυχαίως χριστιανικὴ ταυτότητα. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς ὕψωσε
τὸ λάβαρο στὴν Ἁγία Λαύρα, οἱ Φιλικοὶ ὡρκίζοντο «εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας
Τριάδος», καὶ ὁ Ῥήγας Φεραῖος ἐνεπνέετο ἀπὸ χριστιανικὲς ἀξίες ἐλευθερίας. Ὁ
Χριστιανισμὸς ἔσωσε τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος ἀπὸ τὴν πλήρη ἐξαφάνιση, διότι μετέτρεψε
τὴν ὑποδούλωση σὲ περίοδο πνευματικῆς ἀναγεννήσεως, ἡ ὁποία ὡδήγησε τελικῶς στὴν
ἐθνικὴ παλιγγενεσία.
Παραλλήλως, ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη ὀφείλει τὴν σημερινὴ ἐλευθερία της στὸν
Χριστιανισμό. Οἱ μεγάλες μάχες κατὰ τῆς ὀθωμανικῆς ἐπεκτάσεως ἦταν κατεξοχὴν
χριστιανικὲς, ὅπως ἡ ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου (Λέπαντο) τὸ 1571, ὅπου ὁ
χριστιανικὸς συνασπισμὸς (Ἱσπανοί, Βενετοί κ.ἄ.) σταμάτησε τὴν ὀθωμανικὴ ναυτικὴ
ὑπεροχή, καὶ ἡ πολιορκία τῆς Βιέννης τὸ 1683, ὅπου ὁ Πολωνὸς βασιλεὺς Ἰωάννης
Σομπιέσκι, μετὰ τῆς εὐλογίας τῆς Ἐκκλησίας, ἔσωσε τὴν κεντρικὴ Εὐρώπη ἀπὸ τὴν ἰσλαμοποίηση.
Αὐτὲς οἱ νῖκες δὲν ἦταν ἁπλῶς στρατιωτικὲς, ἀλλὰ βαθέως ὑπαρξιακὲς. Ἄνευ αὐτῶν ἡ
Εὐρώπη, ἀπὸ τῆς Οὑγγαρίας μέχρι τῆς Ἰταλίας, θὰ εἶχε ὑποκύψει σὲ δουλικὸ καθεστὼς
πνευματικοῦ ἐκφυλισμοῦ.
Σήμερα, ὅμως,
αὐτὴ ἡ κληρονομιὰ κινδυνεύει, διότι ἐπιχειρεῖται ἀνόμως νὰ ἀντικατασταθῇ ὑπό τῆς
βαρβαρότητος τοῦ ἰσλαμικοῦ κόσμου καὶ τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων, τὰ ὁποῖα
προάγουν τὴν ἀρχὴ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν καθορίζεται ἀπὸ τὴν συνείδησή του, ἀλλ’ ἀντιθέτως
ἡ κοινωνικὴ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία καθορίζει καὶ τὴν
συνείδησή του. Ἡ ἐπιχειρουμένη ἀποχριστιανοποίηση τῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία
βασίζεται στὴν ἀποδόμηση τῆς παραδοσιακῆς οἰκογενείας, ὁδηγεῖ τοὺς Εὐρωπαίους
στὴν ἐξαφάνιση, τοὺς μετατρέπει σὲ ἀνθρώπους ἄνευ πατρίδος, ἄνευ ῥιζῶν καὶ ἄνευ
ἐθνικῆς καὶ ἱστορικῆς ταυτότητος.
Ἕνα τραγικὸ
σύμπτωμα αὐτῆς τῆς ὑποχωρήσεως τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου εἶναι αὐτό τὸ ὁποῖον
συμβαίνει ἐφέτος, τὸ 2025, μὲ τὶς παραδοσιακὲς χριστουγεννιάτικες ἑορτὲς,
κυρίως στὴν Γερμανία. Οἱ ἑορτὲς αὐτές, ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ τὴν χαρὰ τῆς
Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνέδεσαν κάθε ἐθνικὴ καὶ πολιτισμικὴ παράδοση μὲ τὸ
γεγονὸς αὐτό, ἀντιμετωπίζουν πρωτοφανεῖς δυσκολίες. Μετὰ τὶς προηγούμενες
τρομοκρατικὲς ἐπιθέσεις ἰσλαμιστικῆς ἐμπνεύσεως (ὅπως στὸ Βερολῖνο τὸ 2016 καὶ
στὸ Μαγδεβοῦργο τὸ 2024) καὶ μετὰ τὶς πρόσφατες συλλήψεις ὑπόπτων διὰ νέα
σχέδια ἐπιθέσεων, πολλὰ ἑορταστικὰ δρώμενα ἀκυρώθηκαν λόγῳ τοῦ ὑπερβολικοῦ
κόστους ἀσφαλείας, ἐνῷ ὅσα λειτουργοῦν, προστατεύονται πίσω ἀπὸ τείχη μπετὸν καὶ
αὐστηροὺς ἐλέγχους. Ἡ χαρὰ τῆς ἑορτῆς μετατρέπεται σὲ φόβο, ἡ ἀνοικτὴ πρόσκληση
σὲ ἀποκλεισμό, γεγονὸς τὸ ὁποῖο δὲν συμβαίνει τυχαίως. Ἡ Εὐρώπη, ἀποδυναμωμένη
πνευματικῶς καὶ ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὴν καθολικὴ πίστη τῆς πρώτης χιλιετίας, ἔχει
χάσει μεγάλο μέρος τῆς παρρησίας της, διὰ νὰ ὑπερασπισθῇ τὶς παραδόσεις της.
Ἂν
θεωρητικὰ ὁ Χριστιανισμὸς ἐκλείψῃ ἀπὸ τὴν δημοσία σφαῖρα καὶ τὶς καρδιὲς τῶν Εὐρωπαίων,
τότε καὶ ἡ Εὐρώπη θὰ χάσῃ τὴν ἰδιοπροσωπία της: τὴν ἐλευθερία, ἡ ὁποία
γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἀξία τοῦ προσώπου κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, τὴν ἑνότητα, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει
φυλὲς καὶ ἔθνη, ἀλλὰ ταυτοχρόνως τὰ ἀναγνωρίζει ὡς μοναδικὲς ὀντότητες, καὶ τὴν
δημιουργικότητα ἡ ὁποία ἤνθησε ἐντὸς τῆς πίστεως. Θὰ καταστῇ ἤπειρος ἄνευ ψυχῆς,
εὐάλωτη σὲ οἱασδήποτε φύσεως ἰδεολογικὲς ἀπειλὲς, μετ’ ἀποτελέσματος ἡ ἀνάσα αὐτῆς
νὰ εἶναι γεμάτη φόβο καὶ τρόμο, ἄνευ μέλλοντος καὶ ἐλπίδος. Ἀλλά, θαρσεῖτε, Ἐγὼ
νενίκηκα τὸν κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου