15 Ιουν 2025

“…ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών…” (Συνοδικό της Ορθοδοξίας)

 

Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος

“…ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών…”

(Συνοδικό της Ορθοδοξίας)

   Με αφορμή τα 1700 χρόνια από την σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, ας θεωρηθεί αυτή η τοποθέτηση ως ελάχιστη συμβολή στην τιμή προς τους Αγίους θεοφόρους 318 Πατέρες της Εκκλησίας μας που ορθοτόμησαν θεοπνεύστως και αλαθήτως.

Επιδίωξις της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανά τους αιώνες είναι η ομολογία αφοσίωσής της, “εν αδιαλείπτω συνεχεία και συνεπεία”, κάθε χρόνο την Κυριακή της Ορθοδοξίας σε όλους τους Ιερούς Ναούς : “Οι προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν. Ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών… “.

Στοιχούμενος με την παραπάνω διαβεβαίωση του ορθοδόξου πληρώματος, όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής Π. Μπούμης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος (1973), παρουσία και του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Νικολάου, κατά την εν Φαναρίω επίσκεψίν του, σε κοινό μήνυμά τους διακήρυξαν :

“Όθεν, βεβαιούμεν και ομολογούμεν το γεγονός, ότι η Αγία ημών Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ο φορεύς της ευαγγελικής αληθείας, ως αύτη παρεδόθη εις ημάς υπό του Κυρίου διά των Αποστόλων, και διετυπώθη υπό των Αγίων Πατέρων και εθεμελιώθη διά των ομολογητών και μαρτύρων και αγίων, και επιστεύθη και εβιώθη πανταχού και πάντοτε και υπό πάντων  των εις ευαρέστησιν του Κυρίου πιστευσάντων.

Εν τη αδιακόπω φυλακή, εν συνεχεί ιερουργία και βιώσει του αρρήτου τούτου μυστηρίου και γεγονότος έγκειται η συντήρησις της Ορθοδοξίας και η ουσία της προσφοράς αυτής…

Οι Πατέρες ημών ώρισαν και ημείς πρεσβεύομεν και ευλαβούμεθα και τηρούμεν το όπερ παρελάβομεν πολίτευμα της Αγίας Εκκλησίας και την ιεράν αυτής ευταξίαν.

Θεόσδοτον δεχόμενοι την κατά τόπον μεν αμερίστως μεριζομένην, εν δε τη ομοθύμω ομολογία της πίστεως και τη ευλαβεία της κανονικής τάξεως θαυμαστώς συγκροτουμένην ενότητα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, παραμένομεν πιστοί λειτουργοί και διάκονοι και θεματοφύλακες άγρυπνοι αυτής, αλλά και τηρηταί πιστοί του από των διπτύχων της Εκκλησίας ιερού πολιτεύματος”!

Αυτό σημαίνει, όπως σωστά υπογραμμίζει ο καθηγητής, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία, ουδεμία παρέκκλιση θα πρέπει να ανεχθή μέχρι της Β’ Παρουσίας του Ιησού Χριστού. (Π. Μπούμη,” Δία μίαν κανονικήν πορείαν ενότητος”, Αθήναι 1994, σελ. 136κ.εξ.)

Το αυτό με άλλα λόγια υποστήριζε ο μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης κυρός Διονύσιος Ψαριανός (“Περί της Εκκλησίας”, Αθήναι 1968, σελ. 34): “Είμεθα βέβαιοι, ότι ο Θεός δεν θέλει να αθετήσωμεν την πίστιν μας και ότι έχομεν άρα χρέος να παραφυλάξωμεν την Ορθοδοξίαν, η οποία μας εξέθρεψεν, εν τη οποία εστήκαμεν και διά της οποίας σωζόμεθα (Α’ Κορ. ιε’ 1, 2)”.

Αυτή είναι η πίστις μας και η αποστολή μας στον κόσμο. Αυτήν την πίστη ομολογούμε, διαφυλάσσουμε και μεταλαμπαδεύουμε μέσα στους αιώνες και μέχρι της συντελείας των. Μέχρι την ένδοξο Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Δίχως παρερμηνείες και παρεκκλίσεις, δίχως θεολογικές “αστοχίες” και δυτικές επιδράσεις, δίχως στείρες αγαπολογίες και λανθασμένες ερμηνείες, δίχως παραθεωρήσεις της Πατερικής Παραδόσεως και αναγωγής των δογματικών διαφορών σε δήθεν εναλλακτικές διατυπώσεις. Δεχόμενοι την προτροπή του Κυρίου μας “έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου , το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν” (Ματθ. ε’ 37).

Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι, όπως η ίδια η Εκκλησία μας διακηρύσσει, δεν νοείται αλάνθαστη ερμηνεία της θείας Αποκαλύψεως έξω από την θεία παρεμβολή των Αγίων Επισκόπων των συνελθόντων στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, με τον όρο ότι αυτοί είναι οι θεούμενοι απλανείς θεολόγοι οι οποίοι πριν φθάσουν στον θείο φωτισμό απέκτησαν εμπειρία της πρακτικής θεολογίας.

Καθάρισαν την καρδία τους και έλαβαν τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ώστε να γνωρίσουν τα νοήματα κάτω από τα λεκτικά σχήματα. Και έτσι έφθασαν στο “κεκρυμμένο βάθος” ή “απόθετον κάλλος” του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου.

Ο αείμνηστος δογματολόγος Παν. Τρεμπέλας έγραφε πως  “Οι Πατέρες…κατανοήσαντες όσον ουδείς άλλος τον εν τη Γραφή σωτήριον θησαυρόν της θείας Αποκαλύψεως αλλά και προσοικειωθέντες αυτόν, ανεδείχθησαν ου μόνον κατά θεωρίαν, αλλά και διά της οράξεως ερμηνευταί  και υπομνηματισταί της Βίβλου αθάνατοι…στόματα τουτ αυτό του Λόγου…εις οικοδομήν της χριστιανικής ποίμνης…ανεδείχθησαν πρότυπα εν τη πρακτική χρησιμοποιήσει αυτής (της Γραφής), ως εκ τούτου δε και διδάσκαλοι ανυπέρβλητοι και απαράμιλλοι καθοδηγούντες ημάς ασφαλώς… “.

Αφού, λοιπόν, τα πάγχρυσα στόματα των Πατέρων μας καθοδηγούν ασφαλώς, γιατί τώρα, 1700 χρόνια μετά, μας μιλούν για την υπέρβαση των Πατέρων και την μεταπατερική εποχή;

Μήπως υπαινίσσονται την διαρκή εξέλιξη των  θεολογικών διατυπώσεων από τους σημερινούς “φωστήρες-νεοπατέρες” οι οποίοι ως άλλοι Βασίλειοι, Χρυσόστομοι, Μάξιμοι και διαπνεόμενοι από άκρατη “αγάπη” θα επαναδιατυπώσουν τις  δογματικές αλήθειες εις τρόπον ώστε να χωρέσουν σ αυτές και οι “διαφορετικές διατυπώσεις” της πανσπερμίας των κάθε λογής χριστιανικών κοινοτήτων και ομολογιών;

Είναι κυρωμένο συνοδικά φρόνημα της Εκκλησίας μας ότι οι Πατέρες της είναι Θεόπνευστοι (ΣΤ’ Οικ. Σύνοδος) και γιά το λόγο αυτό προβλέπεται αναθεματισμός από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας : “τοις μη ορθώς των αγίων Διδασκάλων της του Θεού Εκκλησίας θείας φωνάς εκλαμβανομένοις και τα σαφώς και αριδήλως εν αυταίς δια της του αγίου Πνεύματος χάριτος ειρημένα παρερμηνεύειν τε και περιστρέφειν πειρωμένους, ανάθεμα” (Στυλ. Παπαδόπουλος ” Πατρολογία Α'”, Αθήναι 1994, σελ. 25).

Μάλιστα, η προσφορά και συμβολή των Πατέρων, χαρακτηρίζεται ως έλλαμψις, ως αποτέλεσμα δηλαδή του αγ. Πνεύματος”  (Γρηγ. Θεολόγου PG 36, 172 AB).

Κατά τον Μ. Αθανάσιο ο Θεός απεκάλυψε σε ορισμένους πιστούς-θεολόγους ό, τι δεν μπορούν να κατανοήσουν άλλοι, γι αυτό και προτρέπει να καταφεύγουμε στους έχοντες περισσότερο απ όσο οι πολλοί την αποκάλυψη της αλήθειας (Στυλ. Παπαδόπουλου, σελ. 34).

Είναι άξια λόγου, όμως, ώστε να επαναλαμβάνεται η αλήθεια ότι αυτοί οι απλανείς και θεόπνευστοι θεολόγοι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, πριν να αποκτήσουν θεία χάριτι την έλλαμψη αυτή, είχαν και την ανάλογη ζωή. Γι αυτό ο Άγιος επιμένει “μη πολυπραγμόνει τοίνυν αλλ έπου τοις πεποιραμένοις, μάλιστα μεν έργοις”!

Το αναφέρω αυτό διότι ακούγεται τελευταία ότι η Παράδοση γεννάται, εξελίσσεται και δεν είναι μιμητικό αποτέλεσμα.

Υποστηρίζεται δε η θέση αυτή ενίοτε με ένταση που ίσως δεν προσβάλλει μόνο τους “επομένους τοις θείοις πατράσι” αλλά και αυτούς τους ίδιους τους Αγίους.

Ας δούμε παρακάτω μερικά παραδείγματα γιά του λόγου το αληθές.

Περιοδικό “Σύναξη” , τεύχος 38, σελ. 56 άρθρο του Π. Βασιλειάδη

“…είναι καιρός να προχωρήσουμε σε μιάν υπέρβαση της” Πατερικής” Θεολογίας…με υπέρβαση του “πνεύματος” και του “ύφους”   της πατερικής περιόδου”.

“Σύναξη” τεύχος 56, σελ. 74 υπό Γ. Μαντζαρίδη.

“Τα πατερικά κείμενα…οι καθιερωμένες αυθεντίες μετατρέπονται σε σύμβολα συσπειρώσεως και οπλοστάσια γιά την προάσπιση των υποκειμενικών επιλογών και την κατατρόπωση των αντιπάλων…αναδύεται ένας σκληρός φονταμενταλισμός που νεκρώνει την αλήθεια της πίστεως και αποθεώνει τους τύπους και τις αντιμειμενοποιήσεις της”.

” Σύναξη” τεύχος 73, σελ. 75 υπό Εύης Βουλγαράκη Πισίνα.

” Γινόμαστε διαχειριστές της Θεολογίας των Πατέρων…γινόμαστε δέκτες του θαυμασμού και εξουσιαστές ψυχών…δεν υπάρχει χρυσή εποχή των Πατέρων… Η τσιτατολογική χρήση των Πατέρων ως αυθεντιών προδίδει ασφαλώς την ημιμάθεια του χρήστη, αλλά πέρα απ αυτό υποκρύπτει τη διάθεση να φέρουμε τους Πατέρες στα μέτρα μας και να δικαιώσουμε τις αγκυλώσεις μας και όχι να πάμε εμείς σε αυτούς, μέσα από μιά προσέγγιση ιστορική”!

Περιοδικό “Εφημέριος”, Ιούνιος 2001, σελ. 8-10 υπό Αριστομένους Ματσάγγα.

“…η συνεχής προβολή του κριτηρίου της πατερικής παραδόσεως γιά την εξουδετέρωση των κατά καιρούς αιρετικών προκλήσεων, καλλιέργησε στην εκκλησιαστική πράξη μιά εξωτερική “χρηστική” σχέση προς αυτήν, η οποία εμπεριείχε και τις τάσεις μιάς” αντικειμενοποιήσεως” του κριτηρίου”.

Σε σεμινάριο ομιλητικής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του έτους 1999-2000, δόθηκε “γραμμή” στους παρακολουθούντες να αποφεύγεται η στείρα παράθεσις πατερικών χωρίων στα κηρύγματα, και αντ αυτού να γίνεται αναγωγή στον τρόπο με τον οποίο οι Πατέρες της Εκκλησίας αντιμετώπιζαν τα διάφορα θέματα, ώστε αναλόγως να μπορούμε να τοποθετηθούμε κι εμείς σήμερα απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα. Υπήρξα αυτήκοος μάρτυς ως συμμετέχων!

Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν τοποθετήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Από πολύ νωρίς ξεκίνησε η προσπάθεια “ξεπεράσματος” των Πατέρων της Εκκλησίας. Προς επίρρωσιν τούτου ανακαλούμε τοποθέτηση του γνωστού  διαπρεπούς Ρώσσου θεολόγου της διασποράς,  π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, που τόνιζε πως :

 “επιστροφή στους Πατέρας σημαίνει να ανακτήση κανείς την ικανότητα να φλέγεται μόλις έρχεται εις επαφήν με το πυρ της εμπνεύσεώς του. Όχι να γίνει ειδικός εις τον καταρτισμόν αρχαιολογικών συλλογών ή συλλογών απεξηραμμένων βοτάνων. Τέλος…ο θεολόγος ακολουθεί τους Πατέρας όταν δημιουργή, όχι όταν απλώς τους μιμήται ή τους επαναλαμβάνει…καμμία δημοσίευσις των πατερικών κειμένων εις λαϊκάς εκδόσεις δεν είναι δυνατόν να αποτελέση…την ζώσαν και δημιουργικήν απάντησιν εις τα προβλήματα της εποχής μας, εις τας πραγματικάς ανάγκας της Εκκλησίας”!!! (Σεμινάριο Θεολόγων Θεσσαλονίκης “Παράδοσις και Ανανέωσις στην Εκκλησία”. Παρά G. Florofsky, A. Schmemann, O. Clement “Πατερική Παράδοση και ανανέωση της αποστολής της Εκκλησίας” υπό Κ. Κ. Παπουλίδη, σελ. 91-93).

Σε όλα τα παραπάνω απαντούμε πως τίποτα το άτοπο δεν υπάρχει στην μίμηση των Πατερικών λόγων και της σκέψεώς τους. Αντίθετα, όταν την υποτιμούμε θέτουμε εαυτούς υπεράνω των γνησίων αυτών θεολόγων και προβαίνουμε σε πράξεις που ζημιώνουν όχι μόνο τον εαυτό μας αλλά και αυτήν την Εκκλησία αφού διολθσθαίνουμε προς μια αλαζονική διάθεση να αναδείξουμε εαυτούς ως νέους “Πατέρες της Εκκλησίας”.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος που ασχολήθηκε με τις προϋποθέσεις της ορθής θεολογίας, στον 27ο θεολογικό του λόγο, επισημαίνει εύστοχα πως  “απαιτείται να έχει κανείς συναίσθηση της πνευματικής του καταστάσεως, να μην αυτοχειροτονείται σε άγιο και θεολόγο, να ακούει ευσεβώς όσους αξιώθηκαν με τη Χάρη του Θεού να ιδούν και να πάθουν τα θεία Πατέρες”.

Επικρίνει δε ο Άγιος όσους εισάγουν εύκολα εις τον χώρο της θεολογίας, γιά λόγους προσωπικής προβολής και αποκτήσεως οπαδών, νέους αμύητους και απαράσκευους, οι οποίοι μεταβάλλουν τη θεολογία σε συνήγορο των παθών και των δογμάτων τους!

Τι και τους άλλους αυθημερόν πλάττεις αγίους και χειροτονείς θεολόγους και οίον εμπνείς την παίδευσιν και πεποίηκας λογίων αμαθών πολλά συνέδρια;” (Λόγος 27ος, Θεολογικός 1ος).

Στοιχούμενος με αυτή την παγίδα που υποδεικνύει ο άγιος Γρηγόριος, ο Μ. Βασίλειος διαπιστώνει πως :

Καταπεφρόνηται τα των Πατέρων δόγματα, αποστολικαί παραδόσεις εξουθένηνται, νεωτέρων ανθρώπων εφευρέματα ταις Εκκλησίαις εμπολιτεύεται, τεχνολογούσιν λοιπόν ου θεολογούσιν οι άνθρωποι, η του κόσμου σοφία τα πρωτεία φέρεται, παρωσαμένη το καύχημα του Σταυρού (Επιστ. 90, PG 32, 473).

Έχουμε την πεποίθηση πως ανεξαρτητοποιούμενοι από την παραδοθείσα Πατερική Παράδοση και ανατρέχοντας στις πηγές (όταν αυτό συμβαίνει στις μέρες μας), δηλαδή στην Αγία Γραφή, και υποτιμώντας και αλλοιώνοντας τις Αποστολικές διδαχές με δικές μας νεοφανείς σοφίες, κινδυνεύουμε να πέσουμε σε πλάνες και αιρέσεις.

Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος επιμένει πως “εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ ου πολλούς Πατέρας. Εν γαρ Χριστώ Ιησού διά του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα”.

Συνεπώς, για τον Απ. Παύλο,  Παράδοσις σημαίνει “γεννάσθαι” από τους Πατέρες εν Χριστώ διά του Ευαγγελίου  και “παραλαμβάνειν τον Χριστόν και μορφούν Αυτόν εν ημίν”.

Άλλωστε, η μη μίμησις των Αγίων Πατέρων και το ξεπέρασμα των διδασκαλιών τους διά της αναγωγής στο πνεύμα των διδασκαλιών τους από το γράμμα, ενέχει τον κίνδυνο της ακαταληψίας, όπως εξηγεί ο Στυλιανός Παπαδόπουλος και θα αναφερθεί παρακάτω.

Παραπάνω αναφέρθηκε θέση του π. Γ. Φλωρόφσκι ο οποίος – ατυχώς κατ’ εμέ – υποστήριξε πως “ο θεολόγος ακολουθεί τους Πατέρες όταν δημιουργεί, όχι όταν απλά τους μιμήται ή τους επαναλαμβάνει”.

Ενώ σε άλλη περίσταση ο ίδιος έφτασε στις εσχατιές του παραλόγου υποστηρίζοντας πως “μιά καλή παραπομπή εις τους Πατέρες δεν σημαίνει τίποτε, αλλά μάλλον χαρακτηρίζεται και ως επικίνδυνος ακόμη συνήθεια” (Από πρακτικά Συνεδρίου γιά ” Το Άγιον Πνεύμα”, Εκδ. Παπουλίδη, σελ. 91-93) ενώ προτείνει ως μέθοδο την λογικοκρατούμενη “νεοπατριστική σύνθεση” ως προϋπόθεση γιά την θεολογική αναγέννηση! (πρότεινε με άλλα λόγια την ανάκτηση του πατερικού τρόπου  του σκέπτεσθαι)!!!

Αυτό το “ξεχείλωσαν” τρόπον τινά οι μεταγενέστεροι ακαδημαϊκοί θεολόγοι φθάνοντας στον νεοφανή όρο “αναγωγή στο πνεύμα των Πατέρων” ή αλλιώς “δυναμική αντιστοιχία” γιά να καταλήξουν τελικά στην “Μεταπατερική” θεολογία.

Ευθύς εξ αρχής δηλώνουμε την αντίθεσή μας προς μία μέθοδο που επιχειρεί να απομακρύνει τον άνθρωπο από την θεόπνευστη δυναμικότητα των Πατέρων και να την υποκαταστήσει με τεχνάσματα και πειραματισμούς γύρω από την θεοφώτιστη μαρτυρία των Πατέρων της Εκκλησίας.

Ο αείμνηστος καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος σημείωνε πως ” η μικρή ή μεγάλη απομάκρυνση του ερευνητή από τον κόσμο του Πατρός αποτελεί τον πρώτιστο λόγο ακαταληψίας…και ως προς το πνεύμα του Πατρός και ως προς την έκφρασή του, δηλαδή προς τη μέθοδο, τη μορφή και τις δομές που υπόκεινται στη θεολογία του”.

Αυτό είναι κατανοητό αφού άλλο το πνεύμα του στοχαστή – θεολόγου και άλλο αυτό του Πατρός. Ο αείμνηστος καθηγητής εξηγεί πως το πνεύμα του Πατρός δεν υπόκειται σε καμμία μεθοδολογία ή επθστημονική έρευνα. Και διευκρινίζει πως” είναι διαπιστωμένο ότι η αναγωγή στο βίωμα του συγγραφέα με τη διαίσθηση και την ενόραση (Schleiermacher), η υπαρξιακή ταύτιση της συνειδήσεως του ερευνητή με τη συνείδηση του ιερού συγγραφέα (R. Bultmann), η συνάντηση του πνευματικού ορίζοντα του ερμηνευτή  με τον ορίζοντα του συγγραφέα ( W. Pannenberg) και η φιλοσοφία της γλώσσας αποτελούν θαυμάσια συστήματα που δεν υποπτεύονται την αδυναμία του ανθρώπου να εισέλθη στο χώρο της εκφραζομένης αληθείας χωρίς τη θεία επέμβαση…το πρόβλημα είναι ότι η διεύρυνση του ορίζοντά μας δεν επιτυγχάνεται με μόνες τις δυνάμεις μας… ” (Στυλ. Παπαδόπουλου” Πατρολογία Α’, σελ. 71-73).

Την ίδια θέση, με άλλα λόγια, υποστηρίζει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ.κ. Ιερόθεος όταν υπογραμμίζει πως “το έργο αυτό της δυναμικής αντιστοιχίας δεν είναι έργο επιστημόνων θεολόγων που εργάζονται εγκεφαλικά, αλλά αγίων που έχουν την ίδια εμπειρία των αγίων Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας.

Άλλωστε, συνεχίζει, οι Πατέρες ήταν εκείνοι που κάθε φορά, όταν χρειαζόταν, δημιουργούσαν και έπλαθαν νέους όρους, γιά να μεταφέρουν το πνεύμα (την ζωή) της Εκκλησίας και να γίνει κατανοητή η Αγία Γραφή στην εποχή τους. ( Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου – νυν Μητροπολίτου Ναυπάκτου – “Αποκάλυψις”, σελ. 89)

Συνεπώς, οι όποιες αλλαγές και νέες διατυπώσεις πρέπει να γίνονται  μόνο από Πατέρες της Εκκλησίας οι οποίοι πρωτίστως κατέχουν την εμπειρία της ασκήσεως, της νήψης και του θείου φωτισμού αφού αυτοί είναι και οι γνήσιοι ερμηνευτές της Αγ. Γραφής.

Πολύ κατατοπιστικά ήυαν τα όσα έγραφε ο καθηγητής Ιωάννης Παναγόπουλος παρουσιάζοντας τη μέθοδο της δυναμικής αντιστοιχίας (Περιοδικό  “Εκκλησία” 15/2/1986, Αριθμ. 4, σελ. 125) από τα οποία θα κρατήσουμε τα παρακάτω :

“Είναι αυστηρά γλωσσολογική μέθοδος που κύριο στόχο της έχει την εννοιολογική και νοηματική απόδοση του βιβλικού κειμένου, ώστε να εξασφαλίζεται” φυσιολογική” αντιστοιχία με τη σύγχρονη νοοτροπία. Βασίζεται κυρίως στην ανάλυση κάθε μιάς προτάσεως ή περιόδου και στο διαχωρισμό της σε επί μέρους πυρήνες… Ο ΤΡΟΠΟΣ ΑΥΤΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ… Οι Άγιοι είναι εκείνοι που άλλαξαν ακόμη και τη σημασία λέξεων όπως “υπόσταση” και “πρόσωπο”, επειδή είχαν τη ζωή, κατείχαν την Αποκάλυψη και αυτό γιά να εκφράσουν την αλήθεια.

Γι αυτό ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επιμένει τονίζοντας πως “ο της αγίας Γραφής λόγος, καν ει δέχεται περιγραφήν κατά το γράμμα, τοις χρόνοις των ιστορουμένων πραγμάτων συναπολήγων. Αλλά κατά πνεύμα ταις των νοουμένων θεωρίαις μένει διαπαντός απερίγραπτος” (Αγ. Μάξιμος, Φιλοκαλία, Εκδ. Παπαδημητρίου τομ. Β’, σελ. 124,92).

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί από νέας “εσοδείας” θεολόγους, κυρίως του ακαδημαϊκού χώρου αλλά και κληρικούς – που δεν χρησιμοποιούν στα κηρύγματά τους την Πατερική Παράδοση παρά μόνο αγιογραφικά χωρία, λες και κατέχουν το πλήρωμα της εν Χριστώ αποκαλύψεως.

Είναι απορίας άξια αυτή η συνήθεια, για την οποία ο καθηγητής Γ. Πατρώνος έγραφε προ ετών πως “…οι πρώτοι κήρυκες της Εκκλησίας εδραίωναν την σωτηριολογική πίστη όχι σε αποδεικτικά ή λογικά σχήματα ανθρώπινης γνώσεως και σοφίας, αλλά στη χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος και στη λυτρωτική επενέργεια του ίδιου του Θεού στον κόσμο μας. Οι πρώτοι Χριστιανοί κήρυκες έδιναν στην προσωπική τους μαρτυρία ότο μόνο στην πίστη τους στο Ευαγγέλιο του Σταυρού και της Ανάστασης βρήκαν τη σωτηρία. Αυτήν την πίστη προσπαθούν να προσφέρουν με το κήρυγμά τους σε αντίθεση προς οποιοδήποτε ιδεολογικό ή δογματικό σύστημα ζωής” (“Θέματα Θεολογίας της Καινής Διαθήκης”, Γ. Π. Πατρώνου, τεύχος Α’  -” Το αποστολικό κήρυγμα στην πρώτη Εκκλησία”, Αθήναι 1992, σελ. 20).

Απορίας άξιο το γεγονός ότι οι θεολόγοι και οι κήρυκες του θείου λόγου δεν παραδειγματίζονται με την περίπτωση του αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου που “συνεχίζει την Πατερική Παράδοση…με την συσσωρευτική παράθεση πατερικών χρήσεων, παράλληλα με τις αγιογραφικές, αλλά και με την ένταξη των πατερικών θέσεων στο φυσικό τους ησυχαστικοφιλοκαλικό πλαίσιο, που είναι το ίδιον τος Ορθοδοξίας…”

Για να κλείσει αυτό το κείμενο θα παραθέσουμε την εμπνευσμένη γνώμη ενός διακεκριμμένου καθηγητού θεολόγου με σεμνότητα και θεολογική αρτιότητα, του μακαριστού π. Ιωάνννη Ρωμανίδη.

Ο π. Ιωάννης διακήρυξε σε θεολογικό συνέδριο (Πρακτικά 2ου Συνεδρίου Ορθοδόξου Θεολογίας, Αθήνα 1980, σελ. 419) πως  “η άποψη ότι η Αγία Γραφή είναι η Αποκάλυψη που οδηγεί στη μονομερή προσπάθεια ερμηνείας της Γραφής, χωρίς να γίνεται και άλλη προσπάθεια ερμηνείας των πατερικών διδασκαλιών και όλων των συμβόλων, είναι όχι μόνο γελοία από πατερικής απόψεως αλλά και καθαρά αίρεσις-προτεσταντική“!

Το αυτό φρονεί και ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιερόθεος όταν διευκρινίζει ότι “η άποψη ότι μπορεί η Αγία Γραφή να ερμηνευθεί αποκεκομμένα από την Παράδοση της Εκκλησίας είναι καθαρά πλάνη, διότι όταν η Γραφή απομονώνεται  από την Παράδοση της Εκκλησίας δεν μπορεί να κατανοηθεί”.

Και συνεχίζει με την προειδοποίηση του Αποστόλου Πέτρου (Β’ Πέτρ. γ’ 16) γιά τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ότι δηλαδή ” υπάρχουν δυσνόητα τινά, ά οι αμαθείς και αστήρικτοι στρεβλούσιν ως και τας λοιπάς γραφάς προς την ιδίαν αυτών απώλειαν”.

Ώστε υπάρχουν πολλοί που απορρίπτουν την Πατερική ερμηνεία των Γραφών, η οποία (παράδοση) είναι θεόπνευστη και αντ αυτού σκαρφίζονται πολλές ανθρωποπαθείς θεωρίες και επιστημονικές μεθόδους ώστε να ερμηνεύουν τις Άγιες Γραφές.

Γι’ αυτούς ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας προειδοποιεί.

“Φύγωμεν ουν τους τας Πατερικάς εξηγήσεις μη παραδεχομένους, αλλά παρ εαυτών πειρωμένους εισάγειν τα εναντία…και φύγωμεν μάλλον ως φεύγει τις από όφεως” (PG 151, 421).

Μετά την παράθεση όλων των παραπάνω επιχειρημάτων, το συμπέρασμα είναι ότι ενώ η Συνοδική Εγκύκλιος γιά την επέτειο των 1700 χρόνων από τη σύγκληση της, Α’ Οικουμενικής Συνόδου τοποθετείται ορθώς στο θέμα της ισοκύρου αξίας Αγ. Γραφής και Ιεράς Παραδόσεως γιά την Εκκλησία μας, όμως δεν δικαιώνεται στην πράξη εφόσον και γιά όσον καλλιεργούνται από θεολογικούς κύκλους νεοφανείς θεωρίες όπως η “μεταπατερική” θεολογία. Το ξεπέρασμα των Πατέρων. Λες και η Πατερική Παράδοση συνιστά αγκύλωση και οπισθοδρόμηση γιά τους “νεοφωστήρες” της σημερινής θεολογικής διανόησης.

Ξέχασαν, φαίνεται, πως αν θέλουν να γίνουν σύγχρονοι πατέρες και να θεολογήσουν απλανώς, θα πρέπει να πάθουν τα των Πατέρων. Να πονέσουν, να ασκηθούν, να γίνουν μέτοχοι της ησυχαστικής παραδόσεως και της άσκησης των αρετών, να βιώσουν τα στάδια του ησυχασμού και της νήψης τα οποία ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνοψίζει στα τρία αυτά : ” την κάθαρση από τα πάθη, τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και την θέωση την οποία οι άνθρωποι του Θεού προγεύονται απ αυτήν ακόμα τη ζωή.

Χρειάζεται να διαθέτουν και το χάρισμα της θεολογίας, δηλαδή να κατέχουν τον τρόπο με τον οποίο θα μεταφέρουν τις παραπάνω εμπειρίες τους προς δόξαν Θεού.

Αν νομίζουν πως έφθασαν κι αυτοί στη θεωρία του ακτίστου Φωτός, τότε ας θεολογήσουν ως απλανείς και θεόπνευστοι.

Είναι όμως; Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός συμβουλεύει  “να ζητούμε εμπόνως τα κείμενα των Αγ. Γραφών μετά ταπεινώσεως και συμβουλής των εμπείρων, έργω μάλλον ή λόγω μαθείν” (Φιλοκαλία, Εκδ. Παπαδημητρίου, τομ. Γ’, σελ. 97).

Κι αν κάποιοι διατείνονται πως η Παράδοση της Εκκλησίας διαρκώς εξελίσσεται κατά την διατύπωση της αληθείας έστω, απαντά ο Παύλος Ευδοκίμωφ, “Η αλήθεια δεν εξελίσσεται, αλλά διαρκώς εκφράζεται σαφέστερον και όταν μίαν φοράν εκφρασθή σαφώς, θέτει τον τόνον της αιωνιότητος επί της μορφής της” (Περιοδ. “Σύναξη” τευχ. 15, σελ. 16).

Ένας κολοσσός της Θεολογίας πάντως, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, επισημαίνει πως “εμόν μεν ουδέν ερώ παντελώς. Ό δε παρά πάντων των Πατέρων εδιδάχθην, φημί” ενώ και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συμπληρώνει ” πάντα τοίνυν τα παραδεδομένα ημίν διά τε νόμου και Προφητών και Αποστόλων και Ευαγγελιστών δεχόμεθα και γινώσκομεν και σέβομεν ουδέν περαιτέρω τούτων επιζητούντες… “.

Κι εμείς, στοιχούμενοι με το φρόνημα της Εκκλησίας μας, τιμούμε διά της μελέτης και της αναφοράς μας στα συγγράμματά τους, τους Πατέρες και Διδασκάλους της  Εκκλησίας, και παρακαλούμε όλους και ειδικά τους προμνημονευθέντες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, να πρεσβεύουν γιά να αποκτήσουμε κι εμείς κατά το μέτρο της δικής μας ασκήσεως την δική τους μαρτυρία, το σθένος, την ομολογία και τον φωτισμό τους για να μην πλανηθούμε αλλά να δίνουμε πάντα και παντού την μαρτυρία της πίστεως της Εκκλησίας μας.

Γι’ αυτό, επαναλαμβάνουμε κι εμείς με παρρησία το δοξαστικό του εσπερινού της Κυριακής των Πατέρων:

“Την ετήσιον μνήμην σήμερον, των θεοφόρων Πατέρων, των εκ πάσης της οικουμένης συναθροισθέντων, εν τη λαμπρά πόλη Νικαέων, των Ορθοδόξων τα συστήματα, ευσεβούντες  πιστώς εορτάσωμεν… Όθεν και ημείς, τοθς θείοις αυτών δόγμασιν επόμενοι, βεβαίως πιστεύοντες λατρεύομεν, συν Πατρί τον Υιόν, και το Πνεύμα το πανάγιον, εν μιά Θεότητι, Τριάδα ομοούσιον”.

entaksis.gr

13 σχόλια:

Ανδρέας είπε...

Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας (Αναθέματα)
§14 Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν[6], η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν· ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν, Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών και τους αυτού αγίους εν λόγοις τιμώντες, εν συγγραφαίς, εν νοήμασιν, εν θυσίαις, εν ναοίς, εν εικονίσμασι, τον μεν ως Θεόν και δεσπότην προσκυνούντες και σέβοντες, τους δε δια τον κοινόν δεσπότην ως αυτού γνησίους θεράποντας τιμώντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες.
[Έξω]
§15 Αύτη η πίστις τών αποστόλων, αύτη η πίστις τών πατέρων, αύτη η πίστις τών ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν.
§16 Επί τούτοις τους τής ευσεβείας κήρυκας αδελφικώς τε και πατροποθήτως, εις δόξαν και τιμήν τής ευσεβείας υπέρ ης ηγωνίσαντο, ανευφημούμεν και λέγομεν·
[Χαμαί]
Γερμανού, Ταρασίου, Νικηφόρου και Μεθοδίου τών ως αληθώς αρχιερέων Θεού και τής ορθοδοξίας προμάχων και διδασκάλων, αιωνία η μνήμη (γ΄).
§17 Ιγνατίου, Φωτίου, Στεφάνου, Αντωνίου και Νικολάου τών αγιωτάτων και ορθοδόξων πατριαρχών, αιωνία η μνήμη (γ΄).
§18 Άπαντα τα κατά τών αγίων πατριαρχών Γερμανού, Ταρασίου, Νικηφόρου και Μεθοδίου, Ιγνατίου, Φωτίου, Νικηφόρου, Αντωνίου, και Νικολάου γραφέντα ή λαληθέντα, ανάθεμα (γ΄).
§19 Άπαντα τα παρά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν και την διδασκαλίαν και υποτύπωσιν τών αγίων και αοιδίμων πατέρων καινοτομηθέντα ή μετά τούτο πραχθησόμενα, ανάθεμα (γ΄).
§20 Στεφάνου τού οσιομάρτυρος και ομολογητού τού νέου αιωνία η μνήμη (γ΄).
§21 Ευθυμίου, Θεοφίλου και Αιμιλιανού, τών αοιδίμων ομολογητών και αρχιεπισκόπων, αιωνία η μνήμη (γ΄).
§22 Θεοφυλάκτου, Πέτρου, Μιχαήλ και Ιωσήφ, τών μακαρίων μητροπολιτών, αιωνία η μνήμη (γ΄).
§23 Ιωάννου, Νικολάου και Γεωργίου, τών τρισολβίων ομολογητών και αρχιεπισκόπων, και πάντων τών ομοφρονησάντων αυτοίς επισκόπων, αιωνία η μνήμη (γ΄).
1/13

Ανδρέας είπε...

§24 Θεοδώρου τού πανοσίου ηγουμένου τού Στουδίτου[7]* αιωνία η μνήμη (γ΄).
§25 Ισαακίου τού θαυματουργού και Ιωαννικίου τού προφητικωτάτου αιωνία η μνήμη (γ΄).
§26 Ιλαρίωνος τού οσιωτάτου αρχιμανδρίτου και ηγουμένου τών Δαλμάτων αιωνία η μνήμη (γ΄).
§27 Συμεών τού οσιωτάτου στυλίτου αιωνία η μνήμη (γ΄).
§28 Θεοφάνους τού οσιωτάτου ηγουμένου τού μεγάλου Αγρού αιωνία η μνήμη (γ΄).
§29 Αύται ως ευλογίαι πατέρων απ’ αυτών εις ημάς τους υιούς ζηλούντας αυτών την ευσέβειαν διαβαίνουσιν· ωσαύτως δε και αι αραί τους πατραλοίας και τών δεσποτικών εντολών υπερόπτας καταλαμβάνουσι· δι ό κοινή πάντες, όσον ευσεβείας πλήρωμα, ούτως αυτοίς την αράν ην αυτοί εαυτούς[8] υπεβάλοντο επιφέρομεν·
§30 Τοις λόγω μεν την ένσαρκον οικονομίαν τού Θεού Λόγου δεχομένοις, οράν δε ταύτην δι’ εικόνων ουκ ανεχομένοις, και δια τούτο ρήματι μεν κατασχηματιζομένοις, πράγματι δε την σωτηρίαν ημών αρνουμένοις, ανάθεμα (α΄).
§31 Τοις τω ρήματι τού απεριγράπτου κακώς προσφυομένοις, και δια τούτο μη βουλομένοις εικονογραφείσθαι τον παραπλησίως ημίν σαρκός και αίματος κεκοινωνηκότα Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών, και εντεύθεν φαντασιασταίς δεικνυμένοις, ανάθεμα (α΄).
§32 Τοις τας μεν προφητικάς οράσεις, καν μη βούλοιντο, παραδεχομένοις, τας δ’ οφθείσας αυτοίς εικονογραφίας –ω θαύμα!– και προ σαρκώσεως τού Λόγου μη καταδεχομένοις, αλλ’ ή αυτήν[9] την άληπτόν τε και αθέατον ουσίαν οφθήναι τοις τεθεαμένοις κενολογούσιν, ή εικόνας μεν ταύτα τής αληθείας και τύπους και σχήματα εμφανισθήναι τοις εωρακόσι συντιθεμένοις, εικονογραφείν δε ενανθρωπήσαντα τον Λόγον και τα υπέρ ημών αυτού πάθη ουκ ανεχομένοις, ανάθεμα (α΄).
§33 Τοις ακούουσι τού Κυρίου ως «ει επιστεύετε Μωϋσή, επιστεύετε αν εμοί» και τα εξής, και το «προφήτην υμίν αναστήσει ο Κύριος ο Θεός ημών ως εμέ» τού Μωσέως λέγοντος, συνιούσιν, είτα λέγουσι δέξασθαι μεν τον προφήτην, ουκ εισάγουσι δε δι’ εικονισμάτων την τού προφήτου χάριν και την παγκόσμιον σωτηρίαν, ως ωράθη, ως συνανεστράφη ανθρώποις, ως πάθη και νόσους ιάσεως μείζονας εθεράπευσεν, ως εσταυρώθη, ως ετάφη, ως ανέστη, ως πάντα [τα] υπέρ ημών έπαθέ τε και εποίησε· τοις ουν ταύτα τα παγκόσμια και σωτήρια έργα εν εικόσιν οράν μη ανεχομένοις μηδέ τιμώσιν αυτά και προσκυνούσιν, ανάθεμα (γ΄).
2/13

Ανδρέας είπε...

§34 Τοις επιμένουσι τη εικονομάχω αιρέσει, μάλλον δε τη χριστομάχω αποστασία, και μήτε δια τής μωσαϊκής νομοθεσίας προς την σωτηρίαν αυτών αναχθήναι βουλομένοις μήτε ταις αποστολικαίς διδασκαλίαις εναστραφθήναι[10] την ευσέβειαν προαιρουμένοις μήτε [ταις] πατρικαίς παραινέσεσι και εισηγήσεσι τής πλάνης αυτών επιστραφήναι πειθομένοις μήτε τη συμφωνία τών ανά πάσαν την οικουμένην εκκλησιών τού Θεού δυσωπουμένοις, αλλ’ εφ’ άπαξ εαυτούς τη τών Ιουδαίων και Ελλήνων μερίδι καθυποβαλλομένοις[11]· α γαρ αμέσως εκείνοι εις το πρωτότυπον βλασφημούσι, και ούτοι δια τής αυτού εικόνος εις αυτόν εκείνον τον εικονιζόμενον τολμάν ουκ ερυθριώσι· τοις ουν ανεπιστρόφως τη πλάνη ταύτη κατεχομένοις και προς πάντα λόγον θείον και πνευματικήν διδασκαλίαν τα ώτα βεβυσμένοις, ως ήδη λοιπόν σεσηπόσι και τού κοινού σώματος τής Εκκλησίας αποτεμούσιν εαυτούς, ανάθεμα (γ΄).
§35 Τοις εισάγουσιν επί τής αρρήτου ενσάρκου οικονομίας τού Κυρίου και Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού καινοφωνίας τινάς, και λέγουσιν ή φρονούσι προσκυνείν το ανθρώπινον τού Χριστού τη απροσίτω θεότητι δουλικώς, και την δουλείαν αΐδιον κεκτήσθαι ως ουσιώδη και αναπόβλητον, ανάθεμα (γ΄).
§36 Τοις μη μετά πάσης ευλαβείας χρωμένοις τη κατ' επίνοιαν διαιρέσει προς δήλωσιν μόνον τής ετερότητος τών εν Χριστώ συνδραμουσών αρρήτως δύο φύσεων και εν αυτώ ασυγχύτως και αδιαιρέτως ηνωμένων, αλλά καταχρωμένοις τη τοιαύτη διαιρέσει και λέγουσι «το πρόσλημμα ου τη φύσει μόνον έτερον, άλλα και τη αξία» και ότι «λατρεύει Θεώ και υπηρεσίαν προσφέρει δουλικήν και [τιμήν] την προσήκουσαν απονέμει ως οφειλήν, καθά περ τα λειτουργικά πνεύματα τα τω Θεώ υπηρετούντά τε και λατρεύοντα δουλικώς», και ιδία «το πρόσλημμα αρχιερέα μέγιστον είναι» διδάσκουσι, και ουχί τον Θεόν Λόγον ότι γέγονεν άνθρωπος, ως δια τών τοιούτων τον ένα Χριστόν τον Κύριον ημών και Θεόν διαιρείν τολμώσιν υποστατικώς, ανάθεμα (γ΄).
§37 Τοις λέγουσιν, ότι την εν τω καιρώ τού κοσμοσωτηρίου πάθους τού Κυρίου και Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού προσαχθείσαν υπέρ τής ημών σωτηρίας παρ' αυτού θυσίαν τού τιμίου αυτού σώματός τε και αίματος, ως αρχιερέως, κατά το ανθρώπινον δι' ημάς χρηματίσαντος, ότι περ ο αυτός και Θεός και θύτης και θύμα, κατά τον πολύν εν θεολογία Γρηγόριον, προσήγαγε μεν αυτός τω Θεώ και Πατρί, ου προσεδέξατο δε ως Θεός μετά τού Πατρός, αυτός τε ο μονογενής και το Πνεύμα το άγιον, ως δια τούτων αποξενούσιν αυτόν τε τον Θεόν Λόγον και το ομοούσιον και ομόδοξον τούτου παράκλητον Πνεύμα τής θεοπρεπούς ομοτιμίας τε και αξίας, ανάθεμα (γ΄).
§38 Τοις την καθ' έκαστην προσαγομένην θυσίαν υπό τών παραλαβόντων από Χριστού την τών θείων μυστηρίων ιερουργίαν, μη δεχομένοις τη αγία Τριάδι προσάγεσθαι, ως αντιφθεγγομένοις εντεύθεν τοις ιεροίς και θείοις πατράσι Βασιλείω τε και Χρυσορρήμονι, οις συμφωνούσι και οι λοιποί θεοφόροι πατέρες εν τοις οικείοις λόγοις τε και συγγράμμασιν, ανάθεμα (γ΄).
3/13

Ανδρέας είπε...

§39 Τοις ακούουσι μεν τού σωτήρος περί τής παρ' αυτού παραδοθείσης τών θείων μυστηρίων ιερουργίας λέγοντος· «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», μη εκλαμβανομενοις δε ορθώς την ανάμνησιν, αλλά τολμώσι λέγειν ότι καινίζει φανταστικώς και εικονικώς την επί τού τιμίου σταυρού παρά τού σωτήρος ημών προσαχθείσαν θυσίαν τού ιδίου σώματός τε και αίματος, εις κοινόν τής ανθρωπίνης φύσεως λύτρον τε και εξίλασμα, η καθ' εκάστην προσαγομένη θυσία παρά τών τα θεία ιερουργούντων μυστήρια, καθώς ο σωτήρ ημών και δεσπότης τών όλων παρέδωκε· και δια τούτο άλλην είναι ταύτην παρά την εξ αρχής τω σωτήρι τετελεσμένην εισάγουσι και προς εκείνην φανταστικώς και εικονικώς αναφερομένην, ως κενούσι το τής φρικτής και θείας ιερουργίας μυστήριον, δι' ού τον τής μελλούσης ζωής αρραβώνα λαμβάνομεν, και ταύτα τού θείου πατρός ημών Ιωάννου τού χρυσορρήμονος διατρανούντος τής θυσίας το απαράλλακτον και μίαν και την αυτήν είναι φάσκοντος εν πολλαίς τών τού μεγάλου Παύλου ρητών εξηγήσεσιν, ανάθεμα (γ΄).
§40 Τοις τας χρονικάς διαστάσεις επί τής καταλλαγής τής ανθρωπίνης φύσεως προς την θείαν και μακαρίαν φύσιν τής ζωαρχικής και πανακηράτου Τριάδος επινοούσι και παρεισάγουσι, και πρότερον[12] μεν τω μονογενεί Λόγω νομοθετούσιν εξ αυτής κατηλλάχθαι ημάς τής προσλήψεως, ύστερον δε τω Θεώ και Πατρί κατά το σωτήριον πάθος τού σωτήρος Χριστού, και διαιρούσι τα αδιαίρετα[13], τών θείων και μακαρίων πατέρων δια τού τής οικονομίας μυστηρίου παντός καταλλάξαι ημάς εαυτώ τον μονογενή διδασκόντων, και[14] δι’ εαυτού τε και εν εαυτώ τω Θεώ και Πατρί, ακολούθως δε πάντως και τω παναγίω και ζωοποιώ Πνεύματι, ως καινών και εκφύλων εφευρεταίς, ανάθεμα (γ΄).
§41 Αναστασίω, Κωνσταντίνω και Νικήτα, τοις επί τών Ισαύρων κατάρξασι τών αιρέσεων, ως ανιέροις και οδηγοίς απωλείας, ανάθεμα (γ΄).
§42 Θεοδότω, Αντωνίω και Ιωάννη, τοις αλληλοπροξένοις τών κακών και ετεροδιαδόχοις την δυσσέβειαν, ανάθεμα (γ΄).
§43 Παύλω τω εις Σαύλον αποστρέψαντι και Θεοδώρω τω επικαλουμένω Γάστη και Στεφάνω τω Μολύτη, έτι δε και Θεοδώρω τω Κριθίνω και Λουλουδίω[15] τω Λέοντι, και προς τούτοις, ει τις τοις ειρημένοις όμοιος την δυσσέβειαν, εν οποίω αν είη καταλόγω κλήρου, αξιώματος τινός ή επιτηδεύματος εξεταζόμενος· τούτοις άπασιν επιμένουσιν αυτών τη δυσσεβεία, ανάθεμα (γ΄).
§44 Γεροντίω τω εκ Λάμπης μεν ορμωμένω, εν δε τη Κρήτη τον ιόν τής αυτού μυσαράς αιρέσεως εξεμέσαντι και ηλειμμένον εαυτόν αποκαλέσαντι επ’ ανατροπή –φεύ!– τής σωτηριώδους οικονομίας τού Χριστού συν τοις διεστραμμένοις αυτού δόγμασι και συγγράμμασι και τοις ομόφροσιν αυτώ, ανάθεμα (γ΄).

4/13

Ανδρέας είπε...

Κατά τού Ιταλού Ιωάννου, κεφάλαια ια΄ (ή ι΄)
α΄
§45 Τοις όλως επιχειρούσιν οίαν δη τινα ζήτησιν και διδαχήν τη αρρήτω ενσάρκω οικονομία τού σωτήρος ημών και Θεού επάγειν και ζητείν οίω τρόπω αυτός ο Θεός Λόγος τω ανθρωπίνω φυράματι ήνωται και την προσληφθείσαν σάρκα κατά τίνα λόγον εθέωσε, και λόγοις διαλεκτικοίς φύσιν και θέσιν επί τής υπέρ φύσιν καινοτομίας τών δύο φύσεων τού Θεού και ανθρώπου λογομαχείν πειρωμένοις, ανάθεμα (γ΄).
β΄
§46 Τοις ευσεβείν μεν επαγγελλομένοις, τα τών Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη ορθοδόξω και καθολική εκκλησία περί τε ψυχών ανθρωπίνων και ουρανού και γης και τών άλλων κτισμάτων αναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν, ανάθεμα (γ΄).
γ΄
§47 Τοις την μωράν τών έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμώσι και τοις καθηγηταίς αυτών επομένοις και τας τε μετεμψυχώσεις τών ανθρωπίνων ψυχών ή και ομοίως τοις αλόγοις ζώοις ταύτας απόλλυσθαι και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις, και δια τούτων ανάστασιν και κρίσιν και την τελευταίαν τών βεβιωμένων ανταπόδοσιν αθετούσιν, ανάθεμα (γ΄).
δ΄
§48 Τοις την ύλην άναρχον και τας ιδέας ή συνάναρχον τω δημιουργώ πάντων και Θεώ δογματίζουσι, και ότι περ ουρανός και γη και τα λοιπά τών κτισμάτων αΐδιά τε εισί και άναρχα και διαμένουσιν αναλλοίωτα, και αντινομοθετούσι τω ειπόντι· «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι», και από γης κενοφωνούσι και την θείαν αράν επί τας εαυτών άγουσι κεφαλάς, ανάθεμα (γ΄).
ε΄
§49 Τοις λέγουσιν ότι οι τών Ελλήνων σοφοί και πρώτοι τών αιρεσιαρχών, οι παρά τών επτά αγίων και καθολικών συνόδων και παρά πάντων τών ορθοδοξία λαμψάντων πατέρων αναθέματι καθυποβληθέντες ως αλλότριοι τής καθολικής εκκλησίας, δια την εν λόγοις αυτών κίβδηλον και ρυπαράν[16] περιουσίαν, κρείττονες εισί κατά πολύ και ενταύθα και εν τη μελλούση κρίσει[17] τών ευσεβών μεν και ορθοδόξων ανδρών, άλλως δε κατά πάθος ανθρώπινον ή αγνόημα πλημμελησάντων, ανάθεμα (α΄).
5/13

Ανδρέας είπε...

στ΄
§50 Τοις μη πίστει καθαρά και απλή και ολοψύχω καρδία τα τού σωτήρος ημών και Θεού και τής αχράντως αυτόν τεκούσης δεσποίνης ημών [και] θεοτόκου και τών λοιπών αγίων εξαίσια θαύματα δεχομένοις, αλλά πειρωμένοις αποδείξεσι και λόγοις σοφιστικοίς ως αδύνατα διαβάλλειν ή κατά το δοκούν αυτοίς παρερμηνεύειν και κατά την ιδίαν γνώμην συνιστάν, ανάθεμα (α΄).
ζ΄
§51 Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις και ως αληθέσι πιστεύουσι, και ούτως αυταίς ως το βέβαιον εχούσαις εγκειμένοις, ώστε και ετέρους ποτέ μεν λάθρα ποτέ δε φανερώς ενάγειν αυταίς και διδάσκειν ανενδοιάστως, ανάθεμα (α΄).
η΄
§52 Τοις μετά τών άλλων μυθικών πλασμάτων αφ’ εαυτών και την καθ’ ημάς πλάσιν μεταπλάττουσι και τας πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις και ως αυθυπόστατον την ύλην παρά τών ιδίων μορφούσθαι λέγουσι και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον τού δημιουργού τού από τού μη όντος εις το είναι παραγαγόντος τα πάντα και ως ποιητού πάσιν αρχήν και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώς, ανάθεμα (α΄).
θ΄
§53 Τοις λέγουσιν ότι εν τη τελευταία και κοινή αναστάσει μεθ’ ετέρων σωμάτων οι άνθρωποι αναστήσονται και κριθήσονται, και ουχί μεθ’ ων κατά τον παρόντα βίον επολιτεύσαντο, άτε τούτων φθειρομένων και απολλυμένων, και ληρούσι κενά και μάταια κατ αυτού τού Χριστού και Θεού ημών και τών μαθητών αυτού, διδασκάλων δε ημετέρων, ούτω διδαξάντων ως μεθ’ ων επολιτεύσαντο άνθρωποι σωμάτων μετά τούτων και κριθήσονται, έτι δε και τού μεγάλου αποστόλου Παύλου, και διαρρήδην εν τω περί αναστάσεως λόγω πλατύτερον δια παραδειγμάτων την αλήθειαν αναδιδάξαντος και τους ετέρως φρονούντας ως άφρονας απελέγξαντος· τοις γουν τοις τοιούτοις αντινομοθετούσι δόγμασι και διδάγμασιν, ανάθεμα (α΄).





6/13

Ανδρέας είπε...

ι΄
§54 Τοις δεχομένοις και παραδιδούσι τα μάταια και ελληνικά ρήματα· ότι τε προΰπαρξις εστί τών ψυχών και ουκ εκ τού μη όντος τα πάντα εγένετο και παρήχθη[18], και ότι τέλος εστί τής κολάσεως ή αποκατάστασις αύθις τής κτίσεως και τών ανθρωπίνων πραγμάτων, και δια τών τοιούτων λόγων την βασιλείαν τών ουρανών λυομένην πάντως και παράγουσαν εισάγουσιν, ην αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ο Χριστός και Θεός ημών εδίδαξε και παρέδοτο, και δια πάσης τής παλαιάς και νέας γραφής ημείς παρελάβομεν, ότι και η κόλασις ατελεύτητος και η βασιλεία αΐδιος, δια δε τών τοιούτων λόγων εαυτούς τε απολλύουσι και ετέροις αιωνίας καταδίκης προξένοις γενομένοις, ανάθεμα (γ΄).
ια΄ (ή κατά τού μοναχού Νείλου, κεφάλαιον α΄)
§55 Τοις δογματισθείσι δυσσεβώς παρά τού αμονάχου Νείλου πάσι και τοις κοινωνούσιν αυτοίς, ανάθεμα (γ΄).
Τής ιεράς συνόδου τού έτους 1166, κεφάλαια ε΄
α΄
§56 Τοις μη ορθώς τας τών αγίων διδασκάλων τής τού Θεού εκκλησίας θείας φωνάς εκλαμβανομένοις και τα σαφώς και[19] αριδήλως εν αυταίς δια τής τού αγίου Πνεύματος χάριτος ειρημένα παρερμηνεύειν τε και περιστρέφειν πειρωμένοις, ανάθεμα (γ΄).
β΄
§57 Τών παραδεχομένων την τού αληθινού Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού φωνήν την «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί» λέγεσθαι συν ταις λοιπαίς[20]ερμηνείαις τών αγίων πατέρων και κατά την εν αυτώ ανθρωπότητα, καθ’ ην και πέπονθε, καθώς διαρρήδην εν πολλοίς τών θεοπνεύστων λόγων αυτών οι άγιοι πατέρες ανακηρύττουσιν, έτι δε και λεγόντων τον αυτόν Χριστόν κατά την εαυτού σάρκα παθείν, αιωνία η μνήμη (γ΄).






7/13

Ανδρέας είπε...

γ΄
§58 Τοις νοούσι και φθεγγομένοις την θέωσιν τού προσλήμματος μετάμειψιν τής ανθρωπίνης φύσεως εις θεότητα και μη φρονούσιν εξ αυτής ενώσεως θείας μεν αξίας και μεγαλειότητος μετασχείν το σώμα τού Κυρίου και προσκυνείσθαι μια προσκυνήσει εν τω προσλαβομένω αυτό Θεώ Λόγω και είναι ομότιμον ομόδοξον ζωοποιόν ισοκλεές τω Θεώ και Πατρί και τω παναγίω Πνεύματι και ομόθρονον, μη μέντοι γε δε γενέσθαι ομοούσιον τω Θεώ, ως εκστήναι τών φυσικών ιδιοτήτων. τού κτιστού τού περιγραπτού και τών λοιπών τών εν τη ανθρωπεία φύσει τού Χριστού θεωρουμένων, μεταμειφθήναι δε εις την [τής] θεότητος ουσίαν, ως εκ τούτου εισάγειν ή φαντασία και ουκ αληθεία γεγονέναι την ενανθρώπησιν τού Κυρίου και τα πάθη ή την τού μονογενούς θεότητα παθείν, ανάθεμα (γ΄).
δ΄
§59 Τών λεγόντων ότι «η σαρξ τού Κυρίου εξ αυτής ενώσεως υπερυψωθείσα και ανωτάτω πάσης τιμής υπερκειμένη, ως εξ άκρας ενώσεως ομόθεος γενομένη, αμεταβλήτως αναλλοιώτως ασυγχύτως και ατρέπτως, δια την καθ’ υπόστασιν ένωσιν, και αχώριστος και αδιάσπαστος[21] μένουσα τω προσλαβομένω αυτήν Θεώ Λόγω, ισοκλεώς αυτώ τιμάται[22] και προσκυνείται μια προσκυνήσει και τοις βασιλικοίς και θείοις εγκαθίδρυται θώκοις εκ δεξιών τού Πατρός ως τα τής θεότητος αυχήματα καταπλουτήσασα, σωζομένων τών ιδιοτήτων τών φύσεων, αιωνία η μνήμη (γ΄).
ε΄
§60 Τοις αποβαλλομένοις τας τών αγίων πατέρων φωνάς τας επί συστάσει τών ορθών τής τού Θεού εκκλησίας δογμάτων εκφωνηθείσας Αθανασίου, Κυρίλλου, Αμβροσίου, Αμφιλοχίου, τού θεηγόρου Λέοντος πάπα[23] τής πρεσβυτέρας ῾Ρώμης, και τών λοιπών, έτι δε και τα τών οικουμενικών συνόδων πρακτικά, τής τετάρτης τε φημί και τής έκτης, μη κατασπαζομένοις, ανάθεμα (γ΄).








8/13

Ανδρέας είπε...

Τής ιεράς συνόδου τού έτους 1170, κεφάλαια δ΄
α΄
§61 Τοις μη δεχομένοις την τού αληθινού Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού φωνήν την «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί» καθώς τε κατά διαφόρους τρόπους οι άγιοι ταύτην εξηγήσαντο, οι μεν κατά την αυτού θεότητα λέγοντες ταύτην[24] ρηθήναι δια το[25] αίτιον τής εκ τού Πατρός τούτου γεννήσεως[26], οι δε κατά τας φυσικάς ιδιότητας τής προσληφθείσης παρ’ αυτού[27] σαρκός και ενυποστάσης τη αυτού θεότητι, ήγουν το κτιστόν το περιγραπτόν το θνητόν και τα λοιπά φυσικά και αδιάβλητα πάθη, δι’ α περ εαυτού μείζονα τον Πατέρα ο Κύριος είρηκεν, αλλά τότε λέγουσι την τοιαύτην νοείσθαι φωνήν, ότε κατά ψιλήν επίνοιαν νοείται η σαρξ κεχωρισμένη τής θεότητος, ως περ ει μηδέ ηνώθη, και μη εκλαμβανομένοις την τοιαύτην ρήσιν τής κατά ψιλήν επίνοιαν διαιρέσεως καθώς παρά τών αγίων πατέρων ελέχθη τότε, οπηνίκα και δούλη και αγνοούσα[28] λέγεται, ως μη ανεχομένοις[29] την ομόθεον και ομότιμον τού Χριστού σάρκα δια τών τοιούτων φωνών καθυβρίζεσθαι, λέγουσι δε κατά ψιλήν επίνοιαν παραλαμβάνεσθαι και τας φυσικάς ιδιότητας τας ως[30] αληθώς ούσας τής τού Κυρίου σαρκός τής ενυποστάσης τη αυτού θεότητι και αδιαιρέτου μενούσης, και τα αυτά περί τών ανυποστάτων και ψευδών α περ και περί τών ενυποστάτων και αληθών δογματίζουσιν, ανάθεμα (γ΄).
β΄
§61 Τω χρηματίσαντι μητροπολίτη Κερκύρας Κωνσταντίνω τω τού[31] Βουλγαρίας, κακώς και ασεβώς δογματίζοντι περί τής τού αληθινού Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού φωνής τής «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί» και μη φρονούντι και λέγοντι ότι[32] καθ’ ετέρας μεν ευσεβείς[33] εννοίας εκλαμβάνεται αύτη παρά τών αγίων και θεοφόρων πατέρων, αλλά και κατ’ αυτήν την παρά τού μονογενούς Υιού τού Θεού προσληφθείσαν σάρκα εκ τής αγίας παρθένου και θεοτόκου και τη αυτού ενυποστάσαν θεότητι, ασυγχύτους[34] μετά την αδιαίρετον ένωσιν τας εαυτής ιδιότητας έχουσαν, καθ’ ας τον Πατέρα ο Κύριος μείζονα εαυτού κατωνόμασεν, ο εν μια προσκυνήσει μετά τού οικείου προσλήμματος ως ομοθέου και ομοδόξου[35] αυτώ τε τω Πατρί και τω παναγίω Πνεύματι συμπροσκυνούμενος και συνδοξαζόμενος, διενισταμένω δε μη οφείλειν νοείσθαι την τοιαύτην φωνήν, οπηνίκα νοείται ο Κύριος μία υπόστασις ηνωμένας τας δύο έχουσα φύσεις, αλλ’ οπηνίκα κατά ψιλήν επίνοιαν η σαρξ παραλαμβάνεται κεχωρισμένη τής θεότητος και οία τις εκάστου τών ανθρώπων είναι γνωρίζεται, και ταύτα, τού θεολογικωτάτου Δαμασκηνού τότε την κατά ψιλήν επίνοιαν διαίρεσιν εκδιδάσκοντος, ότε λέγεταί τι περί τής τού Χριστού σαρκός μη παραστατικόν φυσικής τινός ιδιότητος αλλά δηλωτικόν δουλείας ή [36]*6 αγνοίας, και μη ακολουθείν θελήσαντι ταις αγίαις και οικουμενικαίς συνόδοις τη τετάρτη τε και τη έκτη, αι περί τών εν Χριστώ ηνωμένων ασυγχύτως δύο φύσεων ορθώς και ευσεβώς εδογμάτισαν και ορθοδοξείν εδίδαξαν την τού Χριστού εκκλησίαν, και ούτως εις διαφόρους αιρέσεις εξολισθήσαντι, ανάθεμα (γ΄).
9/13

Ανδρέας είπε...

γ΄
§63 Πάσι τοις ομοφρονούσι τω αυτώ Κωνσταντίνω τω τού[37] Βουλγαρίας και τη αυτού καθαιρέσει παθαινομένοις[38] τε και επιστυγνάζουσιν ου δια το φίλοικτον αλλά δια το τη τούτου δυσσεβεία συνταχθήναι[39], ανάθεμα (γ΄).
δ΄
§64 Τω αμαθεστάτω ψευδομονάχω[40] και[41] ματαιομάχω Ιωάννη τω Ειρηνικώ και τοις παρά τούτου συγγραφείσι κατά τής ευσεβείας συγγράμμασι, τοις κατασπαζομένοις τε ταύτα, ως δοξάζουσί τε και λέγουσι μη δια το εν αυτώ τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ σωτήρί τε και Θεώ ενυπόστατόν τε και[42] ηνωμένον τη αυτού θεότητι αδιασπάστως [43] και αδιαιρέτως και ασυγχύτως ανθρώπινον αυτού ειρηκέναι αυτόν ως άνθρωπον τέλειον την εν τοις ιεροίς ευαγγελίοις αυτού φωνήν την «ο Πατήρ μου μείζων μου εστίν», αλλ’ ούτω κατά το ανθρώπινον ρηθήναι ταύτην αυτώ, ως όταν τούτο γεγυμνωμένον και κατά ψιλήν επίνοιαν διηρημένον πάντη τής αυτού θεότητος, ως περ ει μηδέ ηνώθη ταύτη, λαμβάνηται, και ως το κοινόν και ημέτερον, ανάθεμα (γ΄).
§65 Τω φρυαξαμένω συνεδρίω κατά τών σεπτών εικόνων, ανάθεμα (γ΄).
§66 Τοις εκλαμβάνουσι τας παρά τής θείας Γραφής ρήσεις κατά τών ειδώλων, εις τας σεπτάς εικόνας Χριστού τού Θεού ημών, και τών αγίων αυτού, ανάθεμα (γ΄).
§67 Τοις κοινωνούσιν εν γνώσει τοις υβρίζουσι και ατιμάζουσι τας σεπτάς εικόνας, ανάθεμα (γ΄).
§68 Τοις λέγουσιν ότι ως θεοίς οι Χριστιανοί ταις εικόσι προσήλθον, ανάθεμα (γ΄).
§69 Τοις λέγουσιν ότι πλην Χριστού τού Θεού ημών, άλλος ημάς ερρύσατο τής τών ειδώλων πλάνης, ανάθεμα (γ΄).
§70 Τοις τολμώσι λέγειν την καθολικήν εκκλησίαν είδωλα ποτέ δεδέχθαι ως όλον το μυστήριον ανατρέπουσι και την χριστιανών ενυβρίζουσι πίστιν, ανάθεμα (γ΄).
§71 Ει τις τής χριστιανοκατηγορικής αιρέσεως όντα τινά ή εν αυτή τον βίον απορρήξαντα διεκδικεί ήτω, ανάθεμα (γ΄).
§72 Ει τις ου προσκυνεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εν εικόσι[44] περιγραπτόν κατά το ανθρώπινον ήτω, ανάθεμα (γ΄).
§73 Ολοις τοις αιρετικοίς, ανάθεμα (γ΄).

10/13

Ανδρέας είπε...

Τα κατά τού Βαρλαάμ και Ακινδύνου θ΄ κεφάλαια
α΄
§74 Βαρλαάμ και Ακινδύνω και τοις οπαδοίς και διαδόχοις αυτών, ανάθεμα (γ΄).
β΄
§75 Τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσι το λάμψαν από τού Κυρίου επί τής θείας αυτού μεταμορφώσεως φως ποτέ μεν είναι ίνδαλμα και κτίσμα και φάσμα επί βραχύ φανέν και διαλυθέν παραχρήμα, ποτέ δε αυτήν την ουσίαν τού Θεού, ως εις αυτά τα εναντιώτατα φρενοβλαβώς και αδύνατα παντελώς εαυτούς επιρρίπτουσι, και τούτο μεν την Αρείου μαινομένοις μανίαν εις κτιστά και άκτιστα την μίαν θεότητα και τον ένα Θεόν κατατέμνοντος, τούτο δε τη τών Μασσαλιανών δυσσεβεία συμφερομένοις[45] την θείαν ουσίαν ορατήν είναι λεγόντων, μη ομολογούσι δε κατά τας τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα είναι το θειότατον εκείνο φως μήτε ουσίαν Θεού, αλλ’ άκτιστον και φυσικήν χάριν και έλλαμψιν και ενέργειαν, εξ αυτής τής θείας ουσίας αχωρίστως αεί προϊούσαν, ανάθεμα (γ΄).
γ΄
§76 Έτι τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσι μηδεμίαν ενέργειαν φυσικήν έχειν τον Θεόν, αλλά μόνην ουσίαν είναι, ταυτόν τε και αδιάφορον παντελώς οιομένοις την τε θείαν ουσίαν και την θείαν ενέργειαν και μηδεμίαν νοείσθαι τούτων κατά τι διαφοράν, αλλά την αυτήν ποτέ μεν ουσίαν ποτέ δε ενέργειαν λέγεσθαι, ως και αυτήν ανοήτως την θείαν ουσίαν παντάπασιν αναιρούσι και εις το μη ον άγουσιν· ενεργείας γαρ μόνον το μη ον στερείσθαι φασίν επί λέξεως οι τής εκκλησίας διδάσκαλοι· ήδη δε και τα Σαβελλίου νοσούσι[46] και την παλαιάν εκείνου συναίρεσιν και σύγχυσιν και συναλοιφήν επί τών τριών τής θεότητος υποστάσεων νυν επί τής θείας ουσίας και ενεργείας ανακαινίζειν τολμώσι, και ομοίως δυσσεβώς αυτάς συναλείφουσι· μη ομολογούσι δε κατά τας τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής εκκλησίας ευσεβές φρόνημα ουσίαν τε επί Θεού και ουσιώδη και φυσικήν τούτου ενέργειαν, ως άλλοι τε πλείστοι τών αγίων, και μάλιστα οι τής αγίας και οικουμενικής έκτης συνόδου τρανώς διεσάφησαν, περί τών δύο ενεργειών τού Χριστού τής τε θείας και ανθρωπίνης και τών δύο θελημάτων, αυτήν άπασαν συγκροτήσαντες, μήτε μην[47]** νοείν βουλομένοις ως περ ένωσιν θείας ουσίας και ενεργείας ασύγχυτον, ούτως είναι και διαφοράν αδιάστατον κατά τε άλλα και μάλιστα το αίτιον και το αιτιατόν και αμέθεκτον και μεθεκτόν, το μεν τής ουσίας, το δε τής ενεργείας. τούτοις ουν τοις τα τοιαύτα δυσσεβούσιν, ανάθεμα (γ΄).



11/13

Ανδρέας είπε...

δ΄
§77 Έτι τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσι κτιστήν είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν τής τρισυποστάτου θεότητος ως κτιστήν εκ τούτου πάντως και αυτήν την θείαν ουσίαν αναγκαζομένοις δοξάζειν· κτιστή γαρ κατά τους αγίους ενέργεια κτιστήν δηλώσει και φύσιν, άκτιστος δε άκτιστον χαρακτηρίσει ουσίαν· καντεύθεν ήδη κινδυνεύσουσιν εις αθεΐαν παντελή περιπίπτειν και την ελληνικήν μυθολογίαν και την τών κτισμάτων λατρείαν τη καθαρά και αμώμω τών χριστιανών πίστει προστριβομένοις, μη ομολογούσι δε κατά τας τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν τής τρισυποστάτου θεότητος, ανάθεμα (γ΄).
ε΄
§78 Έτι τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσι σύνθεσιν τινά όλως δια ταύτα γίνεσθαι επί Θεού, μη πειθομένοις δε τη τών αγίων διδασκαλία μηδεμίαν σύνθεσιν από τών φυσικών εν τη φύσει γίνεσθαι διδασκόντων, καντεύθεν ου μόνον ημάς αλλά και τους αγίους άπαντας συκοφαντούσι, διαρρήδην εν πολλοίς πολλάκις αναδιδάσκοντας το τε απλούν επί Θεού και ασύνθετον και την τής θείας ουσίας και ενεργείας διαφοράν, ως κατ’ ουδέν πάντως την διαφοράν ταύτην λυμαινομένην τη θεία απλότητι· ου γαρ αν ούτω προδήλως εαυτοίς εναντία θεολογείν επεχείρουν· τοις ουν τοιαύτα κενολογούσι, μη ομολογούσι δε κατά τας τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, μετά τής θεοπρεπούς ταύτης διαφοράς και την θείαν απλότητα πάνυ καλώς διασώζεσθαι, ανάθεμα (γ΄).
στ΄
§79 Έτι τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσιν επί τής θείας ουσίας μόνης το τής θεότητος όνομα λέγεσθαι, μη ομολογούσι δε κατά τας τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, και επί τής θείας ενεργείας ουχ ήττον αυτό τίθεσθαι, και ούτω πάλιν μίαν θεότητα πάσι τρόποις πρεσβεύουσι, Πατρός, Υιού, και αγίου Πνεύματος, είτε την ουσίαν αυτών είτε την ενέργειαν, θεότητα είποι τις, ως οι θείοι μυσταγωγοί και τούτο ημάς εκδιδάσκουσιν, ανάθεμα (γ΄).






12/13

Ανδρέας είπε...

ζ΄
§80 Έτι τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσι μεθεκτήν την θείαν ουσίαν είναι ως την τών Μασσαλιανών δυσσέβειαν εις την καθ’ ημάς εκκλησίαν ήδη παρεισάγειν αναισχυντούσι πάλαι την τοιαύτην δόξαν νενοσηκότων, μη ομολογούσι δε κατά τας τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, άληπτον μεν είναι παντελώς αυτήν και αμέθεκτον, μεθεκτήν δε την θείαν χάριν τε και ενέργειαν, ανάθεμα (γ΄).
η΄
§81 Πάσι τοις δυσσεβέσιν αυτών λόγοις τε και συγγράμμασιν, ανάθεμα (γ΄)
θ΄
§82 Ισαάκ τω επονομαζομένω Αργυρώ τω δια βίου παντός τα τού Βαρλαάμ και Ακινδύνου νοσήσαντι, καν τω τέλει τής ιδίας ζωής ως και πρότερον πολλάκις παρά τής εκκλησίας Χριστού την επιστροφήν απαιτηθέντι και την μετάνοιαν, επιμείναντι δε τη δυσσεβεία και κακώς την ψυχήν εν τη τής αιρέσεως αυτού ομολογία απορρήξαντι, ανάθεμα (γ΄).
§83 Αρείω τω πρώτω θεομάχω και αρχηγώ τών αιρέσεων, ανάθεμα (γ΄).
§84 Πέτρω τω κναφεί και παράφρονι τω λέγοντι «Άγιος αθάνατος, ο σταυρωθείς δι' ημάς», ανάθεμα (γ΄).
§85 Νεστορίω τω θεηλάτω τω παθητήν λέγοντι την αγίαν Τριάδα, και Ουαλεντίνω δυσσεβεί τω παράφρονι, ανάθεμα (γ΄).
§86 Παύλω τω Σαμοσατεί και Θεοδοτίωνι τω τούτου συμμύστη και ομόφρονι, συν άλλω Νεστορίω παράφρονι, ανάθεμα (γ΄).
§87 Πέτρω Δειλαίω τω αιρετικώ, τω και Λυκοπέτρω επονομαζομένω, Ευτυχίω τε και Σαββελίω τοις κακόφροσιν, ανάθεμα (γ΄).
§88 Ιακώβω Αρμενίω τω Ζανζάλω[48]*, Διοσκόρω πατριάρχη Αλεξανδρείας, και Σεβήρω τω δυσσεβεί, άμα Σεργίω, Παύλω, και Πύρρω τοις ομόφροσι, συν Σεργίω μαθητή τού Λυκοπέτρου, ανάθεμα (γ΄).
§89 Όλοις τοις Ευτυχιανισταίς και Μονοθελήταις και Ιακωβίταις και Αρτζιβουρίταις και απλώς πάσιν αιρετικοίς, ανάθεμα (γ΄).



13/13

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com