30 Δεκ 2024

Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε

 

Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε

Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, θεολόγος

  Κάποτε ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἦταν βαθειὰ ριζωμένη στὴ κοινὴ συνείδηση τῶν ἁπλῶν πολιτῶν τῆς Εὐρώπης. Ἴσως ὄχι ἀπαραίτητα τόσο ὡς ἑορτὴ μὲ ἔντονο χριστιανικὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ τουλάχιστον ὡς ἑορτὴ ποὺ ἀντικατόπτριζε τὶς ἀνθρώπινες ἀξίες ποὺ εἶχαν συνδεθεῖ μὲ τὰ Χριστούγεννα.

Ἡ ἀνακωχὴ τῶν Χριστουγέννων

   Τὸ φανερώνουν τὰ πρῶτα Χριστούγεννα τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τὸ 1914, ὅταν ἡ κοινὴ εὐρωπαϊκὴ συνείδηση τῆς ἑορτῆς εἶχε ἀκόμα μία τέτοια δυναμική, ὥστε νὰ ὁδηγήσει σὲ πολλὰ σημεῖα τοῦ δυτικοῦ μετώπου, τὸ ὁποῖο ἔφθανε ἀπὸ τὴ Βόρεια θάλασσα μέχρι τὴν Ἑλβετία, στὴν ἀνακωχὴ τῶν Χριστουγέννων. Δηλαδὴ μὲ τὴν πρωτοβουλία ἁπλῶν στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι κινδύνευσαν τὴ ζωὴ τους βγαίνοντας ἀπὸ τὰ χαρακώματα, πραγματοποιήθηκαν τοπικὲς ἐκεχειρίες. Σὲ χριστουγεννιάτικη ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς οἱ στρατιῶτες, κυρίως Γερμανοὶ καὶ Βρετανοί, ἀντάλλασσαν γιορτινὲς εὐχές, τρόφιμα καὶ ἐνθύμια. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ συναντηθοῦν καὶ νὰ κάνουν παρέα μεταξύ τους, ἔπρεπε νὰ κηδεύσουν μαζί τούς νεκροὺς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν διεσπαρμένη ἡ οὐδέτερη ζώνη ἀνάμεσα στὰ χαρακώματα. Σὲ κάποιες περιπτώσεις ἡ πραγματικότητα τοῦ πολέμου εἶχε φύγει τόσο πολὺ ἀπὸ τὸ μυαλό τους, ὥστε ἔπαιξαν ἀκόμα καὶ ποδόσφαιρο μεταξύ τους. Ἡ ἐμπιστοσύνη ποὺ εἶχε καλλιεργηθεῖ ἀνάμεσα στοὺς στρατιῶτες τῶν ἀντιμαχόμενων χωρῶν καταδεικνύεται χαρακτηριστικὰ ἀπὸ τὸ ἑξῆς γεγονός: ἕνας Γερμανὸς εἶχε δωρίσει ὡς ἐνθύμιο τὸ κράνος του σὲ ἕνα Βρετανό. Ἀλλὰ τὴν ἑπόμενη μέρα τὸ χρειαζόταν γιὰ μία παρέλαση. Τὸ ζήτησε ἀπὸ τὸν Βρετανὸ μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ τὸ ἐπέστρεφε μετὰ τὴν παρέλαση. Καὶ ὄντως ἔτσι ἔγινε. Αὐτὴ ἡ εἰρηνικὴ συναναστροφὴ φανέρωνε τὰ μεγάλα ψέματα τῆς πολεμικῆς προπαγάνδας καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, ποὺ  παρουσίαζε τοὺς ἑκάστοτε ἀντιπάλους ὡς τέρατα. Ἀλλὰ ὑπῆρχε καὶ ἡ ἀνώτατη διοίκηση τοῦ στρατοῦ,  ἡ ὁποία δὲν μποροῦσε νὰ ἀνεχθεῖ αὐτὴν τὴν κατάσταση. Μόλις ἔμαθε γιὰ τὴν ἀνακωχή, τὴν ἀπαγόρευσε αὐστηρά. Σὲ κάποιες περιπτώσεις μάλιστα οἱ ὀβίδες ποὺ ἔπεσαν κατ’ ἐντολὴν τῶν ἀνωτέρων στοὺς κοινοὺς τόπους συνάντησης διέκοψαν αὐτὴν τὴν τόσο ἀνθρώπινη συνύπαρξη. Τὸν ἑπόμενο χρόνο δὲν τόλμησε πιὰ κανένας νὰ προβεῖ σὲ ἄλλη ἀνακωχή, ἐπειδὴ εἶχε ἀπαγορευτεῖ μὲ ποινὴ τὴν ἐκτέλεση.

Τὰ σχολαστικὰ θεμέλια τῆς ἀλλοιώσεως τῶν Χριστουγέννων

   Τὰ Χριστούγεννα μαρτυροῦνται ὡς ξεχωριστὴ ἑορτὴ γιὰ πρώτη φορὰ γύρω στὸ 335 στὴ Δύση, συγκεκριμένα στὴ Ρώμη. Ἀργότερα, γύρω στὰ 376 πέρασαν ὡς ξεχωριστὴ ἑορτὴ καὶ στὴν Ἀνατολή, ὅπου μέχρι τότε ἑορτάζονταν μαζὶ μὲ τὰ Ἅγια Θεοφάνεια. Ἀλλὰ ἡ Δύση εἶναι ἐπίσης ἐκείνη, ἡ ὁποία ἐπέφερε τὴν ἀλλοίωση τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ἀνέπτυξε μὲ τὴ μεσαιωνικὴ δυτικὴ θεολογία μία διδασκαλία, ἡ ὁποία ὁδήγησε σὲ οὐσιαστικὲς διαφορὲς στὴν κατανόηση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὅταν στὴ Δύση, περίπου ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 8ο αἰώνα καὶ ἔπειτα, ἀναπτύχθηκε προοδευτικὰ μία ὑπεροπτικὴ στάση ἔναντι τῆς θεολογίας τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ μεγάλων ἀναστημάτων τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ὡρίμασε ὅλο καὶ περισσότερο ἡ πεποίθηση γιὰ μία ἀνωτερότητα τῆς θεολογίας τῶν ἀθεολόγητων Φράγκων, ξεκίνησε καὶ ἡ διαφοροποίηση στὸ νόημα τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἡ σχολαστική, δηλ. ἡ μεσαιωνικὴ δυτικὴ θεολογία ἔβλεπε τὴ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου μέσα σὲ ἕνα ἔντονο νομικὸ καὶ ἠθικὸ πλαίσιο.  Ἀντίθετα μὲ τοὺς Πατέρες, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων κατανοήθηκε ὡς ἀποστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ἀποτέλεσμα τὴ διακοπὴ τῆς σχέσης καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου στὴν ἀνθρώπινη φύση, στοὺς δυτικοὺς θεολόγους κυριάρχησε ἡ ἔννοια τῆς προσ­βολῆς τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ χρεωστοῦσε ὑπακοὴ στὸν Δημιουργό του, μὲ τὴν παράβαση τῶν ἐντολῶν Του ἔδειξε περιφρόνηση πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν προσέβαλε ἀνεπανόρθωτα. Ἀποτέλεσμα τῆς προσβολῆς ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἦταν πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἡ τιμωρία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ στέρηση τῆς ἀθανασίας ποὺ τοῦ εἶχε παραχωρήσει ὡς ἐπὶ πλέον δῶρο καὶ δεύτερον, ὅτι ξεκίνησε νὰ ἐχθρεύεται τὸν ἄνθρωπο. Ἑπομένως ἦταν ἀπαραίτητο, νὰ βρεθεῖ τρόπος κατάπαυσης αὐτῆς τῆς ἐχθρότητας. Ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ ἕνας ἀναμάρτητος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ ἔχει καμία ἐνοχή, θὰ θυσιαζόταν ὑπὲρ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ θὰ λάμβανε ἐπάνω του ὅλες τὶς παραβάσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ὁ Θεὸς θὰ αἰσθανόταν μία ἱκανοποίηση γιὰ αὐτὴν τὴν προσβολὴ καὶ θὰ μποροῦσε πάλι νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος, νὰ τοῦ παράσχει πάλι ὅλα τὰ ἀγαθά Του καὶ τὴν ἀθανασία. Αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ ἀνέλαβε τελικὰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ νὰ ἑνώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Ἀδὰμ μαζί Του. Ἑπομένως ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀποτέλεσε κατὰ βάθος μία ἀνάγκη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ παύσει ἡ ἐχθρότητά Του πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρωπίνου γένους αὐτὴ ἡ δυτικὴ θεολογία δὲν διέκρινε καμία ἀνάγκη νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, ἐφόσον ὁ θάνατος ἦταν ἕνα ἐπὶ πλέον δῶρο καὶ δὲν ἀφοροῦσε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἀντίθετα ὑπῆρχε ἀνάγκη ὁ Θεὸς νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἐχθρότητα ποὺ εἶχε προκληθεῖ μὲ τὴν περιφρονητικὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντί Του. Εἶναι αὐτονόητο, ὅτι μὲ αὐτὴ τὴν κατανόηση τῆς σχέσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων τὰ Χριστούγεννα λαμβάνουν ἕνα πολὺ διαφορετικὸ περιεχόμενο. Γιὰ τὸν ἀρχικὸ χριστιανισμό, τὸ χριστιανισμὸ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ θεωθεῖ, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ μέσῳ τοῦ Θεανθρώπου. Μόνο μέσῳ τοῦ Θεανθρώπου μποροῦσε νὰ νικηθεῖ ἡ ἔχθρα τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Ἡ δῆθεν ἔχθρα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὅπως τὴν ὑποστηρίζει ἡ δυτικὴ Θεολογία, δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Ὁ Θεὸς δὲν ἐχθρεύεται.

Ἡ συναισθηματικὴ βίωσις τοῦ μυστηρίου τῆς  Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου

   Μὲ αὐτὲς τὶς ἐπιλογὲς καὶ προτιμήσεις θεώρησης τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τῆς σχολαστικῆς θεολογίας δημιουργήθηκε στὴ Δύση μία φαντασίωση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία στὴν οὐσία δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινὸ πιὰ μὲ τὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεὸ τῆς Ἀποκαλύψεως. Μὲ τὸ ἠθικὸ καὶ νομικὸ πλαίσιο τῆς κατανόησης τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ ἔλαβε προοδευτικὰ ἕνα ρομαντικὸ χαρακτήρα. Μὲ συγκίνηση ἡ ἀνθρωπότητα ἀπαντοῦσε σ’ αὐτὴν τὴν αὐθυπέρβαση τοῦ Θεοῦ. Παρ’ ὅτι ἰδίως στοὺς παλαιοὺς ὕμνους δὲν λείπουν οἱ ἀναφορὲς στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, τονίζεται ὅμως πάνω ἀπ’ ὅλα τὸ χαριτωμένο τρυφερὸ καὶ ἀδύναμο παιδάκι. Στὸν πιὸ γνωστὸ χριστουγεννιάτικο ὕμνο τῆς Δύσης, «Τὴν ἅγια νύκτα», ποὺ ψάλλεται ἀπὸ τὸ 1818, ὅλοι κοιμοῦνται ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πανάγιο ζευγάρι ποὺ ἀγρυπνεῖ. Στὴ φάτνη βρίσκεται τὸ «χαριτωμένο ἀγοράκι μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά», στὸ ὁποῖο ὁ ὑμνογράφος στὴ συνέχεια εὔχεται «Κοιμήσου σὲ οὐράνια γαλήνη». Ἐπικρατεῖ, ὅπως γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτό, μία κυρίως συν­αισθηματικὴ προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ ἐπιδιώκεται πρὸ πάντων εἶναι ἡ δημιουργία μίας γιορτινῆς, τρυφερῆς καὶ συναισθηματικῆς ἀτμόσφαιρας. Αὐτὴ ἡ τάση ἐνισχύθηκε ἀκόμα ἀπὸ φάτνες τῆς Γέννησης, στολισμένες μὲ φιγοῦρες ἀπὸ ξύλο. Τὸ πρῶτο σκηνικὸ αὐτοῦ τοῦ εἴδους, σύμφωνα μὲ τὴ δυτικὴ παράδοση, δημιούργησε ὁ Φραγκίσκος τῆς Ἀσίζης τὸ 1224. Ἀπὸ τὸν 16ο αἰώνα οἱ φάτνες ἀπαντῶνται ὅλο καὶ περισσότερο στοὺς ρωμαιοκαθολικοὺς ναοὺς σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη, λίγο ἀργότερα ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα καὶ σὲ σπίτια. Ἡ ἀρχικὴ σύνθεση, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν μικρὸ Ἰησοῦ, τὴν Παναγία καὶ τὸν ἅγιο Ἰωσήφ, δηλ. τὴν λεγόμενη ἁγία οἰκογένεια τῆς Δύσεως, καὶ τὰ δύο ζῶα, συμπληρώνεται ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα καὶ ἔπειτα μὲ ἄλλες μορφές, τοὺς τρεῖς Μάγους καὶ τὸ ἀστέρι, τοὺς ποιμένες μὲ τὰ πρόβατα.

Ἡ προοδευτικὴ κοσμικὴ νοηματοδότησις τῶν Χριστουγέννων

  Ἡ ἀρχικὰ χριστιανικὴ ἑορτή, ἡ ὁποία ἑορταζόταν ἀποκλειστικὰ στοὺς ναούς, μὲ τὴ δημιουργία τῆς ἀστικῆς κοινωνίας εἰσῆλθε καὶ στὰ σαλόνια τῶν πολιτῶν. Μὲ τὸ Διαφωτισμὸ τὸν 18ο αἰώνα ὁ θρησκευτικὸς ἑορτασμὸς θεωρήθηκε καθαρὰ ὡς εἰδωλολατρία, ὡς ἕνας εὐσεβὴς πόθος γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς Θεοῦ ποὺ ἐπεμβαίνει στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Αὐτὸς ὁ θεὸς ὅμως εἶναι ἀνύπαρκτος. Ὑπάρχει μόνο ὡς ἀνθρώπινη φαντασίωση. Κατὰ τὸν Ἑλβετὸ φιλόσοφο Ρουσσώ ὁ Θεὸς μέσῳ τῆς λογικῆς διδάσκει τὸν ἄνθρωπο τὶς αἰώνιες ἀλήθειες καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται ὡς αὐθεντίες μὲ τὴν ἀπαίτηση νὰ ἀσπαστοῦν οἱ ἄνθρωποι τὸν δικό τους λόγο περὶ ἀποκάλυψης καὶ θαυμάτων καὶ ὑπερφυσικοῦ, δυσφημίζουν τὸν Θεό. Πέρα ἀπὸ τὸ ἀξεπέραστο μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ ποὺ προβάλλει ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι γεμάτη καὶ ἀπὸ ἀπίστευτα πράγματα, τὰ ὁποῖα ἀντίκεινται ἀπόλυτα στὴ λογική τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἦταν τόσο διαδεδομένη, ἦταν ἀδιανόητη πλέον ἡ κατάργησή της. Ἔτσι προωθήθηκε στὴν ἀνερχόμενη μεσαία, ἀστικὴ τάξη κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 19ου αἰώνα ἕνα τελετουργικὸ τῶν Χριστουγέννων μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς οἰκογένειας. Ἐκφράστηκαν πλέον τὰ ἰδανικὰ τῆς ἀστικῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς: συναισθηματικὴ συντροφικότητα, ἔντονο ἐνδιαφέρον γιὰ πολιτιστικὲς ἐκδηλώσεις, ὅπως ἡ μουσικὴ ἢ ἡ ποίηση καὶ ἀνησυχία γιὰ ζητήματα ἐκπαίδευσης καὶ ἀγωγῆς. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀξίες μποροῦσαν νὰ συνδεθοῦν μὲ τὰ Χριστούγεννα καὶ νὰ δώσουν στὴν ἑορτὴ ἕνα νέο, ξεκάθαρα κοσμικὸ περιεχόμενο, στὸ ὁποῖο ἡ ἁρμονία στὴν οἰκογένεια βρισκόταν στὸ ἐπίκεντρο. Ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἁρμονίας ἦταν φυσικὰ καὶ ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἐπιθυμιῶν τῶν παιδιῶν, ποὺ ἀποτελοῦσε καὶ ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα  ἀποκορύφωμα αὐτῶν τῶν κοσμικῶν Χριστουγέννων, δηλ. τὰ δῶρα ἰδίως πρὸς τὰ παιδιὰ, ἀλλὰ καὶ γενικὰ ἡ ἀνταλλαγὴ δώρων.

Ἐπίσης ἀπὸ τὸ 19ο αἰώνα τὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα ἔγιναν ἀπαραίτητο συστατικό τῆς ἑορτῆς στὰ ἰδιωτικὰ σαλόνια, ὅπως καὶ ἀπὸ τὸ τελευταῖο τρίτο τοῦ 19ου αἰώνα ἡ πλούσια διακόσμηση αὐτῶν τῶν δέντρων. Αὐτὲς οἱ (καταναλωτικὲς) τάσεις σχετικὰ μὲ τὸ χριστουγεννιάτικο δέντρο δημιούργησαν μία νέα βιομηχανία καὶ πραγματικὲς μόδες διακόσμησης δέντρων. Εἶχε ξεκινήσει πλέον ἡ ἐμπορευματοποίηση τῆς ἑορτῆς, ἡ ὁποία ἀκολούθησε μία σταθερὰ ἀνοδικὴ πορεία μὲ ἔξαρση στὶς μέρες μας. Παράλληλα μὲ τὴν καταλυτικὴ ἐξέλιξη αὐτῆς τῆς ἐμπορευματοποίησης παρατηρεῖται ἰδίως ἀπὸ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ προηγούμενου αἰώνα καὶ μία σχεδὸν ἀντίστοιχη ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἡ συναισθηματικὴ φαντασίωσις ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν διασκεδαστικὴν φαντασίωσιν

  Ὁ σημερινὸς δυτικὸς ἄνθρωπος δρέπει πλέον τοὺς καρποὺς τῆς προοδευτικῆς ἐκδίωξης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὶς κοινωνίες του. Πέρα ἀπὸ τὴ θεαματικὴ αὔξηση τῶν διαλυμένων οἰκογενειῶν, τὴν ἀπώλεια τῆς παιδικότητας, ἀλλὰ καὶ τὴ βία ἐντὸς αὐτῶν τῶν οἰκογενειῶν, ἐντός τοῦ σχολείου καὶ γενικά τῆς κοινωνίας, παρατηρεῖται ὅλο καὶ περισσότερο ἡ βύθιση τῆς κοινωνίας στὸ βοῦρκο τῆς ἀποϊεροποίησης τῶν πάντων. Χαρακτηριστικὸ δεῖγμα εἶναι μία, ὅπως ὀνομάζεται, κωμικὴ ταινία, γυρισμένη σὲ κινούμενα σχέδια, μὲ τίτλο «THAT CHRISTMAS». Ἔκανε πρεμιέρα στὸ BFI London Film Festival στὶς 19 Ὀκτωβρίου 2024 καὶ κυκλοφόρησε στὸ Netflix στὶς 4 Δεκεμβρίου 2024, τὸ ὁποῖο καὶ ἀνέλαβε τὴν παγκόσμια διανομὴ τῆς ταινίας. Διηγεῖται τὴν ἱστορία κάποιων σχεδὸν ἀποτυχημένων Χριστουγέννων σὲ μία μικρὴ παραλιακὴ πόλη, τὸ Οὐέλινγκτον-Ον-Σι, ἐξ αἰτίας τῆς χειρότερης χιονοθύελλας ποὺ ὑπῆρξε ποτὲ στὴν πόλη αὐτή.

Ἰδιαίτερη στόχευση τῆς ταινίας εἶναι προφανῶς ἡ διαστρέβλωση τῶν Χριστουγέννων, ὅπως φανερώνει ἡ «σχολικὴ παράσταση γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ». Αὐτὴ ἑτοιμάστηκε, ὅπως ἀναγγέλλεται, ἀπὸ «ἕνα μάτσο τρελαμένων παιδιῶν τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας». Φυσικὰ ἡ παράσταση διαθέτει καὶ τὴν φανταστικὴ μορφὴ τοῦ “Ἰησοῦ”, μία γελοία ὕπαρξη φτιαγμένη σύμφωνα μὲ τὶς προδιαγραφὲς τοῦ πολιτικοῦ κατεστημένου τῶν δυτικῶν χωρῶν. Αὐτὸς ὁ φανταστικὸς Ἰησοῦς, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια μίας κοριτσίστικης φιγούρας ποὺ φέρει τὸ ὄνομα Μπερναντὲτ καὶ μιλάει πρὸς τὸ ἐνήλικο κοινό τῆς παράστασης, σίγουρα «δὲν θὰ ἤθελε νὰ κάνουμε τὴν ἴδια βαρετὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία κάθε χρόνο». Ἀσφαλῶς «θὰ ἤθελε μία αὐστηρὰ χορτοφαγική, πολυπολιτισμικὴ γιορτὴ διασκέδασης μὲ πολλὰ πὸπ τραγούδια καὶ πράγματα γιὰ τὴν κλιματικὴ ἀλλαγή». Ἔτσι βλέπουμε νὰ παρελαύνουν πάνω στὴ σκηνὴ ἀντὶ γιὰ τοὺς τρεῖς σοφοὺς ἄνδρες, τρεῖς σοφὲς γυναῖκες ποὺ ἐπισκέπτονται τὸν μικρὸ Ἰησοῦ, βλέπουμε βοσκοὺς νὰ βόσκουν… λαχανικὰ ἀντὶ γιὰ πρόβατα.

Καὶ τώρα ἡ πέρα γιὰ πέρα βέβηλη κορύφωση τῶν πάντων: Ἡ νεαρὴ κοπέλλα ποὺ ὑποδύεται τὴ Μαρία, τὴ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, τραγουδάει τὸ “Papa Don’t Preach”, ἕνα τραγούδι τῆς Madonna τοῦ 1986 σχετικὰ μὲ μία ἔφηβη, ποὺ εἶναι ἔγκυος καὶ προβληματίζεται: νὰ προβεῖ στὴν ἔκτρωση; ζητάει ὅμως τὴν κατανόηση τοῦ αὐστηροῦ συντηρητικοῦ πατέρα της, ὥστε νὰ κρατήσει τὸ παιδί. Ἐνῶ τὸ κορίτσι τραγουδάει, σηκώνει ψηλὰ ἕνα καρπούζι ποὺ εἶχε πρῶτα στὸ ὕψος τῆς κοιλιᾶς κάτω ἀπὸ τὸ φόρεμα καὶ ἔδειχνε τὴν προχωρημένη ἐγκυμοσύνη της. Ἐνῶ κοιτάζει ἀκόμα μὲ προβληματισμὸ τὸ καρπούζι, στὸ ὁποῖο εἶναι σκαλισμένο ἕνα πρόσωπο καὶ ἄρα θέλει νὰ ἀναπαραστήσει τὸν μικρὸ Ἰησοῦ, ἕνα ἄλλο παιδὶ κτυπάει σὰν ἀπὸ μηχανῆς θεὸς κατὰ λάθος τὸ καρπούζι ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κοριτσιοῦ. Ἔτσι ἡ ταινία παρουσιάζει τὴν τελικὴ ἔκβαση τοῦ προβληματισμοῦ: Τὸ καρπούζι πέφτει καὶ σκάει στὸ ἔδαφος, πιτσιλώντας τὸ κοινό. Σαφῶς τὸ σκασμένο καρπούζι μὲ τὸ κόκκινο χρῶμα τῶν κατεστραμμένων κομματιῶν ἀποτελεῖ προσομοίωση ἑνὸς βρέφους, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν ἔκτρωση κομματιάζεται σὲ αἱματοβαμμένες σάρκες. Αὐτὸς ὁ “ἐκτρωμένος” Ἰησοῦς προορίζεται – καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τονίζεται ἰδιαίτερα!!! – γιὰ τὸ τηλεοπτικὸ κοινὸ αὐτῆς τῆς ταινίας κινουμένων σχεδίων, γιὰ τὰ παιδιά μας.

Προφανῶς γιὰ τὴν ἐπίδειξη τοῦ δημοκρατικοῦ φρονήματος τῶν παραγωγῶν – ἀλλὰ μπορεῖ ἐπίσης γιὰ μία ἐνδεχόμενη κριτικὴ – ἡ Μπερναντὲτ μετὰ τὴν προβολὴ ρωτάει μερικοὺς ἐνήλικες γιὰ τὶς σκέψεις τους σχετικὰ μὲ τὸ πρόγραμμα. Συμφωνώντας μεταξύ τους ἀπαντοῦν ὅτι δὲν ἦταν καὶ πολὺ καλό. Μάλιστα ἕνας ἐνήλικας εἶπε κάπως ἐνοχλημένος: «Δὲν νομίζω ὅτι ὁ Ἰησοῦς καὶ τὰ ἀστεῖα πᾶνε μαζί, ἀγαπητή μου». Αὐτό, βέβαια, συμβαίνει μετὰ τὸ πλούσιο γέλιο ποὺ εἶχε προκαλέσει τὸ σκέτς.

Ὅπως εἶναι φυσικό, αὐτὴ ἡ παιδικὴ ταινία κινούμενων σχεδίων ἤδη ἔχει προκαλέσει σάλο, ἐπειδὴ στόχος της εἶναι νὰ ἐξευτελίσει τὴν ἱστορία τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ, νὰ παράγει γέλιο μὲ τὴν σκέψη, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε πέσει θῦμα ἔκτρωσης ἐκ μέρους τῆς Παναγίας. Ἄλλωστε τὸ ὄνομα Μπερναντὲτ δὲν πρέπει νὰ ἔχει ἐπιλεγεῖ τυχαῖα. Εἶναι πολὺ πιθανὸ νὰ θέλει νὰ ὁδηγήσει τὸν συνειρμό μας στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ ἁγία Μπερναντὲτ Σουμπιρού, ἡ ὁποία τὸ 1858 στὴ γαλλικὴ πόλη Λούρδη ἰσχυρίστηκε ὅτι στὸ διάστημα περίπου πέντε μηνῶν εἶδε σὲ 18 ὀπτασίες τὴν Παναγία. Μάλιστα ἰσχυρίστηκε ὅτι τῆς παρουσιάστηκε ὡς ἄσπιλος σύλληψη. Ἡ ρωμαιοκαθολικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ἄσπιλο σύλληψη τῆς Παναγίας, ὅτι δηλ. ἀντίθετα μὲ ὅλους τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους ἦταν ἕνα εἰδικό, χωρὶς τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα κατασκεύασμα τοῦ Θεοῦ, μόλις πέντε χρόνια νωρίτερα τὸ 1854 εἶχε διακηρυχθεῖ ἀπὸ τὸν Πάπα Πίο Θ΄ ὡς δόγμα. Καὶ τώρα αὐτὴ ἡ Μπερναντὲτ ἐμφανίζεται ἐνώπιον μίας Μαρίας-“Παναγίας”, προβληματισμένης μπροστὰ στὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἔκτρωσης.

Ἀναμφίβολα ἕνα τέτοιο ἔργο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα μόνο ἑνὸς ἀρρωστημένου καὶ βέβηλου νοῦ, διότι στοχεύει ἰδίως στὴ διαστροφὴ τῶν ἀθώων παιδικῶν παραστάσεων. Ἐμφορεῖται ἀπὸ τὴ διάθεση τῶν σεναριογράφων Richard Curtis καὶ Peter Souter, ὅπως καὶ τοῦ σκηνοθέτη Simon Otto, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ ἐπιτελείου, νὰ μὴ ἀφήσει τίποτε τὸ ἱερὸ πλέον στὸν παιδικὸ κόσμο, νὰ ἐξευτελίσει τὸ Θεὸ καὶ Δημιουργό τοῦ ἀνθρώπου.

Οἱ συντελεστὲς τῆς ταινίας βέβαια θὰ ἀπαντοῦ­σαν στὸ πνεῦμα τῆς φωτισμένης Εὐρώπης, ὅτι οὕτως ἢ ἄλλως αὐτὰ ποὺ περιγράφονται στὴν Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία εἶναι παραμύθια, σκέτη ἀνθρώπινη φαντασίωση, ἀντίκεινται ἀπόλυτα στὴν ἀνθρώπινη λογική. Αὐτὴ ἡ φαντασίωση, ἀντὶ νὰ παράγει ρομαντικοὺς συναισθηματισμούς, γιατί λίγο διαφοροποιημένη νὰ μὴ παράγει καὶ διασκεδαστικὰ γέλια; Ἄλλωστε, ἐκεῖνοι εὐεργετοῦν καὶ ἀνυψώνουν τὰ παιδιά, μὲ τὸ δικό τους ἔργο τοὺς ἀποκαλύπτουν ἤδη ἀπὸ τὴν μικρή τους ἡλικία μὲ ὡραῖο καὶ διασκεδαστικὸ τρόπο ὅλα αὐτὰ τὰ χοντρὰ ψέματα. Δὲν χρειάζεται, βέβαια, πολὺ εὑρηματικότητα, γιὰ νὰ ἀνατραποῦν αὐτὰ τὰ ἀνόητα καὶ ἀνούσια ἐπιχειρήματα. Χρειάζεται μόνο, νὰ ρίξουμε μία ματιὰ τριγύρω μας στὶς οἰκογένειες καὶ στὰ σχολεῖα.

Καὶ μία λεπτομέρεια ἀκόμα, ἐὰν ζούσαμε σήμερα στὴ ἐποχὴ τῆς πρώτης Γαλλικῆς Δημοκρατίας ἐπὶ Ροβεσπιέρου οἱ συντελεστὲς τῆς ταινίας θὰ κατέληγαν στὴ λαιμητόμο. Ἀσφαλῶς τόσο ὁ Βολταῖρος ὅσο καὶ ὁ Ροβεσπιέρος ποὺ τὸν ἀκολούθησε σὲ μεγάλο βαθμὸ στὴν ἰδεολογία του, ἦταν λάτρεις τῆς λογικοκρατίας. Ἀλλὰ ταυτόχρονα ὡς πρὸς τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους πάντα τόνιζαν τὴν ὠφέλεια τῆς πίστης στὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἠθική τους. Μάλιστα ὁ Βολταῖρος στὸ ἔργο τοῦ «Epitre a l’auteur du livre des trois imposteurs» ἔλεγε: «ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ὑπῆρχε, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐφευρεθεῖ». Κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς τρομοκρατίας τοῦ Ροβεσπιέρου πολλοὶ Ἐμπερτιστὲς ποὺ μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ζὰκ Ρενὲ Ἐμπὲρ εἶχαν προωθήσει τὸν ἀκραῖο ἀποχριστιανισμὸ τῆς Γαλλίας μὲ τὴ λατρεία τῆς θεᾶς Λογικῆς, ἐκτελέστηκαν στὴ λαιμητόμο στὶς 24 Μαρτίου τοῦ 1794 καὶ ἔτσι βρῆκε τέλος αὐτὸς ὁ τόσο ἀκραῖος ἀποχριστιανισμός. Σὲ λόγο τοῦ Ροβεσπιέρου τῆς 7ης Μαΐου 1794, δικαιολογώντας τὴν ἐκτέλεση τῶν ριζοσπαστικῶν ἀθέων, τῶν Ἐμπερτιστῶν, τονίζει: «Κάθε ὀργανισμός, κάθε διδασκαλία ποὺ παρηγορεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀνεβάζει ψυχικὰ πρέπει νὰ γίνει ἀποδεκτή. Ἀπορρίψτε ὅλους ἐκείνους ποὺ στοχεύουν στὸν ὑποβιβασμὸ καὶ στὴ διαφθορὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀναζωογονῆστε καὶ  ἀνυψῶστε πάλι ὅλα τὰ εὐγενῆ αἰσθήματα καὶ τὶς μεγάλες ἠθικὲς ἔννοιες ποὺ πῆγαν νὰ ἐξαφανίσουν».

Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε

  Αὐτὰ ὡς πρὸς τὸ δυτικὸ κόσμο. Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς στὴν καθ’ ἡμᾶς ὀρθόδοξη Ἀνατολή, δρέπουμε τοὺς σάπιους καρποὺς τοῦ λεγόμενου δυτικοῦ πολιτισμοῦ, διότι μέσα στὰ κόμπλεξ μας κοιτάζουμε μὲ δέος τὸν κατὰ τὴν ἐκτίμησή μας ἀνώτερο δυτικὸ ἄνθρωπο. Στὴ στροφή μας πρὸς τὴ Δύση βλέπουμε τὴ σωτηρία μας. Ὡστόσο ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ βίωσή της διαχρονικὰ ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ἡ μόνη ποὺ παράγει ἀληθινὸ πολιτισμό, ἀληθινοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἡ μόνη ποὺ ἀναδεικνύει Ἁγίους, κατὰ χάριν Θεανθρώπους. Διότι ὥς τὶς μέρες μας στὴ γνήσια βίωσή της δὲν ἔχει προδώσει τὸν Θεάνθρωπο. Καὶ ὅσοι ἐπιθυμοῦν τὴν ὅσο τὸ δυνατὸ βαθύτερη βίωση τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴ λειτουργική της ζωὴ καὶ στὴν προέκτασή της, στὴν ἐπικοινωνία στὴν καθημερινότητα, ζοῦν ἕνα διαφορετικὸ κόσμο, μία ριζικὰ μεταμορφωμένη ἀντίληψη γιὰ τὴ ζωή, τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ποὺ ἔφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν κόσμο αὐτό. Τὴν γευόμαστε ἔντονα μὲ τὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Ἴσως ὁ ὕμνος ἐκεῖνος ποὺ μᾶς φανερώνει μὲ τὸν πιὸ περιεκτικὸ καὶ ταυτόχρονα πιὸ θεολογικὸ τρόπο τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς εἶναι τὸ τρίτο κάθισμα τοῦ Ὄρθρου. Ἀληθινά μᾶς ὑψώνει:

Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός; πάντως ὡς οἶδεν ὡς ἠθέλησε καὶ ὡς ηὐδόκησεν· ἄσαρκος γὰρ ὤν, ἐσαρκώθη ἑκών· καὶ γέγονεν ὁ Ὤν ὃ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς· καὶ μὴ ἐκστάς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος. Διπλοῦς (μὲ δύο φύσεις) ἐτέχθη, Χριστὸς τὸν ἄνω, κόσμον θέλων ἀναπληρῶ­σαι.

Δηλ.: Αὐτὸς πού δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει στὸ σύμπαν ὁλόκληρο, πῶς μπόρεσε νὰ χωρέσει στὴ μήτρα μιᾶς γυναίκας; Ποιὸς εἶναι αὐτός; Εἶναι ὁ πανταχοῦ παρὼν Θεὸς ποὺ δὲν ἔχει περιβάλλον. Ὅλοι μας ζοῦμε σὲ ἕνα περιβάλλον, χωρᾶμε κάπου. Αὐτὴ εἶναι ἡ φυσικὴ κατάσταση αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ μόνος ποὺ εἶναι χωρὶς περιβάλλον, δηλ. ὁ ἀχώρητος παντί, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὄχι μόνο τοῦ ὁρατοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀόρατου, τοῦ κόσμου τῶν ἀγγέλων καὶ λειτουργικῶν πνευμάτων. Ἀκόμα καὶ ἐκεῖ δὲν χωράει ὁ Παντοκράτορας Χριστός, ποὺ κρατάει τὰ πάντα στὴν ὕπαρξη. Χώρεσε ὅμως στὴν μήτρα τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ δώσει ἄνεση στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει σωτηρία, γιὰ νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὰ ἀσφυκτικὰ ὅρια τοῦ αὐτοπεριορισμοῦ του λόγῳ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ συνεχίζει ὁ ὕμνος. Αὐτὸς πού ἐπαναπαύεται στοὺς κόλπους τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ Πατρός, δηλαδὴ ὁ ἐπίσης ἄκτιστος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁμοούσιος, δηλαδὴ ἔχει τὴν ἴδια θεία οὐσία μὲ τὸν Πατέρα, πῶς βρίσκεται ὡς βρέφος στὶς ἀγκάλες τῆς κατὰ σάρκα Μητρός Του, τῆς Παρθένου Μαρίας; Μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ ἀσύλληπτο γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ μυστήριο, ὅτι ὁ ἄκτιστος Θεὸς εἰσέρχεται στὴν κτίση Του, ἀνταποκρινόμενος στὴν ἐξ ὅλης τῆς ὑπάρξεως ζήτηση τῆς Παρθένου Μαρίας νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του, μπορεῖ νὰ σταθεῖ ὁ πιστὸς μόνο μὲ ἔκπληξη καὶ ἀπορία. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐνανθρώπηση, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ὑμνογράφος, ἔγινε σύμφωνα μὲ τὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν ἀναγκάστηκε ἀπὸ κανένα, οὔτε ἀπὸ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Στὴν πανσοφία Του θέλησε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν ἄνθρωπο, τὸ δημιούργημά Του, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, δηλαδὴ σύμφωνα μὲ τὴν Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Ἀκόμα καὶ ἐὰν δὲν ἔπεφτε ὁ ἄνθρωπος, θὰ γινόταν ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἁπλῶς στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ περάσει ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν θάνατο,  ἐπειδὴ δὲν θὰ ὑπῆρχε ὁ θάνατος. Πάντως, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ θέλησε καὶ εὐδόκησε ὁ Θεὸς προαιωνίως, ἡ ἕνωση τῆς θείας φύσεως μὲ τὴν ἀνθρώπινη θὰ γινόταν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει ἡ τελεία ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ θεωθεῖ.

Κανένας καὶ τίποτα δὲν ἀνάγκασε τὸν ἄσαρκο Θεὸ νὰ λάβει σάρκα. Ἑκουσίως ἔλαβε σάρκα καὶ ἔγινε ὁ Ὤν, αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει πρὸ τῶν αἰώνων, αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν. Ἔγινε ἄνθρωπος. Ἀλλὰ δὲν ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἑαυτό Του, γιὰ νὰ φθάσει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ σὲ περισσότερη πληρότητα. Ἐὰν δεχόμασταν μία τέτοια ἐξέλιξη γιὰ τὸν τέλειο Θεό, θὰ ἦταν βλασφημία. Ὅπως λέει τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν σαρκώθηκε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Σὲ μᾶς προστέθηκε κάτι, καὶ ὄχι μόνο κάτι. Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἄλλαξαν τὰ πάντα. Στὸν Θεὸ τί νὰ προστεθεῖ, τί νὰ Τοῦ προσθέσει ἡ ἕνωση μὲ τὸ πλάσμα του, ἡ ἕνωση μὲ τὴ δική μας κτιστὴ φύση; Δὲν βγῆκε ἀπὸ τὴ φύση του, δὲν ἐγκατέλειψε τὴ θεία του φύση, μᾶς λέγει ὁ ὑμνογράφος στὴ συνέχεια, ἀλλὰ μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος. Χρησιμοποιεῖται ἐδῶ ὁ ὅρος φύραμα, γιὰ νὰ δηλώσει, ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος δὲν ἔλαβε μόνο σάρκα, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδὴ σῶμα καὶ ψυχή. Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἐτέχθη διπλοῦς, ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, μὲ δύο φύσεις, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη.

Εὐχόμαστε νὰ βιώσουμε ὅλοι μας αὐτὸ τὸ ἀληθινὸ περιεχόμενο τῶν Χριστουγέννων!

orthodoxostypos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com