ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ν. ΦΙΛΙΑ
Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Η ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Εισαγωγικά:
Η τιμή των αγίων Αγγέλων εδράζεται (πρωτίστως) στο Σύμβολο της πίστεως, εκεί όπου διακηρύσσεται η πίστη «εις ένα Θεόν… ποιητήν… αοράτων». Πολλές και αξιόλογες είναι οι βιβλικές μαρτυρίες περί των Αγγέλων, ενώ η ιδιαίτερη τιμή τους εξαίρεται στη θεία Λατρεία, μέσα σε πλήθος προσευχών και ύμνων και μέσα από την αφιέρωση ειδικής ημέρας της εβδομάδας (της Δευτέρας) στην τιμή τους(1).
Οι Άγγελοι συμμετέχουν στη Λατρεία της στρατευομένης Εκκλησίας, «συνεορτάζοντες» μετά των πιστών(2). Ως «εθνών και τόπων προϊστάμενοι (κατά τη διδασκαλία Ιωάννου του Δαμασκηνού)(3), οι άγιοι Άγγελοι είναι μέλη της Εκκλησίας (τα «αγιότερα» και «τιμιώτερα», σύμφωνα με τους μεταγενέστερους δογματολόγους), στα οποία (μέλη) «επετράπη υπό του Θεού η επιμέλεια, πρόνοια, παρεδρία, φυλακή, προστασία και επιστασία των μελών της στρατευομένης Εκκλησίας»(4).
Η τιμή των Αγγέλων απησχόλησε ιδιαιτέρως την Εκκλησία, διότι υπήρχε ο κίνδυνος να μετατραπεί σε «λατρεία». Αυτή την επικίνδυνη διάσταση φαίνεται ότι είχε προσλάβει η τιμή των Αγγέλων στη Φρυγία, για τον λόγο δε αυτό ο 35ος κανόνας της εν Λαοδικεία συνόδου κατεδίκασε την αγγελολατρία. Αργότερα, η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος απεφάσισε να απονέμεται τιμή- και όχι λατρεία- προς τους Αγγέλους, παρόμοια με την τιμή που αποδίδεται στους Αγίους. Έτσι, διαμορφώθηκαν επτά συνολικώς εορτές τιμής των αγίων Αγγέλων: την 6η Σεπτεμβρίου (ανάμνηση του εν Χώναις θαύματος), την 8η Νοεμβρίου (σύναξη αρχιστρατήγων και λοιπών ασωμάτων δυνάμεων), την 26η Μαρτίου και 13η Ιουλίου (σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ), την 11η Ιουνίου (σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν), την 18η Ιουνίου (σύναξη του αρχαγγέλου Μιχαήλ πλησίον του αγ. Ιουλιανού εν Φόρω) και την 26η Ιουλίου (ανάμνηση εγκαινίων του εν Σκάλλαις (Χάλδαις) ναού του αρχαγγέλου).
Α. Οι εορτές των «Συνάξεων»
α. Η εορτολογική έννοια της «Συνάξεως.» και η εορτή της Συνάξεως του Αρχαγγέλου Γαβριήλ
Στην Εορτολογία (τον κλάδο που ασχολείται με την ιστορία και θεολογία των εορτών) ο όρος «Σύναξη» σημαίνει την απόδωση τιμής σε ιερά πρόσωπα, τα οποία κατά την προηγούμενη ημέρα επιτελέσεως μιας Δεσποτικής ή Θεομητορικής εορτής έλαβαν ενεργό μέρος στο θείο γεγονός που εορτάστηκε(5). Υπό την έννοια αυτή εορτάζεται η Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ μία ημέρα μετά από το γεγονός του Ευαγγελισμού στο οποίο είχε ενεργό ρόλο (δηλαδή, στις 26 Μαρτίου)· διότι (όπως αναφέρει το Μηναίο της εορτής) ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι εκείνος ο οποίος «καθυπούργησε το θείο, υπερφυές και απόρρητο Μυστήριο»(6).
Ο Αρχιστράτηγος, επομένως, τιμάται ως εκείνος ο οποίος υπηρέτησε το Μυστήριο της θείας Οικονομίας. Σύμφωνα με τον αγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη, η λέξη «Γαβριήλ» σημαίνει «Θεός και άνθρωπος»(7).
Β. Η εορτή της Συνάξεως του Αρχαγγέλου Γαβριήλ (26 Μαρτίου).
Όπως αναφέρει το Συναξάριο της ημέρας,
«Τη εικοστή έκτη του αυτού μηνός την Σύναξιν επιτελούμεν του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, άνωθεν και εξ αρχής παραδεδομένην, ως τω θείω και υπερφυεί και απορρήτω μυστηρίω του Χριστού οικονομίας καθυπουργήσαντος.
Τον σην, απαγγείλοντα σάρκωσιν Νόα
Τιμή πρέπουσα πάσα σαρξ τιμά Λόγε,
Εικάδι αμφ’ ύμνος Γαβριήλ κτίσιν έκτη εγείρει»(8).
Το παραπάνω Συναξάριο εξαίρει την αιτία της τιμής: ο Αρχιστράτηγος υπηρέτησε κατ’ εξοχήν το μυστήριο της θείας οικονομίας ως προς την Σάρκωση του Θεού και Λόγου. Ο Θεοφάνης Κεραμεύς, Επίσκοπος Ταυροπενίας (11ος αι.), σημειώνει ότι τα επτά γράμματα της λέξεως «Γαβριήλ» έχουν έναν βαθύτερο συμβολισμό: φανερώνουν ότι, ο υπό Γαβριήλ ευαγγελιζόμενος τεχθήναι Χριστός, επί σωτηρία ήκει του κόσμου παντός, του μετρουμένου υπό της εβδοματικής ταύτης αινέσεως και περατουμένου εν αιώσι επτά(9). Είναι προφανές ότι ο Θεοφάνης διαβλέπει (στο όνομα του Γαβριήλ) το συμβολισμό του αριθμού επτά, δηλαδή του απείρου, αλλά και του συμβολίζοντος το χρόνο υπάρξεως του κόσμου(10).
Η Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στις 26 Μαρτίου απηχεί την ακριβή έννοια της διδασκαλίας της προς Εβραίους επιστολής, ότι οι Άγγελοι εισίν λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν (Εβρ. 1, 14). Η εν λόγω τιμή του Αρχαγγέλου παραπέμπει στη «διακονία» του για τη μελλοντική σωτηρία των ανθρώπων, εφόσον είναι εκείνος ο οποίος προαναγγέλλει- ως απεσταλμένος του Θεού- τη μελλοντική σωτηρία δια της Σαρκώσεως του Λόγου.
γ. Η εορτή της Συνάξεως του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, την 13η Ιουλίου
Περί της συγκεκριμένης εορτής το Συναξάριο της ημέρας είναι λακωνικό: αναφέρει απλώς ότι «τη ΙΓ’ του αυτού μηνός, η Σύναξις τελείται του Αρχαγγέλου Γαβριήλ»· η επιγραμματική αυτή διατύπωση συμπληρώνεται από τους εξής στίχους: «Των σων αγαθών ώπερ ουκ έχω λόγον, ως ουδ’ εορτών, Γαβριήλ, Άρχων Νόων. Τη δεκάτη δε τρίτη συναγήοχεν ώδε Γαβριήλ»(11).
Είναι προφανές ότι δεν ευρέθησαν στοιχεία, τα οποία να αιτιολογούν την αποδιδόμενη τιμή προς τον Αρχάγγελο. Γι’ αυτό και ο αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης εκφράζει την απορία του για την αιτία που οδήγησε στην καθιέρωση της συγκεκριμένης Συνάξεως του Αρχαγγέλου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «κάποιαν χάριν και ευεργεσίαν εποίησεν ο Αρχάγγελος ούτος Γαβριήλ, δια την οποίαν οι τότε Χριστιανοί, εις μνήμην χάριτος, εσυνάζοντο και εώρταζον τον χαριέστατον του Θεού Αρχάγγελον»(12).
δ. Η Σύναξη των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών Αρωμάτων και ουρανίων ταγμάτων (8 Νοεμβρίου)
Όπως σημειώνεται στο Μηναίο του Νοεμβρίου, «η τοιαύτη ουν συγκρότησις ωνομάσθη σύναξις των Αγγέλων, τουτέστι προσοχή και ομόνοια και ένωσις»(13). Το θέμα της εορτής συνδέεται άρρηκτα με το πρόσωπο του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ και το γεγονός της πτώσεως του Εωσφόρου. Για το λόγο αυτό οι στίχοι του Συναξαρίου, οι οποίοι αναφέρονται στον Αρχάγγελο, σημειώνουν: «Εβουλόμην σοι, Μιχαήλ, άσμα πρέπον ήσαι πρεπόντως, αλλ’ άϋλον ουκ έχω. Ογδόη ουρανίης κυδαίνει τάξιος Αρχούς»(14).
Το γεγονός της πτώσεως του Εωσφόρου από το αρχαγγελικό αξίωμα και από την ουράνια δόξα περιγράφεται στο Μεγάλο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τα ακόλουθα λόγια: «Δι’ υπερβολήν υπερηφανίας επαρθείς κατά του πάντων Ποιητού και Δεσπότου και καυχησάμενος να αναβιβάση τον θρόνο του επί των νεφελών του ουρανού και να γίνη όμοιος τη Υψίστω»(15)· αυτό το γεγονός οδήγησε τον Εωσφόρο και το τάγμα των αγγέλων του να μετατραπούν από φωτεινοί άγγελοι σε σκοτεινοί δαίμονες.
Σ’ αυτή την καίρια στιγμή (όπως σημειώνει το Μηναίο του Νοεμβρίου), ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ βλέποντας την έκπτωση του Εωσφόρου και διακρίνοντας την αιτία της αποστασίας, «την προς τον Δεσπότην ευγνωμοσύνην, ως πιστός οικέτης διαφυλάττων και περί το γένος ημών πολλήν την κηδεμονίαν επιδεικνύμενος, των νοερών και Αρχαγγελικών τάξεων πρωτεύειν ετάχθη παρά του Παντοκράτορος»(16). Ως εκ τούτου, αφού συγκέντρωσε και ένωσε σε ένα τα αγγελικά τάγματα, αναφώνησε το «Πρόσχωμεν», ώστε να συνειδητοποιήσουν και να σκεφθούν αυτό το οποίο συνέβη στους εκπεσόντες δαίμονες, εξαιτίας της υπερηφανίας και του εγωϊσμού που επέδειξαν. Με τον τρόπο αυτό απεσόβησε την γενίκευση αυτής της αποστασίας και εδραίωσε τη θέση των αγγελικών ταγμάτων. Παρόμοιο είναι το γεγονός που αναγγέλλεται στην Αποκάλυψη: ο Μιχαήλ και οι άγγελοί του θα κατατροπώσουν τον «αρχαίο όφη, τον καλούμενο διάβολο»(17). Αλλά και στην Καθολική Επιστολή Ιούδα, ο αρχάγγελος Μιχαήλ φέρεται να επιτιμά τον διάβολο(18).
Στο Συναξάριο της εορτής γίνεται λόγος για τιμή προς εννέα τάγματα: Σεραφίμ, Χερουβίμ, Θρόνοι, Κυριότητες, Εξουσίαι, Αρχαί, Δυνάμεις, Αρχάγγελοι και Άγγελοι. Αξιοσημείωτη, επίσης, είναι η τελική φράση του Συναξαρίου «Ταις των Αγίων Σου πρεσβείαις ο Θεός ελέησον ημάς, Αμήν», δια της οποίας δηλώνεται η αγιότητα των Αγγέλων (έννοια η οποία εκφράζεται και στην προσευχή «Άγιε Άγγελε, ο εφεστώς της αθλίας μου ψυχής…»). Άλλωστε και στην Π.Δ. ένας εκ των φίλων προτρέπει τον Ιώβ με τα ακόλουθα λόγια: «Επικάλεσαι δε, ει τις σοι υπακούσεται, η ει τινα αγγέλων αγίων όψη»(19).
Η ανάμειξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο γεγονός της καταστολής της αποστασίας του Εωσφόρου εκφράζεται και από το γεγονός της προσκλήσεώς του προς όλες τις επουράνιες δυνάμεις να δοξολογήσουν το Θεό με το γνωστό ύμνο «Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ…». Τα γεγονότα αυτά δημιούργησαν την παράδοση περί της έννοιας του ονόματος «Μιχαήλ», ερμηνευομένου ως «Δύναμις Θεού» ή «Αρχιστράτηγος Δυνάμεως Θεού»(20). Ήδη στο βιβλίο του Δανιήλ σημειώνεται ότι ουδείς βοηθός του Προφήτη υπήρξε «αλλ’ η Μιχαήλ ο άγγελος» (σύμφωνα με άλλη γραφή: «αλλ’ η Μιχαήλ ο άρχων ημών»)(21), ενώ ακολούθως ο Προφήτης εξαγγέλλει τα ακόλουθα: «Και κατά την ώραν εκείνην παρελεύσεται Μιχαήλ ο άγγελος ο μέγας, ο εστηκώς επί τους υιούς του λαού σου»(22). Η προφητική αυτή φράση διακηρύσσει το γεγονός ότι στον άγγελο Μιχαήλ είχε ανατεθεί η προστασία της ιουδαϊκής κοινότητας.
Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η συγκαταρίθμηση του αρχαγγέλου Γαβριήλ στην εορτή της Συνάξεως της 8ης Νοεμβρίου αποτελεί πρωτοβουλία του αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, διότι ο αγ. Νικόδημος παρετήρησε ότι η υμνολογία της εορτής αναφερόταν στους δύο αρχιστρατήγους, αλλά το Συναξάριο μόνο στον Μιχαήλ· γι’ αυτό και προσέθεσε το όνομα του Γαβριήλ στο Συναξάριο, ενώ δεν μαρτυρείται η αρχηγική ανάμειξή του στα γεγονότα της πτώσεως του Εωσφόρου(23).
ε. Η Σύναξις, του Αρχαγγέλου Γαβριήλ « εν τω άδειν» (11 Ιουνίου)
Η εν λόγω τιμή του Αρχαγγέλου Γαβριήλ σχετίζεται με γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα στην αθωνική πολιτεία, όπως σημειώνει και το Κοντάκιο της εορτής: «Εορτάζει σήμερον άπας ο Άθως, ότι ύμνους δέδεκται υπό Αγγέλου θαυμαστώς»(24). Ειδικότερα, το γεγονός συνέβη σε κελλίον της Σκήτης του Πρωτάτου, «το κείμενον εις τον πλησίον της Μονής Παντοκράτορος μεγάλον λάκκον», αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου(25). Το 1548, ο τότε πρώτος του Αγίου Όρους Σεραφείμ κατέγραψε σε Συναξάριο ότι η εν λόγω αγγελοφάνεια πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 11 Ιουλίου του έτους 982 μ.Χ.(26). Η συγκεκριμένη διήγηση, όμως, ήταν αρχαιότερη του 1548, όπως καταδεικνύεται από τη ρωσσική μετάφρασή της από τον Μάξιμο τον Γραικό στις αρχές του 16ου αι.(27). Στον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας υποστηρίζεται ότι το γεγονός συνέβη «επί της βασιλείας Βασιλείου και Κωνσταντίνου των αυταδέλφων, των και Πορφυρογεννήτων καλουμένων, υιών Ρωμανού του Νέου εν έτει σωτηρίω 980, Νικολάου δε του Χρυσοβέργου πατριαρχούντος»(28).
Ο πρώτος διασκευαστής του Συναξαρίου του Σεραφείμ υπήρξε ο αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος εκαλλώπισε φιλολογικώς το κείμενο αφήνοντας, όμως, αναλλοίωτο το περιεχόμενό του(29). Νεότερη διασκευή περιέχεται στην ακολουθία που συνέταξε για το θαύμα ο ιεροδιάκονος Βενέδικτος ο Συμιακός, το 1837, μετά από αίτηση των Εκκλησιαστικών του Πρωτάτου. Ο λόγιος αυτός μοναχός της Ι. Μονής Αγίου Παντελεήμονος στο «Συναξάριο» της ακολουθίας επεξεργάστηκε την αφήγηση του αγίου Νικοδήμου και δημιούργησε ένα νέο κείμενο. Σε αυτό προσέθεσε την πληροφορία ότι το θαύμα συνέβη επί βασιλείας Βασιλείου και Ρωμανού των πορφηρογεννήτων υιών Ρωμανού, επί Πατριαρχίας Νικολάου Χρυσοβέργη, το 980(30).
Βάσει της συγκεκριμένης αγιορειτικής παραδόσεως, ο ύμνος «Άξιον εστίν» δόθηκε στην Εκκλησία από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, ο οποίος εμφανίστηκε με το σχήμα του μοναχού και φιλοξενήθηκε στο εν λόγω κελλίο. Κατά την τέλεση της ακολουθίας του Όρθρου και όταν έφθασαν στην εννάτη ωδή του κανόνα, «ο μεν κελλιώτης μοναχός στιχολογών την ωδήν της Θεοτόκου επισυνήψε, κατά τα ειωθότα, εις τον α’ στίχον αυτής τον ειρμόν του Κοσμά του Αγιοπολίτου “Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ”, ο δε ξένος μοναχός ποιούμενος αρχήν του εφυμνίου έψαλλε προύμνιον αυτού το “Άξιον εστίν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και Μητέρα του Θεού ημών»(31). Ο κελλιώτης μοναχός εξέφρασε μεν την απορία του για τον άγνωστο ύμνο, αλλά παρεκάλεσε τον άγνωστο μοναχό να του γράψει τον ύμνο, ώστε να τον ψάλλει και εκείνος προς την Θεοτόκο. Επειδή, όμως, δεν υπήρχε μελάνι και χαρτί, «λαβών πλάκα ο ξένος έγραψεν επ’ αυτής δια του δακτύλου του τον ρηθέντα ύμνον, ήτοι το “Άξιον εστίν” και, ω του θαύματος, τόσον βαθέως εχαράχθησαν τα γράμματα επί της σκληράς πλακός, ως να εγράφησαν επί κηρού απαλοτάτου. Είτα ειπών εις τον αδελφόν “από του νυν και εις το εξής ούτω να ψάλλητε υμείς και όλοι οι ορθόδοξοι”, έγινεν άφαντος»(32).
Από το συγκεκριμένο κελλίο, η πλάκα με τον ύμνο μεταφέρθηκε στο Πρωτάτο, παρουσιάστηκε στον πρώτο του Αγίου Όρους και στους υπολοίπους γέροντες της Συνάξεως, οι οποίοι εδόξασαν το Θεό και ευχαρίστησαν τη Θεοτόκο για το θαυμαστό γεγονός, απέστειλαν δε την πλάκα στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, εκθέτοντας γραπτώς τις λεπτομέρειες του θαύματος(33). Στο Συναξάριο του Μηναίου αναφέρεται ότι «προδήλως επρόκειτο περί του Αρχαγγέλου Γαβριήλ», δια του δε και η τιμή προς τον Αρχάγγελο καταγράφεται ως «η σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν», οι δε στίχοι σημειώνουν τα ακόλουθα: «Ήσας Γαβριήλ πριν το Χαίρε τη Κόρη, Άδεις δε και νυν Άξιόν σε υμνέειν»(34). Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο κελλί έλαβε την επωνυμία «Άξιον έστιν» και ο τόπος (κατ’ αναλογίαν) «Άδειν», «ο εστί ψάλλειν, διότι εψάλη το πρώτον εις αυτόν ο Αγγελικός και Θεομητροπρεπής αυτός ύμνος»(35).
Σε ανάμνηση του εν λόγω θαύματος τελείται λαμπρή πανήγυρις, η οποία έχει ως κέντρο της την τιμή της Θεοτόκου, γι’ αυτό και η εορτή ονομάζεται και «Σύναξις της Παναγίας “Άξιον έστιν” ή “εν τω Άδειν”». Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ τιμάται (με αφορμή το εν λόγω θαύμα) ως «ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου και τροφεύς και διακονητής», ως ο αποκαλύψας «τον όντως Θεομητορικόν ύμνον». Είναι άγνωστο το πότε άρχισε η τιμή της εν λόγω Συνάξεως του Αρχαγγέλου. Το θαύμα, πάντως, καταχωρίζεται στα έντυπα Μηναία του 16ου αι.· έτσι, σε έντυπο Μηναίο του 1568 αναγράφεται στο Συναξάριο η πληροφορία ότι, «τη αυτή ημέρα, 11η Ιουνίου, η σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν»(36).
στ. Η Σύναξις του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ πλησίον του αγίου Ιουλιανού εν τω φόρω) (18 Ιουνίου).
Ο στίχος του Συναξαρίου δεν αποκαλύπτει τις λεπτομέρειες του εορτασμού: Αρχιστράτηγε των νοερών ταγμάτων, δέχου, Μιχαήλ, ημών την υμνωδίαν. Ουδεμία άλλη πληροφορία υπάρχει περί της συγκεκριμένης εορτής. Η αναφορά του στίχου σε «υμνωδία» του Αρχαγγέλου Μιχαήλ υποδηλώνει την ανταπόδωση ευχαριστίας προς τον Αρχιστράτηγο, γεγονός που παραπέμπει σε πιθανό θαύμα του.
Β. Η ανάμνηση του εν Χώναις θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαηλ (6 Σεπτεμβρίου)
Οι Κολοσσές υπήρξαν μία από τις μεγάλες και πλέον πυκνοκατοικημένες πόλεις της αρχαιότητας, βρίσκονταν δε στις όχθες του ποταμού Λύκου, στα νοτιοδυτικά της Φρυγίας της Μικράς Ασίας(37). Η τοποθεσία πλησίον του ποταμού ονομαζόταν «Χώναι», οφειλόταν δε στα μεγάλα χάσματα του ξηραινομένου λασπώδους εδάφους της περιοχής(38). Στην πόλη, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, κατοικούσε ένας σημαντικός αριθμός Ιουδαίων. Στις Χώνες είχε κτιστεί ναός του Αρχαγγέλου Μιχαηλ στα ερείπια του παλαιού ναού του Βόστρου. Σε ένα κείμενο του 7ου-8ου αι. υπό τον τίτλο «Διήγησις και αποκάλυψις του αγίου πατρός ημών Αρχίππου του προσμοναρίου του πανσέπτου, του αρχαγγέλου Μιχαήλ»(39) (ο συγγραφέας του κειμένου προσπαθεί να εναρμονιστεί με τον 35ο κανόνα της Συνόδου της Λαοδικείας (320 μΧ.), ο οποίος στρέφεται εναντίον της αγγελολατρίας), αναφέρεται ότι, όταν ο ευαγγελιστής Ιωάννης ευρισκόταν στην Ιεράπολη, προεφήτευσε ότι «εν υστέροις καιροίς θα αναβλύση εις εκείνον τον τόπον μέγα αγίασμα, τιμώμενον εις το όνομα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, όπερ θα κάνη παράδοξα θαύματα. Μετά δε ολίγας ημέρας, ύδωρ ανέβλυσεν εκ της γης εκείνης, το οποίον ει τις έπινε μετά πίστεως, παρευθύς ηλευθερούτο από πάσαν ασθένειαν»(40).
Ήταν, επομένως, φυσικό επακόλουθο να συντελούνται πολλές θαυματουργικές επιδράσεις στον αγιασμένο αυτό τόπο, με αποτέλεσμα να συρρέουν όχι μόνο Χριστιανοί, αλλά και άπιστοι(41). Όταν κάποιος ευλαβής νέος, ονόματι Άρχιππος, ανέλαβε τα καθήκοντα του νεωκόρου στο ναό του Αρχαγγέλου και στο υπάρχον αγίασμα, προεκάλεσε (λόγω της ευσέβειάς του) τον φθόνο των απίστων, οι οποίοι του επετέθησαν, τον εκτύπησαν και προσεπάθησαν να κατασκάψουν το έδαφος πλησίον του αγιάσματος και να τον ενταφιάσουν εκεί ζωντανό. Τότε, σύμφωνα με την παράδοση, εξήλθε φωτιά από το αγίασμα και οι άπιστοι ετράπησαν έντρομοι σε φυγή. Επανήλθαν, παρά ταύτα, και προσεπάθησαν να στρέψουν κατά του αγιάσματος την ροή τριών παρακείμενων ποταμών (του Χρύδου, του Λυκοστράτου και του Κούφου), ώστε να καταστρέψουν το αγίασμα ή να αναμείξουν το αγιασμένο ύδωρ με το ύδωρ των ποταμών, ώστε να δημιουργηθεί σύγχυση περί του αγιασμού του ύδατος. Παρά την προσπάθειά τους, όμως, οι ποταμοί εστράφησαν σε αντίθετες κατευθύνσεις από αυτές που οι άπιστοι επεδίωκαν(42). Έως σήμερα τα νερά των ποταμών χωνεύονται σε ένα συγκεκριμένο σημείο εκτός του αγιάσματος, τούτο δε αποτελεί μία ακόμη αιτία της ονομασίας «Χώναι».
Σε τροπάριο του Κανόνα του Όρθρου αναφέρονται τα εξής: «Τους πάλαι βουληθέντας αφανίσαι ποταμίοις ρεύμασι το ύδωρ της ευλογίας ο παρέσχες Αρχάγγελε πιστοίς, απέδειξας απράκτους, φρικώδει σου». Επομένως, η παράδοση ανάγει την αποτυχία των προσπαθειών των απίστων σε θαύμα του Αρχαγγέλου, ο οποίος φανερώθηκε σε όραμα στον Άρχιππο, προσκαλώντας τον να έλθει και να δει «την ακαταμάχητον δύναμιν του Θεού»(43). Ο Αρχάγγελος εκτύπησε σταυροειδώς (με ακόντιο) τον τόπο και τα ύδατα εχωνεύθησαν στο βάθος του εδάφους. Η υμνολογία της εορτής παραλληλίζει το θαύμα του Αρχιστρατήγου με το κτύπημα της πέτρας από το Μωϋσή: «Πάλαι μεν Μωϋσής έπληξε πέτραν και ερρύη ύδατα, νυν δε σου ρήξαντος πέτραν, κατεπόθησαν ρείθρα ποταμών, εισέτι μαρτυρούντα το θαύμα θείε Αρχάγγελε»(44). Κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, το εν Χώναις Θαύμα κοσμεί σχεδόν κάθε μνημείο με τον κύκλο των Αγγέλων(45).
Η έρευνα χρονολογεί τον Άρχιππο περί τα τέλη του 7ου αι.(46). Αυτό σημαίνει ότι ήδη τον 8ο αι. η περιοχή είχε λάβει την επωνυμία «Χώνες»(47), τον δε 9ο αι. Ιωσήφ ο Υμνογράφος συνέθεσε δύο κανόνες για τη συγκεκριμένη εορτή(48). Η εκκλησιαστική γραμματεία ασχολήθηκε σποραδικά με το εν Χώναις θαύμα: στον ακέφαλο λόγο του Νικήτα Παφλαγόνος (+890) στο «Εν Χώναις θαύμα»(49)· στο έργο του Ι. Δαμασκηνού (8ος αι.) «Μετάφρασις εις το θαύμα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ του εν Χώναις και διήγησις περί του εν αγίοις Αρχίππου, του προσμονρίου του σεβασμίου αυτού ναού»(50)· στον ακέφαλο λόγο του Σισινίου Κωνσταντινουπόλεως (πατριαρχεία 996-998) (51)· στην «Διήγηση» Συμεών του Μεταφραστή «Περί του γενομένου θαύματος παρά του αρχιστρατήγου Μιχαήλ εν Χώναις»(52)· στον λόγου Αντωνίου του Μοναχού (12ος αι.) με τίτλο «Θαύμα γενόμενο εν ταις Χώναις εν Κολοσσαίς της Φρυγίας παρά του αρχαγγέλου Μιχαήλ»(53)· και στο έργο αγνώστου συγγραφέα με τίτλο «Διήγησις μερική εκ των απείρων θαυμάτων του Παμμεγίστου των Αρχαγγέλων, Μιχαήλ περί του προσμοναρίου Αρχίππου και του θαύματος των ποταμών»(54).
Την παράσταση του εν Χώναις θαύματος συναντάμε για πρώτη φορά στο Μηνολόγιο Βασιλείου τον Β’ (986 μ.Χ.)· ως γνωστόν, η τιμή προς τους Αγγέλους (και ιδίως προς τον Αρχάγγελο Μιχαήλ) διαδόθηκε από τη Φρυγία στην Κωνσταντινούπολη(55). Τον 12ο αι. η τιμή του εν Χώναις θαύματος έφθασε στο αποκορύφωμά της, όταν επί αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού έλαβε κρατικό χαρακτήρα, αφού στο διάταγμα του έτους 1166 «Περί εορτών» η 6η Σεπτεμβρίου ορίστηκε ως ημιαργία για τα δικαστήρια(56).
Γ. Η ανάμνηση εγκαινίων του εν Σκάλλαις (Χάλδαις) ναού του αρχαγγέλου (26η Ιουλίου)
Πρόκειται περί της τιμής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με αφορμή τα εγκαίνια ναού του «πέραν εν Σκάλλαις». Το Συναξάριο, όμως, αναφέρεται σε πιθανά εγκαίνια ναού προς τιμήν του Αρχαγγέλου Γαβριήλ «πέραν εν Χάλδαις»(57). Τα εγκαίνια αμφοτέρων των ναών εορτάζονται την 26ην Ιουλίου. Τα περί των εν λόγω ναών μας είναι άγνωστα· ο εορτασμός, όμως, της μνήμης εγκαινίων αποτελεί γνωστή εορτολογική αφορμή, κατά την οποία τιμώνται και τα ιερά πρόσωπα, στα οποία ο ναός είναι αφιερωμένος (δηλαδή οι δύο Αρχάγγελοι).
Επίλογος
Στα πλαίσια της αγιολογικής έρευνας, η τιμή των αγίων Αγγέλων αποτελεί (αναμφισβήτητα) θέμα συνθετότερο και πολυπλοκότερο σε σχέση με την τιμή των Αγίων της Εκκλησίας. Και τούτο διότι η φύσις των αγίων Αγγέλων είναι (όπως προαναφέρθηκε) πνευματική και- επομένως- ελλείπουν βιογραφικά στοιχεία, τα οποία θα παρείχαν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο έρευνας. Όμως, η τιμή των αγίων Αγγέλων εδράζεται επί καταγεγραμμένων μαρτυριών και διανθίζεται με τις επί των μαρτυριών αυτών ερμηνείες σημαντικών εκκλησιαστικών συγγραφέων. Έτσι διαμορφώθηκε το σαφές εορτολογικό πλαίσιο της αποδώσεως τιμής προς τους αγίους Αγγέλους, γεγονός το οποίο επέτρεψε στην Εκκλησία να τους τιμά με λαμπρότητα και να επικαλείται την προστασία και την προς τον Θεό μεσιτεία τους.
(1) Περί τής θέσεως των Αγγέλων στή Λατρεία των χρισιτανικών Εκκλησιών Δύσεως και Ανατολής, βλ. peterson, E., Das Buch von den Engeln. Uber die Bedeutung und Stellung der hl. Engel im Kultus, Leipzig 1935.
(2) Ψευδο-Σωφρονίου
(3) Έκδοσις ορθοδόξου πίστεως, ΙΙ, 3, PG 94, 872.
(4) Ανδρουτςου, Χ., Δογματική τής Όρθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1907, σ. 125· καρμιρη, Ι., Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεία, τ. Ι2, σσ. 286έξ.· τρεμπελα, π., Δογματική τής Όρθοδόξου Ανατολικής ’Εκκλησίας, Αθήναι 1959, σσ. 432έξ.
(5) Μακρη, Σ., «Σύναξη», ΘΗΕ 11, 1967, στ. 556.
(6) Μηναίον τον Μαρτίου, έκδ. Αποστολικής Διακονίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, έν Αθήναις 1967, σ. 105.
(7) Νικοδήμου τοΰ Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών τού ενιαυτού, τόμ. Β’, Αθήνησι 1868, σ. 55. Στά έβραϊκά ή λέξη «Γκεβέρ» σημαίνει «δυνατός άνδρας μαχητής», ένώ τό «Ελ» είναι ένα άπό τά ονόματα τοΰ Θεοΰ. Ύπό τήν έννοια αυτή, «Γαβριήλ» μπορει νά σημαίνει «άνθρωπος καί Θεός».
(8) Μηναίον τού Μαρτίου, έν Αθήναις, έκδ. Αποστολική Διακονία Εκκλησίας τής Ελλάδος, 1967, σ. 105.
(9) Θεοφάνη Κεραμέως, Όμιλία ΝΓείς τον Εύαγγελισμόν τής Ύπεραγίας Θεοτόκου, PG 132, 933.
(10) Είναι αξιοσημείωτο οτι ή εκκλησιαστική γραμματεία αναφέρεται στόν αριθμό επτα ώς σημαίνοντα «τόν παρόντα αίώνα», τόν δέ αριθμό οκτώ ώς σημαίνοντα τόν μέλλοντα (βλ. στή μελέτη του Γ.Ν. ΦΙΛΙΑ, Ή έννοια της «όγδοης ήμέρας» στή λατρεία τής Ορθόδοξης ’Εκκλησίας, Αθήνα, Γρηγόρης, 2001).
(11) Μηναίον τον Ιουλίου, εν Αθήναις, έκδ. Αποστολική Διακονία Εκκλησίας τής Έλλάδος, 1967, σ. 648.
(12) Νικοδήμου τοΰ Αγιορείτου, Συναξαριστής τών δώδεκα μηνών τοϋ ένιαντοϋ, τόμ. Β’, Αθήνησι 1868, σ. 259.
(13) Μηναίον τοϋ Νοεμβρίου, εν Αθήναις, έκδ. Αποστολική Διακονία Εκκλησίας τής Έλλάδος, 1960, σ. 57.
(14) Όπ.π., σ. 57.
(15) Ματθαίου Βίκτωρος, Ό Μέγας Συναξαριστής της Όρθοδόξου ’Εκκλησίας, έκδ. Γ’, Αθηναι 1964, σ. 206. Τήν έωσφορική επιδίωξη καταγράφει καί ό Προφήτης Ήσαΐας μέ τα άκόλουθα λόγια: «Είς τόν ουρανόν άναβήσομαι, έπάνω τών άστρων τού ουρανού θήσω τόν θρόνον μου, καθιώ έν όρει ύψηλω έπί τα όρη τα ύψηλα πρός βορραν, άναβήσομαι έπάνω τών νεφελών, έσομαι όμοιος τω ύψίστω» (’Ησ. 14, 14).
(16) Μηναίον τού Νοεμβρίου, έν Αθήναις, έκδ. Αποστολική Διακονία Εκκλησίας της Ελλάδος, 1960, σ. 57.
(17) Καί έγένετο πόλεμος έν τω ούρανω, ό Μιχαήλ καί οί άγγελοι αύτού πολεμησαι μετά τού δράκοντος. Καί ό δράκων έπολέμησεν καί οί άγγελοι αύτού, καί ούκ ίσχυσεν ούδ’ε τόπος εύρέθη αύτών ετι έν τω ούρανω. Καί έβλήθη ό δράκων ό μέγας, ό οφις ό άρχαίος, ό καλούμενος Διάβολος καί ό Σατανάς, ό πλανών τήν οικουμένην ολην, έβλήθη εις τήν γην καί οί άγγελοι αύτού μετ’ αύτού έβλήθησαν (Αποκ. 12, 7-9).
(18) Ιούδα 9.
(19) Ίώβ 5, 1.
(20) Ματθαίου Βίκτωρος, Ό Μέγας Συναξαριστής της ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας, έκδ. Γ’, Αθήναι 1964, σ. 206.
(21) Δαν. 10, 21.
(22) Δαν. 12, 1.
(23) Όρων Γαβριήλ Άγγελον χαράς μέγαν/ Σε μάλα χαίρω καί πτερούμαι τω πόθω.
(24) Ματθαίου Βίκτωρος, Ό Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου ’Εκκλησίας, έκδ. Γ’, Αθήναι 1964, σ. 126.
(25) Μπεκατώρου, Γ., «Άξιον έστίν», ΘΗΕ 2, 1966, στ. 1016.
(26) Ή έκδοση τής θαυματουργής διηγήσεως τοΰ Σεραφείμ έγινε απο τον Κ. Χρυσοχοΐδη, «Παραδόσεις καί πραγματικότητες στον Άγιον Όρος στα τέλη τοΰ ΙΕ’καί στίς αρχές τοΰ ΙΣΤ’ αίώνα», Ό Άθως στους 14ο-16ο αί., Αθήνα 1997, σσ. 112, 118-119 (Αθωνικά Σύμμηκτα).
(27) Βλ. ivanov, A., Literaturnoe nasledie Maksima Greka. Harakteristika, atribucii bibliografijia, Leningrad 1969, σ. 169.
(28) Ματθαίου Βίκτωρος, Ό Μέγας Συναξαριστής της Όρθοδόξου ’Εκκλησίας, έκδ. Γ’, Αθήναι 1964, σσ. 125-126.
(29) Νικοδήμου τοΰ Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, Αθήναι 19613, σσ. 294-295. Νεότερα χειρόγραφα, τα όποια αντιγράφουν τήν έπεξεργασμένη μορφή τοΰ κειμένου τοΰ αγ. Νικοδήμου, αποδίδουν έσφαλμένα τή συγγραφή τοΰ θαύματος σέ κάποιον Ισαάκ Θυηπόλο.
(30) ΛΑΜΠΡΟΥ, Κ., Κατάλογος τών έν ταίς βιβλιοθήκαις τού Αγίου Όρους έλληνικών κωδίκων, τόμ. Β’, Κέιμπριτζ 19902, σ. 444.
(31) Μπεκατώρου, Γ., όπ.π.
(32) Ματθαίου Βίκτωρος, Ό Μέγας Συναξαριστής της ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας, έκδ. Γ’, Αθήναι 1964, σ. 128.
(33) Δουκάκη, Κ., Μέγας Συναξαριστής, Μήν Ιούνιος, τόμ. 10, Αθήναι 19642, σ. 84.
(34) Μηναιον τού Ιουνίου, έν Αθήναις, έκδ. Αποστολική Διακονία Εκκλησίας τής Ελλάδος, 1967, σ. 44.
(35) Δουκάκη, Κ. όπ.π., σ. 84.
(36) legrand, E., Bibliographie Hellenique (X. Ve et XVLe siecles), τόμ. 4, σ. 141, αριθμ. 653.
(37) Αγουριδη, Σ., «Κολοσσαείς, Πρός, Επιστολή», ΘΗΕ, τόμ. 7, Αθήναι 1968, στ. 748.
(38) τζιρακη, Ν., «Χώναι», ΘΗΕ, τόμ. 12, Αθήναι 1968, στ. 447.
(39) Έκδόθηκε άπό τόν M. bonnet στά Analecta Bollandiana 8 (1889), σσ. 289-307.
(40) τζιρακη, Ν., οπ.π.
(41) Θαύματα που συνέβησαν σε άπίστους, βλ. Ματθαίου Βίκτωρος, Ό Μέγας Συναξαριστής της ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας, έκδ. Β’, Αθήναι 1963, σ. 151.
(42) Ματθαίου Βίκτωρος, οπ.π., σ. 154.
(43) Ματθαίου Βίκτωρος, οπ.π., σ. 155.
(44) Μηναιον Σεπτεμβρίου, έν Αθήναις, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1959, σ. 43.
(45) Κουκιαρη, Σ., Τά θαύματα-έμφανίσεις τών Αγγέλων καί Αρχαγγέλων στή μεταβυζαντινή τέχνη, Αθήνα, Ακρίτας, 2006, σ. 147.
(46) Αυτό υποστηρίζει ό Α. σιγαλας («Χρυσίππου πρεσβυτέρου, Έγκώμιον είς τόν Αρχάγγελον Μιχαήλ», Ελληνική Έταρεία Βυζαντινών Σπουδών 3 (1926), σ. 86).
(47) Στή Σύνοδο τοΰ 787 μνημονεύεται ό Χώνων Δωρόθεος.
(48) Τρεμπελα, Π., Εκλογή Ελληνικής Όρθοδόξου Υμνολογίας, Αθήναι 19782, σ. 386, 429.
(49) Bibliotheca Hagiographica Graeca, 1, σ. 119.
(50) Bibliotheca Hagiographica Graeca, 1, σ. 118.
(51) Bibliotheca Hagiographica Graeca, 1, σ. 178.
(52) Έκδόθηκε άπο τον M. bonnet στά Analecta Bollandiana 8 (1889), σσ. 308-316.
(53) Έκδόθηκε στά Analecta Bollandiana 21 (1902), σσ. 396έξ.
(54) Bibliotheca Hagiographica Graeca, 1, σ. 120.
(55) janin, R., La Geographie Ecclesiastique de l’empire byzantin. Premiere partie. Le siege de Constaninople et le Patriarcat Oecumenique, III, Les eglises et les monasteres, Paris 1969, σ. 349.
(56) Μανουήλ Κομνηνού, Νεαραί Διατάξεις, ΙΒ’, Περί διαφόρων υποθέσεων, PG 133, 737έξ.
(57) Ματθαίου Βίκτωρος, Ό Μέγας Συναξαριστής της ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας, έκδ. Β’, Αθηναι 1962, σ. 516.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου