ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 2α Σεπτεμβρίου 2024
Η ΕΚΠΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΔΕΝ ΧΡΕΙΖΕΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ, ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΗΣ!
(Αναφορά στο κοινό ανακοινωθέν της πρόσφατης συνάντησης Ορθοδόξων και Λουθηρανών)
Όπως είναι γνωστό, ο Προτεσταντισμός, ή Μεταρρύθμιση, προήλθε, τον 16ο αιώνα, από την διάσπαση του Παπισμού, ως ισχυρή διαμαρτυρία για τις τερατώδεις πράξεις του, την αντιχριστιανική του πορεία, την εγκληματική του δράση και την έσχατη ηθική κατάπτωσή του. «Ξεκίνησε στη Γερμανία το 1517, όταν ο Μαρτίνος Λούθηρος δημοσίευσε τις Ενενήντα Πέντε Θέσεις του ως αντίδραση στις καταχρήσεις στην πώληση συγχωροχαρτίων από την Καθολική Εκκλησία, που υποτίθεται ότι πρόσφερε άφεση αμαρτιών στους αγοραστές τους. Ο όρος ωστόσο προέρχεται από την επιστολή διαμαρτυρίας Γερμανούς Λουθηρανούς πρίγκιπες το 1529 κατά ενός διατάγματος της Δίαιτας του Σπάιερ που καταδίκαζε τις διδασκαλίες του Μαρτίνου Λούθηρου ως αιρετικές. Αν και υπήρξαν προηγούμενες ρήξεις και προσπάθειες μεταρρύθμισης της Καθολικής Εκκλησίας, κυρίως από τους Πέτερ Βάλντο, Τζον Ουίκλφ και Γιαν Χους, μόνο ο Λούθηρος κατάφερε να πυροδοτήσει ένα ευρύτερο, διαρκές και νεότερο κίνημα. Τον 16ο αιώνα ο Λουθηρανισμός εξαπλώθηκε από τη Γερμανία στις Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία, Λετονία, Εσθονία και Ισλανδία»[1]. Τον Λούθηρο ακολούθησαν και άλλοι μεταρρυθμιστές, όπως Ούλριχ Ζβίγγλιος, ο Καλβίνος κ.α. Το κίνημα της Μεταρρύθμισης έλαβε σύντομα μεγάλες διαστάσεις και εδραιώθηκε στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, προσελκύοντας πλήθη παπικών, από τα φλογερά κηρύγματα των ηγετών του Προτεσταντισμού, με αίτημα την κάθαρση του Χριστιανισμού από τις δεκάδες αντιχριστιανικές δοξασίες και αντιχριστιανικές επιλογές του αιρετικού Παπισμού.
Αλλά δυστυχώς το κίνημα αυτό όχι μόνο δεν επέφερε κάθαρση στον δυτικό Χριστιανισμό, αλλά έφτασε σε χειρότερες πλάνες. Μια προσεκτική μελέτη αποδεικνύει πως ο Προτεσταντισμός, το μόνο που κατάφερε ήταν η αποκόλλησή του από την παπική δυναστεία και απόρριψη κάποιων κραυγαλέων τερατωδιών, ενώ διατήρησε σχεδόν όλες τις παπικές κακοδοξίες και τις επαύξησε!
Μια από αυτές είναι και η αίρεση του φιλιόκβε, διατήρησε δηλαδή την παπική κακοδοξία της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «και εκ του Υιού», η οποία ανατρέπει κυριολεκτικά το βασικότατο τριαδολογικό δόγμα της χριστιανικής μας πίστεως, με τρομακτικές συνέπειες και επιπτώσεις στην πορεία του δυτικού Χριστιανισμού. Η φρικτή αυτή αιρετική πλάνη, υιοθετήθηκε αρχικά από τους Φράγκους και αργότερα (1014) έγινε αποδεκτή και από τη Ρώμη, παρά το γεγονός ότι είχε καταδικαστεί στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879-880 (Η΄ Οικουμενική Σύνοδος) και με την συμμετοχή της Εκκλησίας της Ρώμης! Οι βάρβαροι και αιρετικοί Φράγκοι, όπως είναι γνωστό, στη «Σύνοδο» της Φραγκφούρτης (794) καταδίκασαν την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787), αποδοκιμάζοντας την τιμητική προσκύνηση των Ιερών Εικόνων, διαφοροποιήθηκαν από αυτήν. Στην συνέχεια οι Πατέρες της Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου (1351) καταδίκασαν τον «σχολαστικισμό», ο οποίος έχει τις ρίζες του στην «Σύνοδο» της Φραγκφούρτης[2].
Αυτή η «Σύνοδος» έχει μεγάλη σημασία, διότι αποτελεί την απαρχή του Προτεσταντισμού. Στηρίχτηκε στα διαβόητα «Libri Carolini (μετάφραση: βιβλία του Καρόλου), ή Opus Caroli regis contra synodum (το έργο του βασιλέως Καρόλου ή απλώς βιβλία του Καρλομάγνου), είναι γνωστή η τετράτομη θεολογική πραγματεία η οποία γράφτηκε υπό τον Καρλομάγνο της γερμανικής αυτοκρατορίας των Καρολιδών έναντι των αποφάσεων που πάρθηκαν το 787 κατά την Ζ´ Οικουμενική Σύνοδο -γνωστή και ως Β´ σύνοδος της Νίκαιας»[3]. Γράφηκαν από τον ημιμαθή, αθεολόγητο και μωροφιλόδοξο Φράγκο αυτοκράτορα με απώτερο στόχο να χτυπήσει την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την οποία εποφθαλμιούσε. Προς την κατεύθυνση αυτή συνεκάλεσε την ως άνω «Σύνοδο», ώστε σε αυτή οι Φράγκοι θεολόγοι, χρησιμοποιώντας τις «Καρολίγγειες βίβλους», να ανασκευάσουν τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου και να πλήξουν την παραδεδομένη πίστη της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Ανάμεσα στα άλλα κινούσε και το ζήτημα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, κακοδοξία η οποία είχε επικρατήσει σε πολλές επαρχίες της Δύσης ήδη από τον 6ο μ. Χ. αιώνα, θεσμοθετημένη από την «Σύνοδο» του Τολέδου (589) και στηριζόμενη σε ένα ψευδεπίγραφο κείμενο συνταχθέν το 645, το αποκαλούμενο «Αθανασιανό Σύμβολο»[4] και έγινε, όπως προαναφέραμε, δόγμα πίστεως της Εκκλησίας της Ρώμης το 1014.
Στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου, διεξάγεται εδώ και χρόνια ένας από τους πολλούς ατελέσφορους θεολογικούς διαλόγους, της Ορθοδόξου Εκκλησίας και με τους αιρετικούς Λουθηρανούς, οι οποίοι αποτελούν μια από τις πολυάριθμες (περισσότερες από 2000) προτεσταντικές ομολογίες. Φυσικά είναι τέτοιες οι αβυσσαλέες δογματικές και άλλες διαφορές της με την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, ώστε τα σημεία συμφωνίας είναι ελάχιστα.
Τον περασμένο Μάιο είχαμε μια τέτοια συνάντηση μικτής επιτροπής. Τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης υπήρξαν πενιχρά και το κοινό ανακοινωθέν αρκετά συγκεχυμένο και προφανώς απαράδεκτο από ορθοδόξου επόψεως. Η είδηση έχει ως εξής: «Η Διεθνής Μικτή Λουθηρανο-Ορθόδοξη Θεολογική Επιτροπή συμφώνησε σε μια κοινή αναδιατύπωση του Σύμβολου της Πίστεως της Νίκαιας του 6ου αιώνα, συμφωνώντας για τη χρήση του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου στις Εκκλησίες. Με την πρώτη ματιά, αυτό είναι ένα τεχνικό απόσπασμα που απευθύνεται σε ειδικούς. Η συνάντηση που έγινε στην Αίγυπτο, στο Κάιρο, μεταξύ της Λουθηρανικής Παγκόσμιας Ομοσπονδίας (LWF) και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί μια μικρή επανάσταση στις σχέσεις Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας. Η συμφωνία επιτεύχθηκε χάρη σε έναν έντονο διάλογο μεταξύ των μερών, ο οποίος τελικά θα έχει ρεαλιστικά αποτελέσματα σε επίπεδο CD. “διαφοροποιημένη συναίνεση”. Ένας διάλογος, λοιπόν, που οδήγησε σε μια “θεμελιώδη προσέγγιση στην έννοια της σχέσης Υιού και Πνεύματος”. Μια προσέγγιση που μπορεί συγκεκριμένα να συμβάλει “στην επούλωση των αρχαίων διχασμών μεταξύ των κοινοτήτων μας και να μας επιτρέψει να ομολογήσουμε από κοινού την πίστη των Οικουμενικών Συνόδων της Νίκαιας και της Κωνσταντινούπολης”»[5].
Πρώτος σχολιασμός μας είναι γιατί να γίνεται χρήση και όχι αποδοχή του Ορθοδόξου κειμένου του Συμβόλου της Πίστεως; Μήπως αυτό αποτελεί μια πονηρή υπεκφυγή των αιρετικών Προτεσταντών, για να κρατούν Ορθοδόξους σε συνεχή διάλογο, με απώτερο στόχο να τους πείσουν για την «ορθότητα» της δικής τους πίστης; Διερωτόμαστε επίσης, τι είδους «αναδιατύπωση» μπορεί να γίνει στο ξεκάθαρο κείμενο του Σύμβολου της Πίστεως, η οποία απορρέει από την σαφέστατη διαβεβαίωση του Χριστού, ότι το Άγιο Πνεύμα «παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιωάν.15,26); Ακόμα, ποια είναι αυτή «η μικρή επανάσταση στις σχέσεις Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας», που επιτεύχθηκε; Πείστηκαν μήπως οι αιρετικοί Λουθηρανοί για τις κακοδοξίες τους; Αρκετά σκοτεινή είναι και η «συμφωνία» που κλείστηκε και άδηλα τα «ρεαλιστικά αποτελέσματα».
Δεν κατανοούμε επίσης τι σημαίνει ο όρος «διαφοροποιημένη συναίνεση». Μήπως μετακίνηση της ορθοδόξου αντιπροσωπείας στις απαιτήσεις των αιρετικών Λουθηρανών; Μήπως ο διάλογος αυτός «οδήγησε σε μια «θεμελιώδη προσέγγιση στην έννοια της σχέσης Υιού και Πνεύματος», η οποία να συμβάλει «στην επούλωση των αρχαίων διχασμών μεταξύ των κοινοτήτων μας και να μας επιτρέψει να ομολογήσουμε από κοινού την πίστη των Οικουμενικών Συνόδων της Νίκαιας και της Κωνσταντινούπολης»; Μήπως οι αιρετικοί Λουθηρανοί απάλειψαν το φιλιόκβε από το Σύμβολο της Πίστεως; Προφανώς όχι, διότι θα το έλεγε το ανακοινωθέν! Ο όρος «απαναδιατύπωση» δεν σημαίνει απάλειψη, αλλά «κατανόηση» από τους Ορθοδόξους, για το τι σημαίνει για τους δυτικούς το φιλιόκβε και ίσως αποδοχή αυτής της «κατανόησης»!
Σε συνέχεια του δημοσιεύματος αναφέρεται: «Οι διαιρέσεις επικεντρώθηκαν στην προσθήκη της λατινικής λέξης “filioque” από τη Δυτική Εκκλησία στο αρχικό κείμενο του Σύμβολου της Πίστεως που περιγράφει την προέλευση του Αγίου Πνεύματος (ex Patre Filioque procedit, δηλ. προερχόμενο από τον Πατέρα και τον Υιό). Για την Ορθόδοξη Εκκλησία αυτή η προσθήκη αντιπροσώπευε μια διαστρέβλωση του δόγματος της Τριάδας. Παρά τις προσπάθειες συμφιλίωσης, η Ανατολική και η Δυτική Εκκλησία ήρθαν σε σχίσμα το 1054. Σχίσμα που παραμένει σε ισχύ μέχρι σήμερα. Στη συνάντηση του Καΐρου, οι συμμετέχοντες σημείωσαν ότι οι Εκκλησίες της Μεταρρύθμισης κληρονόμησαν το Σύμβολο της Πίστεως από τη δυτική παράδοση χωρίς να το θεωρούν προβληματικό. Σήμερα, ωστόσο, 1.700 χρόνια μετά τη Σύνοδο της Νίκαιας, Λουθηρανοί και Ορθόδοξοι συμφώνησαν ότι είναι καιρός να επανεξετάσουμε τι σημαίνει η προσθήκη αυτών των λέξεων και πώς μπορούμε να ανοίξουμε έναν δρόμο προς τη συμφιλίωση»[6]. Να επανεξετάσουμε τι; Ότι οι δυτικοί καταφρόνησαν την σαφέστατη διαβεβαίωση του Κυρίου για την μόνον εκ του Πατρός εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και την θεόπνευστη διατύπωσή της από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο; Οι σύνεδροι, Ορθόδοξοι και Λουθηρανοί, γνωρίζουν Θεολογία, Δογματική και Ιστορία, και ως εκ τούτου μπορούν να ξέρουν πως εισήλθε στην δυτική Εκκλησία, με σφοδρές αντιδράσεις, από σύμπασα την Εκκλησία και από την ίδια. Οι θεοφόροι Πατέρες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (381), όταν διατύπωσαν το συγκεκριμένο άρθρο στο Σύμβολο της Πίστεως, ήξεραν πολύ καλά τι έγραφαν και ως εκ τούτου καμιά «αναδιατύπωση» και «επανεξέταση» δεν χωρεί.
Το δημοσίευμα συνεχίζει: «Η κοινή δήλωση προτείνει να δοθεί εκ νέου προσοχή στην αρχική διατύπωση του Σύμβολου της Πίστεως. Να “ενθαρρύνει τον ανανεωμένο θεολογικό προβληματισμό για την Τριάδα και τον ρόλο του Αγίου Πνεύματος”»[7]. Φρονούμε ότι η ορθόδοξη αντιπροσωπεία, όφειλε να απαιτήσει απάλειψη της προσθήκης του φιλιόκβε και όχι να εμπλακεί σε ανώφελα και ανούσια λόγια και προβληματισμούς, τα οποία μόνο τους αιρετικούς συνομιλητές τους ευνοούν.
Οι άγιοι Πατέρες σύνταξαν το συγκεκριμένο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, όπως και όλα τα άλλα, κατόπιν βαθειάς μελέτης των Ιερών Γραφών, η οποία συνοδεύονταν από θερμή προσευχή, ταπείνωση, φόβο Θεού και απόλυτη αυτογνωσία για τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και το σπουδαιότερο, μεταφέροντας την εμπειρία του αλάνθαστου εκκλησιαστικού σώματος της τοπικής του Εκκλησίας. Είναι άλλωστε γνωστό πως ουδεμία σχέση είχαν οι συγκλήσεις των Αγίων Συνόδων με τις σύγχρονες θεολογικές συναντήσεις, όπου κυριαρχεί η λογικοκρατία και η ατομική υπεροψία, η απουσία της χάριτος του Θεού, συχνά ο δόλος, το ψέμα και φυσικά ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος. Και για τούτο δεν τελεσφορούν και έχουν καταντήσει «ανούσια και ανόσια παίγνια», κατά την διαβεβαίωση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κυρού Στυλιανού, ο οποίος βίωσε μακροχρόνια, ως μέλος και συμπρόεδρος Θεολογικών Διαλόγων, αυτή την τραγική πραγματικότητα!
Όσον αφορά την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος μόνον από τον Πατέρα, μας διαβεβαίωσε ο ίδιος ο Κύριος, λέγοντας «Όταν έλθη ο Παράκλητος ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού» (Ιωάν.15,26). Το ρήμα «εκπορεύομαι» σημαίνει «προέρχομαι», «απορρέω»[8]. Εν προκειμένω, το Άγιο Πνεύμα απορρέει αενάως από την ουσία του Πατρός. Η αποστολή Του στον κόσμο από τον Υιό, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει «εκπόρευση», «απορροή»! «Εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός» τόνισε ο Χριστός, ακόμα και η αποστολή του στον κόσμο από τον Υιό έγινε «παρά του Πατρός», πόσο μάλλον η προαιώνια υπόστασή Του.
Ο αείμνηστος Καθηγητής Π. Χρήστου έγραψε: «Ενώ οι όροι γεννάσθαι και γέννησις εκφράζουν κατανοητώς ωρισμένο τρόπο προελεύσεως, οι όροι εκπορεύεσθαι και εκπόρευσις δεν απεικονίζουν σαφώς τον τρόπο προελεύσεως του Πνεύματος, διότι ο άνθρωπος δεν έχει παραστάσεις σχετικές με την εκπόρευσι. Γι' αυτό μερικοί Πατέρες σημειώνουν ότι η εκπόρευσις του Πνεύματος είναι άρρητος, δηλαδή δηλώνει μεν την οικειότητα του Πνεύματος με τον Πατέρα, αλλά φυλάσσει απόρρητο τον τρόπο της υπάρξεώς του. Αλλ' αν στο Πνεύμα δεν αποδίδεται η λέξις της γεννήσεως, του αποδίδεται η έννοιά της. Τίποτε το ξένο δεν υπεισέρχεται στην Τριάδα• “ου γαρ αλλότριον επιμίγνυται τη Τριάδι”. Η εκπόρευσις, όπως και η γέννησις, είναι γνώρισμα ομοουσιότητος, και όπως ο Υιός γεννώμενος από τον άκτιστο Πατέρα είναι άκτιστος, έτσι και το Πνεύμα εκπορευόμενο από αυτόν είναι άκτιστο»[9].
Περαίνουμε την ανακοίνωσή μας με την διαβεβαίωση του Καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου: «Οι Έλληνες Πατέρες δεν παρουσιάζουν ποτέ το Πνεύμα να εκπορεύεται και από τον Υιό, όπως άλλωστε υποδεικνύει και το σύμβολο της Β' Οικουμενικής Συνόδου. […] Η δογματική θέσις περί του Αγίου Πνεύματος είχε χαραχθή ολίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνος από τον Μέγα Αθανάσιο και έπειτα από τον Μέγα Βασίλειο με τα κλασικά τους δοκίμια επί του θέματος και διατυπώθηκε επισήμως στο σύμβολο της Β' Οικουμενικής Συνόδου (381). Από τότε άρχισε ο τονισμός της ενεργείας του Πνεύματος από την ορθόδοξη σκέψι»[10]. Θεωρούμε ότι οι συμμετέχοντες στους θεολογικούς διαλόγους με τους αιρετικούς, θα πρέπει να έχουν τους αγίους Πατέρες ως αλάνθαστους οδηγούς, να παραθέτουν τις ερμηνείες αυτών στους αιρετικούς και να τους υποδεικνύουν ως τους αυθεντικούς ερμηνευτές.
Να επισημάνουμε επίσης ότι πολλοί ορθόδοξοι, εκ των θιασωτών της «ενώσεως των εκκλησιών», χωρίς την μετάνοια των αιρετικών και την απόρριψη των πλανών και κακοδοξιών τους, προκειμένου να ξεπεράσουν το «σκόπελο» του φιλιόκβε, τον οποίο δεν διανοούνται οι αιρετικοί παπικοί και Προτεστάντες να απορρίψουν, προσπαθούν να «κατανοήσουν» την πλάνη, «παίζοντας με τις λέξεις», ισχυριζόμενοι ότι δήθεν το κακόδοξο φιλιόκβε είναι αποτέλεσμα της διαφοράς της γλώσσας, διότι στην Λατινική γλώσσα το «εκπορεύεται» μεταφράζεται με το ρήμα «procedit», που σημαίνει «προέρχεται». Αυτή η τακτική δεν πρόκειται να γίνει δεκτή, για τον απλούστατο λόγο, ότι η Αγία Γραφή είναι κάτι περισσότερο από σαφής, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνον από τον Πατέρα, όπως και το Σύμβολο της Πίστεως!
Τέλος τα προειρημένα φληναφήματα, που ειπώθηκαν και συμφωνήθηκαν στην συνάντηση Ορθοδόξων και Λουθηρανών, ουδεμία αξία μπορεί να έχουν, αντίθετα μάλιστα φανερώνουν, πέρα από ενδοτισμό και έλλειψη σοβαρότητας και απουσία φόβου Θεού!
Τέλος να επισημάνουμε πως, και αν ακόμη οι αιρετικοί Λουθηρανοί δεχτούν την απάλειψη του φιλιόκβε από το Σύμβολο της Πίστεως, υπάρχει μια πληθώρα και άλλων κακοδοξιών, τι οποίες πρέπει να αποβάλλουν, προκειμένου να επιτευχθεί «ενότητα» με την ακηλίδωτη Εκκλησία του Χριστού. Ας χαμηλώσουν λοιπόν οι συμμετέχοντες ορθόδοξοι στον διάλογο, τον «πήχη» των προσδοκιών τους και τους άνευ αξίας συναισθηματικούς ενθουσιασμούς τους, για την «επούλωση των αρχαίων διχασμών μεταξύ των κοινοτήτων» και την «κοινή ομολογία πίστη των Οικουμενικών Συνόδων», όπως αναφέρεται στο κοινό ανακοινωθέν, προσγειώνοντας εαυτούς στην δυσοίωνη πραγματικότητα!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
[6] Όπου ανωτέρω
[7] Όπου ανωτέρω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου