«Ἴνδαλμα θεοσεβείας» ὁ Προφήτης Ἠλίας
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
«Τὸν ἔνσαρκον ἄγγελον», «τὸν προφητῶν τὴν κρηπῖδα» τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 20 Ἰουλίου. Τιμᾶ, ὅπως λέει ὁ ὑμνογράφος του, ἐκεῖνον ποὺ «παρανόμους βασιλεῖς ἤλεγξε», «τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης ἐθανάτωσε», «πῦρ ἐν ὕδατι ἀνῆψε», «τροφὴν ἀγεώργητον ἐπήγασε» καὶ «νάματα ἰορδάνεια τῇ μηλωτῇ διέτεμε».
Ἀλλὰ πῶς κατώρθωσε νὰ ἐπιτύχῃ ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμαστά ὁ Ἠλίας; «Ζήλῳ τοῦ Κυρίου πυρούμενος». Πράγματι, ὅπως διαβάζομε στὰ ἀναγνώσματα -Γ’ καὶ Δ’ Βασιλειῶν, κυρίως-, ὁ Ἠλίας πυρωνόταν ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο. Αὐτὸς ὁ ἔνθεος ζῆλος πλήρωνε τὴν ψυχή του καὶ τὸν ὠθοῦσε νὰ ἐλέγχῃ τοὺς ἀσεβεῖς βασιλεῖς, καὶ μάλιστα τὸν Ἀχαὰβ καὶ τὴν Ἰεζάβελ, ποὺ εἶχαν ἀφήσει τὴν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ἀκολουθοῦσαν τὰ εἴδωλα, νὰ ἐλέγχῃ καὶ μάλιστα νὰ θανατώνῃ τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων ποὺ προσέφεραν ἐπαίσχυντες θυσίες σὲ ψεύτικους θεούς, νὰ ἐλέγχῃ καὶ αὐτὸν τὸν «ἀπειθῆ» λαό, ποὺ ἀμφιταλαντευόταν στὴν πίστη, λατρεύοντας πότε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ πότε τοὺς ψεύτικους θεοὺς τοῦ Βάαλ, ἀκολουθῶντας στὴν παρέκκλιση ἀπὸ τὸν ὀρθὸ δρόμο τοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς ἱερεῖς του.
Ὁ ζηλωτὴς Ἠλίας δὲν ἀντέχει τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν ὑποκρισία τῶν ἀρχόντων, τῶν ψευδοϊερέων καὶ τοῦ λαοῦ. Δὲν δρᾶ ὅμως μόνος του ἀλλὰ ἐξ ὀνόματος Κυρίου. «Ζῆ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων…ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ σήμερον», λέει στὸν Ἀχαάβ, καὶ συνεχίζει: «εἰ ἔσται τὰ ἔτη ταῦτα δρόσος καὶ ὑετός, εἰ μὴ διὰ στόματός μου.» (Βασιλειῶν Γ΄, ιζ’ 1). Σ’ αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἔνθεο ζηλωτὴ παραχωρεῖται ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ ἄδεια νὰ καθορίσῃ διὰ στόματός του πότε θὰ ἀνοίξουν καὶ πότε θὰ κλείσουν οἱ οὐρανοί! Μεγάλη τιμή, πράγματι, γιὰ τὸν Ἠλία ποὺ σὲ κάθε του ἐνέργεια ἀφήνεται νὰ καθοδηγῆται ἀπὸ τὸν Κύριο: «καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐποίησεν Ἠλιού, κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου.» (Βασιλειῶν Γ΄, ιζ’ 5).
Αὐτό εἶναι, λοιπόν, τὸ βασικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ θεϊκοῦ ζήλου. Ὁ «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ», στὴν συγκεκριμένη περίπτωση ὁ Ἠλίας, ποὺ ἐμφορεῖται ἀπὸ τὸν θεϊκὸ ζῆλο, ἐπιλέγεται ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς ὄργανο τῆς ἀποστολῆς Του. Ἔχει τὴν συνείδηση ὁ Ἠλίας ὅτι ἐκπληρώνει θεϊκὸ ἔργο, γι’ αὐτὸ καὶ λέει «Ζεῖ ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων» καί «εἰ μὴ διὰ στόματός μου», διότι ὁ ἴδιος εἶναι ἁπλῶς τὸ μέσον γιὰ νὰ ἐνεργήσῃ ὁ Κύριος. Ἔτσι, μὲ τὴν προσευχή του στὸν Θεὸ ἀνοίγουν καὶ κλείνουν θαυματουργικὰ οἱ οὐρανοί, ἀνασταίνεται ὁ γιὸς τῆς χήρας, ἡ ὁποία τὸν ἔτρεφε, ἐπίσης, θαυματουργικὰ τὸν καιρὸ τῆς ἀνομβρίας, ποὺ ὁ ἴδιος προκάλεσε, ὅπως εἴπαμε, μὲ τὴν προσευχή του. Αὐτὴν τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς ἐν ὀνόματι Κυρίου τὴν ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος στὴν ἐπιστολή του: «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη. Ἠλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν, καὶ προσευχῇ προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι, καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς ἐνιαυτοὺς τρεῖς καὶ μῆνας ἕξ· καὶ πάλιν προσηύξατο, καὶ ὁ οὐρανὸς ὑετὸν ἔδωκε καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν καρπὸν αὐτῆς.» (Ἰακ. ε’, 17-18)
Ἐὰν δὲν εἴχαμε τὴν ἑρμηνεία τῶν θεοφώτιστων Πατέρων, θὰ κινδυνεύαμε νὰ παρασυρθοῦμε καὶ νὰ ἑρμηνεύσωμε αὐτὸ τὸ χωρίο ἀνθρωπίνως, ὡς ἑξῆς: Τόσο ἀλαζόνας ἦταν ὁ Ἠλίας νὰ πιστεύῃ ὅτι μπορεῖ «διὰ στόματός του» νὰ προκαλέσῃ βροχή; Ἀντιθέτως, μάλιστα! Οἱ ἐνέργειές του δὲν δείχνουν ἀλαζονεία, ἀλλὰ πίστη ἢ μᾶλλον ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ποὺ παραχωρεῖ στὸν δοῦλο Του χῶρο νὰ δράσῃ πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ γιὰ ἀφύπνιση τῶν ἀνθρώπων Του.
Λέει, χαρακτηριστικά, ὁ Βασίλειος Σελευκείας: ««Ὦ φιλανθρωπία Δεσπότου!», ποὺ παραχώρησε στὸν δοῦλο Του «τὰς ἡνίας τῆς κτίσεως» (PG 85, 149Α). Ἄρα, ἡ ἐμπιστοσύνη εἶναι ἀμοιβαία. Γνωρίζει ὁ Κύριος τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Ἠλία καὶ τὸν ἀφήνει νὰ τὸν ἀξιοποιήσῃ πρὸς δική Του δόξα ἀλλὰ καὶ πρὸς ὄφελος τοῦ δούλου Του καὶ τῶν ὑπολοίπων, ὥστε οἱ μὲν χλιαροὶ νὰ ἀφυπνιστοῦν, οἱ δὲ δειλοὶ καὶ φοβισμένοι νὰ ἐνισχυθοῦν. Ἔτσι, ὅταν λ.χ. ὁ Ἠλίας προσεύχεται, στὸ Καρμήλιο ὄρος, νὰ ἀνάψῃ φωτιὰ στὸ θυσιαστήριο, λέει: «Καὶ γνώτωσαν ὁ λαὸς οὗτος ὅτι σὺ εἶ μόνος Κύριος, ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, καὶ ἐγὼ δοῦλος σὸς καὶ διὰ σὲ πεποίηκα ταῦτα πάντα.» (Βασιλειῶν Γ΄, ιη’ 36), ὁ δὲ παρασυρμένος ἀλλὰ καλοπροαίρετος λαός, μετὰ ἀπὸ τὸ θαῦμα «ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ εἶπεν: Ἀληθῶς Κύριος ὁ Θεός, αὐτὸς ἔστιν ὁ Θεός.» (ὅ. π. 39). Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τιμωρεῖ ὁ Ἠλίας τοὺς ἀμετανοήτους ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, ποὺ δὲν πίστεψαν οὔτε τότε (ὅ. π. 40).
Ἀλλὰ κι ὅταν ὁ Ἠλίας κλονίστηκε, πιστεύοντας ὅτι ἔχει ἀπομείνει «μόνος, μονώτατος» καὶ κινδυνεύει ἡ ζωή του, ὁ Κύριος τοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ἑπτὰ χιλιάδες πού «δὲν ἔκλιναν γόνυ τῷ Βάαλ » (Βασιλειῶν Γ΄, ιθ’ 18). Ποῦ ἦταν ἀλήθεια ὅλοι αὐτοί; Κρυμμένοι ἀπὸ φόβο στὶς ἐρημιὲς καὶ στὶς ὀπὲς τῆς γῆς, περιμένοντας μὲ ὑπομονὴ νὰ περάσῃ ὁ κίνδυνος καὶ νὰ λάμψῃ ἡ ἀλήθεια. Ἔτσι, καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Β’ παρουσία, ὅταν καὶ πάλι ἐμφανιστοῦν ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἐνὼχ νὰ κηρύξουν ἐνάντια στὸν ἀντίχριστο, οἱ μὲν πιστοὶ καὶ δίκαιοι θὰ ἐνισχυθοῦν, οἱ δὲ πεπλανημένοι θὰ χλευάζουν καὶ θὰ παραμείνουν ἀμετανόητοι (Ἀποκάλυψη, κεφ. ια’ 1-14).
Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ Ἠλίας εἶναι ἕνας ἔνθεος ζηλωτὴς μὲ θαυμαστὴ δράση, ὁ Κύριος τοῦ ἐπιφυλάσσει τὴν ξεχωριστὴ τιμὴ νὰ τὸν ἀναλάβῃ στοὺς οὐρανούς. Ὅμως ὁ Ἠλίας, παρὰ τὴν δράση του, παραμένει ἕνας «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» μὲ ἀδυναμίες, ὅπως ἀναφέραμε, δειλιάζει καὶ ἐκεῖνος καὶ φοβᾶται. Ἐξ ἄλλου, παρὰ τὴν θερμή του δράση, ἔχει περιορισμένα ἀποτελέσματα: μπορεῖ νὰ ἐπηρεάσῃ τοὺς δικαίους καὶ νὰ ἀφυπνίσῃ τοὺς καλοπροαιρέτους. Γι’ αὐτό, ἰσχυρίζεται ὁ Χρυσόστομος, τὸν ἀναλαμβάνει ὁ Κύριος, τὸν μεταθέτει στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ κατέβῃ στὴν συνέχεια ὁ Ἴδιος νὰ καλέσῃ σὲ σωτηρία τοὺς ἁμαρτωλούς (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, P.G. 56, 586). Ἄλλωστε, ὁ Κύριος ἦλθε ὄχι γιὰ νὰ καλέσῃ δικαίους ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς στὴν μετάνοια (Ματθ. θ’, 13).
Γιὰ νὰ δοῦμε τώρα! Ἔχει ἀναλογίες ἡ δική μας ἐποχὴ μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἠλία (8ος-9ος αἰώνας π.Χ.); Μήπως χωλαίνομε καὶ μεῖς στὴν πίστη καὶ δουλεύομε «δυσί Κυρίοις», καὶ στὸν Χριστὸ καὶ στὸν μαμωνᾶ; Μήπως, ἐπηρεαζόμενοι καὶ μεῖς ἀπὸ τοὺς κατὰ πλειοψηφία ἀσεβεῖς καὶ ἀθέους ἄρχοντές μας, λατρεύομε ψεύτικους θεοὺς καὶ εἴδωλα, π.χ. τὸν χρυσὸ ἀντὶ γιὰ τὸν Χριστό; Μήπως, πάλι, εἴμαστε φιλόδοξοι καὶ φιλήδονοι; Μήπως εἴμαστε ἐκμεταλλευτὲς τῶν ἀδελφῶν μας, ἤ, ἀκόμη χειρότερα, μήπως κωφεύομε καὶ ἀδιαφοροῦμε στὸν πόνο καὶ στὴν ἀδικία γύρω μας;
Ἐὰν ἔστω καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ παραπάνω κάνωμε, χρειαζόμαστε καὶ μεῖς, σήμερα, ἕναν Ἠλία νὰ μᾶς ταρακουνήσῃ μὲ τὸ κήρυγμά του, μήπως καὶ ἀφυπνιστοῦμε καὶ συνέλθωμε, ὅσο εἶναι ἀκόμη καιρός. Ἐὰν εἴμαστε ἁπλᾶ πλανημένοι καὶ ὄχι συνειδητὰ ἁμαρτωλοί, τότε ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ μετανοήσωμε. Ἐὰν ὅμως ἔχωμε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ ταυτίζωμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὰ εἴδωλα ποὺ λατρεύομε, τότε νοσοῦμε νόσον ἀνίατον, καὶ μόνον ἐὰν μετανοήσωμε, θὰ ἀποφύγωμε τὴν τύχη τῶν ἱερέων τῆς αἰσχύνης καὶ παντὸς ἀθεράπευτα ἀμετανοήτου!
Ἐπειδή, ὅμως, ὁ Θεὸς θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Τιμόθεον Α’, β’ 4), ἂς τὸν παρακαλέσωμε θερμῶς νὰ μᾶς φωτίσῃ, ὥστε νὰ θελήσωμε τὴν σωτηρία μας. Παραλλήλως, δέ, ἂς προσευχώμαστε μὲ πίστη, ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή, στὸν δοῦλο Του, Ἠλία, ποὺ συνομιλοῦσε μὲ τὸν Κύριο, νὰ βοηθήσῃ καὶ ἐμᾶς νὰ ἀνοίξωμε ἕνα κανάλι ἐπικοινωνίας μαζί Του, ὥστε ἐνισχυόμενοι ἀπὸ τὴν χάρη Του καὶ μὲ τὸν προσωπικό μας ἀγῶνα, νὰ τὸν συναντήσωμε καὶ μεῖς «οὐ συσσεισμῷ ἀλλ’ ἐν αὔρᾳ λεπτῇ», ὅπως καὶ ὁ Ἠλίας, γιὰ νὰ ἀπολαύσωμε τὴν ἀγάπη Του καὶ νὰ γευθοῦμε τὰ πλούσια ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας Του, «νῦν καὶ ἀεί» καὶ στοὺς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν! Γένοιτο!
Πηγὴ γιὰ τὰ ὑμνογραφικὰ χωρία: Μηναῖον Ἰουλίου, Κ’ τοῦ μηνός, Ἔκδ. Δ’ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2022, σσ. 266-289.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου