ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ[1]
Ἱεροθέου Κρητικοῦ, Διακόνου
1. Εἰσαγωγικά
v Ἡ σημερινή δυστοπική κοινωνία & τρόπος σωτηρίας.
Ἡ κοινωνία μας χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἄρνηση τοῦ ὡραίου καί τῶν ἀξιῶν. Ἡ ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια καί τά ἐξευγενισμένα ἤθη, ὅπως τά ἐξέθρεψε τό ἑλληνικό πνεῦμα καί τά ἀνέπτυξε ὁ χριστιανισμός χάριν τῆς «καινῆς πίστεως», τά προάγοντα κάθε ἀνθρώπινη ὀντότητα, ἐκπίπτουν καί ἐξοντώνονται καθημερινά, θυσιαζόμενα στό βωμό ἑνός ἕρποντος σκοταδισμοῦ. Οἱ ἡγέτες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐνδεεῖς οἱ ἴδιοι ἀπό ἰδανικά καί καταπίπτοντας σέ ἀνατροπεῖς τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν καί τῆς διαχρονικῆς σοφίας, προάγουν τήν ἐξαχρείωση καί τή διαφθορά.
Δυστυχῶς, ἀλλοιωμένες καί ἀπαλλοτριωμένες συνειδήσεις ἀποθεώνουν τό παράλογο καί γίνονται δέσμιες ματαιοτήτων. Ἡ ἀποσύνθεση, ἡ σήψη, ἡ ἀπαξίωση τῆς ζωῆς καί τοῦ νοήματος αὐτῆς εἶναι τά κύρια γνωρίσματα αὐτῆς τῆς δυστοπικῆς κοινωνίας. Μέ ἐναγώνιο ἀνασασμό οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νά γεμίσουν τό κενό τῆς ἐρεβώδους ψυχῆς, ἀλλά, δυστυχῶς, μή γνωρίζοντας, ποῦ νά ἀπευθυνθοῦν, ποῦ νά βροῦν τό ζωντανό καί γάργαρο ὕδωρ καί τήν ἀποκαραδοκία συνόλου τῆς ἀνθρωπότητας, παραπαίουν καί περιφέρονται τῆδε κακεῖσε σέ τόπους ἄνυδρους καί θυελλώδεις, οἱ ὁποῖοι διά τῆς προσφορᾶς τους ἐθίζουν τό κοινό στόν ἐκμαυλισμό.
Γενεσιουργός καί κινοῦσα αἰτία τῆς καταθλιπτικῆς αὐτῆς ἐπήρειας εἶναι ἡ αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, ἡ καταδίκη τοῦ Θεοῦ σέ θάνατο ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἡ ἐξορία τοῦ ἀνθρώπου μακράν τῆς ζωῆς του καί ἡ ἀνεξαρτητοποίηση τοῦ δημιουργήματος ἀπό τό Δημιουργό του. Ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά ζήσει μόνο γιά τόν ἑαυτό του. Νομίζει ὅτι μπορεῖ νά ἐπιβιώσει χωρίς καμιά ἐξάρτηση καί ἀναφορά στό Θεό. Ἀγαπάει τή ζωή σέ αὐτόν τόν κόσμο ὡς αὐτοζωή καί αὐτοσκοπό, ἐγκλωβιζόμενος σέ ἕναν ἀτέρμονο αἰωνισμό.
Μοναδική ἐλπίδα καί τρόπος διαφυγῆς ἀπό αὐτή τή δύσοσμη πραγματικότητα εἶναι ἡ στροφή μας πρός τήν πατρώα παράδοση καί ὁ ἐναγκαλισμός τῆς ἀτμόσφαιρας τῶν πνευματέμορφων μορφῶν, δηλαδή αὐτῶν τῶν προσώπων, πού, στήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐξέφρασαν τή θεία πραγματικότητα, μέ τήν ἐμπειρία τοῦ θείου, πρωτίστως, καί τή διδασκαλία τους, στή συνέχεια. Αὐτά τά πρόσωπα μίλησαν μέ τήν ἐπίνευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἐξέφρασαν τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, καθιστώντας τή διδασκαλία τους ἰσοστάσια καί ἰσόκυρη πρός τήν Ἁγία Γραφή καί γενόμενοι ἀλάθητοι καί ἀπλανεῖς ὁδοδεῖκτες τῶν ἀνθρώπων κάθε ἐποχῆς. Τά πρόσωπα αὐτά ὀνομάζονται Πατέρες καί Διδάσκαλοι.
v Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης καί ἡ Κλῖμαξ τοῦ Παραδείσου[2].
Ἕνας τέτοιος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, πρότυπο καί ὑπόδειγμα τοῦ χριστιανικοῦ βίου, πού παρουσιάζει τόν ἄνθρωπο ὅπως πραγματικά πρέπει νά εἶναι καί πού διασώζει τή γνήσια ἀνθρώπινη εἰκόνα, εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης. Ἔζησε τόν ἕκτο αἰώνα, μέ γενέτειρά του μάλλον κάποια παραλιακή πόλη τῆς Νότιας Παλαιστίνης. Σέ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν μετέβη στό Σινᾶ καί γιά πολλά χρόνια ἀγωνίστηκε ὡς ὑποτακτικός σέ κάποιο γέροντα. Μετά τό θάνατο τοῦ τελευταίου, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀκολούθησε τήν ἡσυχαστική ζωή καί ἔζησε ἀπομονωμένος ὡς ἐρημίτης.
Σέ προχωρημένη πλέον ἡλικία ἐκλέχθηκε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης Σινᾶ. Διετέλεσε γιά μιρκό χρονικό διάστημα ἡγούμενος καί ξανάφυγε γιά τήν ἐρημική ζωή. Ἐκεῖ συνέταξε τό περίφημο σύγγραμμα Κλῖμαξ τοῦ Παραδείσου, ἔπειτα ἀπό παράκληση τοῦ Ἰωάννου, ἡγουμένου τῆς Ραϊθοῦς, νά ἀποστείλει συστηματική περιγραφή τῆς κανονικῆς μοναστικῆς ὁδοῦ. Ἡ ἰδέα τῆς Κλίμακας εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπό τό ὅραμα τοῦ Ἰακώβ καί ἡ φιλολογική ἐξέταση τοῦ κειμένου μαρτυρεῖ ὅτι ἔχει ὕφος ἁπλοϊκό καί γλώσσα σχεδόν δημώδη. Βρίθει παρομοιώσεων, παροιμιῶν καί ρητῶν τῆς καθημερινῆς ζωῆς, καθώς ἐπίσης τό κείμενο εἶναι περιεκτικό σέ στοιχεῖα νηπτικῆς θεολογίας καί προσωπικῶν ἐμπειριῶν τοῦ συγγραφέως, χωρίς νά παραλείπονται ἀναφορές στήν προγενέστερη πατερική παράδοση.
Ὁ ἀριθμός τῶν κεφαλαίων τῆς Κλίμακας τοῦ Παραδείσου ἀνέρχεται σέ τριάντα καί εἶναι ἐμπνευσμένος ἀπό τήν ἡλικία τῆς ὡριμότητας κατά τήν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἄρχισε τή δημόσια δράση του. Ἀρχικά, περιγράφεται τό πρῶτο στάδιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, πού συνίσταται στήν ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο, τήν ξενιτεία (κεφ. 1-3). Ἐπακολουθεῖ ἡ περιγραφή τοῦ μοναχικοῦ ἀγώνα μέ τήν κατηγοριοποίηση τῶν ἀρετῶν καί κακιῶν· λύπη, ὑπακοή, μετάνοια, μνήμη θανάτου, πένθος, ἀοργησία, μνησικακία, καταλαλιά, σιωπή, ψεῦδος, ἀκηδία κ.λπ. (κεφ. 4-26). Τά τελευταῖα κεφάλαια ἀφοροῦν στήν τελείωση πού εἶναι ἡ ἡσυχία, ἡ προσευχή, ἡ ἀπάθεια καί ἡ ἀγάπη (κεφ. 27-30). Στό τέλος ὑπάρχει ἕνα παράρτημα μέ τά καθήκοντα τοῦ ποιμένα, πού φέρει τόν τίτλο Λόγος πρός τόν Ποιμένα.
v Κείμενο μόνο γιά μοναχούς;
Ἡ Κλῖμαξ τοῦ Παραδείσου γράφτηκε κυρίως γιά μοναχούς. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τήν γράφει ἔχοντας πάντοτε στό νοῦ του τίς συνθῆκες καί τό περιβάλλον τῆς μοναστικῆς ζωῆς. Παρά ταῦτα ἡ Κλῖμαξ ἦταν ἕνα βιβλίο πού διαβάστηκε καί διαβάζεται ἀκόρεστα ὄχι μόνο ἀπό ἀρχάριους καί πεπειραμένους μοναχούς, ἀλλά ἀκόμα καί ἀπό τό λαϊκό στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀγάπη πρός αὐτό τό βιβλίο, ὄχι μόνο μέσα στά μοναστήρια, φανερώνεται καί ἀπό τό γεγονός τοῦ πλήθους χειρόγραφων ἀντιγράφων, πού στά ἑλληνικά μόνο ἀνέρχονται σέ περισσότερα ἀπό ἑπτακόσια[3]. Ὁ Kallistos Ware σημειώνει ὅτι ἡ ἐπίδραση τῆς Κλίμακας εἶχε καί ἔχει τέτοια δυναμική στόν ἀνατολικό ὀρθόδοξο χριστιανικό χῶρο, πού εἶναι ἀνάλογη μέ τό ἔργο Ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θωμᾶ Κεμπισίου στή Δύση[4].
Ἄλλωστε ἡ θεραπευτική πρόταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, τό εὐαγγέλιο, οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἡ ἡσυχαστική παράδοση, ἡ μυστική ὁδός τῆς θεογνωσίας, ἡ ἄσκηση, ἡ ἡσυχία, ἡ νήψη καί ἡ νοερά προσευχή ἀφοροῦν ὄχι μόνο στούς ἐραστές τῆς μοναστικῆς πολιτείας, ἀλλά καί σέ αὐτούς τούς λαϊκούς. Ὁ τρόπος κάθαρσης τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη, τοῦ φωτισμοῦ καί τοῦ δοξασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἴδιος σέ ὅλους τούς χριστιανούς, εἴτε αὐτοί εἶναι ἔγγαμοι, εἴτε ἄγαμοι, εἴτε μοναχοί. Ἡ ἄσκηση, πού συνιστᾶ τό χριστιανικό ἦθος, εἶναι ἡ κοινή συνισταμένη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, πού πολεμήθηκε ἀπό τό σχολαστικισμό καί τόν ὀρθολογισμό τῆς δυτικῆς σκέψης, εἶναι ὁ «συντονισμός ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ψυχοσωματικῆς ἑνότητας, μέ σκοπό τήν κάθαρση τῆς καρδίας καί τόν φωτισμό»[5]. Πρός ἀπόδειξη τοῦ κοινοῦ ἀσκητικοῦ ἤθους σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐπομένως καί τῆς μελέτης τοῦ ἐν λόγῳ ἀσκητικοῦ κειμένου τοῦ σιναΐτη πατέρα ἀπό λαϊκούς, εἶναι ἡ παρακολούθηση τοῦ χριστιανισμοῦ μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική γραμματεία ὅλων τῶν αἰώνων, στήν ὁποία παρουσιάζεται ὁ χριστιανισμός, ὄχι ὡς βολικός στά ἀνθρώπινα πάθη καί τίς ἀδυναμίες ἤ σάν θρησκεία χαρᾶς καί αἰσιοδοξίας μέ τήν κοσμική ἔννοια, ἀλλά ὡς ἀσκητικός καί φυγόκοσμος[6]. Αὐτό ἀναμφισβήτητα πρέπει νά ἀποτελεῖ καί τό κυριότερο ἐπιχείρημα. Ἐάν ἀναπολήσουμε τό παρελθόν, κατά τή βυζαντινή περίοδο, προκειμένου νά βροῦμε περαιτέρω ἐπιχειρήματα, θά μποροῦσε μεταξύ ἄλλων νά ἀναφερθεῖ ἡ γνώμη κάποιων «περί ἐκμοναχισμοῦ καθόλου τῆς ζωῆς τῶν Βυζαντινῶν», ἄν καί δέν μπορεῖ κάποιος νά ἀποφανθεῖ αὐθεντικά σχετικά μέ αὐτό τό θέμα[7]. Ἐρχόμενοι καί στό πρόσφατο σχετικά παρελθόν βλέπουμε τό φιλοκαλικό κίνημα, γνωστό καί ὡς κίνημα τῶν Κολλυβάδων, πού ξεκίνησε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος στά τέλη τοῦ 18ου αἰ., πού θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει καί αὐτό ἕνα ἀτράνταχτο ἐπιχείρημα τοῦ κοινοῦ χριστιανικοῦ ἀσκητικοῦ ἤθους τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτό τό κίνημα ἐπηρέασε βαθύτατα ὄχι μόνο τό θρησκευτικό ἑλληνικό χῶρο, ἀλλά καί τή θρησκευτικοκοινωνική ζωή στή Μολδαβία καί τή Ρωσία[8].
Παρά τό γεγονός λοιπόν ὅτι ἡ Κλίμακα ἀφορᾶ ὅλους τούς χριστιανούς, ὡστόσο ὀφείλουμε νά ἐπιστήσουμε τήν προσοχή στόν τρόπο μελέτης της. Ἀναμφισβήτητα γιά μιά ἀπλανή μελέτη τῆς Κλίμακας εἶναι ἀπαραίτητο νά κοσμεῖται ὁ ἀναγνώστης ἀπό ταπεινοφροσύνη, πνεῦμα μαθητείας καί «πενθική διάθεση». Ὅταν ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι δημοσίευσε τή φιλοκαλική συλλογή στή σλαβονική, φοβόταν μήπως ἡ ἔκδοση τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς διδασκαλίας βλάψει τούς ἀνέτοιμους πνευματικά νά τή δεχθοῦν. Ὁ ἴδιος φόβος, ἴσως, ὑπάρχει καί στή μελέτη τοῦ σιναϊτικοῦ κειμένου. Γι’ αὐτό ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση, θεωρεῖται, αὐτό πού πρότεινε καί ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφκι, δηλαδή τήν ὕπαρξη πνευματικῶν ὁδηγῶν, πού θά κοθοδηγοῦν κατάλληλα τούς ἀναγνῶστες τῆς Κλίμακας [9].
2. Ἡ μελέτη τῆς Κλίμακας μέσα στήν οἰκογένεια.
Ἐρχόμενος τώρα εἰδικώτερα στό θέμα τῆς μελέτης τῆς Κλίμακας τοῦ Παραδείσου μέσα στό οἰκογενειακό περιβάλλον, πρέπει νά τονίσω ὅτι ἡ ἀγωγή τῶν νέων ἀντί νά βελτιώνεται, δυστυχῶς, χειροτερεύει καί ὁ θεσμός τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας διέρχονται τρομερή κρίση, διότι ὑπάρχει μιά λανθάνουσα ἄποψη γιά τή μόρφωση τῶν παιδιῶν. Τά σχέδια τῶν γονέων γιά τά παιδιά τους περιορίζονται ἀποκλειστικά μόνο στό νά ἐπιτύχουν ἐπαγγελματικά στή ζωή καί στό νά εὐημεροῦν. Μόρφωση ὅμως χριστιανική σημαίνει «νά βοηθοῦμε τά παιδιά μας νά ἀποκτήσουν αὐτό πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει ‘μορφή Θεοῦ’…Ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει γιά τόν Χριστό ὅτι: ‘ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων’, ἔλαβε ‘μορφήν δούλου’…Όλα ὅσα θά ἀναφέρουμε ἀφοροῦν αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο: ποιά μορφή ὑπάρξεως ἐπιθυμοῦμε γιά τά παιδιά μας»[10].
v Ἡ οἰκογένεια ἕνα εἶδος κοινόβιου. Ὑπακοή. Ἀγάπη.
Τό πρῶτο πράγμα πού ἔρχεται στό νοῦ μου, ἀντιπαραβάλλοντας τήν Κλίμακα μέ τήν οἰκογενειακή ζωή, εἶναι ἡ θεωρία τοῦ κοινόβιου ὡς μικρογραφία τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς οἰκογένειας ὡς ἕνα εἶδος κοινοβίου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὁρίζοντας τήν κοινοβιακή ζωή, λέγει: «Κοινόβιόν ἐστιν ἐπίγειος οὐρανός»[11] καί αὐτό τό ἀναφέρει στό λόγο περί ὑπακοῆς. Δέν θά ἦταν παράλογο νά ποῦμε ὅτι, ὅπως ὁ ἅγιος δίνει τήν εἰκόνα τῆς ἀντιστοιχίας πού ὑφίσταται μεταξύ Θεοῦ καί κοινοβίου, ἔτσι συμβαίνει καί μέ τή χριστιανική οἰκογένεια.
Ἡ μοναστική, ἀλλά καί ἡ οἰκογενειακή ζωή, ἔχουν ὡς κύριο γνώρισμά της τήν ἐκκοπή τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, αὐτό δηλαδή πού ἐκφράζεται μέ τήν ἁπλή ἔκφραση πού λέμε ὅλοι μας: «κατά τή γνώμη μου». Ἡ γνώμη στασιάζει ἔναντι τῆς φύσης καί, ὅταν κυριαρχήσουν οἱ γνωμικές ἐτερότητες, τότε τό ὄν παρεκκλίνει ἀπό τή φυσική φορά πού εἶναι νά προκόψει στήν ὁμοίωση μέ τό Θεό. Τό γνωμικό θέλημα δηλώνει τή διαφοροποίηση τοῦ θελήματος ἀπό τήν καθολική βούληση καί τό ἕνα θέλημα, πού εἶναι ἡ μία βούληση καί τό ἕνα θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ διαφοροποίηση ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀδυνατεῖ νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν κατά χάρη θέωση καί γι’ αὐτό ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία, τό κοινόβιο ἤ ἡ οἰκογένεια ὡς μικρογραφία αὐτῆς, νά θεραπεύσει αὐτό τό θέλημα μέσω τῆς ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως στό κοινόβιο ὑπάρχει ἡ ὑπακοή, ἔτσι καί μέσα στήν οἰκογένεια. «Η υπακοή οικοδομεί και το ίδιον θέλημα αποδομεί. Ένα παιδί πρέπει να μάθει να είναι υπάκουο στους γονείς του όπως και στον Θεό. Θα θυμάται τα λόγια των γονιών του για όλη του τη ζωή και θα σέβεται πάντοτε τους γέροντες, κι όχι μόνο αυτούς αλλά και τους νεότερούς του. Θα είναι ευγενικός και προσεκτικός με τους πάντες»[12]. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἐλευθερία. Ἡ ἀνυπακοή διατηρεῖ τήν ἰδιορρυθμία[13], κατά τόν σιναΐτη πατέρα. «Ιδιόρρυθμος είναι αυτός που έχει επιλέξει ο χαρακτήρας του, οι συνήθειές του, το ‘αυτός είμαι εγώ’, ακόμη και οι στόχοι του, να μη λαμβάνουν υπ’ όψιν τον άλλο σε μία σχέση, αλλά να απαιτούν από εκείνον να προσαρμοστεί στα δικά του δεδομένα»[14]. Αὐτή ἡ ἰδιορρυθμία εἶναι αἰτία τῶν συγκρούσεων καί τῆς διάλυσης τῆς σχέσης. Καί ἄν εἶναι αἰτία συγκρούσεων, τότε ἀναμφισβήτητα αἰτία εἶναι ὁ ἐγωισμός καὶ ἐπομένως ἡ ἔλλειψη ἀγάπης, γιατί ἡ ἀγάπη ἔχει ὡς σημάδι της τήν ὑπακοή.
Ὅλη ἡ χριστιανική ζωή βέβαια μέσα στό κοινόβιο, ὅπως καί μέσα στήν οἰκογένεια, πραγματώνεται στή σταυρική ἀγάπη, τήν κατακόρυφη (σχέση Θεοῦ-ἀνθρώπου) καί τήν ὁριζόντια (σχέση τῶν μελῶν τοῦ κοινοβίου ἤ τῆς οἰκογένειας μεταξύ τους). «Ἀγάπη κατά μεν ποιότητα ὁμοίωσις Θεοῦ…μέθη ψυχῆς…θάλασσα ταπεινότητος». Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι μιά στατική κατάσταση, ἀλλά μέσα της ἔχει μιά δυναμική. Αὐτή ἡ προσωπική καί ὑπαρξιακή κατάσταση, χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη ὁμοίωση Θεοῦ. Ὅσο περισσότερο κανείς ἀγαπᾶ, τόσο περισσότερο ὁμοιάζει στό Θεό. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἄλλη θά ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος ὅτι «ὁ ἀγαπῶν τὸν Κύριον, τὸν ἀδελφὸν αυτοῦ προηγάπησεν. Ἀπόδειξις γὰρ τοῦ προτέρου τὸ δεύτερον»[15]. Ἡ ἀγαπητική αὐτή διάθεση τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου ἐπεκτείνεται ἀκόμα καί στόν «ἄσωτο» ἀδελφό, γονέα, σύζυγο καί παιδί, πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό περιβάλλον τῆς οἰκογένειας. Ἡ ἀγαπητική προσέγγιση τοῦ ἀπομακρυσμένου καί ἀνανήψαντος μέλους τῆς οἰκογένειας ἀπαιτεῖ τήν ξανατοποθέτησή του στίς καρδιές τῶν ὑπόλοιπων μελῶν. Κάθε ἔννοια ἐχθρότητας καί ἀναλγησίας εἶναι ἀποῦσα, ἀφοῦ τά μέλη τῆς ἀδελφότητας ἤ τῆς οἰκογένειας ἐκφράζουν τή χριστιανική ἀγάπη καί συγχωρητικότητα, ὀδυνόμενα καί δακρύζοντα γιά τήν ψυχική ἤ σωματική συμφορά πού βρῆκε τό ἀπομακρυσμένο μέλος[16].
v «Προσευχή ἐστι…κόσμου σύστασις».
Ἡ ὅλη ζωή τῆς οἰκογένειας, τῆς μικρογραφίας τῆς κοινωνίας, εἶναι ἀπαραίτητο νά στρέφεται γύρω ἀπό τήν προσευχή. Πρέπει νά προσέξουμε τό πολυσήμαντο τῶν λέξεων «κόσμου σύστασις», μέ τίς ὁποῖες ὁ ἱερός συγγραφέας «επιθυμεί να υπογραμμίσει την αλήθεια ότι με την ενέργεια της προσευχής, όσο και όπου αυτή γίνεται, επιτυγχάνεται σύσταση του κόσμου, που είχε διασπασθεί μετά το προπατορικό αμάρτημα. Κόσμος σ’ αυτή την περίπτωση είναι για τον Σιναΐτη Ιωάννη η αρμονία μεταξύ δημιουργίας και δημιουργού. Με την προσευχή επιτυγχάνεται η υπέρβαση της δυσαρμονίας στις σχέσεις ανθρώπου και Θεού και έτσι έχουμε την πραγμάτωση του κόσμου»[17]. Ἔτσι γίνεται κατανοητό ὅτι καί ἡ αὐθεντική κατάσταση τῆς οἰκογένειας εἶναι ἡ προσευχή. Ὅσο ἡ οἰκογένεια, καί ἐν γένει ὁ ἄνθρωπος, ἀπομακρύνεται ἀπό τό Θεό καί παραμένει σέ μιά κατάσταση κατά τήν ὁποία εἶναι διαταραγμένη ἡ σχέση της μέ τό Θεό, τότε ἀναμφισβήτητα κινεῖται πρός τό μηδενισμό, δηλαδή πρός τό θάνατο, ἐπηρεάζοντας καί ὅλο τόν ὑπόλοιπο κόσμο. Ἐάν, λοιπόν, ὁ κόσμος φτιάχνεται μέ τήν προσευχή, ἐάν ἡ προσευχή εἶναι «κόσμου σύστασις», τότε εἶναι καί «οἰκογένειας σύστασις», εἶναι διατήρηση τῆς οἰκογένειας καί συμφιλίωσή της μέ τό Θεό.
Μέσα ἀπό τήν Κλίμακα θά μάθει ἡ οἰκογένεια νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα στό Θεό μέ τή μονολόγιστη εὐχή. Πράγματι ποιό μεγαλύτερο ὄφελος θά μποροῦσε νά ὑπάρξει ἀπό τήν ἄσκηση τῆς οἰκογένειας στή μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»; Ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά πλησιάσει κανείς τό Θεό εἶναι αὐτή ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τονίζοντας ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος συγγραφέας τή βαρύτητα αὐτῆς τῆς μονολόγιστης εὐχῆς ἔναντι τῆς πολυλογίας[18]. Ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειας σέ ὅ,τι κάνουν μποροῦν νά χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ: «Πορευόμενος, προσευχῇ ὁπλίζου· καταλαβὼν, τὰς χεῖρας διαπέτασον, Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους· οὐ γάρ ἐστιν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς ἰσχυρότερον ὅπλον»[19], ἀλλά ταυτόχρονα νά ἀφιερώνουν ἰδιαίτερο χρόνο καί ἰδιαίτερο χῶρο, ἡσυχαστικό, σέ αὐτήν τήν ἄσκηση· «ἡ ἡσυχία ἐστὶ ἀδιάσπαστος Θεῷ λατρεία, καὶ παράστασις· ἡ Ἰησοῦ μνήμη ἑνωθήτω τῇ πνοῇ σου καὶ τότε γνώσῃ ἡσυχία ὠφέλειαν»[20].
3. Θεραπεία διαχρονικῶν κοινωνικο-οικογενειακῶν προβλημάτων.
Τέλος πάντων, ἐάν ἔπρεπε νά ἀναφερθῶ σέ ὅλα ὅσα μπορεῖ ἡ οἰκογένεια νά πάρει ἀπό τήν Κλίμακα, δέν θά μέ ἔφτανε ὁ χρόνος καί θά χρειαζόταν σειρά ὁμιλιῶν μόνο γι’ αὐτό τό θέμα. Ἀρκούμενος μόνο στά λίγα πιό πάνω, δηλαδή τήν ἀγάπη, τήν ὑπακοή καί τήν προσευχή μέσα στήν οἰκογένεια, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ στό λίγο χρόνο πού ἀπομένει νά ἀναφερθῶ σέ κάποια γενικά ὀφέλη τῆς οἰκογένειας ἀπό τήν Κλίμακα.
v Χάσμα τῶν γενεῶν καί Κλίμακα.
Ἕνα ἀπό τά διαχρονικά προβλήματα, πού μπορεῖ νά θεραπευτεῖ μέ τή μελέτη τῆς Κλίμακας εἶναι τό λεγόμενο «χάσμα τῶν γενεῶν» καί τό ἐπικοινωνιακό ρήμγα μεταξύ τῶν δύο μερῶν, τῶν νέων καί τῶν μεγαλυτέρων, πού ἀποτελοῦν μιά πραγματικότητα διαρκῶς παροῦσα στήν καθημερινότητά μας. Εἶναι ἕνα φαινόμενο διαχρονικό γιά τό ὁποῖο βρίσκουμε ἀναφορές καταγραμμένες ἤδη ἀπό τήν ἀρχαιότητα. Ἐάν θά ἔπρεπε νά συνοψίσουμε σέ ἕναν ὁρισμό τήν ἑρμηνεία της ἐν λόγῳ ἔννοιας θά λέγαμε ὅτι ἀναφέρεται σέ ἕνα
«κοινωνικό φαινόμενο, που συνίσταται στην αδυναμία προσέγγισης και επικοινωνίας ανάμεσα σε άτομα, τα οποία ανήκουν σε διαφορετικές γενεές, λόγου χάρη γονείς και παιδιά, και οφείλεται στις διαφορές, που τα χωρίζουν στους τομείς της συμπεριφοράς, των αξιών, των συνηθειών, των επιλογών στην εξωτερική εμφάνιση κ.α.»[21].
Πῶς ὅμως αὐτό τό χάσμα τῶν γενεῶν μπορεῖ νά γεφυρωθεῖ μέ τή συμβολή τῆς Κλίμακας; Οἱ ἰδέες πού θά ἐκφραστοῦν ἀφοροῦν ὄχι μόνο στήν Κλίμακα, ἀλλά σέ ὅλη τήν πατερική γραμματεία. Ἀναφέρω ὅμως, κυρίως, τήν Κλίμακα, διότι ἔχει εἰπωθεῖ ὅτι ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός συμπυκνώνει στά συγγράμματά του ὅλη τήν προγενέστερη δογματική διδασκαλία, ἔτσι καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Συναΐτης συμπυκνώνει στήν Κλίμακα ὅλη τήν προγενέστερη ἀπό αὐτόν ἀσκητική διδασκαλία.
Ἀλλά ἄς ἔρθουμε στό θέμα μας. Πῶς ἡ Κλίμακα θά συμβάλλει στή γεφύρωση τοῦ χάσματος; Μέ τή χριστοποίηση, τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα, τή συναντήληψη[22]. Μέ τή μελέτη καί τήν τριβή τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, ἀποκτᾶ κανείς «νοῦν πατέρων». Ἀρχίζει νά σκέπτεται κατά τρόπο ἁγιοπατερικό. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ὅταν τά μέλη τῆς οἰκογένειας ἀρχίσουν νά σκέπτονται καί νά κινοῦνται ἔτσι, δέν βλέπουν τίς προτροπές τῆς ἀσκητικῆς γραμματείας ὡς ἐντολές, ὑποχρεώσεις, ἐπιβολές, ποινές, ἀλλά ὡς σωτηριολογικούς καί ἐσχατολογικούς προσανατολισμούς. Καί αὐτό εἶναι σημαντικό, διότι, ὅταν ἔτσι δοῦν τούς κανόνες τῆς Γραφῆς καί τῶν ἁγίων, τίς ἐφαρμόζουν ἀγόγγυστα καί πρόθυμα, ἀποφεύγοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο, τό συχνό φαινόμενο οἱ γονεῖς νά προσπαθοῦν νά ἐπιβάλλουν τήν «εὐσέβειά» τους στά παιδιά καί αὐτά νά ἀντιδροῦν.
Ἐπίσης, ὅλοι, γονεῖς καί παιδιά, μέ τήν ἀπόκτηση ἁγιοπατερικοῦ νοῦ – σκέψης, ἔχουν τόν ἴδιο προσανατολισμό, τόν Χριστό, πού τούς ἑνώνει, καί ἀντιλαμβάνονται τά πράγματα μέ τόν ἴδιο τρόπο. Ἔχουν δηλαδή συναντήληψη, ὁμόστοχη προοπτική, ἀφοῦ ἀπό κοινοῦ ἀποβλέπουν στή σωτηρία. Μόνο ὅταν ὁ Χριστός καί ἡ ἐν Χριστῷ καί κατά Χριστόν ζωή ἀποτελέσουν μόνιμο τρόπο σκέψης τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά ἔλθει ἡ ἑνότητα. Σέ μιά τέτοια ὁμόστοχη προοπτική ἤ ἀλλιῶς συναντήληψη ἤ ἀλλιῶς κοινό φρόνημα[23] δέν χωράει κανένα χάσμα. Ὁ Χριστός ἀποτελεῖ τό συνδετικό καί ἐνοποιητικό κρίκο. Κατά τρόπο ἐνεργειακό – μυστηριακό καταργοῦνται κάθε εἴδους διαφορές καί ἐπέρχεται ἡ ἑνότητα καί ἡ εἰρήνη.
v Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἐπιθετικότητας τῶν νέων μέ βάση τήν Κλίμακα.
Παράλληλα πρός τό χάσμα τῶν γενεῶν, ὡς σημαντικό πρόβλημα τῶν ἡμερῶν μας, ὁλοένα αὐξανόμενο, τοποθετεῖται ἡ ἐπιθετικότητα τῶν νέων, καί ἰδιαιτέρως τῶν ἐφήβων. Πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι ὁ θυμός ἤ θυμικό ἤ θυμοειδής δύναμη εἶναι μιά ἀπό τίς συνιστῶσες[24] τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ἀπό τή δημιουργία της. Ρόλος αὐτῆς τῆς δύναμης τοῦ θυμοῦ εἶναι «ν’ ἀντιτίθεται σέ καθετί, πού μπορεῖ νά τόν ἀπομακρύνει ἀπό τό Θεό καί τό δρόμο τῆς θέωσης»[25].
Ὁ ἄνθρωπος ὡστόσο, διαστρέφει τή δύναμη αὐτή καί ἀντί νά τή χρησιμοποιήσει κατά τρόπο φυσιολογικό, τή χρησιμοποιεῖ παρά φύση. Σέ αὐτή τήν κατάσταση ἐμφανίζεται ἡ ἐπιθετικότητα, πού στήν πατερική παράδοση συναντοῦμε μέ τούς ὅρους θυμός, ὀργή, τύφος, ὀξυχολία, μίσος, μνησικακία κ.ἄ.[26] Ἡ ὀργή περιλαμβάνει εὐρύτατο φάσμα ἀνθρώπινων ἀντιδράσεων καί ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης συσχετίζεται, συνδέεται, ἡ ὀργή μέ τήν ἡδονή: «Μνησικακία ἐστί…ἀνόδυνος αἴσθησις ἐν ἡδύτητι πικρίας ἀγαπωμένη»[27].
Μέσα ἀπό τήν Κλίμακα παρατηρεῖται ὅτι ὑπάρχουν τρία γένη πού ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν ὀργή: α) τό πάθος τῆς γαστριμαργίας, β) τά πάθη τῆς φιλαργυρίας καί τῆς πλεονεξίας καί γ) τά πάθη τῆς κενοδοξίας καί τῆς ὑπερηφάνειας[28]. Ὡστόσο, ἡ ὀργή μπορεῖ νά ἔχει καί ἄλλες αἰτίες, εἶναι δύσκολο ὅμως νά ἐντοπιστοῦν μέ ἁπλό τρόπο.
Ὥσπερ ὁ τῶν σωμάτων πυρετὸς, εἷς μέν ἐστι, πολλὰς δὲ καὶ οὐ μίαν τῆς αὐτοῦ ζέσεως τὴν ἀφορμὴν κέκτηται· οὕτως καὶ ἡ τοῦ θυμοῦ ζέσις, καὶ κίνησις, καὶ τῶν λοιπῶν ἡμῶν παθῶν πολλὰς καὶ διαφόρους αἰτίας ἔχουσα καθεστήκασι. Διὸ καὶ ἀδύνατον κατὰ τούτων μονοτρόπως ὁρίσασθαι. Γνώμην δὲ δίδωμι μᾶλλον ἐν ἑκάστου λοιπὸν τῶν νοσούντων μεμεριμνημένῃ σπουδῇ τῆς ἰατρείας τὴν θεραπείαν ἐπιζητεῖν. Πρώτη δ’ ἂν εἴη θεραπεία, τῆς αὐτοῦ ἀλγηδόνος τὴν αἰτίαν ἐπιγνῶναι, ἵνα τῆς αἰτίας εὑρεθείσης πρὸς αὐτὴν, καὶ τὴν ἔμπλαστρον ἐκ προνοίας Θεοῦ καὶ ἰατρῶν πνευματικῶν λήψεται».[29]
Τό πρῶτο βῆμα γιά τή θεραπεία εἶναι νά γνωρίσει ὁ πάσχων τά πάθη καί νά κατανοήσει τόν τρόπο πού αὐτά λειτουργοῦν μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή, γιά νά ἐφαρμοστεῖ σέ αὐτά ἡ κατάλληλα θεραπεία[30]. Μέσα στήν Ἐκκλησία θά θεραπευτοῦν τά πάθη καί συγκεκριμένα ἡ ἐπιθετικότητα τῶν νέων, μέ τή θεία χάρη καί τή συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου.
4. Ἐπίλογος.
Δυστυχῶς, ὁ χρόνος δέν ἐπιτρέπει νά ἀναπτυχθοῦν περαιτέρω τά ἀνωτέρω θέματα ἤ νά παρουσιαστοῦν ἄλλα ἐπιπλέον. Σκοπός τοῦ ὁμιλοῦντος ἦταν ὄχι νά ἀναπτύξει αὐτά πλήρως ἤ νά ἐκθέσει ὅλα τά θέματα, πού σχετίζονται μέ τή συμβολή τῆς Κλίμακας στήν οἰκογένεια, ἀλλά μόνο νά τά σκιαγραφήσει.
Κατά τή σχετικῶς σύντομη ἔκθεση τοῦ θέματός μας εἶναι σαφές ὅτι ἡ Κλίμακα ἔχει νά προσφέρει ἀρκετά στην εὐρυθμία τῆς οἰκογένειας. Ἡ ἀγάπη, ἡ ὑπακοή καί ἡ προσευχή μέσα στό οἰκογενειακό πλαίσιο εἶναι ἀπό τά πλέον ἀξιοπρόσεκτα καί σπουδαῖα, ὄχι ὅμως τά μοναδικά πού θά βρεῖ ὁ ἀναγνώστης τῆς Κλίμακας στίς σελίδες της καί, πού θά τόν ὠφελήσουν. Καθίσταται, τέλος, προφανές ὅτι διάφορα κοινωνικο-οικογενειακά προβλήματα, ὅπως τό χάσμα τῶν γενεῶν και ἡ ἐπιθετικότητα τῶν νέων, πού ἀναπτύξαμε, δύνανται νά ἐπιλυθοῦν μέσα ἀπό τήν πρακτική ἐφαρμογή τοῦ σιναϊτικοῦ ἔργου.
Κλείνουμε αὐτή τήν ὁμιλία μέ τήν εὐχή νά καταφέρουμε ὅλοι μας νά ἀποκτήσουμε νοῦν πατέρων, ἔτσι ὥστε νά ἀνεβαίνουμε αὐτή τήν Κλίμακα τοῦ Οὐρανοῦ.
[1]. Ὁμιλία πού ἐκφωνήθηκε σέ Σχολή Γονέων τῆς Ἱ. Μ. Κυθήρων κατά τή 13η / 14η Ἀπριλίου 2024.
[2]. Βλ. περαιτέρω στοιχεῖα στά: Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, Οἱ Βυζαντινοί Ἀσκητικοί καί Πνευματικοί Πατέρες, μτφρ. Π. Παλλῆ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 397 κ.ἑ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τ. Ε΄, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 418 – 420.
[3]. Βλ. J. DUFFY, «Reading John Climacus: Rhetorical Argumentation, Literary Convention and the Tradition of Monastic Formation (review)», Journal of Early Cristian Studies 18· 1 (Spring 2010) 145-146.
[4]. Κ. WARE, Introduction to John Climacus. The Ladder of Divine Ascent, SPCK, London 1982, σ. 1.
[5]. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΑΝΟΥ, Οἱ ἐραστὲς τῆς Βασιλείας· Συνάντηση Κελτικοῦ καὶ Βυζαντινοῦ μοναχισμοῦ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὄρος 2009, σ. 153.
[6]. Πρβλ. Θ. ΖΗΣΗ, Μοναχισμός· Μορφές και θέματα, [Πατερικά 5], ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 19 κ.ἑ. Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 215-216 καί στό Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2003, σ. 17 κ.ἑ.
[7]. Βλ. Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΗ, Μοναχισμός· Ἐρευνητική μελέτη, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 1997, σ.104.
[8]. Βλ. Γ. ΜΑΝΖΑΡΙΔΗ, «Πνευματικὰ κινήματα τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ καὶ ἡ ἐπίδρασή τους στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κοινωνία (9ος-20ος αἰῶνες)», στό Τάσεις του Ορθόδοξου Μοναχισμού· 9ος – 20ος αιώνες, Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 28 Σεπτεμβρίου – 2 Οκτωβρίου 1994), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1996, σ. 53-59.
[9]. Πρβλ. Β. ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗ, Μεθοδολογικά πρότερα τῆς ποιμαντικῆς· Λεντίῳ ζωννύμενοι I, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 20052, σ. 64-65.
[10]. ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ, Σκέψεις γιά τά παιδιά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα, ἐκδ. Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1994, σ. 13.
[11]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, δ’, PG 88, 713B.
[12]. Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας· Βίος και διδαχές του γέροντα Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα, μτφρ. Β. Αργυριάδης, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2016, σ. 87.
[13]. Πρβλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, δ΄, PG 88, 680BC.
[14]. Βλ. Θ. ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΥ, Μη στραφείς προς τα πίσω· Η ασκητική εμπειρία της Κλίμακας στη ζωή της οικογένειας, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Αθήνα 2023, σ.25-26.
[15]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, λ΄, PG 88, 1157C.
[16]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, θ΄, PG 88, 841D: «τότε γνώσῃ ἑαυτὸν τῆς σηπεδόνος ταύτης ἀπαλλαγέντα· οὐχ ὅταν ὑπὲρ τοῦ λυπήσαντος εὔξῃ· οὐδ’ ὅταν αὐτὸν δώροις ἀνταμείψῃ· οὐδ’ ὅταν ἐπὶ τράπεζαν ἄγῃς· ἀλλ’ ὅταν αὐτὸν ἢ ἐν τοῖς κατὰ ψυχὴν, ἢ σωματικὴν συμφορὰν δεξάμενον ἀκούσῃς· καὶ ὡς ἐφ’ ἑαυτῷ, ὀδυνηθῇς καὶ δακρύσῃς».
[17]. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας· Ἡ σκέψη καί τά ἔργα τους μέ σχόλια θεολογικά, Ἀθήνα 2001, σ. 302.
[18]. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, κη΄, PG 88, 1132AB: «Μὴ σοφίζου ἐν εὐχῆς σου ῥήμασι· παίδων γὰρ πολλάκις ἁπλᾶ ψελλίσματα καὶ ἀποίκιλα τὸν Πατέρα αὐτῶν, τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἐθεράπευσαν. Μὴ πολυλογεῖν ἐπιχείρει, ἵνα μὴ πρὸς ζήτησιν λόγων διασκεδασθῇ ὁ νοῦς. Εἷς λόγος τελωνικὸς τὸν Θεὸν ἐξιλεώσατο· καὶ ἓν ῥῆμα πιστὸν τὸν λῃστὴν διέσωσε. Πολυλογία μὲν πολλάκις ἐν προσευχῇ τὸν νοῦν, καὶ ἐφάντασε καὶ διέχυσε. Μονολογία δὲ πολλάκις τὸν νοῦν συνάγειν πέφυκε καθηδυνόμενος, ἢ κατανυσσόμενος ἐν λόγῳ προσευχῆς, μένε ἐν αὐτῷ».
[19]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, κα΄, PG 88, 945C.
[20]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΑΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, κζ΄, PG 88, 1112C.
[21]. Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998, σ. 1965.
[22]. Γιά τόν ὄρο «συναντήληψη» βλ. στό ΓΡ. ΠΑΠΑΘΩΜΑ, Κανονικό Γλωσσάριο· (Κεφάλαια Κανονικής Οικονομίας), Αθήνα 2011, σ. 107.
[23]. Πρβλ. Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, Ἡ περί Θεοῦ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985, σ. 278: «Συνεπῶς τελεία ὑπόστασις, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν τριαδικὴν θεότητα, σημαίνει τελείαν κοινωνίαν καὶ περιχώρησιν, ἤτοι ‘ἓν’ – εἶναι, μετ’ ἄλλων ὑποστάσεων, ὄχι μόνον ἐν φυσικῇ ἑνότητι, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ αὐτὸ φρόνημα, -καὶ πάλιν ὅμως ὄχι οἱονδήποτε φρόνημα, ἀλλὰ τὸ κατὰ Θεὸν φρόνημα, ἤτοι τὸ ἀληθινὸν φρόνημα, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ κοινωνία τῆς ἐν τῇ ἀγάπῃ ἀληθείας καὶ τῆς ἐν τῇ ἀληθείᾳ ἀγάπης».
[24]. Ἡ ἄλλη δύναμη τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἐπιθυμητική.
[25]. J. LARCHET, Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων· Εἰσαγωγή στήν ἀσκητική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. Α΄, μτφρ. Χρίστος Κουλᾶς, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2011, σ. 134.
[26]. ΑΔ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗ, Η ανθρώπινη επιθετικότητα: Ποιμαντική και ψυχολογική προσέγγιση στην Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999, σ. 80-85.
[27]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, θ΄, PG 88, 841A.
[28]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, η΄, PG 88, 836Α: «Αἱ ἐμὲ γεννήσασαι πολλαὶ, καὶ ὁ ἐμὸς πατὴρ οὐχ εἷς. Αἱ δὲ μητέρες μου κενοδοξία, φιλαργυρία, γαστριμαργία· ἔστι δὲ ὅτε καὶ πορνεία· ὁ ἐμὲ γεγεννηκὼς προσηγορεύεται τῦφος».
[29]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Κλῖμαξ, η΄, PG 88, 833C – 836A.
[30]. Πρβλ. J. LARCHET, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 228 καί Δ. ΒΛΑΣΑΚΗ, Η ποιμαντική παρέμβαση στην επιθετικότητα των εφήβων, μ. ε., Θεσσαλονίκη 2021, σ. 113.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου