ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Λογισμοὶ ὑπερηφανείας
Ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Κλίμακος τὸ ἑξῆς: «Ἕνας πολὺ γνωστικὸς γέροντας συμβούλευσε κάποιον ὑπερήφανο ἀδελφό. Καὶ αὐτὸς τυφλωμένος τοῦ λέγει: «Συγχώρεσέ με, πάτερ, Δὲν εἶμαι ὑπερήφανος». Καὶ ὁ πάνσοφος γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Καὶ ποιὰ καλύτερη ἀπόδειξη θὰ μᾶς ἔδινες τοῦ πάθους σου, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶπες, τὸ “δὲν εἶμαι ὑπερήφανος”;».
«Παίδευσις τῶν ὑπερηφάνων εἶναι ἡ πτῶσις. Σκόλοψ αὐτῶν εἶναι ὁ δαίμων».
- Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:
«Ὁ ἄνθρωπος μέ τίς ἀδυναμίες καί τά πάθη πού ἔχει, εἶναι σάν νά φοράη πολλά παλτό. Ἀγωνιζόμενος, ὅμως, ἀρχίζει νά βγάζη ἕνα – ἕνα τά παλτό. Βγάζει τό παλτό τῆς Πορνείας, τοῦ Ψέματος, τῆς Κατάκρισης κ.λπ. Τό τελευταῖο παλτό πού βγάζει, εἶναι τό παλτό τοῦ ἐγωισμοῦ. Τό παλτό αὐτό βγαίνει μαζί μέ τό δέρμα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κάτι ἐπίπονο, γι’ αὐτό καί πολλοί ἄνθρωποι δέν τό ἔχουν βγάλει ἀκόμα».
- Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Λύκῳ διηγήθηκε τὸ ἑξῆς:
Ἦταν κάποιος Μοναχὸς στὴν ἔρημο καὶ ἡσύχαζε φυλάσσοντας ἐγκράτεια μέχρι τὰ γηρατειά του. Εἶχε τόση καθαρότητα συνειδήσεως καὶ τόσο ἐνάρετος ἦταν, ὥστε ζοῦσε στὴν γῆ οὐράνια ζωὴ καὶ κάθε ὥρα σκεπτόταν τὸν Θεό. Ἔτσι βλέποντας ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὸν πολὺ πόθο του καὶ τὴν καλὴ προαίρεση, γιὰ νὰ τὸν γλυτώση ἀπὸ τὴν φροντίδα τοῦ σώματος, τοῦ ἔστελνε κάθε μέρα μὲ ἕνα Ἄγγελο ἕνα ἄρτο εὐωδιαστὸ καὶ ὡραιότατο, τὸν ὁποῖον εὕρισκε στὴν Τράπεζα ἕτοιμο μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἑσπερινοῦ. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔτρωγε, πάλι ἐδίδετο στὴν προσευχὴ καὶ στὴν οὐράνια θεωρία καὶ πολλὲς ἀποκαλύψεις εἶδε, σὰν καθαρὸς καὶ ἄμεμπτος.
Ἐπειδὴ ὅμως ὑπερηφανεύθηκε στὴν διάνοιά του, βάζοντας στὸν νοῦ του, ὅτι γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες του τοῦ ἔκανε ὁ Θεὸς τόσες χάριτες, τὸν ἐβαρύνθη ὁ Κύριος καὶ ἔπεσε σὲ λίγη ἀκηδία (ἀμέλεια). Ἔτσι δὲν ἔκανε τὴν προσευχή του μὲ τόση κατάνυξη καὶ ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, τόσο μεγάλωνε ἡ ἀμέλεια. Πλὴν ὅμως πίεζε τὴν ὄρεξή του καὶ διάβαζε τὴν ἀκολουθία του, ὅπως συνήθιζε, βρίσκοντας τὸν ἄρτο, ὅπως πιὸ πρίν, δὲν κατέβαλε ὅμως κόπο νὰ διώξη τὴν ἀμέλεια, νομίζοντας ὅτι δὲν εἶχε γι’ αὐτὸ κατάκριση.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ πάλιν τοῦ ἦλθαν βρωμεροὶ λογισμοὶ τῆς σαρκός, ποὺ τὸν παρακινοῦσαν στὴν σιχαμερὴ πράξη τῆς πορνείας. Τὴν πρώτη ἡμέρα τοὺς πολέμησε δυνατὰ καὶ ἀφοῦ ἔκανε τὴν προσευχή του βρῆκε τὸν ἄρτο, ἀλλὰ ὅμως ὄχι τόσο ἄσπρο καὶ ὄμορφο, ὅπως πιὸ πρίν, ἀλλὰ λίγο μαῦρο καὶ θαύμασε γι’ αὐτό. Ἔφαγε λοιπὸν μὲ πολὺ ἔλεγχο τῆς συνηδείσεως, γνωρίζοντας ὅτι αὐτὸς ἦταν ἡ αἰτία. Τὴν τρίτη ἡμέρα μεγάλωσαν τόσο πολὺ οἱ ρυπαροὶ λογισμοί, ὥστε τοῦ φάνηκε, ὅτι κρατοῦσε γυναίκα καὶ πόρνευε, στὸν αἰσχρὸ δὲ λογισμὸ αὐτὸν βρισκόταν ὅλη τὴν ἡμέρα. Τὴν ἄλλη μέρα μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἑσπερινοῦ, μπαίνοντας μέσα στὸ σπήλαιο, βλέπει τὸν ἄρτο στὴν τράπεζα ξερό, μουχλιασμένο καὶ ἄσχημο. Ἔκλαψε, ἀλλὰ ὄχι τόσο, ὅσο θὰ ἔφθανε νὰ ἐξαλείψη τὴν ἁμαρτία του. Ἔφαγε ὅμως τὸν ἄρτο, ὅπως μπόρεσε.
Ἔπειτα τοῦ ἦλθαν τόσοι λογισμοί, ὅπου τὸν νίκησαν τὸν ταλαίπωρο καὶ ξεκίνησε νὰ πάη στὸν κόσμο. Καὶ ὁ δυστυχὴς δὲν φώναξε μὲ δάκρυα πρὸς τὸν Κύριο νὰ τὸν λυπηθῆ, ἀλλὰ νομίζοντας ὅτι δὲν τὸν συγχωρεῖ πλέον, ντρεπόταν νὰ κάνη προσευχή. Περπατώντας ὅλη νύκτα, χωρὶς μυαλό, ξημερώθηκε πολὺ κουρασμένος κοντὰ σὲ ἕνα Μοναστήρι. Ἔτσι μπῆκε ἐκεῖ γιὰ νὰ ξερουρασθῆ λίγο καὶ νὰ φάη κάτι.
Οἱ Μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ ἐκείνου γνωρίζοντας τὴν καλή του φήμη καὶ τὸ ὄνομα, τὸν εὐλαβήθηκαν καὶ πέφτοντας στὰ πόδια του ζητοῦσαν τὴν εὐλογία. Ἀφοῦ τὸν φίλεψαν, τὸν παρεκάλεσαν σὰν ἐνάρετο, νὰ τοὺς διδάξη πῶς νὰ πορεύωνται, γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἐκεῖνος γιὰ νὰ μὴ τοῦ λυπήση, τοὺς ἔκανε ὁμιλία διδάσκοντας αὐτοὺς πῶς νὰ γνωρίσουν τὶς κακουργίες καὶ πονηρίες τοῦ δαίμονος.
Ἐνῷ ἔλεγε αὐτὸ ὁ Ἀσκητής, τὸν ἔλεγξε μέσα του ἡ συνείδησή του, καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ὦ ταλαίπωρε, πῶς διδάσκεις τοὺς ἄλλους καὶ σὺ δὲν διορθώνεις τὸν ἑαυτό σου, ἀφρονέστατε;».
Τότε ἀμέσως κατενύγη, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γνωρίσας τὴν πλάνη τοῦ δαίμονος καὶ ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὸ κελλί του, ἔπεσε κάτω στὴ γῆ καὶ φώναξε μὲ θερμὰ δάκρυα. «Ἐὰν δὲν μὲ βοήθαγε ὁ Κύριος, θὰ πήγαινε ἡ ψυχή μου στὸν Ἅδη νὰ κολάζωμαι ἀτελεύτητα».
Αὐτὰ καὶ ἄλλα μὲ πικρὰ δάκρυα προσευχόταν. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔμεινε στὴν καλὴ αὐτὴ μετάνοια μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἀλλὰ ὅμως, δὲν τοῦ ἐρχόταν πλέον τροφὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅπως πρῶτα, μόνο κοπίαζε μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του νὰ ἐξοικονομῆ τὸν ἄρτο του. Ἔτσι ἐνθυμούμενος τὴν προηγούμενη μακαριότητα, ἔκλαιγε καὶ ὠδύρετο περισσότερο καὶ εἶχε τόση κατάνυξη, ὅταν ἤθελε νὰ φάη τὸ γήϊνο ἐκεῖνο ἄρτο, ὥστε γινόντουσαν βρύσες τὰ μάτια του ἀπὸ τὰ δάκρυα, ὅταν θυμόταν τὸν οὐράνιο ἄρτο.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔκανε ἀρκετὸ καιρὸ κλεισμένος καὶ κλαίοντας στὸ σπήλαιο, ἦλθε Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει: «Δέχθηκε ὁ Θεὸς τὴν μετάνοιά σου καὶ συγχώρεσε τὸ ἁμάρτημά σου. Λοιπὸν φυλάξου ἀκριβῶς, μὴ ἔλθη πλέον λογισμὸς ὑπερηφανείας στὴν καρδιά σου καὶ γιὰ σημεῖο ὅτι εἶναι ἀληθινοὶ οἱ λόγοι μου, γνώριζε, ὅτι τὴν τάδε ἡμέρα ἔρχονται μερικοὶ ἀδελφοὶ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι ποὺ δίδαξες, νὰ σοῦ φέρουν τροφὲς καὶ τρῶγε εὐχαριστώντας τὸν Κύριο».
Ἔτσι λοιπὸν ἐτελείωσε ὁ Ἀσκητής, μὲ ἀληθινὴ μετάνοια.
- Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει:
«Ὁ Φαρισαῖος ὑπερηφανεύτηκε κι ἔγινε ἀμέσως κατώτερος ἀπ’ τὸν τελώνη, ἐπειδὴ μὲ τὴν ἴδια του τὴ γλώσσα ἔδιωξε ὁλόκληρο τὸν πλοῦτο τῆς ἀρετῆς του καὶ κατέστησε τὸν ἑαυτό του γυμνὸ καὶ ἔρημο, καὶ ὑπέστη καὶ παράξενο καὶ πρωτοφανὲς ναυάγιο.
Γιατί εἰσερχόμενος στὸ λιμάνι βύθισε ὁλόκληρο τὸ φορτίο. Καθ’ ὅσον τὸ νὰ πάθη κάτι, ἐπειδὴ δὲν προσευχήθηκε, ὅπως ἔπρεπε, μοιάζει μὲ τὸ ναυάγιο κάποιου μέσα στὸ λιμάνι.
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστὸς δίνοντας τὰ παραγγέλματά του στοὺς μαθητές Του ἔλεγε, «Ὅταν ἐπιτελέσετε τὰ πάντα, νὰ λέτε, ὅτι εἴμαστε δοῦλοι ἄχρηστοι» (Λουκᾶ 17, 10), μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς προφυλάξη καὶ ἐπειδὴ ἤθελε ἀμέσως ἀπ’ τὴν ἀρχὴ νὰ τοὺς ἀπαλλάξη ἀπ’ τὸ ὀλέθριο αὐτὸ πάθος».
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου