Ο
Άγιος π. Νικόλαος Πλανάς 2.3
Κων/νος Αθ. Οικονόμου, δάσκαλος
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΞΙΩΤΗΣ: Ο Νικόλαος γεννήθηκε στη Νάξο το έτος 1851. Οι γονείς του, Καπετάν Γιάννης και Αυγουστίνα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και καλοκάγαθοι, ενώ ήταν σχετικά εύποροι. Κατείχαν ένα εμπορικό καΐκι, που πήγαινε από τη Νάξο στην Σμύρνη, τη Κωνσταντινούπολη, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια. Μέσα σε κάποιο από τα κτήματα τους είχαν και ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο.
Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς από τη βρεφική ηλικία
ήταν αγιασμένος. Τις περισσότερες φορές ως παιδί ήταν στον Ιερό αυτό Ναό και
περνούσε πολλές ώρες εκεί ψάλλοντας όσα ήξερε και φορώντας πολλές φορές κάποιο
σεντόνι, μιμούμενος τους Ιερείς. Μια μέρα έψαλλε τόσο κατανυκτικά, ώστε
προκάλεσε τον θαυμασμό των περαστικών. Η όλη του ζωή από τα παιδικά του χρόνια
ακόμα, προδίκαζε τη μελλοντική ζωή και πολιτεία του. Τις θείες θαυματουργικές
δυνάμεις έλαβε με την χάρη του Θεού από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, εγνώριζε
τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη, και το είπε στους γονείς
του, πριν εκείνοι το πληροφορηθούν! Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον παππού του
- πατέρα της μητέρας του - ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε να
διαβάζει το Ιερό Ψαλτήριο. Μαζί του επίσης πήγαινε στις θείες Λειτουργίες και
τον διακονούσε στο Ιερό Βήμα, σαν παπαδοπαίδι.
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ: Όταν ο Άγιος Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο
πατέρας του άφησε τον κόσμο αυτό. Έτσι, η μητέρα του μαζί με την αδελφή του
ήρθαν στην Αθήνα και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι
μεταξύ του Ι. Ναού του αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του αγίου
Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί συμπατριώτες τους. Αργότερα,
μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους περιουσία. Αλλά το
μερίδιο του το έκανε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το επέστρεψε ποτέ. Έτσι
παρέμεινε για όλη του την ζωή φτωχός.
Ο ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ
Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ: Σε ηλικία δέκα επτά
ετών συνήψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων της μητέρας του, με την Ελένη
Προβελεγγίου από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε ένα γιό, τον Ιωάννη.
Ύστερα από λίγους όμως μήνες πέθανε η σύζυγός του. Στις 28 Ιουλίου του έτους
1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2
Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε αρχικά στον Ιερό
Ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Όμως στον ναό αυτό δεν έμεινε για πολύ καιρό
αφού λίγο αργότερα διορίστηκε εφημέριος στον Άγιο Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης,
τον Κυνηγό όπως τον έλεγαν. Τότε ήταν μια πτωχή ενορία με μόλις οκτώ
οικογένειες. Είχε, όμως, το μεγάλο προνόμιο να λειτουργεί εκεί η ταπεινή μορφή
του Αγίου Νικολάου Πλανά.
ΠΡΟΤΥΠΟ
ΙΕΡΕΩΣ: Για πενήντα συνεχόμενα
χρόνια, ο Άγιος λειτουργούσε καθημερινά απο τις 8 το πρωί έως και τις 3 το
μεσημέρι! Ήταν ανεπανάληπτες οι λειτουρίες του Αγίου. Ο ίδιος αγαπούσε τα μικρά
ξωκλήσια τής Αθήνας, τα οποία καθημερινά επισκεπτόταν για να τελέσει το
ευλογημένο καθήκον του. Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές παρέμενε στο ναό
του, συχνά όμως πήγαινε στο εκκλησάκι του Προφήτου Ελισσαίου, στην οδό Άρεως
στην Πλάκα, για αγρυπνίες. Ήταν οι πιο κατανυκτικές αγρυπνίες του Αγίου και όλο
το εκκλησίασμα αισθανόταν την ευλογία. Σ’αυτές τις συχνές αγρυπνίες στο ψαλτήρι
στεκόντουσαν πάντα οι δυο κορυφαίοι λογοτέχνες, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
[περιγράφει ο άγιος των Γραμμάτων συχνά στα έργα του τις θείες εκείνες
εμπειρίες] και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, που αγαπούσαν πολύ τον άγιο ιερέα και
τον βοηθούσαν με το ψάλσιμό τους. Ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού,
ο λειτουργός ο άγιος του Υψίστου, ο άοκνος ιερουργός και λάτρης του Τριαδικού
Θεού. Η μεγάλη του ευλάβεια, η απεριόριστη καλοσύνη του, η υπερβολική του
αφιλοχρηματία, η απλότητά του, το ακτινοβόλο ιερατικό του ήθος, η άφθαστη
ιεροπρέπειά του, η ταπείνωσή του, η αγάπη του για την Θεία Λατρεία και οι
λοιπές του αρετές, τον καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού. Δεν αγάπησε ποτέ του
τα πλούτη.Η ζωή του Αγίου ήταν απλή, όπως ήταν απλός σαν παιδί και ο ίδιος.
Νήστευε αυστηρά, προσευχόταν συνεχώς, με όλη τη δύναμη της ψυχής του, αγαπούσε
χωρίς διάκριση όλους και ποτέ του δεν κρατούσε χρήματα. Όσα και να του έδιναν
απο μόνοι τους διάφοροι άνθρωποι, ο Άγιος τα σταύρωνε και πηγαίνοντας στα στενά
σοκάκια και στις φτωχογειτονιές μοίραζε επιδόματα ανάγκης σε ανήμπορες νεαρές
κοπέλες, σε φτωχές χήρες γυναίκες, σε άπορους σπουδαστές και σε νεαρά ζευγάρια
για τα πρώτα τους έξοδα. Υπήρξε Άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή ήταν μια
διακονία πίστεως και αγάπης. Ήταν νηστευτής. Ενήστευε όλες τις Σαρακοστές και
το λάδι. Και την νηστεία του Τιμίου Σταυρού την άρχιζε από την 1η Σεπτεμβρίου,
μέχρι την 14η . Επίσης και των Ταξιαρχών νήστευε από τη 1η μέχρι και την 8η
Νοεμβρίου. Απλός και πανέξυπνος, εύστοχος στις απαντήσεις του, συνδίαζε την
απλότητα και την ιεροπρέπεια, την αφέλεια με την αγιότητα. Δεν είχε σπουδάσει
σε Πανεπιστήμια, ούτε σε Εκκλησιαστικές Σχολές, ούτε σε Λύκεια και Γυμνάσια.
Και ίσως να μη φοίτησε και σε καμμιά τάξη του τότε Ελληνικού Σχολείου. Όμως
άριστα κατείχε την σοφία του Θεού. Το παρουσιαστικό του συγκλόνιζε τούς πάντες.
Η λαμπερή διαπεραστική ματιά του γαλήνευε όσους ήταν κοντά του. Η απλοϊκή
ομιλία του συγκινούσε ακόμα και τους πιο μορφωμένους επιστήμονες. Άν και ήταν
ψευδός, και πολλές φορές τα λόγια του ακούγονταν αστεία, ποτέ κανένας δεν
γελούσε. Αντίθετα μάλιστα. Τα δακρυσμένα μάτια όλων μαρτυρούσαν πόσο πολύ τα
λόγια του μιλούσαν στις ψυχές τους. Σαν τον αντίκριζαν να περπατάει στο δρόμο
οι γυναίκες έκαναν με ευλάβεια το σταυρό τους, οι άνδρες έκοβαν το βήμα τους
για να προσπεράσει, οι αμαξάδες σταματούσαν την πορεία τους και κατέβαιναν και
τα μικρά παιδιά έτρεχαν να πάρουν την ευχή του. Η παρουσία του, ήταν τιμή για
την πρωτεύουσα και όλοι οι κάτοικοι τον εκτιμούσαν και πίστευαν πως ο ταπεινός
ιερέας ήταν ένας αληθινός Άγιος. Κάθε φορά που έφτανε στην κατάμεστη απο κόσμο
εκκλησία για να λειτουργήσει γινόταν σάλος πραγματικός από την υποδοχή του
εκκλησιάσματος. Οι περισσότεροι προσπαθούσαν να του φιλήσουν το χέρι, άλλοι να
αγγίξουν τα φτωχικά του ράσα και αρκετοί να προσκυνήσουν το λευκασμένο κεφάλι
του, αφού ήταν ιδιαίτερα κοντός. Όπου πήγαινε για να τελέσει θεία λειτουργία,
έπαιρνε μαζί του τα «συμβόλαια και τα γραμμάτια» όπως ο ίδιος έλεγε, δηλαδή τα
εκατοντάδες μικρά χαρτιά με τα ονόματα που του έδινε ο κόσμος για να τα
μνημονεύσει. Τα κρατούσε όλα για χρόνια και καθημερινά τα μνημόνευε. Μέσα από
τα βάθη της ψυχής του τελούσε ο Άγιος τη Θεία Λειτουργία. Πενήντα ολόκληρα
χρόνια δεν πέρασε ούτε μία μέρα χωρίς να λειτουργήσει. Κατά τις πολύωρες
λειτουργίες δεν ήταν λίγα τα θαύματα που συνέβαιναν. Ο Άγιος Νικόλαος τα
θεωρούσε εντελώς φυσιολογικά όπως εντελώς φυσιολογική ήταν η αστείρευτη αγάπη
του πρός το Θεό. Οι ακολουθίες του Παππού, όπως φώναζαν τον Άγιο τα πνευματικά
του παιδιά, ήταν μοναδικές και ανεπανάληπτες. Είχαν τη μεγαλοπρέπεια του
Βυζαντίου αλλά και τη σφραγίδα της αγιοπατερικής παράδοσης. Πλήθος κόσμου
συγκεντρώνονταν στους ναούς που λειτουργούσε ο ταπεινός ιερέας. Άνθρωποι κάθε
ηλικίας, άνδρες και γυναίκες, Αθηναίοι και επαρχιώτες, επιστήμονες και απλοί
εργάτες. Ακόμα και παιδιά, αρκετά παιδιά με τις μητέρες τους έμεναν στο ναό
ώρες πολλές μέχρι να τελειώσει η ακολουθία. Τα μικρά παιδιά τον αγαπούσαν πολύ
τον παππούλη, αλλά και ο Άγιος αγαπούσε τα αθώα παιδιά.Για την απέραντη αγάπη
του, αλλά και για την ακούραστη άσκηση και ταπείνωσή του ο Πανάγαθος Θεός τον
τίμησε με ουράνιες δωρεές όπως οι θαυμαστές παρεμβάσεις και το προορατικό
χάρισμα. Ο ίδιος ο Άγιος βέβαια, ποτέ δε δεχόταν ότι έκανε θαύματα. Συνήθιζε
μάλιστα να τα ονομάζει σημεία, ενώ με μεγάλο κόπο προσπαθούσε να κρύψει το
προορατικό του χάρισμα. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι αμέτρητα τα θαύματά
του. Θεράπευε ασθενείς, απομάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε
δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.
Όμως, ύστερα από μια ζωή αγία, μια ζωή που υπήρξε
προσφορά στον Θεό, έπρεπε κι αυτός ως άνθρωπος να αφήσει τον κόσμο αυτό και να
οδηγηθεί στην αιώνια και αληθινή ζωή.
Ξημέρωσε η Κυριακή του Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου του
έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα που λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο Ιερό
Θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Οι πιστοί και οι
οικείοι του τον φρόντισαν. Αλλά παρ' όλες τις φροντίδες τους, δεν μπόρεσαν να
αναστρέψουν την πορεία που είχε πάρει η υγεία του. Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ της
2ας Μαρτίου του 1932. Έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Ψιθύριζε προσευχές.
Είπε: "Τον δρόμον τετέλευκα!". "Δόξα σοι ο Θεός!". "Η
Θεία Χάρη να σας ευλογεί"...και άλλα, και άφησε τον κόσμο αυτό.
ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ
ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ-ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ: Το
πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό Αγίου Ιωάννου της Οδού Βουλιαγμένης,
εκεί όπου εφημέρευε. Για τρεις μέρες ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα. Οι λαϊκές
εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος του λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες λαού
κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο! Στις
29 Αυγούστου του 1992, τα ιερώτατα και θαυματουργά Λείψανα του Αγίου Νικολάου
του Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που σήμερα βρίσκεται στο δεξιό
κλίτος του Ιερού αυτού Ναού. Η Αγία μας Εκκλησία ανακήρυξε και επισήμως ως άγιο
τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά κατά την 135 η Συνοδική Περίοδο (1991-1992) του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς εορτάζει κατά την
καθιερωμένη Πανήγυρη της 2ας Μαρτίου. Εάν η ημέρα της Εορτής συμπίπτει κατά την
περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, τότε η Μνήμη του εορτάζεται κατά την επομένη
Κυριακή. Ακόμη, εορτάζει την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, κατά την
καθιερωθείσα προσφάτως Σύναξη των Πέντε Αγίων της Παροναξίας, η οποία τελείται
στον νεόδμητο Ι. Ναό των Ναξίων Αγίων Νικοδήμου του Άγιορείτου και Νικολάου του
Πλανά‚ στην πόλη της Νάξου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου