18 Απρ 2020

Άννας, ο Ιουδαίος αρχιερεύς και δικαστής του Χριστού


Gesù davanti ad Anna e Caifa
ΑΝΝΑΣ, Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ ΑΡΧΙΕΡΕΥΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
            Το όνομά του Άννας1 στα εβραϊκά σημαίνει ο χαριτωμένος, ο άνθρωπος ο γεμάτος χάρη και ομορφιά. Ολόκληρη όμως η ζωή του διέψευδε καθημερινά το νόημα του ονόματός του. Ακόμα κι ο επιεικέστερος κριτής δεν θα μπορούσε να διακρίνει σ' αυτήν ούτε ίχνος από τη χάρη του Θεού και από πνευματική ομορφιά. Κάποιες φορές αναφέρεται και ως Άνανος2, αλλά και ως Άννας ο πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από τον γιο του, τον Άννα τον νεώτερο, ο οποίος υπήρξε κι εκείνος αρχιερέας (62 μ.Χ.).
            Ο Άννας ήταν υιός του Σηθ3 (Annas ben Seth) και καταγόταν από τη φυλή του Λευί και πιο συγκεκριμένα από την ιερατική γενιά του Ααρών. Δεν γνωρίζουμε πότε γεννήθηκε, αλλά κατά τη γνώμη μας μπορούμε να το συμπεράνουμε βασιζόμενοι στα εξής: α) Όπως ορίζεται στο βιβλίο των Αριθμών4 ο Λευίτης αναλάμβανε υπηρεσία στο 25ο έτος της ηλικίας του. Το ίδιο ίσχυε και για τον ιερέα και τον αρχιερέα5.  β) Το 6 ή 7 μ.Χ αναλαμβάνει ο Άννας αρχιερέας, ο οποίος κανονικά θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον 25 ετών. γ) Το 62 μ.Χ. γίνεται αρχιερέας ο γιος του, ο Άννας ο νεότερος, ενώ ακόμα ζούσε ο ίδιος - κατά μια εκδοχή, όχι όμως απόλυτα εξακριβωμένη - ο οποίος και πέθανε το 70 μ.Χ. Συνεπώς ο Άννας θα πρέπει να γεννήθηκε τουλάχιστον το έτος 18 π.Χ. ή λίγα έτη πριν από αυτό.

            Για τον βίο του προτού αυτός κατασταθεί αρχιερεύς πολύ λίγα μάς είναι γνωστά. Ήταν παντρεμένος, όπως όλοι οι ιερείς και οι αρχιερείς του Ισραήλ. Δεν γνωρίζουμε το όνομα της γυναίκας του, με την οποία απέκτησε πέντε γιους: τον Ελεάζαρ, τον Ιωνάθαν, τον Θεόφιλο, τον Ματθία και τον Άννα τον νεώτερο, καθώς και μία τουλάχιστον κόρη, αυτή που νυμφεύθηκε τον Ιωσήφ - Καϊάφα, τον μετέπειτα αρχιερέα6.
            Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ο αρχιερεύς ή ο ιερεύς ο μέγας ήταν ισόβιος και κληρονομικός μεταβιβαζόμενο το αρχιερατικό αξίωμα από πατέρα σε υιό7.  Όμως η ρωμαϊκή εξουσία δεν ενδιαφερόταν για το θρησκευτικό τυπικό, παρά μόνο για τη διαιώνιση της εξουσίας της στις κατακτημένες περιοχές και επί του προκειμένου στην επαρχία της Ιουδαίας. Βασικά προσόντα που έπρεπε να διαθέτει ο νέος αρχιερέας για να εγκριθεί η εκλογή του, αλλά και να παραμείνει σ' αυτή τη θέση ήταν: η κολακεία, η δουλοπρέπεια, η ασυνειδησία και η απόλυτη συμμόρφωση στις εντολές της Ρώμης. Πολύ εύστοχα ο Δρ. Γεώργιος Κωνσταντίνου παρατηρεί: «Πράγματι δε, επί της Ρωμαϊκής εξουσίας πάσαι αι θέσεις και αυταί αι ιεραί έτι, εξήρτηντο εξ αυτής ταύτης, και ουδείς διωρίζετο, ουδ' αρχιερεύς, αν μη ευηρέστει ταύτη. διορισθείς δε, πάραυτα επαύετο, ότε συνελαμβάνετο ταναντία τη εξουσία φρονών, ή επιβολεύων, ή αντιπράττων ταύτη»8.  Συνηθισμένο ήταν πλέον το φαινόμενο ένας αρχιερέας να τερματίζει τη θητεία του είτε με εκθρόνιση είτε με εξορία, ακόμα και πέφτοντας θύμα δολοφονίας. Όπως παρατηρεί ο R. de Vaux, από το 37 π.Χ. έως και την καταστροφή των Ιεροσολύμων, το 70 μ.Χ., εικοσιοκτώ αρχιερείς αναβιβάσθηκαν και καταβιβάσθηκαν στο αξίωμα9. Έτσι υπήρξαν κάποιοι που αρχιεράτευσαν για λίγους μήνες, όπως ο Ελιέζερ, ο υιός του Σίμωνα για τρεις μήνες (2-3μ.Χ.) και ο Ισμαήλ, ο υιός του Φαβί για εννέα μήνες (15-16μ.Χ.) και άλλοι παρέμειναν επί πολλά συνεχή έτη, όπως ο Σίμωνας ο υιός του Βοηθού επί δεκαεννέα έτη (23 - 4π.Χ.) και ο Ιωσήφ Καϊάφας επί δεκαπέντε έτη (18-36μ.Χ.).
            Αλλά ας έλθουμε στο πώς ο Άννας έγινε αρχιερέας. Από το 3μ.Χ. μέχρι και το 6 ή 7 μ.Χ αρχιερέας ήταν ο Ιησούς, ο υιός του Σεέ. Ο Ιουδαίος βασιλιάς - στην πραγματικότητα τετράρχης - Ηρώδης Αρχέλαος (4-14 μ.Χ.), αφού καθαίρεσε τον Ελιέζερ στη θέση του όρισε τον Ιησού10. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε το 7 μ.Χ. τι συνέβη στον αρχιερέα Ιησού. Απεβίωσε ή απομακρύνθηκε όπως έγινε με τους προκατόχους του Σίμωνα, Ματθία, Ιωάζαρο και Ελιέζερ, και ήταν πλέον συνήθης πρακτική. Όμως σύμφωνα με τον Ιώσηπο ο Ιωάζαρος επανεκάμψε στο αρχιερατικό αξίωμα11. Αυτό που επίσης αποτελεί ιστορικά εξακριβωμένο είναι ότι ο Άννας, ο υιός του Σηθ, διορίσθηκε αρχιερέας από τον Λεγάτο της Συρίας Κυρήνιο. Ιδού πως καταγράφεται το γεγονός στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία του Ιώσηπου: «Κυρίνιος δὲ τὰ Ἀρχελάου χρήματα ἀποδόμενος ἤδη καὶ τῶν ἀποτιμήσεων πέρας ἐχουσῶν, αἳ ἐγένοντο τριακοστῷ καὶ ἑβδόμῳ ἔτει μετὰ τὴν Ἀντωνίου ἐν Ἀκτίῳ ἧτταν ὑπὸ Καίσαρος, Ἰωάζαρον τὸν ἀρχιερέα καταστασιασθέντα ὑπὸ τῆς πληθύος ἀφελόμενος τὸ ἀξίωμα τῆς τιμῆς Ἄνανον τὸν Σεθὶ καθίσταται ἀρχιερέα»12.
            Σύμφωνα με τον πρεσβύτερο Θεόκλητο Φαρμακίδη (1784 - 1860), καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αυτό έγινε το 6 ή 7 μ.Χ..13  Με αυτόν συμφωνεί και ο παλαιός καθηγητής Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης του Πανεπιστημίου Αθηνών Βασίλειος Ιωαννίδης14. Ενώ κατά τον Δρ. Γεώργιο Κωνσταντίνου συνέβη το 7 ή 8 μ.Χ.15  Με δεδομένο ότι η ναυμαχία στο Άκτιο έγινε το 31 π.Χ. κατά τα προαναφερθέντα από τον Ιώσηπο, η σωστή χρονολόγηση είναι η αναφερόμενη από τον Θεόκλητο Φαρμακίδη και τον Β. Ιωαννίδη.
            Ο Πόπλιος Σουλπίκιος Κυρήνιος (Publius Sulpicius Quirinius)16  ήταν ένα ευφυέστατο άτομο, το οποίο επαινείται από τον Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο στα Χρονικά του, για τις διοικητικές και στρατιωτικές του ικανότητες. Όταν λοιπόν ο Λεγάτος της Συρίας - αντιλήφθηκε την αντιπαλότητα που επικρατούσε μεταξύ των μελών του Μεγάλου Συνεδρίου, καθώς και ότι η μερίδα που υποστήριζε τον Ιωάζαρο είχε εντελώς κατανικηθεί από την πολυπληθέστερη αντίπαλη παράταξη, που επιθυμούσε την ανάδειξη του Άννα, δεν δίστασε λεπτό. Ο αρχιερέας Ιωάζαρος καθαιρέθηκε και ο Άννας έλαβε τη θέση του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αφού αναμείχθηκαν στην επιλογή του Άννα ως αρχιερέα οι Ρωμαϊκές αρχές, το βασικό κριτήριό τους θα ήταν προπάντων τα συμφέροντα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και δευτερευόντως η ευαρέστηση του Μεγάλου Συνεδρίου. Ο Κυρήνιος - αυτός ο ικανότατος "ηγεμών"- διέβλεψε στο πρόσωπο του Άννα το καταλληλότερο και εμπιστότερο πρόσωπο, προκειμένου να τα εξασφαλίσει. Είχε καταστεί συνήθεια κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, όπως μας πληροφορούν και τα βιβλία των Μακκαβαίων της Παλαιάς Διαθήκης και ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος, οι άρχοντες να πωλούν το αξίωμα του αρχιερέα και μάλιστα κάποιες φορές και με πλειστηριασμό17. Συνάμα όμως και αυτός που επιθυμούσε να γίνει αρχιερέας συνήθιζε να προβαίνει σε χρηματισμό των κοσμικών αρχόντων18. Συνεπώς πρέπει να θεωρήσουμε σχεδόν βέβαιο ότι ο Άννας θα δωροδόκησε τον Κυρήνιο με ένα σεβαστό ποσό, προκειμένου να επιλέξει αυτόν και όχι κάποιον άλλον με τα ίδια "προσόντα". Οπωσδήποτε το ότι ο Άννας, όπως μας πληροφορεί ο Άγιος Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων19, ανήκε στη θρησκευτική ομάδα των Σαδδουκαίων και αυτό σίγουρα θα τον βοήθησε πολύ να προκριθεί ως αρχιερέας. Οι Σαδδουκαίοι αποτελούσαν την "αριστοκρατία" του ιερατείου. Αυτοί προέρχονταν από τριάντα ή κατά άλλους από είκοσι τέσσερις  οικογένειες και κατά κανόνα από αυτούς αναδεικνύονταν οι αρχιερείς, όπως μας πληροφορεί και ο Ιώσηπος. Τη διδασκαλία τους τη στήριζαν κυρίως στην Πεντάτευχο, και τόνιζαν ιδιαίτερα τις θυσίες και τις τελετές στο Ναό. Απέρριπταν τις θρησκευτικές παραδόσεις που αποδέχονταν οι Φαρισαίοι με τους οποίους είχαν ψυχρές σχέσεις. Οι Σαδδουκαίοι κατά τον αρχιμανδρίτη Εμμανουήλ Καρπαθίου «ήσαν θρησκευτικώς νεωτερισταί και αιρετικοί και ήθελον να επιδεικνύουν πνεύμα ελευθεροφροσύνης δήθεν. Δια τούτο ήσαν αρεστοί εις τας ξένας κυβερνήσεις»20. Ο Άννας δεν ήταν απλά ένας από τους Σαδδουκαίους, αλλά αποτελούσε τον κλασικό τύπο Σαδδουκαίου. Η περιγραφή που δίνει ο μακαριστός καθηγητής της Θεολογικής του Α.Π.Θ. Στέργιος Σάκκος για όλη την τάξη των Σαδδουκαίων ταιριάζει απόλυτα και ως περιγραφή για το πρόσωπο και τον χαρακτήρα του Άννα: «Άνθρωποι υλόφρονες, ασεβείς και ανήθικοι, σάρκαζαν και ειρωνεύονταν ακόμη και τα θεία. Δεν πίστευαν στην ύπαρξι του Θεού, των αγγέλων, της ψυχής, δεν παραδέχονταν την ανάστασι. Έμεναν όμως προσκολλημένοι στο ναό και στα θρησκευτικά. Ανήκαν στην ιερατική τάξι, πολλοί μάλιστα απ' αυτούς ήταν και αρχιερείς για λόγους επαγγελματικούς και κερδοσκοπικούς»21.    
Η αρχιερατεία του Άννα 6 ή 7 - 15 μ.Χ.
            Ο Άννας ανέλαβε την αρχιεροσύνη χωρίς να χρισθεί με αγιασμένο λάδι στην κεφαλή του. Αυτή η παράλειψη συνηθιζόταν τα τελευταία χρόνια κατά την περίοδο του τρίτου Ναού, δηλαδή αυτού που έκτισε ο Ηρώδης22. Εκτελούσε τυπικά τα καθήκοντα που ανήκαν στο αξίωμά του, όπως τις θυσίες του Σαββάτου, συμμετείχε στις μεγάλες Ιουδαϊκές εορτές, όπως αυτήν της εορτής του Εξιλασμού. Προήδρευε, όπως κάθε αρχιερέας, του Μεγάλου Συνεδρίου (Σανχεντρίν Γκεδολά), το οποίο αποτελούσε την ανώτατη διοικητική και δικαστική αρχή για τα θρησκευτικά ζητήματα του Ιουδαϊσμού και είχε εβδομήντα ή εβδομήντα ένα μέλη. Το έργο αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο. Σ' αυτό κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του, αλλά και μέχρι το 70 μ.Χ. υπερτερούσε η μερίδα των Φαρισαίων23, οι οποίοι αντιτίθονταν με σφοδρότητα εναντίον της παρατάξεως των Σαδδουκαίων, στην οποία ανήκε και αυτός. Αν και οι Φαρισαίοι έχουν ταυτιστεί έως σήμερα με τον τύπο του υποκριτή, καθόλου δεν υστερούσαν σ' αυτό και οι Σαδδουκαίοι, οι οποίοι «πολλάκις, όπως τύχωσι του ποθουμένου, προσεποιούντο σεβασμόν προς τας Φαρισαϊκάς ιδέας»24. Αυτό εφάρμοζε και ο Άννας συχνά, για να κερδίζει την υποστήριξή τους. Αλλά και μεταξύ των Σαδδουκαίων δεν υπήρχε ομόνοια. Εδώ πρέπει να διευκρινισθεί ότι αυτοί δεν αποτελούσαν μια συμπαγή ομάδα, όπως ήταν οι αντίπαλοί τους Φαρισαίοι. Τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και ιδίως οι φιλοδοξίες τους για άνοδο στον αρχιερατικό θρόνο αρκετές φορές τους δίχαζαν. Όλες αυτές οι μεταξύ τους αντιθέσεις έπρεπε να αμβλύνονται. Επίσης παράλληλα ήταν απαραίτητο να ρυθμίζονται με τον πλέον επωφελή τρόπο για όλες τις θρησκευτικές ομάδες του Μεγάλου Συνεδρίου οι σχέσεις με τους τοπικούς ηγεμόνες, δηλαδή τα παιδιά του Ηρώδη, και τον πραγματικό κυρίαρχο της περιοχής, τη Ρωμαϊκή εξουσία. Σ' όλα αυτά ξεδιπλώθηκαν όλες οι αρνητικές  πτυχές του χαρακτήρα του Άννα. Με την εφευρετικότητά του και την υποκριτική γλυκύτητά του εξισορροπούσε τις διαφωνίες. Με την πανουργία του, τις δολοπλοκίες και τις κινήσεις του στο παρασκήνιο εξουδετέρωνε τους αντιπάλους του. Με τις εκπληκτικές διπλωματικές ικανότητές του, αλλά και τα "προσόντα" του κόλακα και του χαμερπούς ατόμου εξασφάλιζε τη συνεργασία των ισχυροτέρων του. Με την ικανότητά του να υποκρίνεται και να αλλάζει με καταπληκτική ευκολία προσωπεία παραπλανούσε τους περισσότερους.
         Ο Άννας τοποθετούσε πάνω απ' όλα τη διατήρησή του στη θέση του αρχιερέα, πράγμα που επέτυχε για σχεδόν μία δεκαετία. Πραγματικός άθλος για την τότε εποχή. Με ιδιαίτερη προσοχή μεριμνούσε όχι να παραμένει πιστός στο θέλημα και στις εντολές του Θεού, αλλά να μην παρακούει και δυσαρεστεί τους ισχυρούς ανθρώπους, όπως τον Τετράρχη Ηρώδη Αρχέλαο και τον εκάστοτε Ρωμαίο Επίτροπο. Ο Άννας δεν ήταν σαν τον μεταγενέστερό του Άγιο Αμβρόσιο, τον επίσκοπο Μεδιολάνων, που έλεγξε και έτσι έπεισε τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μέγα Θεοδόσιο (379-395 μ. Χ.)  να μετανοήσει δημόσια μετά τη σφαγή 7.000 ανθρώπων στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης το 39025. Όταν ο Αρχέλαος διέταξε σφαγή, προκειμένου να καταστείλει μία στάση στα Ιεροσόλυμα, ο Άννας σιώπησε ακόμα και όταν τα 3.000 θύματά της με τα πτώματά τους κάλυψαν την αυλή του Ναού. Γενικά σιωπούσε σε κάθε ηθική παρεκτροπή του Τετράρχου, όπως όταν αυτός έδιωξε τη σύζυγό του και παντρεύτηκε άλλη γυναίκα, η οποία ερχόταν σε γάμο για τρίτη φορά26. Γεγονός σκανδαλώδες για την ηθική της τότε Ιουδαϊκής κοινωνίας. Την ίδια τακτική αφωνίας επεδείκνυε και στις ωμότητες της Ρωμαϊκής αρχής. Πέτυχε να μην έλθει σε σύγκρουση ούτε να διαφωνήσει σε τίποτε ούτε να διαμαρτυρηθεί για το παραμικρό, ούτε με τον Κωπώνιο, ούτε με τον Μάρκο Αμβιβουχο, ούτε με τον Άννιο Ρούφο, ούτε με τον Αρχέλαο, δηλαδή τους τέσσερις Επιτρόπους, που ανέλαβαν καθήκοντα Ρωμαίου διοικητού επί των ημερών του. Ένα πραγματικό «κύμβαλον αλαλάζον»27 , όπως θα έλεγε και ο Απόστολος Παύλος, ήταν ο Άννας, ο οποίος τόσο εύκολα γινόταν «ιχθύος αφωνότερος».
            Μέσα στα καθήκοντα του αρχιερέα ήταν και η διαχείριση του ταμείου και του θησαυροφυλακίου του Ναού. Τα έσοδα του Ναού ήταν μεγάλα και ποικίλα: από την προσφορά της δεκάτης όλων των Ισραηλιτών, από το φόρο του μισού αργυρού σίκλου που πλήρωνε κάθε Ισραηλίτης άνω των 20 ετών28, από τις θυσίες, από την αφιέρωση των πρωτότοκων αγοριών29, από τις προσφορές των προσκυνητών στις μεγάλες εορτές, ιδίως των Ισραηλιτών της διασποράς, από τη μετατροπή των ρωμαϊκών και ελληνικών νομισμάτων σε ιερά νομίσματα του Ναού (σίκλους), από την πώληση ζώων προς θυσία στην αυλή του Ναού κλπ. Το ενδιαφέρον και η μέριμνα του Άννα σε μεγάλο βαθμό ήταν στραμμένη στη διαχείριση του γαζοφυλακείου, δηλαδή του ταμείου του Ναού και παρεμπιπτόντως μόνο στα λατρευτικά του καθήκοντα ως αρχιερέα, τα οποία εκτελούσε ως ξηρούς τύπους. Ο Άννας φρόντιζε για την είσπραξη όλων των ποσών που προβλέπονταν, καθώς και για τον αποθησαυρισμό τους, χωρίς πραγματικά να ενδιαφέρεται για τη συμπλήρωση και τον εξωραϊσμό του ιερού, δηλαδή των κτισμάτων που περιστοίχιζαν τον Ναό και ήταν ακόμα ανολοκλήρωτα. Πολύ δε περισσότερο δεν συμπονούσε τις χήρες και τα ορφανά και άλλα ενδεή πρόσωπα, στα οποία κανονικά αναλογούσε το μεγαλύτερο τμήμα από το φόρο της δεκάτης. Ο ανάξιος αυτός αρχιερέας πίστευε ότι το καθήκον του ήταν να αυξάνουν τα συνολικά έσοδα του Ναού, προκειμένου να αυξάνεται και η μερίδα την οποία οικειοποιούνταν. Πολύ ορθώς παρατηρούσε ο καθηγητής Βασίλειος Ιωαννίδης: «Ο Άννας και οι υιοί του, πάντες αρχιερείς… είχον γίνει πλουσιώτατοι, εκμεταλλευόμενοι μονοπωλιακώς  τας αμυθήτους προσόδους του Ναού. … Δια των αρπακτικών διαθέσεων της οικογενείας ταύτης είχε μεταβληθεί ο Ναός του Κυρίου "εις σπήλαιον ληστών" (Μτθ. κα΄13)»30.
            Επίσης αναφορά στην ύπαρξη μεγάλης ποσότητας χρυσού που ανήκε στο Ναό, και είχε μαζευτεί στην εποχή του Άννα και του Καϊάφα, έκανε ο Κύριος. Ελέγχοντας την υποκρισία των γραμματέων και των Φαρισαίων και την εκ μέρους τους διαστρέβλωση της Παλαιάς Διαθήκης, μεταξύ άλλων τους είχε ειπεί: « Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοὶ οἱ λέγοντες, ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν· ὃς δ᾽ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ ὀφείλει. μωροὶ καὶ τυφλοί, τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάσας τὸν χρυσόν;»31  Αυτή η συσσώρευση  μεγάλης ποσότητας χρημάτων στο ταμείο του Ναού αποκαλύπτεται και από τη μαρτυρία του Ιώσηπου. Γράφει στο έργο του Ιουδαϊκός πόλεμος : «τοῦ ναοῦ φλεγομένου πάντα συνεπίμπρασαν, …. ἔκαιον δὲ καὶ τὰ γαζοφυλάκια, ἐν οἷς ἄπειρον μὲν χρημάτων πλῆθος ἄπειροι δ' ἐσθῆτες καὶ ἄλλα κειμήλια, συνελόντι δ' εἰπεῖν, πᾶς ὁ Ἰουδαίων σεσώρευτο πλοῦτος, ἀνεσκευασμένων ἐκεῖ τοὺς οἴκους τῶν εὐπόρων»32. Δηλαδή ότι κατά την άλωση των Ιεροσολύμων το 70 μ. Χ. από τους Ρωμαίους, ύστερα από επανάσταση των Ιουδαίων, ακολούθησε πυρπόληση του Ναού, αλλά και των κτιρίων του Ιερού που τον περιέβαλαν. Ταυτόχρονα οι Ρωμαίοι στρατιώτες, που λεηλατούσαν, βρήκαν τα ''γαζοφυλάκια'' του Ναού, δηλαδή τους χώρους αποθήκευσης πολυτίμων αντικειμένων, γεμάτα με χρυσό και κάθε είδους κειμηλίων και πολύτιμων ενδυμάτων. Αυτά ανήκαν στο Ναό, αλλά και σε ιδιώτες, που τα μετέφεραν εκεί νομίζοντας ότι θα είναι ασφαλή.
            Η φιλαργυρία του Άννα και της οικογένειάς του υπήρξε τόσο παροιμιώδης, ώστε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τρεις αιώνες μετά σε ομιλία του κατατάσσει τον γαμπρό του Άννα, τον Καϊάφα, μεταξύ των ονομαστών φιλάργυρων που κατακρίθηκαν γι' αυτό από τον Θεό. Λέει λοιπόν ο Χρυσόστομος: «μετά δε εκείνης (της φιλαργυρίας), ο Αχαάβ, η Ιεζάβελ, ο Γιεζή, ο Ιούδας, ο Νέρων, ο Καϊάφας κατεκρίθησαν»33.
            Άλλα και οι ραβινικές πηγές ως κύριους αποδέκτες των κερδών από τις εμπορικές συναλλαγές που γίνονταν στην αυλή του Ναού αναφέρουν την οικογένεια του Άννα34. Το Ταλμούδ35 αναφέρει τον «οίκο του Άννα» ως πάμπλουτο, αλλά και αδίστακτο και επικατάρατο, και τον συγκαταλέγει μεταξύ «των διεφθαρμένων ηγετών του ιερατείου»36.  Στο Ταλμούδ πάλι περιέχεται μια κατάρα «επί την οικογένειαν του Άννα και τους συριγμούς της ως της εχίδνης »37.  
Η καθαίρεση του Άννα το 15 μ.Χ.
            Το 15 μ.Χ. υπήρξε ένα δύσκολο και θλιβερό έτος για τον φίλαρχο Άννα. Στην ρωμαιοκρατούμενη επαρχία της Ιουδαίας εγκαταστάθηκε ο νέος Ρωμαίος Επίτροπος, ο Βαλέριος Γράτος (Valerius Gratus). Η διακυβέρνησή του μάλιστα επρόκειτο να είναι πολυετής από το 15-26 μ.Χ., καθότι έχαιρε της εκτιμήσεως του τότε Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβέριου. Μία από τις πρώτες αποφάσεις του ήταν η απομάκρυνση του Άννα από το αρχιερατικό αξίωμα και η τοποθέτηση στη θέση αυτή του Ισμαήλ, υιού του Φαβί (15-16μ.Χ.). Αλλά ας αφήσουμε τον πολύ κοντινό σ' αυτά τα γεγονότα Φλάβιο Ιώσηπο να μας τα διηγηθεί: «διαδέχεται δὲ τῷ Καίσαρι τὴν ἡγεμονίαν Τιβέριος Νέρων γυναικὸς αὐτοῦ Ἰουλίας υἱὸς ὤν, τρίτος ἤδη οὗτος αὐτοκράτωρ, καὶ πεμπτὸς ὑπ' αὐτοῦ παρῆν Ἰουδαίοις ἔπαρχος διάδοχος Ἀννίῳ Ῥούφῳ Οὐαλέριος Γρᾶτος ὃς παύσας ἱερᾶσθαι Ἄνανον Ἰσμάηλον ἀρχιερέα ἀποφαίνει τὸν τοῦ Φαβί»38. Ο Δρ. Γεώργιος Κωνσταντίνου αιτιολογεί την έκπτωση του Άννα από την αρχιεροσύνη γράφοντας τα εξής: «εκπεσών δε του αξιώματος τούτου ένεκα πολιτικών λόγων»39.  Το βέβαιο είναι ότι ο Βαλέριος Γράτος δεν προτίμησε τον Ισμαήλ ως ηθικότερο και ικανότερο σε σχέση με τον Άννα. Σύμφωνα με ραββινικές πηγές ο Ισμαήλ ήταν άξεστος και χοντροκομμένος στον χαρακτήρα, παραδομένος στην απόλαυση της πολυτέλειας. Η αγάπη του μάλιστα για τα ακριβά ενδύματα έφθανε μέχρι του σημείου να μη δέχεται να τα φορέσει δεύτερη φορά. Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της διοικήσεώς του ο Γράτος άλλαξε τέσσερις φορές τον αρχιερέα με νέο πρόσωπο, καθώς και ότι στο Μέγα Συνέδριο υπήρχε μερίδα που υποστήριξε τον Ισμαήλ, συμπεραίνουμε τα εξής: α) ότι ο Επίτροπος προασπίζοντας τα συμφέροντα της Ρώμης έπαυε όποιον θεωρούσε ότι αύξανε η δύναμή του επικίνδυνα, όπως του Άννα , β) ότι το ίδιο το Μέγα Συνέδριο - και μάλιστα τα ισχυρά του πρόσωπα - πίεζαν τον Ρωμαίο διοικητή για την ανάδειξη ως αρχιερέα μέλους της δικής τους ομάδας. Ιδιαίτερα στην απόφαση του Ρωμαίου Επιτρόπου πρέπει να βάρυνε το ότι ο Τετράρχης Ηρώδης Αρχέλαος - του οποίου υπήρξε συνεργάτης ο αρχιερέας Άννας - είχε περιπέσει στη δυσμένεια της Ρώμης και χάνοντας την εξουσία είχε εξοριστεί στη Βιέννη της Γαλατίας. «Δεκάτῳ δὲ ἔτει τῆς ἀρχῆς Ἀρχελάου οἱ πρῶτοι τῶν ἀνδρῶν ἔν τε Ἰουδαίοις καὶ Σαμαρεῦσι μὴ φέροντες τὴν ὠμότητα αὐτοῦ καὶ τυραννίδα κατηγοροῦσιν αὐτοῦ ἐπὶ Καίσαρος, καὶ μάλιστα ἐπεὶ ἔγνωσαν αὐτὸν παραβεβηκότα τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, ἵνα ἐπιεικῶς ἀναστραφῇ τὰ πρὸς αὐτούς. ὁ τοίνυν Καῖσαρ ὡς ἤκουσεν, ὀργῇ φέρων τὸν ἐπίτροπον τὸν Ἀρχελάου τῶν ἐν Ῥώμῃ πραγμάτων, … καὶ ὁ Καῖσαρ ἀφικομένου ἐπί τινων κατηγόρων ἀκροᾶται καὶ αὐτοῦ λέγοντος ἐκεῖνον μὲν φυγάδα ἐλαύνει δοὺς οἰκητήριον αὐτῷ Βίενναν πόλιν τῆς Γαλατίας, τὰ δὲ χρήματα ἀπηνέγκατο»40.   
Ο βίος του Άννα από το 16 - 30 μ.Χ.
            Ο Άννας έχασε μεν το αρχιερατικό αξίωμα, αλλά δεν απώλεσε το θάρρος του και την επιμονή του να αναμειγνύεται στα θρησκευτικά και πολιτικά δρώμενα του Ισραήλ. Πολύ σύντομα ανέτρεψε υπέρ του τις ισορροπίες στο Μέγα Συνέδριο. Ο νέος αρχιερέας Ισμαήλ δεν έκλεισε ούτε έτος στο αξίωμά του. Στους εννέα μήνες καθαιρέθηκε. Ποιος το διέταξε αυτό; Όσο και αν φαίνεται απίστευτο, ο ίδιος που λίγους μήνες πριν τον αναβίβασε στη θέση αυτή, απομακρύνοντας τον Άννα, δηλαδή ο Βαλέριος Γράτος41. Τα αξιοθαύμαστα όμως δεν τερματίζονται εδώ. Ο Ρωμαίος επίτροπος τοποθέτησε ως αρχιερέα τον γιο τού μόλις προ ενός έτους από αυτόν καθαιρεθέντα, τον Ελεάζαρο, τον υιό του Άννα42. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό ήταν μία νέα νίκη του Άννα. Τυπικά ο Ελεάζαρος θα ήταν ο αρχιερέας, αλλά ουσιαστικά και παρασκηνιακά επανερχόταν στο αξίωμα ο πατέρας του. Πώς το επέτυχε αυτό; Προφανώς με τα γνωστά μέσα: δωροδοκία, πιέσεις, υποσχέσεις κτλ.
            Όμως ο Βαλέριος Γράτος μετά από ένα έτος, δηλαδή το 17 μ.Χ., απομακρύνει τον Ελεάζαρο και στη θέση του τοποθετεί τον Σίμωνα, τον υιό του Καμίθους43. Και αυτός θα κρατήσει την αρχιερατεία για ένα έτος (17-18 μ.Χ.), για να παραμερισθεί και αυτός από τον ίδιο που τον τοποθέτησε, δηλαδή τον Γράτο. Όπως παρατηρεί ο Ευσέβιος, Επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης (4ος αιώνας), στην Εκκλησιαστική Ιστορία του: «ὑπὸ δὲ τῶν Ῥωμαϊκῶν ἡγεμόνων  ἄλλοτε  ἄλλοι  τὴν  ἀρχιερωσύνην  ἐπιτρεπόμενο,  οὐ  πλεῖον  ἔτους  ἑνὸς  ἐπὶ  ταύτης  διετέλουν»44. Εξαίρεση σ' αυτόν τον κανόνα, που φαινόταν ότι θα παγιωθεί, υπήρξε η δεύτερη επιλογή του πρώην αρχιερέα Άννα, αυτή του γαμπρού του Ιωσήφ, του γνωστότερου με το προσωνύμιο Καϊάφας, δηλαδή αυτός που καταπιέζει ή υποτάσσει. Την επιλογή του Άννα, αποδέχθηκε και πάλι ο Βαλέριος Γράτος προσφέροντας το 18 μ.Χ.45 την αρχιερατεία στον Ιωσήφ - Καϊάφα46, ο οποίος θα παραμείνει σ' αυτήν αμετακίνητος επί δεκαοκτώ έτη, έως το 36 μ.Χ., δηλαδή περισσότερα χρόνια ακόμα κι από τον πεθερό του. Όπως σχολιάζει ο ομότιμος καθηγητής του Α.Π.Θ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος: «Φαίνεται ότι εις μίαν εποχήν ασταθείας, καθ' ην οι αρχιερείς διεδέχοντο αλλήλους, ο Καϊάφας κατώρθωσε να διατηρήση το αξίωμά του επί τοσαύτα έτη ένεκα της δουλοπρεπείας του προς την Ρώμην. Ουδέποτε επροστάτευσε τα θρησκευτικά συμφέροντα του λαού εκ των αυθαιρεσιών των Ρωμαίων διοικητών, ως υπεχρεούτο να πράξη ως θρησκευτικός ηγέτης»47.  Το δίχως άλλο σ' αυτά θα καθοδηγούνταν από τον πεθερό του, Άννα, ο οποίος ήδη είχε επιτελέσει όλα αυτά και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.
Ο Άννας σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές και τους Πατέρες της Εκκλησίας
            Επιλεκτικά θα αναφέρουμε παρακάτω κάποια απόσπασμα από τα Ευαγγέλια, στα οποία αναφέρεται ο Άννας, είτε ονομαστικά,  είτε με τον όρο οι αρχιερείς, προκειμένου να παρουσιάσουμε μια πληρέστερη εικόνα της προσωπικότητάς του και του χαρακτήρα του σε συνδυασμό με τη στάση του έναντι του Ιησού Χριστού. Θα τα συνοδεύουμε και με ερμηνευτικά σχόλια των Πατέρων της Εκκλησίας48.
            Οι θρησκευτικές ομάδες, τόσο των Φαρισαίων, όσο και αυτής των  Σαδδουκαίων, στην οποία ηγετική θέση κατείχε ο Άννας, κράτησαν εχθρική στάση έναντι του Ιησού Χριστού από την έναρξη της δημόσιας δράσεώς Του. Ο Χριστός είχε επιστήσει την προσοχή των Μαθητών Του λέγοντας: «῾Ορᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων»49. Δηλαδή προσέξτε από την κακή επίδραση της υποκριτικής διδασκαλίας τους, που μοιάζει με το κακό προζύμι. Από κοινού Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι προσήλθαν στον Κύριο, όχι για να τον ακούσουν, αλλά για να τον πειράξουν και να τον δοκιμάσουν και του ζήτησαν «σημεῖον (θαύμα) ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπιδεῖξαι αὐτοῖς»50. Οι Σαδδουκαίοι μην πιστεύοντας στην ανάσταση των νεκρών ρώτησαν κάποτε τον Χριστό με σχετικό ερώτημα που προσπαθούσε να γελοιοποιήσει το θέμα51. Ο Κύριος αποκάλυψε τη διαστροφή, που ηθελημένα προκαλούσαν στη διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης, οικτίροντας και την άγνοιά τους για τη δύναμη του Θεού : «Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ θεοῦ· ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει ….. ὡς ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ εἰσιν»52. Η απάντηση του Ιησού «ἐφίμωσεν τοὺς Σαδδουκαίους»53, οι οποίοι έφυγαν καταντροπιασμένοι χωρίς  να μπορέσουν να αντειπούν κάτι.
            Ο Άννας και τα άλλα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου επιθυμούσαν διακαώς να συλλάβουν τον Ιησού και να τον δικάσουν με κάποιο πρόσχημα. Σύμφωνα με το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο54, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, δηλαδή το Μεγάλο Συνέδριο, είχαν δώσει εντολή σε "υπηρέτες" δηλαδή φρουρούς του Ναού, να συλλάβουν τον Χριστό κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας. Όμως αυτοί γύρισαν πίσω άπρακτοι. Κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι: «Θορυβούνται πολύ με την επιστροφή των υπηρετών, βλέποντας να μην έχουν τον αναζητούμενο… Τι είναι αυτό που σας εμπόδισε, λένε, ώστε να μην πραγματοποιήσετε αυτό που θεωρούν σωστό οι άρχοντες;» Οι φρουροί απάντησαν: “Ποτέ δεν μίλησε άνθρωπος όπως αυτός”, γιατί γύρισαν συνεπαρμένοι από τους λόγους του Κυρίου. Παρά τον φόβο που αισθάνονταν απέναντι σε σκληρούς και άδικους ανθρώπους, όπως ο Άννας, παρόλα αυτά οι φρουροί δεν δείλιασαν. Ενώ θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν, όπως παρατηρεί ο Χρυσόστομος : «Τώρα όμως γίνονται κήρυκες της σοφίας του Χριστού και δεικνύουν μεγαλύτερον θάρρος. Και δεν ισχυρίζονται, δεν ημπορέσαμεν να τον συλλάβωμεν ένεκα του κόσμου, που τον επρόσεχε σαν Προφήτην, αλλά λέγουν. " Ποτέ δεν ομίλησεν έτσι άλλος άνθρωπος.'' Και μολονότι ημπορούσαν να μεταχειρησθούν αυτήν την δικαιολογίαν, όμως φανερώνουν την ιδικήν των ορθήν γνώμην»55. Ο Άγιος Θεοφύλακτος Αχρίδος συμπληρώνει : «Διότι δεν μαζεύτηκαν κάπως μπροστά στο θυμό των Φαρισαίων, ούτε ως υπηρέτες δείλιασαν και είπαν τα αρεστά στους άρχοντες, αλλά μαρτυρούν την αλήθεια». Αποκρίθηκαν τότε οι Φαρισαίοι σ΄ αυτούς υποτιμητικά λέγοντάς τους μήπως κι εσείς έχετε παρασυρθεί από αυτόν στην πλάνη; Μήπως επίστευσε σε αυτόν κάποιος από τους άρχοντες ή από τους Φαρισαίους; Αλλά τον πίστευσε αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμο. Τότε επεμβαίνει και τους ελέγχει ο Νικόδημος, ο κρυφός μαθητής του Χριστού, με τρόπο έμμεσο. «… εν συνεχεία κατηγορεί αυτούς ο Νικόδημος… Αποδεικνύει δηλαδή εις αυτούς ότι ούτε τον νόμον γνωρίζουν, ούτε τον νόμον εφαρμόζουν» επισημαίνει ο Χρυσόστομος56. Όλα τα μέλη του  Μεγάλου Συνεδρίου, παρόλο που ήταν ημέρα εορτής, ήδη είχαν συναχθεί ελπίζοντας ότι θα φέρουν μπροστά τους οι φρουροί τον Χριστό, προκειμένου να τον δικάσουν και να καταδικάσουν. Τώρα όμως μη μπορώντας να κάνουν κάτι άλλο διαλύθηκαν άπρακτοι, αλλά και «οργισμένοι από το λόγο του Νικοδήμου», όπως παρατηρεί ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός.
            Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης57 αναφέρει ότι μετά την ανάσταση του Λαζάρου από τον Κύριο οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, αφού πληροφορήθηκαν το γεγονός, συγκάλεσαν συμβούλιο και έλεγαν μεταξύ τους : “Τι θα κάνουμε; Πολλά σημεία (θαύματα) κάνει αυτός ο άνθρωπος. Αν τον αφήσουμε να συνεχίσει έτσι, όλοι θα πιστέψουν σε αυτόν και τότε θα επέμβουν οι Ρωμαίοι και θα καταστρέψουν και τον Ναό μας και το έθνος μας”. Από εκείνη λοιπόν την ημέρα πήραν την απόφαση να θανατώσουν τον Χριστό. Εδώ αποκαλύπτεται ο άθλιος χαρακτήρας, αλλά και οι βαθύτερες σκέψεις όλων των μελών του Συνεδρίου, και ιδίως του Άννα, ο όποιος ήταν ο ηθικός αυτουργός και υποκινητής για τη λήψη αυτής της αποφάσεως. Ο μακαριστός καθηγητής Στέργιος Σάκκος πολύ παραστατικά σκιαγραφεί όλα αυτά γράφοντας: «Εδώ έχουν απορρίψει κάθε πρόσχημα, έστω και το πιο γελοίο, και εντελώς ξεδιάντροπα ομολογούν ότι τους ενοχλούν τα πολλά και μεγάλα σημεία του. Να και οι ιδιοτελείς υπολογισμοί τους, χάρι των οποίων και τον Θεό σφάζουν, αν μπορούν… η αιτιολογία τους είναι δείγμα απιστίας και υποκρισίας συγχρόνως, ακόμη δε και φιλαυτίας»58. Ο αρχιερέας Καϊάφας άθελά του είπε προφητικά ότι πρέπει να Σταυρωθεί ο Ιησούς, γιατί «συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται»59. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ονομάζει τον Καϊάφα ο «αναισχυντότερος» από τα υπόλοιπα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου, δηλαδή ότι ξεπερνούσε σε αδιαντροπιά όλους τους, ακόμα και τον πεθερό του, τον Άννα60.
            Τότε πλησίαζε το Πάσχα των Ιουδαίων και πολλοί από τους προσκυνητές που είχαν έλθει στα Ιεροσόλυμα από όλη την Παλαιστίνη αναζητούσαν τον Ιησού...  Μάλιστα οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι είχαν δώσει εντολές, αν μάθει κανείς πού είναι, να ειδοποιήσει για να τον συλλάβουν. «ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι' αὐτὸν ὑπῆγον τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν»61. Δηλαδή δεν αρκέσθηκαν να επιθυμούν μόνο τη σύλληψη και την καταδίκη του Χριστού, που ανάσταινε νεκρούς, αλλά, όπως επισημαίνει ο Χρυσόστομος: «Οι άρχοντες όμως των Εβραίων, μη ικανοποιούμενοι από την κακίαν των, προσεπάθησαν να φονεύσουν και τον Λάζαρον»62, γιατί ο αναστημένος Λάζαρος ήταν η ζωντανή απόδειξη της Θεότητας του Χριστού.
            Σύμφωνα με το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο63, όταν πληροφορήθηκαν ότι ο Ιησούς εκδίωξε τους εμπόρους από το Ναό οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς, αναζητούσαν τρόπο να εξοντώσουν τον Ιησού. Όμως τον φοβόντουσαν, γιατί ο λαός ήταν εντυπωσιασμένος με τη διδασκαλία Του. Κάπως εκτενέστερα το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο αφηγείται: Συγκεντρώθηκαν τότε οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του Συνεδρίου στο παλάτι του αρχιερέα Καϊάφα, και αποφάσισαν να συλλάβουν με δόλο τον Ιησού και να τον θανατώσουν. “Όχι όμως πάνω στην εορτή”, έλεγαν, “για να μην ξεσηκωθεί ο λαός”...  Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα μαθητές, σηκώθηκε και πήγε στους αρχιερείς και τους είπε: “Τι θα μου δώσετε; Και εγώ θα σας τον παραδώσω”. Και αυτοί του έδωσαν τριάντα αργύρια. Από τότε ζητούσε να βρει κατάλληλη ευκαιρία για να τον παραδώσει64. Συμφωνώντας  με τα παραπάνω Ευαγγέλια το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο αναφέρει ότι :«Ἤγγιζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων ἡ λεγομένη πάσχα. καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὸ πῶς ἀνέλωσιν αὐτόν· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν λαόν. Εἰσῆλθε δὲ ὁ σατανᾶς εἰς Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Ἰσκαριώτην, ὄντα ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα, καὶ ἀπελθὼν συνελάλησε τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι καὶ στρατηγοῖς τὸ πῶς αὐτὸν παραδῶ αὐτοῖς. καὶ ἐχάρησαν, καὶ συνέθεντο αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι· καὶ ἐξωμολόγησε, καὶ ἐζήτει εὐκαιρίαν τοῦ παραδοῦναι αὐτὸν αὐτοῖς ἄτερ ὄχλου»65. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε τους λόγους ενός σύγχρονου Πατέρα της Εκκλησίας, του Άγιου Παϊσίου του Αγιορείτου :«Ε, καλά οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι δεν ήξεραν την Παλιά Διαθήκη; Ο Άννας και ο Καϊάφας δεν ήξεραν καλύτερα από όλους ότι έγραφε πώς για «τριάκοντα αργύρια» θα προδώσουν τον Χριστό; Γιατί δεν ζητούσαν τριάντα ένα ή είκοσι εννέα αργύρια και ζήτησαν «τριάκοντα» ; Αλλά ήταν τυφλωμένοι. Ήξερε ο Θεός ότι έτσι θα γίνουν. Ο Θεός προγνωρίζει, δεν προορίζει - μόνον οι Τούρκοι πιστεύουν στο γραμμένο, στο κισμέτ». 
            Και η ευκαιρία που αναζητούσε ο Ιούδας, για να πραγματοποιήσει την προδοσία του, δόθηκε μετά τον Μυστικό Δείπνο. Μέσα στη νύκτα κατευθύνθηκε στη Γεθσημανή, στον κήπο των ελαιών. Μιλούσε ακόμα ο Ιησούς όταν έφτασε ο Ιούδας ... και μαζί του ήρθε ένα πλήθος από ανθρώπους οπλισμένους με ξίφη και ρόπαλα, σταλμένους από τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους του Συνεδρίου66.  Όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς παραγενομένους ἐπ᾿ αὐτὸν ἀρχιερεῖς καὶ στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ καὶ πρεσβυτέρους· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξεληλύθατε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων;»67 Προφανώς ακολούθησαν και αρχιερείς το στρατιωτικό απόσπασμα που συγκροτήθηκε για τη σύλληψη του Ιησού.
             Η παρουσία του Άννα μεταξύ αυτών δεν φαίνεται πιθανή, αφού σύμφωνα με το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο68 οι Ρωμαίοι στρατιώτες με τον  χιλίαρχο και οι Ιουδαίοι φρουροί του Ναού συνέλαβαν τον Ιησού, στη Γεθσημανή και, αφού τον έδεσαν, τον οδήγησαν πρώτα στον Άννα. Ο πρώην αρχιερέας ανέλαβε να ανακρίνει κατά κάποιο τρόπο τον Ιησού, κάνοντάς του ερωτήσεις για τους μαθητές Του και για τη διδασκαλία Του. Η ανάκριση αυτή παραβίαζε τον Μωσαϊκό Νόμο, αλλά και κάθε δίκαιο. Συνέλαβαν τον Ιησού ως τον μεγαλύτερο εγκληματία, και τώρα ο Άννας ουσιαστικά αναζητούσε αφορμή για να βρεθεί κατηγορία εναντίον του Ιησού. Κατά τον «διδάσκαλο της Εκκλησίας» Χρυσόστομο: «Ρωτούσαν ίσως πού είναι οι μαθητές Του και για ποιο λόγο τους συγκέντρωσε… Ω μέγεθος πονηρίας! Μολονότι συνεχώς ήκουεν αυτόν να ομιλή εις το ιερόν και να διδάσκη με παρρησίαν, τώρα θέλει να μάθη»69. Σύμφωνα με τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας ο Άννας ερώτησε για τη διδασκαλία Του, για να διαπιστώσει «αν σφάλλει όσον αφορά τους νόμους του Μωυσή… και για το ποιος είναι άραγε ο σκοπός των μαθητών του, και αν αγαπά να διδάσκεται με τα αρχαία έθη ή θέλει να δημιουργήσει τη διδασκαλία μίας ξένης και καινούργιας λατρείας. Και το έκανε αυτό ο αρχιερέας με κακό κίνητρο· διότι νόμιζε ότι… ο Χριστός, λέγοντας ότι είναι απόβλητα τα διδάγματα του Μωυσή, ο ίδιος θα προκαλέσει εναντίον του το θράσος της φλυαρίας των Ιουδαίων». Ο Χριστός, ως παντογνώστης, αντιλαμβανόμενος την κακοπιστία του, απάντησε σ΄ αυτόν: “Εγώ μίλησα φανερά στα πλήθη των ανθρώπων. Πάντοτε δίδαξα σε μέρη δημόσια, στις συναγωγές και στον Ναό, όπου μαζεύονται όλοι οι Ιουδαίοι· κρυφά δεν είπα τίποτα. Γιατί ερωτάς εμένα; Ρώτησε αυτούς που άκουσαν τι τους εκήρυξα. ”. Όπως παρατηρεί  ο Χρυσόστομος : «Τα λόγια αυτά δεν δείχνουν αυθάδειαν (προς τον Άννα), αλλά πεποίθησιν εις την αλήθειαν των όσων είπεν. Ερώτησε τους εχθρούς, τους επιβούλους, εκείνους που με έδεσαν· αυτοί ας το ειπούν· διότι αυτή είναι η αναμφισβητήτως απόδειξις της αληθείας, όταν κανείς επικαλείται ως μάρτυρας, δι' εκείνα που λέγει, τους εχθρούς του»70.  Όμως τότε ένας από τους φρουρούς, έδωσε ένα δυνατό χαστούκι  στον Ιησού και του είπε: “Έτσι απαντάς στον αρχιερέα;”  Ο Ιησούς διαμαρτυρήθηκε “ Αν είπα κάτι κακό πες ποιο ήταν αυτό· αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;”  Αν και σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο οι δικαστές κατά την διάρκεια της δίκης δεν έπρεπε να μεροληπτούν εις βάρος του κατηγορουμένου71, ο Άννας δεν επέπληξε τον φρουρό για την άδικη πράξη του, αλλά εσιώπησε επικροτώντας την. Πολύ εύστοχα παρατηρεί ο χρυσορρήμων Άγιος  Ιωάννης : «Βλέπεις το δικαστήριον που είναι γεμάτον από θόρυβον και ταραχήν και θυμόν και σύγχυσιν; Ηρώτησεν ο αρχιερεύς με υποψίαν και δόλον· απήντησεν ο Χριστός με ευθύτητα και όπως έπρεπε. Τι έπρεπε να ακολουθήση; Να συνομιλήση μαζί του φέρων τας αντιρρήσεις του ή να αποδεχθή αυτό που είπεν. Όμως δεν συμβαίνει αυτό, αλλά ο δούλος τον ραπίζει. Έτσι αυτό που γίνεται δεν είναι δικαστήριον, αλλά συνωμοσία και τυραννίς»72. Αφού ο Άννας είδε ότι δεν επέτυχε τίποτε, έστειλε τον Ιησού και πάλι δεμένο στον αρχιερέα Καϊάφα, προκειμένου να δικαστεί και επισήμως. Ο πρώην αρχιερέας γνώριζε από την εικοσιεπτάχρονη θητεία του στο Συνέδριο ότι  οι δίκες έπρεπε να διεξάγονται πάντοτε την ημέρα73, δημόσια και όχι εν κρυπτώ74. Ο Άννας όμως τυφλωμένος από κακία και φθόνο για τον Ιησού και γεμάτος ο ίδιος από έπαρση και εωσφορική αλαζονεία ήταν έτοιμος ακόμη και ''καμήλο'' να καταπιεί, κατά τον λόγο του Χριστού, προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του, που δεν ήταν άλλος από την τάχιστη καταδίκη του Χριστού σε θάνατο. 
            Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μας διηγείται τη συνέχεια αυτής της δίκης - παρωδίας75. Αφού συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι, δηλαδή όλα τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου, αναζητούσαν μια ψευδή μαρτυρία εις βάρος του Ιησού, προκειμένου να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Παρουσιάστηκαν λοιπόν πολλοί ψευδομάρτυρες, αλλά δεν έβρισκαν την κατηγορία που επιθυμούσαν. Όμως τελικά παρουσιάστηκαν δύο ψευδομάρτυρες που είπαν: “Αυτός είπε: ‘Μπορώ να γκρεμίσω τον Ναό του Θεού και μέσα σε τρεις ημέρες να τον ξανακτίσω”. Σύμφωνα και πάλι με τον Μωσαϊκό Νόμο, του οποίου υποτίθεται γνώστες και υπερασπιστές ήταν ο Άννας και ο Καϊάφας, οι μάρτυρες έπρεπε να ομολογούν συνειδητά την αλήθεια76 και μάλιστα για ζητήματα που προβλεπόταν θανατική ποινή έπρεπε να είναι τρείς οι μάρτυρες και μόνο κατ΄ εξαίρεση δύο77. Και μόνο η ανεύρεση από το Συνέδριο ψευδομαρτύρων αποκαλύπτει το πόσο διεφθαρμένοι και ανήθικοι ήταν οι επικεφαλής του, ο Άννας και ο Καϊάφας. Ο αρχιερέας Καϊάφας σηκώθηκε και είπε στον Χριστό αν έχει να αποκριθεί τίποτε. Τι είναι όλα αυτά που σε κατηγορούν; Ο Ιησούς όμως σιωπούσε. Κι ο αρχιερέας του είπε: “Σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού, να μας πεις αν εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού”. Του είπε ο Ιησούς: “Είμαι, όπως μόνος σου το είπες...”. Έσχισε τότε τα ιμάτιά του από υποκριτική αγανάκτηση ο αρχιερεύς και είπε ότι ο Ιησούς ολοφάνερα εβλασφήμησε . Τι μας χρειάζονται πλέον οι μάρτυρες; Ιδού, τώρα ακούσατε τα βλάσφημα λόγια του. Ήταν ιουδαϊκή συνήθεια όταν κάποιος ήθελε να εκδηλώσει την οργή του, την αγανάκτηση του, αλλά και το πένθος του, να σχίζει τα ιμάτια του, όμως αυτή η πράξη  ήταν απαγορευμένη για τον αρχιερέα78. Άθελά του όμως ο Καϊάφας, κατά τον Άγιο Θεοφύλακτο, αυτό που έπραξε «σύμβολον ἦν τοῦ τήν ἀρχιερωσύνην τῆς παλαιᾶς διαρραγῆναι»79. Και ο Άννας που δεν τον σταμάτησε, αλλά και ο Καϊάφας τόσο καλοί γνώστες της Παλαιάς Διαθήκης ήταν; Την γνώριζαν, αλλά δεν την κατανοούσαν διότι και μόνο δια μέσου των προφητειών που αυτή περιείχε θα αναγνώριζαν ότι ο Ιησούς ήταν ο αληθινός Μεσσίας. Τότε ο Καϊάφας υποκριτικά - λες και δεν ήταν προσυνενοημένοι - ρώτησε τα συγκαθήμενα μ΄ αυτόν μέλη του Συνεδρίου, τι θα αποφασίσουν. Κι αυτοί χωρίς δισταγμό του αποκρίθηκαν ότι ο Ιησούς είναι ένοχος και γι΄ αυτό  πρέπει να θανατωθεί. Αυτή η απόφαση ήταν προειλημμένη ήδη από τη συνεδρίαση που ακολούθησε της αναστάσεως του Λάζαρου. Ήταν όμως τόσο το μένος τους εναντίον του Κυρίου, που δεν αρκέστηκαν να ευφρανθούν μόνο από την απόφαση αυτή. Οι θρασύτεροι σηκώθηκαν και άρχισαν να τον φτύνουν στο πρόσωπο και να τον κτυπάνε, ενώ άλλοι του έδιναν γρονθοκοπήματα, λέγοντας ειρωνικά “Μεσσία, ως προφήτης που είσαι, πες μας ποιος σε εκτύπησε;”
            Κατά τον Ευαγγελιστή Μάρκο80, νωρίς το άλλο πρωί, οι αρχιερείς Άννας
και Καϊάφας με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς κι ολόκληρο το Μέγα Συνέδριο, αφού συγκεντρώθηκαν σε συνεδρίαση, έλαβαν την απόφασή τους. Έδεσαν τον Ιησού και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο. Όπως επεξηγεί ο Χρυσόστομος: «Και για ποιο λόγο δεν τον φόνευσαν, αλλά τον οδήγησαν στον Πιλάτο; Και βέβαια το μεγαλύτερο μέρος της αρχής και της εξουσίας τους, τούς είχε αφαιρεθεί πλέον, αφού τα πράγματά τους βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων». Σύμφωνα με το Ρωμαικό  jus gladii, το δικαίωμα καταδίκης σε θάνατο στις κατακτημένες περιοχές το είχε  μόνο ο Ρωμαίος διοικητής.  Συνεπώς το Συνέδριο δεν είχε άλλη επιλογή , αφού μόνο τη θανάτωση του Χριστού επιθυμούσαν, παρά να προσφύγουν στον Πόντιο Πιλάτο81.
            Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη82, ήταν νωρίς το πρωί, όταν οι  Ιουδαίοι οδήγησαν τον Χριστό από την οικία του Καιάφα στο Πραιτώριο. Άλλα δεν μπήκαν στο διοικητήριο, για να μη μολυνθούν, αλλά να φάνε το Πάσχα καθαροί. Η είσοδος ενός Ισραηλίτη σε οίκο ειδωλολάτρη θεωρούνταν ότι τον μόλυνε πνευματικά - θρησκευτικά. Ο  Άγιος  Ιωάννης καυτηριάζοντας τη μέγιστη υποκρισία του Άννα και των ομοίων του λέει: «Και πρόσεχε τους Ιουδαίους που είναι άξιοι δια γέλια. Αφού συνέλαβον τον αθώον, φέροντες μαζί των όπλα, δεν εισέρχονται εις το πραιτώριον, δια να μη μολυνθούν· και όμως ποιος μολυσμός είναι, ειπέ μου, το να εισέλθη κανείς εις το δικαστήριον, όπου τιμωρούν οι αδικούντες; Εκείνοι που δίδουν το δέκατον από τον ηδύοσμον και τον άνηθον, δεν ενόμιζον ότι μολύνονται διαπράττοντες άδικον φόνον, ενώ ενόμιζον ότι μολύνονται εισερχόμενοι εις το δικαστήριον»83.
             Ο Πιλάτος βγήκε έξω από το Πραιτώριο θέλοντας να επιδείξει σεβασμό στα Ιουδαϊκά έθιμα, και τους ρώτησε για ποιο αδίκημα κατηγορούν αυτόν τον άνθρωπο. Του αποκρίθηκαν με τη γνωστή υπουλία τους : “Αν δεν ήταν κακοποιός, δεν θα τον παραδίναμε σ’ εσένα”. Αλλά, ας προσέξουμε τι  επισημαίνει ο ιερός Χρυσόστομος : «Ω μέγεθος ανοησίας! Διατί λοιπόν δε λέγετε το κακόν που έκαμεν, αλλ' επισκιάζετε αυτό; Διατί δεν φανερώνετε το κακόν; Βλέπεις παντού που αποφεύγουν την απευθείας κατηγορίαν και δεν ημπορούν τίποτε να ειπούν;»84  Οι παμπόνηροι Άννας και Καϊάφας γνώριζαν ότι ο Πιλάτος δεν θα αναγνώριζε την κατηγορία για βλασφημία για την οποία οι ίδιοι είχαν καταδικάσει τον Ιησού και θα δήλωνε αναρμόδιος να δικάσει τέτοια κατηγορία. Έτσι άρχισαν να τον κατηγορούν στον Πιλάτο λέγοντας, ότι τον έπιασαν να ξεσηκώνει τον λαό μας, και να τον εμποδίζει να πληρώνει τους φόρους στον Καίσαρα και να ισχυρίζεται για τον εαυτό του ότι είναι ο βασιλιάς, ο Μεσσίας85. Τους λέει τότε ο Πιλάτος: “Πάρτε τον εσείς και δικάστε τον σύμφωνα με τον Νόμο σας”.  Του απάντησαν οι Ιουδαίοι: “Σε εμάς δεν επιτρέπεται να θανατώνουμε κανέναν”. Εδώ αποκαλύπτεται ότι η πραγματική επιθυμία των μελών του Συνεδρίου, δεν ήταν να δικάσει τον Ιησού ο Πιλάτος, αλλά να επικυρώσει τη θανατική ποινή που εκείνοι ήδη είχαν επιβάλλει.
            Ο Πιλάτος εισήλθε στο Πραιτώριο και συνομίλησε λίγο με τον Χριστό. Σύντομα βγήκε πάλι έξω και είπε στους αρχιερείς και τον όχλο ότι δεν βρίσκει καμιά αιτία καταδίκης αυτού του ανθρώπου Εκείνοι όμως επέμεναν. Ο Ρωμαίος Επίτροπος με ειλικρίνεια, που δεν διέθετε κανείς από τους   αρχιερείς, είπε : “Είδατε, τον ανέκρινα μπροστά σας και δεν τον βρήκα ένοχο για τίποτε από όσα τον κατηγορείτε.  … Είναι φανερό ότι δεν έκανε τίποτε που να αξίζει την καταδίκη του σε θάνατο. Γι’ αυτό λοιπόν θα τον βασανίσω και θα τον απολύσω”86.
            Υπήρχε έθιμο κάθε Πάσχα να ελευθερώνει «ὁ ἡγεμὼν» έναν φυλακισμένο, όποιον και αν του ζητούσε ο λαός. Εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στη φυλακή ένας πασίγνωστος για τα εγκλήματά του φυλακισμένος, που λεγόταν Βαραββάς. Ο Πιλάτος, που αντιλαμβανόταν ότι ο Ιησούς ήταν αθώος, προσπάθησε κάνοντας χρήση αυτού του εθίμου να αποφύγει να τον καταδικάσει. Όταν λοιπόν συγκεντρώθηκε το πλήθος, ο Πιλάτος τους ρώτησε : «Τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπαν, Τὸν Βαραββᾶν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος, Τί οὖν ποιήσω ᾽Ιησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν πάντες, Σταυρωθήτω. ὁ δὲ ἔφη, Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες, Σταυρωθήτω»87. Ο Ματθαίος αναφέρει ότι :«Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν τὸν δὲ ᾽Ιησοῦν ἀπολέσωσιν»88 και αντίστοιχα ο Μάρκος: «οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς»89. Δηλαδή οι Ευαγγελιστές μαρτυρούν ότι με υποκίνηση των αρχιερέων και γενικά των μελών του Συνεδρίου ο όχλος πείσθηκε να ζητήσει με κραυγές την απόλυση του Βαραββά και τη Σταύρωση του Ιησού. Στην δε εναγώνια ερώτησή του ο Πιλάτος: «Γιατί, τι κακό έκανε;», δεν έλαβε άλλη απάντηση από το «Σταυρωθήτω»! Απευθυνόμενος, ρητορικά, προς το πλήθος των Ιουδαίων, αλλά και στους υποκινητές τους, όπως τον Άννα, ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέει: «Εσείς όμως τον άγιο και δίκαιο τον αρνηθήκατε και ζητήσατε να σας χαριστεί άνδρας φονιάς». Και όμως ο όχλος προτίμησε έναν εγκληματία σαν τον Βαραββά, παρά τον αναμάρτητο Ιησού, ο οποίος έλεγχε την υποκρισία, την φιλαργυρία και την αδικία, των αρχιερέων, των γραμματέων  και των Φαρισαίων. Όπως επισημαίνει ο ιερός Χρυσόστομος σε λόγο του : «Πόσον μεγάλη ήτο αληθώς η μανία των δήθεν αρχιερέων! Διότι έργον αυτών ήτο το να θέλουν να κάμουν φόνους κατά την ημέραν κατά την οποίαν θα εόρταζαν την μεγαλυτέραν εορτήν τους»90.
            Το απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικοδήμου προσθέτει περισσότερες λεπτομέρειες, άγνωστο, αν αυτές είναι φανταστικές ή πραγματικές. Σύμφωνα με αυτό η Αγία Πρόκλα, η σύζυγος του Πιλάτου, κατά τη στιγμή που ο απεσταλμένος της διαβίβαζε στο σύζυγό της το περί του Ιησού όνειρο που αυτή είχε δει, εκείνη στεκόταν σε μικρή απόσταση απ' αυτόν, έτσι ώστε να μην είναι ορατή από τον ιουδαϊκό όχλο. Μόλις ο πρώην Αρχιερέας των Ιουδαίων, Άννας, και ο τότε Αρχιερέας, Καϊάφας, έμαθαν για το όνειρο της Αγίας Πρόκλας παρενέβησαν στον Πιλάτο λέγοντάς του ότι το όνειρο αυτό ήταν ακόμα μία απόδειξη της μαγείας που επιτελούσε ο Ιησούς κι έτσι έπεισαν τον Πιλάτο να συνεχίσει τη δίκη91.
            Σύμφωνα με το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο «ἐζήτει ὁ Πιλᾶτος ἀπολῦσαι αὐτόν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες· ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος. πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι»92. Δηλαδή ο Πιλάτος προσπάθησε για άλλη μια φορά να βρει τρόπο να αφήσει ελεύθερο τον Ιησού, όμως οι Ιουδαίοι κραύγαζαν: “Αν τον ελευθερώσεις αυτόν, δεν μπορείς να είσαι φίλος του Καίσαρα. Όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλέα, είναι εχθρός του Καίσαρα. Όπως παρατηρεί ο Χρυσόστομος οι Ιουδαίοι και φυσικά οι υποκινητές τους, όπως ο Άννας, «Επειδή δηλαδή δεν ωφελήθησαν καθόλου με τας κατηγορίας που επενόησαν από τον νόμον, με κακούργον τρόπον προσφεύγουν προς τους εκτός αυτών νόμους λέγοντες· "ο καθένας που κάμνει τον εαυτόν του βασιλέα, αντιτίθεται εις τον Καίσαρα»93. Εδώ έχουμε μια συγκεκαλυμμένη απειλή προς τον Πιλάτο. Εάν καταγγελλόταν στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τιβέριο, ότι είχε απολύσει άνθρωπο που κατηγορούνταν ότι διεκδικεί τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων, ήταν πολύ πιθανό να βρεθεί στον κίνδυνο να απολέσει το αξίωμά του, ίσως και τη ζωή του. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Σουετώνιο ο Τιβέριος υπήρξε ένας από τους πλέον καχύποπτους αυτοκράτορες και είχε θεσπίσει ιδιαίτερα σκληρούς νόμους για τα εγκλήματα προδοσίας εναντίον του Καίσαρα. Αυτά φυσικά δεν ήταν δυνατόν να τα γνωρίζει το πλήθος, ούτε και σκέφθηκε αυτή τη συγκεκαλυμμένη απειλή αυθόρμητα ο όχλος, αλλά του υπαγορεύθηκε από τα παρευρισκόμενα μέλη του Συνεδρίου. Πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Θεοφύλακτος Αχρίδος: «Μόλις είδαν τον Πιλάτο να προσέχει μην αμαρτήσει καταδικάζοντας τον Ιησού ενώ ήταν Υιός Θεού, τον απειλούν με το φόβο του Καίσαρα και συκοφαντώντας τον Κύριο για τυραννία φοβίζουν τον Πιλάτο ότι πρόκειται να προσκρούσει στον Καίσαρα».
            Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, δείλιασε και  διέταξε να φέρουν έξω από το Πραιτώριο τον Ιησού και ο ίδιος κάθισε στην δικαστική έδρα. «Αλλ' ω μέγεθος ανανδρίας και ανεπικαίρου δειλίας! Διότι ο Πιλάτος, νομίσας ότι κινδυνεύει πλέον, εάν παραβλέψη αυτά τα λόγια, εξέρχεται μεν με σκοπόν να εξετάση το πράγμα» παρατηρεί ο Χρυσόστομος94.  «ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει (ο Πιλάτος) τοῖς Ἰουδαίοις· ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν. οἱ δὲ ἐκραύγασαν· ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα»95. Δίκαια κρίνοντας ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εντοπίζει τους πραγματικούς ενόχους : «Πλήθος άτακτον, διεφθαρμένον από τους άρχοντας»96. Και συμπληρώνει ο Άγιος  Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Δεν λέει (ο Ευαγγελιστής Ιωάννης) ότι ο λαός άρχισε αυτόν τον τόσο δυσσεβέστατο λόγο, αλλά πάλι αυτοί που τους έλαχε να είναι αρχηγοί. Διότι κραύγασαν, λέει, οι αρχιερείς… Ευθύνονται λοιπόν οι αρχιερείς, επειδή καταστρέφουν όχι μόνο τις δικές τους ψυχές, αλλά έγιναν αυτοί αρχηγοί και στρατηγοί αυτού του καταστροφικού φόνου και στους λαούς που είχαν κάτω από την εξουσία τους…  Αποσκίρτησε ο Ισραήλ, αφιερώνοντας τον εαυτό του στην εξουσία του Καίσαρα και απέβαλλε την βασιλεία του Θεού».
            Ο Πιλάτος, τρομαγμένος από τις απειλές των Άννα και Καϊάφα, «λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου, λέγων, ᾽Αθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπεν, Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾽ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾽Ιησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ»97. Δυστυχώς γι' αυτόν, ο Πιλάτος προτίμησε να καταστεί το σύμβολο του άδικου, δειλού και ιδιοτελούς κριτού.  Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο διακεκριμένος παλαιός Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, Παναγιώτης Τρεμπέλας, συνολικά «ο Πιλάτος αναγνωρίζει εξάκις την αθωότητα του Ιησού» και, ενώ δέχεται με περίσκεψη «το μήνυμα της συζύγου του (της Αγίας Πρόκλας), της οποίας οι λόγοι (τον) εντυπωσιάζουν….. »98, τελικά χάνει την ευκαιρία που του προσφέρθηκε. Παρά το ότι η Θεία φιλανθρωπία προσπάθησε να προειδοποιήσει τον Πιλάτο και να τον διασώσει από την εγκληματική ευθύνη της καταδίκης του Χριστού, με δική του επιλογή τελικά ο ίδιος στιγμάτισε τον εαυτό του ανά τους αιώνες.
            Κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο99, όταν έμαθε ο Ιούδας πως καταδικάστηκε ο Ιησούς, που εκείνος με την προδοσία του παρέδωσε, μεταμελήθηκε. Τότε πήγε και επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους του Συνεδρίου και είπε: “ Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον”. Αυτοί όμως του αποκρίθηκαν με σκληρότητα ότι αυτό δεν τους απασχολεί, είναι δική του αμαρτία! "Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψῃ". Αυτό που πρέπει να επισημανθεί ιδιαιτέρως είναι ότι ο Άννας και τα άλλα μέλη του Συνεδρίου, όπως αυτό φάνηκε στον διάλογο τους με τον Ιούδα, έπρατταν τα αμαρτήματά τους εν πλήρει συνειδήσει ότι αμαρτάνουν ενώπιον του Θεού. Αξίζει να παραθέσουμε ένα σχετικό απόσπασμα από βιβλίο του Μητροπολίτου Γόρτυνος, Ιερεμία: «Στόν Ἰούδα, πού ὁμολόγησε τήν ἀθωότητα τοῦ Ἰησοῦ, οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ εἶπαν, «Τί πρός ἡμᾶς; Σύ ὄψει». Δηλαδή, σάν νά τοῦ εἶπαν ὅτι αὐτός εἶναι ἔνοχος γιά τήν ἁμαρτία αὐτή καί αὐτός ἔχει τήν εὐθύνη γι᾽ αὐτήν. Ἄς φροντίσει λοιπόν αὐτός νά ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾽ αὐτήν. Στά λόγια τους αὐτά φαίνεται ὅτι καί αὐτοί, οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι, δέχονταν ὅτι ἡ πράξη τοῦ Ἰούδα ἦταν ἀξιοκατάκριτη. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τά λόγια τους, τά σχετικά μέ τά ἐπιστραφέντα ἀργύρια, ὅτι αὐτά εἶναι «τιμή αἵματος» καί γι᾽ αὐτό δέν πρέπει νά τά βάλουν στόν κορβανᾶ , γιατί εἶναι ἀκάθαρτα. Παρά ταῦτα ὅμως οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων δέν μετενόησαν καί ἔρριψαν ὅλο τό βάρος τῆς ἐνοχῆς στόν Ἰούδα»100. Ο Ιούδας, αφού πέταξε τα αργύρια στον Ναό, έφυγε από εκεί και πήγε και κρεμάστηκε, αφού δεν θέλησε να μετανοήσει.
            Επίσης στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο καταγράφεται η παρουσία των μελών του Συνεδρίου στον Γολγοθά κατά τη διάρκεια της Σταυρώσεως του Κυρίου101. Οι αρχιερείς, προφανώς και ο Άννας, μαζί με τους γραμματείς, τους πρεσβυτέρους και τους Φαρισαίους περιέπαιζαν τον Χριστό και έλεγαν: «῎Αλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· βασιλεὺς ᾽Ισραήλ ἐστιν, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾽ αὐτόν. πέποιθεν ἐπὶ τὸν θεόν, ῥυσάσθω νῦν εἰ θέλει αὐτόν· εἶπεν γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός»102 . Αντιθέτως ο  αναμάρτητος Χριστός δίνοντας μας υπόδειγμα ανεξικακίας και συγχωρητικότητος είπε : «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»103. «Με αυτά τα λόγια ο Χριστός έδειξε το έλεος Του απέναντι στους εκτελεστές Του, των οποίων η μοχθηρία δεν υποχώρησε ούτε όταν υπέφερε στον Σταυρό.» γράφει ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς.
            Μετά την ταφή του Χριστού, την άλλη ημέρα, που ήταν Σάββατο, πήγαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι στον Πιλάτο και του είπαν: “Κύριε, θυμηθήκαμε πως εκείνος ο λαοπλάνος είχε πει όταν ζούσε: “Σε τρεις μέρες θα αναστηθώ”. Γι’ αυτό του ζήτησαν να δώσει διαταγή να φρουρηθεί ο τάφος μέχρι και την τρίτη ημέρα. Ο φόβος τους ήταν μήπως τάχα έλθουν οι μαθητές του Ιησού τη νύχτα και κλέψουν το νεκρό του σώμα, και ύστερα διαδώσουν στον λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς. Ο Πιλάτος τους απάντησε ότι τους διαθέτει φρουρά και πηγαίνοντας εκεί να λάβουν όποια μέτρα ασφαλείας θεωρούν απαραίτητα. Αυτοί πήγαν στον τάφο και, αφού σφράγισαν τον λίθο που έκλεινε το άνοιγμα του τάφου, άφησαν εκεί τη φρουρά104. Από τον «διδάσκαλο της Εκκλησίας»  Χρυσόστομο τονίζεται η υποκρισία, η ανοησία, αλλά και η ενοχή του Άννα και των υπόλοιπων ηθικών αυτουργών της Σταυρώσεως του Κυρίου: «Και δεν τους έμελε που έκαναν αυτά εις ημέραν Σαββάτου και ότι ειργάζοντο, αλλά μόνον εις ένα πράγμα απέβλεπαν, την πονηρίαν των, πώς θα επικρατήσουν με αυτήν, πράγμα το οποίον ήτο δείγμα εσχάτης μωρίας και φόβου ο οποίος τους ετάρασσε δυνατά. Διότι αυτοί οι οποίοι Τον συνέλαβαν ζωντανόν, τον εφοβούντο νεκρόν. Αν και, εάν ήτο απλός άνθρωπος, έπρεπε να έχουν θάρρος. Αλλά δια να μάθουν ότι και όταν ήτο ζωντανός με την θέλησιν Του έπαθεν αυτά τα οποία έπαθεν, ετοποθετήθει και η σφραγίς και ο λίθος και η φρουρά, και δεν ημπόρεσαν να τον κρατήσουν»105.
            Όταν Άγγελος Κυρίου «ἀπεκύλισεν τὸν λίθον»106 και απεκάλυψε το κενό μνημείο, αφού ο Χριστός είχε Αναστηθεί, οι στρατιώτες τρομοκρατημένοι έφυγαν. Κάποιοι από αυτούς πήγαν και ανέφεραν όσα συνέβησαν στους αρχιερείς. Αυτοί συγκάλεσαν το Συνέδριο και αποφάσισαν να δωροδοκήσουν τους φρουρούς με «ἀργύρια ἱκανὰ»107. Μάλιστα τους καθοδήγησαν να πουν ότι τη νύκτα την ώρα που εκείνοι κοιμόταν ήλθαν οι μαθητές του Χριστού και έκλεψαν το νεκρό του σώμα. Τους καθησύχασαν μάλιστα ότι, εάν τα λεγόμενα περί αμελήσεως των καθηκόντων τους φθάσουν στ' αφτιά του Ρωμαίου διοικητή, εμείς θα τον πείσουμε και θα σας απαλλάξουμε από κάθε ευθύνη. Οι στρατιώτες, αφού έλαβαν τα χρήματα, έκαναν σύμφωνα με τις οδηγίες που τους έδωσαν108. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι τα μέλη του εβραϊκού Συνεδρίου έδωσαν εντολή στους στρατιώτες να διαδώσουν αυτά τα ψέματα «διότι ήθελαν να πάρη δημοσιότητα η είδησις, μάταια αγωνιζόμενοι εναντίον της αλήθειας, και με όσα επιχειρούν να την επισκιάσουν, με αυτά άθελά τους την έκαναν να διαλάμπη»109. Δικαίως  λοιπόν τους χαρακτηρίζει ο ίδιος Πατέρας της Εκκλησίας ως «οι αναίσχυντοι και πάντα τολμώντες»110.
                   Ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800) σε επιστολή του καταπλήσσεται μπροστά στο βαθμό που έφθασαν η βλασφημία, ο φθόνος, τα ψέματα, και οι συκοφαντίες του Άννα και του Καϊάφα για τον Χριστό και τους μαθητές Του. Έγραφε λοιπόν ο Επίσκοπος Νικηφόρος: «Παραδείγματα αυτών ο Άννας και ο Καϊάφας και άλλοι πολλοί από τους Ιουδαίους, οι οποίοι βλέποντας τον Χριστό να αποδιώχνει δαίμονες έπρεπε να προσκυνήσουν τον ευεργέτη. όμως (ξεπερνώντας κάθε αναισχυντία) τον λοιδορούσαν ότι βγάζει τα δαιμόνια «εν τω άρχοντι των δαιμόνιων». Τυφλούς, έκανε να δουν, και κατάκοιτους στο κρεβάτι έκανε να περπατήσουν και δίνοντάς τους φορτίο (το κρεβάτι τους) βεβαίωνε την πραγματικότητα της θεραπείας τους. δεν είναι αυτός ο άνθρωπος, έλεγαν, από τον Θεό σταλμένος. όταν τον Λάζαρο ανέστησε, αν και ήταν τέσσερις μέρες νεκρός στον τάφο, εκείνοι πυρπολούνταν με περισσότερο ακόμα φθόνο. έπειτα και όταν έμαθαν ότι και ο Κύριος αναστήθηκε, επιχειρούσαν με ψέματα και χρήματα να αποκρύψουν την Ανάσταση. Και πάλι βλέποντας τούς μαθητές μετά την κάθοδο πυρήνων γλωσσών (την ημέρα της Πεντηκοστής) να διδάσκουν και τα μεγαλεία του Θεού σε ξένες γλώσσες να διακηρύττουν και άπειρο πλήθος ανθρώπων εντυπωσιασμένο οδήγησαν προς την ευσέβεια. ως μεθυσμένους αυτοί συκοφάντησαν το εντυπωσιακό αυτό θαύμα, χωρίς να φοβούνται οι επιβλαβείς αυτοί δαίμονες να μην κατακαούν από τη φωτιά των "γλωσσών" της Πεντηκοστής»111.
Ο Άννας διώκτης των Αποστόλων και της Εκκλησίας
            Τον Άννα και τον συνεργό του, τον Καϊάφα, και τους υπόλοιπους Σαδδουκαίους εκνεύριζε ακόμα και η αναφορά στην ανάσταση, αφού όπως προαναφέραμε δεν πίστευαν γενικώς στην ανάσταση των νεκρών, πολύ δε περισσότερο δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για την Ανάσταση του  Χριστού. Μετά το θαύμα της θεραπείας του χωλού από τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη στο Ναό των Ιεροσολύμων, και το κήρυγμά τους στην αυλή του Ναού, δίνουν διαταγή να συλληφθούν112. «Λαλούντων δὲ αὐτῶν πρὸς τὸν λαὸν ἐπέστησαν αὐτοῖς οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι  διαπονούμενοι διὰ τὸ διδάσκειν αὐτοὺς τὸν λαὸν καὶ καταγγέλλειν ἐν τῷ Ἰησοῦ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν· καὶ ἐπέβαλον αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ ἔθεντο εἰς τήρησιν εἰς τὴν αὔριον· ἦν γὰρ ἑσπέρα ἤδη»113. Την επομένη ημέρα συγκεντρώθηκαν οι άρχοντες των Ιουδαίων και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς, όπως επίσης και ο Άννας και ο Καϊάφας και ο Ιωάννης και ο Αλέξανδρος και όσοι κατάγονταν από οικογένεια αρχιερατική.  Ο Άννας πρωτοστατεί και εδώ, προκειμένου να δικαστούν οι δυο Απόστολοι από το Μέγα Συνέδριο. Βεβαίως και επιθυμούσαν να τους τιμωρήσουν, γιατί το θαύμα έγινε στο όνομα του Χριστού, αλλά και για τη θαρραλέα απολογία τους στο Συνέδριο που έγινε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Όμως σκέφθηκαν με πονηρία, όπως πάντοτε, λέγοντας μεταξύ τους : «τί ποιήσομεν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις; ὅτι μὲν γὰρ γνωστὸν σημεῖον γέγονε δι᾿ αὐτῶν, πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλὴμ φανερὸν καὶ οὐ δυνάμεθα ἀρνήσασθαι»114. Αφού διετύπωσαν και νέες απειλές εναντίον των Αποστόλων, αναγκαστικά τους έδιωξαν από εκεί, αφ' ενός μεν γιατί δεν εύρισκαν τίποτα το μεμπτό, για να έχουν την αφορμή να τους τιμωρήσουν, και αφ' ετέρου γιατί φοβήθηκαν τον λαό, που είχε διαπιστώσει το θαύμα της θεραπείας του χωλού και δόξαζε τον Θεό.
            Εξαγριωμένοι λοιπόν για τη διάδοση του Ευαγγελίου και τη μαρτυρία των Αποστόλων περί της Αναστάσεως του Κυρίου, ο αρχιερέας και οι Σαδδουκαίοι «ἐπλήσθησαν ζήλου»115. Όπως παρατηρούσε ο μακαριστός καθηγητής Στέργιος Σάκκος «Για ποιον αρχιερέα μιλά ο Λουκάς δεν ξέρουμε, αφού δεν μας λέει ο ίδιος τίποτε. Μπορεί να είνε ο Άννας ή ο Καϊάφας. Πιθανότερο πρόκειται για τον Άννα, αν και εν ενεργεία αρχιερέας ήταν ο Καϊάφας»116. Ο πρώην αρχιερεύς Άννας και όλοι όσοι αποτελούσαν τη θρησκευτική παράταξη των Σαδδουκαίων γέμισαν από φθόνο και μίσος και για μία ακόμα φορά στράφηκαν εναντίον των Αποστόλων. Διέταξαν τη σύλληψή τους και τους έβαλαν στη φυλακή. Άγγελος όμως Κυρίου κατά τη διάρκεια της νύκτας θαυματουργικά άνοιξε τις θύρες της φυλακής, και τους απελευθέρωσε. Σύμφωνα με την εντολή του Αγγέλου οι Απόστολοι το άλλο πρωί, εισήλθαν στην αυλή του Ναού και δίδασκαν τον κόσμο. Ήλθε τότε ο αρχιερέας και τα υπόλοιπα μέλη του Συνεδρίου στην αίθουσα των συνεδριάσεων, που βρισκόταν σε μία από τις στοές που περιέβαλλαν το Ναό. Ταυτόχρονα απέστειλε ανθρώπους του Ναού στη φυλακή, για να μεταφέρουν στο Συνέδριο τους Αποστόλους, προκειμένου να τους δικάσουν. Γύρισαν όμως άπρακτοι αφού δεν βρήκαν τους Αποστόλους στο κελί. Τότε ήλθε κάποιος και ενημέρωσε ότι οι άνδρες, που βάλατε στη φυλακή, βρίσκονται στην αυλή του Ναού και διδάσκουν. Αφού τους έφεραν, στην αίθουσα  του συνεδρίου τους ρώτησε ο αρχιερέας: δεν σας δώσαμε αυστηρή εντολή, να μη διδάσκετε στο όνομα αυτό; Και να εσείς γεμίσατε την Ιερουσαλήμ με τη διδασκαλία σας και θέλετε να ρίξετε επάνω σε εμάς την ευθύνη για το αίμα αυτού του ανθρώπου.” Αποκρίθηκε με θάρρος ο Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι και είπαν: «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις. ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἤγειρεν Ἰησοῦν, ὃν ὑμεῖς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου»117. Το μέγεθος της πνευματικής τυφλώσεως και της αμετανοησίας του Άννα και των υπολοίπων συνεργών του επιγραμματικά τονίζεται από τον Άγιο Λουκά με μια φράση: «οἱ δὲ ἀκούσαντες διεπρίοντο καὶ ἐβουλεύοντο ἀνελεῖν αὐτούς»118.  Δηλαδή, όταν ήκουσαν τα λόγια αυτά των Αποστόλων, ταράχθηκαν σε τέτοιο βαθμό που έτριζαν τα δόντια τους από οργή. Και ετοιμάζονταν να τους καταδικάσουν σε θάνατο. Σώθηκαν όμως με την παρέμβαση του νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, ενός από τα ελάχιστα έντιμα μέλη του Συνεδρίου.
            Το 36 μ.Χ., λίγους μήνες μετά την αποπομπή του Πιλάτου από τη θέση του, ο νέος επίτροπος Μάρκελλος απομάκρυνε από την αρχιερατεία τον Καϊάφα. Τον διαδέχθηκαν δύο εξ αγχιστείας συγγενείς του, που δεν ήταν άλλοι από δύο γιους του Άννα, ο Ιωνάθαν (36-37 μ.Χ) και ο Θεόφιλος (37 μ.Χ.). Ο Άννας - αυτός που κινούσε τα νήματα των εξελίξεων από το παρασκήνιο - δεν έχασε τη ευκαιρία να πλήξει για μία ακόμα φορά την Εκκλησία. Όπως αναφέρει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και παλαιός καθηγητής της Θεολογικής Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος: «Εν μέσω των μεταβολών εκείνων το Συνέδριον των Ιουδαίων εύρε την ευκαιρίαν να καταδικάση τον Στέφανον και να καταδιώξη τους Χριστιανούς ου μόνον εν Ιεροσολύμοις, αλλά και εν Δαμασκώ»119.
            Οι Σαδδουκαίοι και οι Φαρισαίοι όσο περνούσαν τα χρόνια ολοένα και εξασθενούσαν120. Η παρακμή των Σαδδουκαίων πρέπει να ήταν εντονότερη. Σαν θρησκευτική ομάδα εξαφανίσθηκαν πριν την καταστροφή των Ιεροσολύμων (70 μ.Χ.) ίσως γύρω στο 60 μ.Χ., όταν οι Φαρισαίοι τους απαγόρευσαν να επισκέπτονται το Ναό121. Κατά άλλη εκδοχή η εξαφάνιση των Σαδδουκαίων αρχίζει μετά την καταστροφή του Ναού το70 μ.Χ. και ιδίως μετά το 135 μ.Χ. οπότε εξαφανίζονται πλήρως από το προσκήνιο της ιστορίας122. Ας μην ξεχνάμε ότι ο  Κύριος μετά τη θριαμβευτική Του είσοδο στην Ιερουσαλήμ καταράστηκε μία  άκαρπη συκιά και αυτή θαυματουργικά ξεράθηκε123. Αυτή η ξηρανθείσα συκή συμβόλιζε τη Συναγωγή των Ιουδαίων, η οποία είχε μεν πολλά φύλλα, δηλαδή υποκριτική και επιφανειακή ευσέβεια, όχι όμως πραγματική πίστη στον Θεό και διάθεση για ειλικρινή μετάνοια. Οι Ιουδαίοι - εκτός κάποιων εξαιρέσεων - δεν πίστεψαν, όπως ο Άννας, ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας και Τον Σταύρωσαν. Όπως λοιπόν η συκιά ξεράθηκε, έτσι και εκείνοι νεκρώθηκαν πνευματικά. Ιστορική λοιπόν απόδειξη αυτών ήταν η διάλυση της θρησκευτικής ομάδας του Άννα, δηλαδή των Σαδδουκαίων, αλλά και η παρακμή των Φαρισαίων.  
Γιατί ονομάζεται αρχιερέας ο Άννας στην Καινή Διαθήκη,
αν και είχε παύσει να είναι από το 15 μ.Χ.;
            Κατά την εποχή της δημόσιας δράσεως του Σωτήρος Χριστού το 30-33 μ.Χ. αρχιερέας δεν ήταν Άννας, αλλά ο Ιωσήφ - Καϊάφας. Τότε γιατί η Καινή Διαθήκη συχνά λέει: "οι αρχιερείς" και γιατί ο Άννας ονομάζεται αρχιερέας, αν και δεν ήταν πλέον; Αρχιερέας φυσικά ονομαζόταν εκείνος ο οποίος κατείχε αυτό το αξίωμα και αναγνωριζόταν από το Μέγα Συνέδριο και κυρίως από τον Ρωμαίο επίτροπο. Επίσης αρχιερέας αποκαλούνταν και καθένας που παλαιότερα διετέλεσε σ' αυτό το αξίωμα και είχε παύσει να βρίσκεται πλέον σ' αυτό. Επειδή κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας επικράτησε η συχνή αλλαγή προσώπων στην αρχιεροσύνη, υπήρχαν τότε αρκετοί εν ζωή πρώην αρχιερείς, οι οποίοι συνέχιζαν να προσφωνούνται αρχιερείς. Όμως καλούνταν αρχιερείς και πρόσωπα τα οποία κατάγονταν από οικογένειες που είχαν αναδείξει αρχιερείς χωρίς αυτοί να έχουν ποτέ χρηματίσει στο αξίωμα αυτό.
            Έτσι εξηγείται γιατί στα Ευαγγέλια και στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρονται και ο Άννας και ο Καϊάφας, ο καθένας τους ως αρχιερέας, την ίδια εποχή ταυτόχρονα. Κάποιοι λανθασμένα υπέθεσαν ότι οι δύο αυτοί αρχιεράτευαν μαζί. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε, αφού κάθε φορά μόνο ένας έπρεπε να είναι ο αρχιερέας. Άλλοι πάλι υπέθεσαν ότι ασκούσαν την αρχιερατεία ανά ένα έτος ο καθένας. Σ' αυτό παραπλανήθηκαν από το ότι στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο αναφέρεται «εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν Καϊάφας, ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου»124. Όπως επεξηγεί ο Στέργιος Σάκκος, η φράση αυτή «δεν σημαίνει καθόλου ότι δεν ήταν και των προηγουμένων και των επομένων χρόνων αρχιερέας. Ο ευαγγελιστής απλώς εννοεί ότι εκείνο το έτος ήταν αρχιερέας ο Καϊάφας. Δεν σημαίνει δηλαδή αρχιερέας ετήσιος της χρονιάς εκείνης, όπως υπέθεσαν πολλοί…»125. Άλλοι πάλι θεώρησαν τον Άννα ως απλό πρόεδρο του Συνεδρίου, όμως αυτό αποκλείεται, γιατί πρόεδρος κανονικά ήταν ο εν ενεργεία αρχιερέας. Τα ραββινικά έργα, όπως το Ταλμούδ, γράφουν ότι ο Άννας ήταν τοποτηρητής του Καϊάφα. Όπως όμως αποφαίνεται ο Θεόκλητος Φαρμακίδης αυτό: «ιδέα είναι ιδία των νεωτέρων Ιουδαίων»126 και δεν έχει κανένα στήριγμα στην Αγία Γραφή.
             Συνεπώς καμία από αυτές τις υποθέσεις δεν ισχύει, αλλά, όπως προαναφέραμε, ο Άννας ως πρώην αρχιερέας είχε το δικαίωμα και να ονομάζεται και να προσφωνείται αρχιερεύς, κατά τη συνήθεια της εποχής του. Όμως ο Άννας, αν και τυπικά δεν ήταν ο αρχιερέας, είχε τόση δύναμη, αλλά και δίψα για εξουσία που συχνά φαίνεται στην Καινή Διαθήκη να ενεργεί, να αποφασίζει και να μιλάει σαν να ήταν εκείνος ο αρχιερέας, αλλά πολύ περισσότερες φορές έπραττε έτσι αφανώς. Όσο ισχυρός κι αν ήταν ο Καϊάφας, ο Άννας ήταν ισχυρότερός του. Ο πονηρός και ιδιοτελής Καϊάφας δεν ξεχνούσε ότι εξαιτίας της επιρροής, που ασκούσε στο Μέγα Συνέδριο και στις Ρωμαϊκές αρχές ο πεθερός του έγινε εκείνος αρχιερέας και χωρίς τον Άννα θα έπαυε να είναι. Γι' αυτό και ο Καϊάφας δέχεται να ανακρίνει πρώτος τον Ιησού ο Άννας. Επίσης αφήνει τον Άννα να προεδρεύσει στη δίκη των Αποστόλων Πέτρου και Ιωάννη. Όπως επισημαίνει ο Δρ. Γεώργιος Κωνσταντίνου: «άνευ της θελήσεως (του Άννα) … ουδέν ηδύνατο να πράξη ο Καϊάφας»127 και συμφωνώντας γράφει ο Β. Ιωαννίδης: «είχεν αυτός (ο Άννας) τον πρωτεύοντα λόγον εν παντί ζητήματι»128. 
Ο "οίκος Άννα" και το αξίωμα του αρχιερέα από το 33-62 μ.Χ.
            Ο διάδοχος του απομακρυνθέντος Ποντίου Πιλάτου, ο Βιτέλιος, καταβίβασε από το αξίωμα του αρχιερέα τον Ιωσήφ - Καϊάφα. Η οικογένεια Άννα όμως είχε καταστεί τόσο ισχυρή με τον πλούτο, που είχε συσσωρεύσει, αλλά και με τις διασυνδέσεις της με ισχυρά πρόσωπα σε τέτοιο βαθμό που αξίωνε να κατέχει συνεχώς κάποιο μέλος της το αξίωμα του αρχιερέα. Παρά το προσωρινό πλήγμα της καθαίρεσης του Καϊάφα, επέτυχε να τον αντικαταστήσει άλλος υιός του Άννα, ο Ιωνάθαν129. Η αρχιερατεία του διήρκεσε από το 36-37 μ.Χ., μόλις ένα έτος. Η Ρωμαϊκή αρχή, δηλαδή ο επίτροπος Βιτέλιος, θεώρησε συνετό να επανέλθει η προγενέστερη τακτική της ενιαύσιας θητείας του αρχιερέα. Όμως και πάλι η θρησκευτική εξουσία δεν έφυγε από τον οίκο του Άννα και έτσι τον Ιωνάθαν διαδέχθηκε ο αδελφός του Θεόφιλος 37-41 μ.Χ.. Όπως ήταν αναμενόμενο απομακρύνθηκε και αυτός, όμως μετά από 4 έτη, και στο θρόνο του αρχιερέα κάθισε ο Σίμωνας, ο υιός του Βοηθού, καταγόμενος και εκείνος από οικογένεια που είχε αναδείξει και παλαιότερα αρχιερείς. Αλλά και αυτόν τον διαδέχθηκε και πάλι άλλος υιός του Άννα, ο τέταρτος κατά σειρά, ο Ματθίας. Όπως παρατηρούσε ο π. Θεόκλητος Φαρμακίδης: «Εκ τούτων βλέπομεν, πόσον ευκόλως ανεβιβάζοντο εις την αρχιερωσύνην, και πόσον ευκόλως κατεβιβάζοντο απ' αυτής»130.
            Όμως είχε αρχίσει η φθορά. Άλλες αρχιερατικές οικογένειες είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη ισχύ από την οικογένεια του Άννα και επέβαλαν τα δικά τους μέλη. Χρειάσθηκε μετά τον Ματθία να μεσολαβήσει πάνω από δεκαετία και να ανέβουν στο αξίωμα άλλοι έξι αρχιερείς μέχρι να επανέλθει αυτό και πάλι σε παιδί του Άννα, τον Άννα τον νεώτερο ή Άνανο τον νεώτερο. Ύστερα από τον θάνατο του Επιτρόπου Πόρκιου Φήστου το 62 μ.Χ., ο Αυτοκράτορας Νέρωνας έστειλε ως έπαρχο της Ιουδαίας τον Αλβίνο, ο όποιος τοποθέτησε στο αξίωμα του αρχιερέα τον Άνανο τον νεώτερο. «Πέμπει δὲ Καῖσαρ Ἀλβῖνον εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἔπαρχον Φήστου τὴν τελευτὴν πυθόμενος. ὁ δὲ βασιλεὺς ἀφείλετο μὲν τὸν Ἰώσηπον τὴν ἱερωσύνην, τῷ δὲ Ἀνάνου παιδὶ καὶ αὐτῷ Ἀνάνῳ λεγομένῳ τὴν διαδοχὴν τῆς ἀρχῆς ἔδωκεν»131.
            Ο γιος αυτός του Άννα δεν είχε λάβει μόνο το όνομα του πατέρα του, αλλά και τον χαρακτήρα του, τον οποίο είχε εξελίξει προς το χειρότερο, «διακριθείς υπέρ πάντας δια την ωμότητα και θρασύτητά του»132. Επιπλέον έμοιαζε στον πατέρα του και στο μίσος που έτρεφε κατά των Χριστιανών. Προτού αφιχθεί ο νέος Επίτροπος  Αλβίνος στην έδρα του, ο αρχιερέας Άνανος, του οποίου όπως φαίνεται η εκλογή δεν είχε επικυρωθεί ακόμη, συγκάλεσε το Συνέδριο, στο οποίο, δικάσθηκε ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος και καταδικάστηκε  σε θάνατο με λιθοβολισμό. Οι αντίπαλοι όμως των Σαδδουκαίων, οι Φαρισαίοι, ενημέρωσαν κρυφά γι' αυτή την παράνομη καταδίκη τον Αλβίνο μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, καθώς και τον Ιουδαίο βασιλιά Αγρίππα. Κατόπιν αυτής της καταγγελίας ο Αλβίνος απέστειλε απειλητική επιστολή στον Άνανο, ενώ ο Αγρίππας τον απομάκρυνε από την αρχιεροσύνη. Έτσι η αρχιερατεία του Άννα του νεώτερου τερματίσθηκε άδοξα και μόλις μέσα σε τρεις μήνες133.
            Ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος κάνοντας ένα γενικό απολογισμό περί του Άννα γράφει: «τοῦτον δέ φασι τὸν πρεσβύτατον Ἄνανον εὐτυχέστατον γενέσθαι: πέντε γὰρ ἔσχε παῖδας καὶ τούτους πάντας συνέβη ἀρχιερατεῦσαι τῷ θεῷ, αὐτὸς πρότερος τῆς τιμῆς ἐπὶ πλεῖστον ἀπολαύσας, ὅπερ οὐδενὶ συνέβη τῶν παρ' ἡμῖν ἀρχιερέων»134.  Ο π. Θεόκλητος Φαρμακίδης πολύ εύστοχα σχολιάζει ότι η ανάδειξη των γιων του Άννα ουσιαστικά οφειλόταν στις ικανότητες και τη δύναμη του πατέρα τους: «Οι πέντε υιοί αυτού δυσκόλως ήθελον αρχιερατεύσει, εάν δεν είχον τοιούτον πατέρα. Δεν είναι λοιπόν θαυμαστόν, εάν επι των τότε περιστάσεων, και πεπαυμένος ων της ενεργεία αρχιερωσύνης διέσωζε την οποίαν είχεν ως αρχιερεύς υπόληψιν και επιρροήν»135.
Η κατοικία του Άννα στα Ιεροσόλυμα τότε και σήμερα
            Στα Ιεροσόλυμα εκτός των τειχών της παλιάς πόλης, κοντά στην έως σήμερα διασωζόμενη Μονή του Αγίου Ιακώβου βρίσκεται το Ρωμαιοκαθολικό Μοναστήρι της Ελαίας ή του Αλέκτορα. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση στο χώρο αυτό βρισκόταν η κατοικία του Άννα. Στην αυλή αυτή ο Πέτρος αρνήθηκε τρεις φορές τον Χριστό «καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν»136. γι' αυτό και η μονή ονομάζεται του Αλέκτορα. Στο κωδωνοστάσιο του ναού υπάρχει ομοίωμα πετεινού, προκειμένου να θυμίζει την τριπλή άρνηση του Αποστόλου Πέτρου που έγινε σ΄ αυτό το χώρο. Σύμφωνα και πάλι με την παράδοση, η ελιά που υπάρχει και τώρα εκεί, είναι αυτή στην οποία έδεσαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες τον Ιησού. Εξ ου και η μονή ονομάζεται και της Ελαίας137.
            Κατά τη Βυζαντινή εποχή υπήρχε στην τοποθεσία αυτή κτισμένη Μονή, αφιερωμένη στον Απόστολο Πέτρο, και ονομαζόταν και Μονή της Αλεκτροφωνίας (δηλαδή φωνή του αλέκτορος, φωνή του πετεινού). Το 1930 σε ανασκαφές που διενεργήθηκαν, βρέθηκαν υπόγειοι χώροι, δωμάτια μεγάλης οικίας και τα ερείπια του βυζαντινού ναού, καθώς και ελληνικές επιγραφές, που ανάγονταν στον τέταρτο και πέμπτο μετά Χριστόν αιώνα. Η Μονή αυτή πρέπει να καταστράφηκε μετά την αραβική κατάκτηση του 7ου αιώνα.
            Την εποχή του Χριστού η τοποθεσία αυτή βρισκόταν εντός των τειχών των Ιεροσολύμων.
Κατά τη δεκαετία του 1970 ο αρχαιολόγος Magen Broshi ανακάλυψε καταχωμένα στη γη τα ερείπια του σπιτιού του αρχιερέα Καϊάφα. Τα κατάλοιπα από το κάποτε πλούσιο αυτό σπίτι, που κάποιοι το χαρακτήριζαν ανάκτορο του Καϊάφα, ήταν μερικά δωμάτια με θολωτή οροφή, στα οποία βρέθηκαν αρκετά ενδιαφέροντα χειροποίητα αντικείμενα138. Κατά την πιθανότερη εκδοχή το σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα και το σπίτι που διέμενε ο Άννας βρίσκονταν πολύ κοντά. Ο τετράγωνος χώρος που σχηματιζόταν από τα δυο αυτά κτίσματα και τα βοηθητικά προσκτίσματά τους, αποτελούσε την εσωτερική αυλή του αρχιερατικού ανακτόρου, στην οποία παρέμειναν οι Μαθητές του Κυρίου, Πέτρος και Ιωάννης, και στην οποία είχαν ανάψει φωτιά οι υπηρέτες για να ζεσταθούν, περιμένοντας να τελειώσει η δίκη του Ιησού Χριστού. Κατά δεύτερη εκδοχή στο αρχιερατικό ανάκτορο διέμεναν και οι δύο, και ο Άννας και ο Καϊάφας. Ή κατά τρίτη εκδοχή το σπίτι του Καϊάφα ήταν μακρύτερα, αλλά στην ίδια συνοικία και οπωσδήποτε επάνω στον λόφο της Σιών.
Ο θάνατος του Άννα
            Ο χρόνος του θανάτου του Άννα δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένος. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ιώσηπου: «Πέμπει δὲ Καῖσαρ Ἀλβῖνον εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἔπαρχον Φήστου τὴν τελευτὴν πυθόμενος. ὁ δὲ βασιλεὺς ἀφείλετο μὲν τὸν Ἰώσηπον τὴν ἱερωσύνην, τῷ δὲ Ἀνάνου παιδὶ καὶ αὐτῷ Ἀνάνῳ λεγομένῳ τὴν διαδοχὴν τῆς ἀρχῆς ἔδωκεν. τοῦτον δέ φασι τὸν πρεσβύτατον Ἄνανον εὐτυχέστατον γενέσθαι: πέντε γὰρ ἔσχε παῖδας καὶ τούτους πάντας συνέβη ἀρχιερατεῦσαι τῷ θεῷ, αὐτὸς πρότερος τῆς τιμῆς ἐπὶ πλεῖστον ἀπολαύσας, ὅπερ οὐδενὶ συνέβη τῶν παρ' ἡμῖν ἀρχιερέων»139.  Σε συνδυασμό με το ότι ο πέμπτος του γιος, ο Άννας ο νεώτερος, τοποθετήθηκε αρχιερέας το 62 μ.Χ., φαίνεται να υπονοείται ότι ο Άννας ήταν τότε ακόμα ζωντανός. Αυτή την υπόθεση υιοθετούσε κατά τα γραφόμενά του ο καθηγητής Βασίλειος Ιωαννίδης140.  Όμως αυτή η εκδοχή δεν είναι γενικώς αποδεκτή.
            Στους Αγίους Τόπους, στην καμπή της κοιλάδας Εννώμ, βρίσκεται η μονή του Αγίου Ονούφριου. Σύμφωνα με κάποια προφορική παράδοση στο χώρο όπου βρίσκεται σήμερα το Ορθόδοξο αυτό μοναστήρι είχε ταφεί ο αρχιερέας Άννας πριν από το κτίσιμο του μοναστηριού. Πιο πάνω από αυτή τη μονή βρίσκεται «ο αγρός του Κεραμέως», τον οποίο σύμφωνα με το Ευαγγέλιο αγόρασαν οι αρχιερείς με τα τριάκοντα αργύρια που τους επέστρεψε ο Ιούδας, προκειμένου να χρησιμεύει για την ταφή των ξένων.
            Στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής141  αναφέρεται ότι η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή μετά την Πεντηκοστή ταξίδεψε στη Ρώμη. Παρουσιάσθηκε στον αυτοκράτορα Τιβέριο και κατήγγειλε τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς Άννα και Καϊάφα για την άδικη Σταύρωση του Χριστού. Ο Καίσαρας  μετά από έρευνα επιβεβαίωσε την ειλικρίνεια των λόγων της και  διαπίστωσε το αληθές για τα θαύματα του Χριστού. Έτσι διέταξε να έλθουν στη Ρώμη ο Πιλάτος, ο Άννας και ο Καϊάφας, για να απολογηθούν. Ο Καϊάφας πέθανε καθ' οδόν142. Ο Άννας αφίχθηκε στη Ρώμη, όπου τον περίμενε φοβερή τιμωρία. Ο Καίσαρας διέταξε να γδάρουν μια βουβάλα και με το δέρμα της, όπως ήταν ζεστό, να τυλίξουν τον Άννα και να τον αφήσουν στον ήλιο. Το δέρμα, που άρχισε με τη θερμοκρασία να ξεραίνεται, τον έσφιγγε ολοένα και πιο πολύ, προκαλώντας του φοβερούς πόνους μέχρι που πέθανε143. Ο Πιλάτος παραδέχθηκε την άδικη κρίση που έκανε, αλλά εν τούτοις καταδικάστηκε σε θάνατο. Φυλακίσθηκε έξω από τη Ρώμη. Πέθανε σε ατύχημα, όταν ο Τιβέριος εβρισκόμενος σε κυνήγι αντί να πετύχει το ζαρκάδι το βέλος του κατά λάθος καρφώθηκε στο μάτι του Πιλάτου, που στεκόταν στο παράθυρο της φυλακής, προκειμένου να τον εκλιπαρήσει για απόδοση χάριτος.     
            Ο Πιλάτος είναι ιστορικά αποδειγμένο ότι κλήθηκε το 36 μ.Χ. να επιστρέψει στη Ρώμη, ύστερα από διαταγή του αυτοκράτορα Τιβέριου, προκειμένου να απολογηθεί για διάφορες αυθαίρετες και άδικες πράξεις εναντίον των Ιουδαίων και των Σαμαρειτών. Αυτά μας τα διηγείται ο Ιώσηπος γράφοντας  τα εξής : «Πιλᾶτον ἐκέλευσεν ἐπὶ Ῥώμης ἀπιέναι πρὸς ἃ κατηγοροῖεν οἱ Σαμαρεῖται διδάξοντα τὸν αὐτοκράτορα. καὶ Πιλᾶτος δέκα ἔτεσιν διατρίψας ἐπὶ Ἰουδαίας εἰς Ῥώμην ἠπείγετο ταῖς Οὐιτελλίου πειθόμενος ἐντολαῖς οὐκ ὂν ἀντειπεῖν. πρὶν δ' ἐν τῇ Ῥώμῃ ἴσχειν αὐτὸν φθάνει Τιβέριος μεταστάς»144. Όμως, επειδή ο Τιβέριος απεβίωσε στις 6 Μαρτίου του 37 μ.Χ., δικάσθηκε από τον διάδοχό του, Γάιο Καλιγούλα. και καθαιρέθηκε από το αξίωμά του και εξορίσθηκε στη Βιέννη της Γαλλίας, όπου και αυτοκτόνησε το 39 μ.Χ.. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Τερτυλλιανού145 ο Τιβέριος λαμβάνοντας έγκυρες πληροφορίες πείσθηκε για τη Θεότητα του Ιησού Χριστού. Ζήτησε λοιπόν από τη Σύγκλητο να Τον συμπεριλάβει μεταξύ των άλλων λατρευομένων θεοτήτων. Όμως η πρόταση του καταψηφίσθηκε. Συνεπώς κάποια στοιχεία από τα σχετικά με το θέμα αυτό, που αναφέρονται στον βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, βρίσκουν ιστορικό έρεισμα κατά το μάλλον ή ήττον.
            Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο (18ος αιώνας) ο Καϊάφας μετά την απώλεια του αρχιερατικού αξιώματος: «από την λύπην του μόνος του εθανατώθη, καθώς λέγει ο Κλήμης Ρωμαίος. έτι δε και ο Άννας ο πενθερός αυτού κακώς απωλέσθη και ηύρεν η Θεία δίκη τους παρανόμους, κατά τον Ιώσηπον και Νικηφόρον Κάλλιστον»146. 
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Άννας είναι το αρσενικό του ονόματος Άννα.
2. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 2,1 
3. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 2,1,  Κωνσταντίνου Γεωργίου, Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Αθήναι 1888 επαν.1973, σελ.503 και Ιωαννίδου Βασιλείου, Άννας, άρθρο στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 1963, τ. 2, στ. 841. 
4. Αρ.8,24.
5. Κοντογόνου Κωνσταντίνου, Εγχειρίδιον Εβραϊκής Αρχαιολογίας, Αθήναι 1844, σελ.105.
6. Ιω. 18,13.
7. Λευιτ.8,6. 
8. Κωνσταντίνου Γεωργίου, Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Αθήναι 1888 επαν.1973, σελ.108-109. 
9. Βέλλα Βασιλείου, Εβραϊκή αρχαιολογία, Αθήναι 1980, σελ.174. 
10. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΖ΄, 12,1.
11. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄,1,1 και 2,1. Ο Ηρώδης Αρχέλαος,καθαίρεσε τον Ιωάζαρο, τον υιό του Βοηθού, με την κατηγορία ότι συντάχθηκε με τους στασιαστές που αμφισβητούσαν την εξουσία του. Στη θέση του τοποθέτησε τον αδελφό του Ιωάζαρου, τον Ελιέζερ .  
12. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 2,1.
13. Θεοκλήτου Φαρμακίδου, Περί Ζαχαρίου υιού Βαραχίου, Αθήναι 1838, σελ. 77.  
14. Ιωαννίδου Βασιλείου, Άννας, άρθρο στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 1963, τ. 2, στ. 841.
15. Κωνσταντίνου Γεωργίου, Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Αθήναι 1888 επαν.1973, σελ.108-109.
16. Πανταζοπούλου Π., Κυρήνιος Θ.Η.Ε., Αθήναι 1965, τ. 7, στ.1141-1142.
17.  Σάκκου Στέργιου, Ερμηνευτικές σημειώσεις στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Θεσσαλονίκη 1985, σελ.91. 
18. Βέλλα Βασιλείου, Εβραϊκή αρχαιολογία, Αθήναι 1980, σελ.173-174. 
19. Πρξ.5,17.
20. Καρπαθίου Εμμανουήλ αρχιμανδρίτου, Ιερά Ιστορία της Καινής Διαθήκης, Αθήναι 1936, σελ.42. 
21. Σάκκου Στέργιου, Ερμηνεία Αποστολικών περικοπών, Θεσσαλονίκη 1992-1993, σελ.28-29.
22. Βέλλα Βασιλείου, Εβραϊκή αρχαιολογία, Αθήναι 1980, σελ.171.
23. Δεσπότη Σωτηρίου, Ο Ιησούς ως "Χριστός" και η πολιτική εξουσία στους Συνοπτικούς Ευαγγελιστές, Αθήνα 2004, σελ.136.  
24. Παπαγεωργίου Σπυρίδων, Οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι, Νέα Σιών, Ιεροσόλυμα 1913, τ. ΙΓ΄(Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1913), σελ. 873. 
25. Όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Θεοδώρητος,  ο Άγιος Αμβρόσιος, ο επίσκοπος Μεδιολάνων, αφού στάθηκε στην είσοδο εμπόδισε την είσοδο του Βυζαντινού αυτοκράτορα στο ναό. Του είπε ότι, όπως μιμήθηκε τον βασιλιά Δαυίδ στην επιτέλεση της αμαρτίας, έτσι να τον μιμηθεί και στη μετάνοια. Ο Μέγας Θεοδόσιος - ο οποίος  εκτιμούσε πολύ τον Άγιο Αμβρόσιο - συναισθάνθηκε το βαρύ αμάρτημά του και υπέβαλε ο ίδιος τον εαυτό του σε οκτάμηνη πραγματική μετάνοια. Κατά την περίοδο αυτή «βασιλικώ κόσμω ουκ εχρήσατο». Όταν ο Αμβρόσιος διαπίστωσε την ειλικρινή μετάνοια του αυτοκράτορα, τον συγχώρεσε, και τα Χριστούγεννα του επέτρεψε να Κοινωνήσει.
26. Βασιλειάδη Νικολάου, Αρχαιολογία και Αγία Γραφή, Αθήναι 1999, σελ.307-308.
27. Α΄ Κορ.13,1.
28. Εξ.30,14 και Μτθ. 17,24 - 27 
29.  Αρ. 18,16   
30. Ιωαννίδου Βασιλείου, Άννας, άρθρο στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 1963, τ. 2, στ. 841. 
31. Μτθ. 23.16 -17 
32. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκός Πόλεμος, ΣΤ΄, 281 -282.
33. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον , Ομιλία 90η, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1979, τ.12, σελ.408.
34. Καραβιδόπουλου Ιωάννη, Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 372.
35. Ταλμούδ σημαίνει σπουδή. Αποτελεί συλλογή ραββινικών παραδόσεων που συγκροτήθηκαν από επέκταση της Μισνά. Η Μισνά, αποτελεί μία συλλογή ραββινικών κειμένων.Υπάρχουν δύο καταγραφές του Ταλμούδ, το Παλαιστινό Ταλμούδ (425μ. Χ.) και το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (5ος μ. Χ. αιώνας). Όλες αυτές οι ραββινικές παραδόσεις και διδασκαλίες της Τοσεφτά, της Μισνά και του Ταλμούδ αποτελούν κατά κανόνα νόθευση και διαστρέβλωση της Παλαιάς Διαθήκης και έχουν συχνά αντιχριστιανικό περιεχόμενο. Για το Ταλμούδ βλέπε περισσότερα στο άρθρο του Zolli E., Ταλμούδ, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1967, τ.11, στ.662 - 663. 
36. Talmud Pesach 57a και Arbez Edward, Annas, The Catholic Encyclopedia, vol.1, New York 1907.
37. Ιωαννίδου Βασιλείου, Άννας, άρθρο στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 1963, τ. 2, στ. 841.   
38. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 2,2. 
39. Κωνσταντίνου Γεωργίου, Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Αθήναι 1888 επαν.1973, σελ.108. 
40. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΖ΄, 13,2. 
41. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄ 2,33 - 34. «διαδέχεται δὲ τῷ Καίσαρι τὴν ἡγεμονίαν Τιβέριος Νέρων γυναικὸς αὐτοῦ Ἰουλίας υἱὸς ὤν, τρίτος ἤδη οὗτος αὐτοκράτωρ, καὶ πεμπτὸς ὑπ' αὐτοῦ παρῆν Ἰουδαίοις ἔπαρχος διάδοχος Ἀννίῳ Ῥούφῳ Οὐαλέριος Γρᾶτος:  ὃς παύσας ἱερᾶσθαι Ἄνανον Ἰσμάηλον ἀρχιερέα ἀποφαίνει τὸν τοῦ Φαβί».  
42. Ο Ρωμαιοκαθολικός Edward Arbez  πιστεύει ότι ο Ελεάζαρος είχε ως ελληνικό όνομα το Αλέξανδρος και είναι αυτός που αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων (Πρξ. 4,6) ως ένας από αυτούς που δίκασαν τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη. Βλέπε Arbez Edward, Annas, The Catholic Encyclopedia, vol.1, New York 1907.
43. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄ 2,34 - 35. «καὶ τοῦτον δὲ μετ' οὐ πολὺ μεταστήσας Ἐλεάζαρον τὸν Ἀνάνου τοῦ ἀρχιερέως υἱὸν ἀποδείκνυσιν ἀρχιερέα. ἐνιαυτοῦ δὲ διαγενομένου καὶ τόνδε παύσας Σίμωνι τῷ Καμίθου τὴν ἀρχιερωσύνην παραδίδωσιν.».
44.  Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιβλίον Α´.
45. Κατά τον Δρ. Γεώργιο Κωνσταντίνου ο Καϊάφας έγινε αρχιερέας το 25 μ.Χ. Βλέπε Κωνσταντίνου Γεωργίου, Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Αθήναι 1888 επαν.1973, σελ.108.
46. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄ 2,35. «οὐ πλείων δὲ καὶ τῷδε ἐνιαυτοῦ τὴν τιμὴν ἔχοντι διεγένετο χρόνος, καὶ Ἰώσηπος ὁ καὶ Καιάφας διάδοχος ἦν αὐτῷ.».
47. Καραβιδόπουλου Ιωάννη, Καϊάφας, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1966,τ.7 στ.169.
48. Όλες οι αναφορές σε ερμηνευτικά σχόλια των Πατέρων, αυτής της ενότητας, αν δεν υπάρχει άλλη παραπομπή, είναι ειλημμένες από το βιβλίο του Παναγιώτη Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, εκδόσεις «ο Σωτήρ». Η απόδοση αυτών στη δημοτική γλώσσα έγινε από τον αρχιμ. Νικόλαο Πουλάδα. Για τα κείμενα των Ευαγγελίων συμβουλεύθηκα την Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας του Παναγιώτη Τρεμπέλα, καθώς και την Καινή Διαθήκη με μετάφραση στη δημοτική των καθηγητών: Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου, Ι. Γαλάνη, Π. Βασιλειάδη, εκδ. Βιβλικής Εταιρείας.     
49. Μτθ.16,6 
50. Μτθ. 16,1 
51. Μτθ.22,23-33. Μρκ. 12, 18-27 . Λκ. 16,1. 
52. Μτθ.22,29-30.
53. Μτθ.22,34.
54. Ιω.7,45 - 46. 
55. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ΝΒ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1978, τ.13Α, σελ.445-447.   
56. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ΝΒ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1978, τ.13Α, σελ.449.  
57.  Ιω.11,47- 57. 
58. Σάκκου Στέργιου, Ερμηνευτικές σημειώσεις στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Θεσσαλονίκη 1985, σελ.90-91.
59. Ιω.11,50.  
60. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ΞΕ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1981, τ.14, σελ.250.  
61. Ιω. 12,10 -11.  
62. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος ΛΓ΄ εις την Αγίαν Εορτήν των Βαΐων, P.G.63 και Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εκλογαί και απανθίσματα, Αθήναι 1969, Λόγος ΜΣΤ΄ εις την Αγίαν Εορτήν των Βαΐων, σελ.571. 
63.  Μκ.11,18.  
64. Μτθ. 26,2 -5. 14-16. 
65. Λκ. 22,1-6. 
66. Μτθ.26, 47.     
67. Λκ. 22,52.  
68.  Ιω.18,12 - 24. 
69. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ΠΓ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1981, τ.14, σελ.623.
70. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ΠΓ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1981, τ.14, σελ.625.
71. Εξ. 23,3.6.7. 
72. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ΠΓ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1981, τ.14, σελ.627.  
73. Ιερ. 21,12.   
74. Δευτ. 21,19 .
75. Μτθ. 26,57 -68.  
76. Εξ. 23,2 .
77. Αριθμ.35,30 . Δευτερ.17,6.      
78. Λευϊτ. 21,10.
79.  PG 123,456. 
80.  Μκ.15,1 .
81. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκός Πόλεμος,Β΄, 8,1.
82.  Ιω. 18,28- 19,16.  
83. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ΠΓ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1981, τ.14, σελ. 629.
84. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ΠΓ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1981, τ.14, σελ.630 - 631.  
85.  Λκ 23,2 .
86.  Λκ.23,14-16.
87.  Μτθ.27,22 -23 .
88.  Μτθ. 27,20  .
89.  Μκ. 15,11 .
90. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος ΛΓ΄ εις την Αγίαν Εορτήν των Βαΐων, P.G.63 και Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εκλογαί και απανθίσματα, Αθήναι 1969, Λόγος ΜΣΤ΄ εις την Αγίαν Εορτήν των Βαΐων, σελ.571.
91.  Βοξάκη Βασιλείου, Αγία Πρόκλα, η σύζυγος του Ποντίου Πιλάτου, άρθρο αναρτημένο στο ιστολόγιο Ακτίνες.
92. Ιω.19,12 .
93. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ΠΔ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1981, τ.14, σελ.653.   
94. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ΠΔ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1981, τ.14, σελ.653.
95. Ιω.19,14-15.
96. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ΠΔ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1981, τ.14, σελ.655.   
97. Μτθ.27,24 -26 .
98. Τρεμπέλα Παναγιώτου, Χριστός Ιησούς, στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1968, τ. 12,στ. 1064.
99.  Μτθ.27,3  .
100.  Ιερεμίου Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως,Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Δημητσάνα- Μεγαλόπολις 2018, σελ. 335 -336.
101.  Μτθ.27,41 - 42.
102.  Μτθ.27,42 - 43 .
103.  Λούκ. 23,34.
104.  Μτθ. 27,62-66. 
105. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ΠΘ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1979, τ.12, σελ.375.
106.  Μτθ.28,2 .
107.  Μτθ. 28,12 .
108.  Μτθ. 28,11- 15 .
109. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ϟ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1979, τ.12, σελ.397-399.
110. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον , Ομιλία ϟ΄, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1979, τ.12, σελ. 398.  
111. Δική μας παράφραση και απόδοση στην Νεοελληνική. Η επιστολή του Νικηφόρου Θεοτόκη  απευθύνεται «Ελευθερίω Μιχαήλ Λαρισαίω». Το πρωτότυπο της επιστολής υπάρχει στο παλαιό περιοδικό του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων Νέα Σιών, τόμος ΙΔ'. (Ιούλιος - Αύγουστος 1913) σελ.  535. Ο επίσκοπος Νικηφόρος Θεοτόκης υπήρξε ένας από τους εξέχοντες λογίους της Τουρκοκρατίας.
112. Πρξ.3,1 - 11.
113. Πρξ.3,1 - 3.
114. Πρξ.4,16.
115. Πρξ.5,17.
116. Σάκκου Στέργιου, Ερμηνεία Αποστολικών Περικοπών, Θεσσαλονίκη 1992-1993, σελ.28.
117. Πραξ. 5,29-30  .
118. Πραξ. 5,33 .
119. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ιστορία της Εκκλησίας Αντιοχείας, Αλεξάνδρεια 1951, σελ.45.
120. Παπαγεωργίου Σπυρίδων, Οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι, Νέα Σιών, Ιεροσόλυμα 1913, τ. ΙΓ΄(Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1913), σελ. 846-847.
121. Παπαδόπουλος Νικόλαος, Ιουδαϊσμός, άρθρο στην Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 21- Οι θρησκείες, Αθήναι 1992, σελ.202.
122. Καραβιδόπουλου Ιωάννη, Σαδδουκαίοι, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1967, τ.10 στ.1114.
123.  Μτθ. 21,18-22  .
124. Ιω. 11,49.
125. Σάκκου Στέργιου, Ερμηνευτικές σημειώσεις στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Θεσσαλονίκη 1985, σελ.91. 
126. Φαρμακίδου Θεοκλήτου, Περί Ζαχαρίου υιού Βαραχίου, Αθήναι 1838, σελ.90.
127. Κωνσταντίνου Γεωργίου, Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Αθήναι 1888 επαν.1973, σελ.109.
128. Ιωαννίδου Βασιλείου, Άννας, άρθρο στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 1963, τ. 2, στ. 841. 
129. Ο Ρωμαιοκαθολικός Edward Arbez  πιστεύει ότι ο Ιωνάθαν ήταν ο Ιωάννης, αυτός που αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων (Πρξ. 4,6) ως ένας από εκείνους που δίκασαν τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη. Βλέπε Arbez Edward, Annas, The Catholic Encyclopedia, vol.1, New York 1907. 
130. Φαρμακίδου Θεοκλήτου, Περί Ζαχαρίου υιού Βαραχίου, Αθήναι 1838, σελ.78. 
131. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Κ΄, 9,1.
132. Ανωνύμου άρθρο στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 1963, τ.2, στ. 842.
133. Απόστολου Γλαβίνα, Ιστορία της Εκκλησίας, τευχ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 69 και 96.
134. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Κ΄, 9,1. 
135. Φαρμακίδου Θεοκλήτου, Περί Ζαχαρίου υιού Βαραχίου, Αθήναι 1838, σελ.90. 
136. Μτθ.26.74  .
137. Χατζηφώτη Ιωάννη, Άγιοι τόποι και Μονή Σινά, Αθήνα, χ.χ. σελ.97 και Σφυρόερα Σοφία, Οδοιπορικό στους Αγίους Τόπους, Αθήνα 2010, σελ.76.  
138. Βασιλειάδη Νικολάου, Αρχαιολογία και Αγία Γραφή, Αθήναι 1999, σελ.366.
139. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Κ΄, 9,1.
140. Ιωαννίδου Βασιλείου, Άννας, άρθρο στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 1963, τ. 2, στ. 841.
141. Βασιλοπούλου Χαραλάμπους αρχ., Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή, Αθήναι 1977, έκδ. Ε΄ 2005, σελ.22 - 27 και  Λαγγή Ματθαίου, Μέγας Συναξαριστής της Ορθόδοξου Εκκλησίας, Αθήναι, έκδ. Ε΄, τόμος 7ος, σελ. 425 και Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων. Εν Βάρνη 1896, σελ. 60-63.
142. Άλλη παράδοση αναφέρει ως τόπο θανάτου του την Κρήτη και άλλη κοντά στον Πύργο της Πελοποννήσου, στα σημερινά λουτρά Καϊάφα. 
143. Βασιλοπούλου Χαραλάμπους αρχ., Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή, Αθήναι 1977, έκδ. Ε΄ 2005, σελ.27 και 36 και  Λαγγή Ματθαίου, Μέγας Συναξαριστής της Ορθόδοξου Εκκλησίας, Αθήναι, έκδ. Ε΄, τόμος 7ος, σελ. 425.
144. Φλάβιου Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 4,89.
145. Τερτυλλιανού Απολογία V, PL 1, 290 - 292. 
146. Μελετίου Μητροπολίτου Αθηνών, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιέννη 1783, τ. Α΄, κεφ. Θ΄, σελ.126.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Επτά ουαί είπε ο Κύριος πεπληρωμένα ουαί. Αν σήμερα ήταν σωματικά ο Χριστός ανάμεσά μας το φραγγέλιο του θα ήταν διπλό. Αλλά ήξερε σε ποιά εποχή στόχευσε να έλθει, γιατί αν ερχόταν σήμερα, την ανθρωποκεντρική εποχή μας θα τον είχαν υποβάλει με συνοπτικές διαδικασίες να κάνει το τεστ του κορωνοιού.

Ανώνυμος είπε...

Νομίζω 8 ουαί

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com