«Όντος του επισκόπου τη του Θεού χάριτι, ώ η φροντίς, ανήκει
προηγουμένως της Εκκλησίας» (Μ. Βασίλειος – Επιστολή (156) προς πρεσβύτερον
Ευάγριον)
Νίκος Σακαλάκης, Μαθηματικός
Στην
περί επισκόπου αντίληψη της Εκκλησίας και στην διάρθρωση της Εκκλησιαστική
οργάνωσης αναφέρεται ο Μ. Βασίλειος.
Σε
πολλές επιστολές του διατρέχει διαδοχικά τους τομείς της επισκοπικής διακονίας
– φροντίδας, εξετάζοντας σε κάθε ειδική περίπτωση την επίδραση του επισκόπου
στο εκκλησιαστικό σώμα.
Στην
επιστολή αυτή (156) γράφει ειδικότερα:
«Τάχα
δε ουδ’ αν τότε συνεβούλευσας ημίν μόνοις ελθείν επί την επανόρθωσιν, όντος του
επισκόπου τη του Θεού χάριτι, ώ η φροντίς ανήκει προηγουμένως της Εκκλησίας»
δηλ. «ίσως δε ούτε τότε δεν θα μας συνεβούλευες να επιχειρήσωμεν μόνοι την
επανόρθωσιν, εφ’ όσον με την χάριν του Θεού υπάρχει ο επίσκοπος, εις τον οποίον
ανήκει πρωτίστως η φροντίς της Εκκλησίας».
Εννοεί
τον κανονικόν επίσκοπον Μελέτιον (Αντιοχείας), του οποίου την θέσιν υποστήριζε
με ζήλο ο Μ. Βασίλειος στην υπόθεση του Αντιοχειανού σχίσματος.
Οι
μεταφραστές – σχολιαστές (τόμος 3, Ε.Π.Ε.) της επιστολής γράφουν: «Η επιστολή
εγράφη το 373-74. Ο Πρεσβύτερος Ευάγριος, υιός του Πομπηϊανού, ήτο Αντιοχεύς.
Είχεν ακολουθήσει παλαιότερα τον επίσκοπονΒερκέλληςΕυσέβιον εις την Δύσιν, τώρα
δε (373) επέστρεψεν εις την Ανατολήν, δια να μετάσχει εις την προσπάθειαν
ρυθμίσεως του σχίσματος Αντιοχείας. Αλλ’ αι ελπίδες που εστήριζεν ο Βασίλειος
εις αυτόν διαψεύστηκαν, διότι ούτος ετάχθη τελικώς με την μερίδα του Παυλίνου,
τον οποίον διεδέχθη το 388, δια να συνεχισθή το σχίσμα».
Είναι
φανερό, όπως υπογραμμίζει ο Ι. Πατήρ, ότι η χάρις του Θεού προεξάρχει στη
διαμόρφωση της επισκοπικής ποιμαντικής φροντίδας, τόσο στην πρακτική της όσο
και των θεολογικών – θεωρητικών προσανατολισμών της. Οφείλει δηλ. ο επίσκοπος
να συντονίζει την τοπική εκκλησία (επισκοπή) με την διαχρονική αυθεντία της
Εκκλησίας. Τα σημερινά επισκοποκεντρικά θεολογικά μορφώματα – ρεύματα του
οικουμενισμού είναι θεωρητικές υποκειμενικές αποφάνσεις, συγκροτημένες γύρω από
ιδέες που βρίσκονται σε θεολογική ρήξη με την ορθόδοξη επισκοπική φροντίδα που
εννοεί ο Μ. Βασίλειος. Όταν δηλαδή υπάρχει η χάρις του Θεού, τότε και ο
επίσκοπος διατηρεί σε ορθόδοξη βάση την φροντίδα της Εκκλησίας.
Υπάρχει
οργανική ενότητα στους δύο αυτούς πνευματικούς άξονες. Αποτελούν καρπό από το
ίδιο χωράφι και αποβλέπουν στη σωτηρία των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Η
κορυφαία ειρήνη και ενότητα στην Εκκλησία εκφράζεται με την αληθινή πίστη και
την ακριβή τήρηση των Ι. κανόνων, όπως και δια της αγάπης και ταπεινοφροσύνης.
Η
περιφρούρηση των Ορθοδόξων αληθειών, ως προσφερόμενη διαρκώς ενότητα με τον
Τριαδικό Θεό, αποτελεί και την ύψιστη επισκοπική φροντίδα ενός κανονικού
επισκόπου.
Στην
Ορθοδοξία δεν έχουμε εξέλιξη δόγματος, δεν υπάρχει «νέα» αποκάλυψη πίστεως.
Για
την ειρήνη του Θεού και της Εκκλησίας γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Τι γαρ ήδιον
άκουσμα του της ειρήνης ονόματος, ή τι του υπέρ των τοιούτων βουλεύεσθαι
ιεροπρεπέστερον και μάλλον τω Κυρίω κεχαρισμένον;» δηλ. «ποίον άκουσμα είναι
γλυκύτερον από την λέξιν ειρήνη και ποία ενέργεια είναι ιεροπρεπεστέρα και
ευαρεστωτέρα εις τον Κύριον από το να σκέπτεται κανείς παρόμοια πράγματα;»
(Επιστολή 156).
Συνεχίζει
ο Ι. Πατήρ: «Θα ήμεθα δε πράγματι οι παραλογώτεροι όλων των ανθρώπων, εάν
ηυχαριστούμεθα εις τα σχίσματα και τας διασπάσεις των Εκκλησιών και δεν
εθεωρούσαμεν την ένωσιν των μελών του σώματος του Χριστού ως το μέγιστον των
αγαθών».
Στην
επιστολή (92) «Προς Ιταλούς και Γάλλους επισκόπους», με απόλυτη
κατηγορηματικότητα τονίζει, ότι δεν θα υπήρχαν σχίσματα αν υπήρχε υποταγή στην
αυθεντία της Εκκλησίας.
Γράφει:
«Ώστε τους την αποστολικήν ομολογούντας πίστιν, άπερεπενόησαν σχίσματα
διαλύσαντας, υποταγήναι του λοιπού τη αυθεντία της Εκκλησίας, ίνα άρτιονγένηται
το σώμα του Χριστού» δηλ. «Ώστε εκείνοι που ομολογούν την Αποστολικήν πίστιν,
να διαλύσουν τα σχίσματα που επενόησαν και εις το εξής να υποταχθούν εις την
αυθεντίαν της Εκκλησίας».
Η
«σύνοδος» της Κρήτης μπορεί να θεωρηθεί ως ολοκληρωμένη συνοδική φροντίδα για
την Εκκλησία, διαλυτική των σχισμάτων και σε άξονα υποταγής στην αυθεντία της
Εκκλησίας; Ασφαλώς όχι, όπως θεολογεί ο Μ. Βασίλειος.
Η
Αγιορειτική ανακοίνωση περί της «συνόδου» αυτής, αποτελεί υποταγή στην αυθεντία
της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράσθηκε δια μέσου των Πατέρων και των Αγίων Συνόδων
(Οικουμενικών και τοπικών); Ασφαλώς όχι. Το ίδιο ισχύει και για την θέση της
Εκκλησίας της Ελλάδος. Τον ραγδαίο ρυθμό των θεολογικών ρηγμάτων – σχισμάτων
και των Οικουμενιστικών ανελίξεων, τον δημιούργησαν οι Οικουμενιστές
Πατριάρχες, επίσκοποι, κληρικοί και λαϊκοί.
Ο
οικουμενιστικός ίλιγγος δεν είναι καλός οδηγός!
Αντίθετα,
ο π. Ευθύμιος Τρικαμηνάς, οι Αγιορείτες Πατέρες, ο π. Νικόλαος Μανώλης, ο π.
Θεόδωρος Ζήσης, οι μοναχοί στην Φλώρινα και όλοι οι αποτειχισμένοι κληρικοί και
λαϊκοί, βρίσκονται στον σταθερό άξονα υποταγής στην αυθεντία της Εκκλησίας.
«Ου
γαρ τα ονόματα εστί τα σώζοντα ημάς, αλλ’ αι προαιρέσεις και η αληθινή περί τον
κτίσαντα ημάς αγάπη», παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος (επιστολή 257).
Είναι
γνωστό, ότι υπάρχουν επίσκοποι που διατύπωσαν οικουμενιστικές θεωρίες περί
επισκοπικής διακονίας – φροντίδας, αμφισβητώντας την ανωτερότητα –
αυθεντικότητα της Αγιογραφικής θέσεως περί επισκόπου.
Η
γνώμη και ο ισχυρισμός, ότι οι επίσκοποι είναι η Εκκλησία ή ότι η Θεία
Λειτουργία γίνεται στο όνομα του επισκόπου, δεν βρίσκουν έρεισμα πουθενά. Οι
θεωρίες αυτές αποτελούν πλάνη και αίρεση. Ο Απ. Παύλος γράφει: «Τις ουν εστί
Παύλος, τις δε Απολλώς, αλλ’ ή διάκονοι, δι’ ων επιστεύσατε, και εκάστω ως ο
Κύριος έδωκεν;» (Α΄ Κορ. 3,5).
Όλα
στην Εκκλησία και στην Θ. Λειτουργία τελούνται «εν ονόματι» του Θεού ή του Χριστού,
του ενανθρωπήσαντος Θεού.
«Πάν
ό,τι αν ποιήτε εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν ονόματι Κυρίου Ιησού» (Κολ. 3,17),
επισημαίνει ο Απ. Παύλος.
Σήμερα,
το ορθόδοξο πλήρωμα επιθυμεί έναν γνήσιο επισκοπικό λόγο, αντίλαλο της φωνής
του Μ. Βασιλείου, ως φροντίδα ανύστακτη για την δογματική ειρήνη της Εκκλησίας,
ως ζωντανό αντίγραφο της φυσιογνωμίας του.
Ένας
επίσκοπος, που διώκει τους σημερινούς ομολογητές της πίστεως μπορεί να έχει
σχέση πνευματικής εξάρτησης από τους αγίους Πατέρες του παρελθόντος; Ασφαλώς
όχι!
Το
ίδιο ισχύει και για όσους παραμένουν σιωπηλοί θεατές των διώξεων, ενισχύοντας
έτσι την οικουμενιστική προοπτική που διαγράφεται στον Εκκλησιαστικό ορίζοντα.
Η
ανοχή στον οικουμενισμό είναι πλευρά γενικότερου πνευματικού προβλήματος,
συλλογικού προβλήματος, ως φαινόμενο αποστασίας από την ορθή πίστη.
«Πέπεισμαι
γαρ ότι, εάν ευρεθή φωνή δυσωπούσα τον αγαθόν Θεόν, ουκ εις μακράν ποιήσει τα
ελέη αυτού, αλλά παρέξειημίν λοιπόν συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του
δύνασθαι υπενεγκείν». Με απλά λόγια: «Διότι είμαι πεπεισμένος ότι, εάν ευρεθεί
φωνή να συγκινήσει τον αγαθόν Θεόν, δεν θα βραδύνει να εκδηλώσει το έλεός του,
αλλά θα μας παράσχει αμέσως μαζί με τον πειρασμόν και την απαλλαγήν, ώστε να
δυνηθώμεν να τον βαστάσωμεν» (Μ. Βασίλειος – Επιστολή (257) προς Μονάζοντας
καταπονηθέντας υπό των Αρειανών).
ΝΙΚΟΣ
Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου