Ἡ
Ἀλβανία κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ κομμουνιστικοῦ κόμματος ὑπῆρξε τό μοναδικό
συνταγματικά ἀθεϊστικό κράτος στόν κόσμο, κατά τήν περίοδο 1967-1990. Τήν
περίοδο αὐτή ἀπαγορεύθηκε κάθε θρησκευτική ἱεροπραξία, καταστράφηκαν ἐκ
θεμελίων οἱ περισσότεροι τόποι λατρείας, ἐνῶ ἀπεσχηματίστηκαν ὅλοι οἱ ἱερεῖς,
καί πολλοί ἀπό αὐτούς ἐξορίστηκαν ἤ πέθαναν μαρτυρικά στίς φυλακές.
Ἀπό τό 1976
ἐπίσης ἀπαγορεύθηκαν διά νόμου ὅλα τα χριστιανικά ὀνόματα. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή ἔπληξε
ὅλους τούς ἀλβανούς πολίτες, ἀλλά ἰδιαίτερα τούς βορειοηπειρῶτες ἀδελφούς μας,
γιά τούς ὁποίους ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἦταν βασικό συστατικό τῆς ἐθνικῆς τους ἰδιοπροσωπίας.
Βασική ἀρχή τοῦ Κόμματος Ἐργασίας τῆς Ἀλβανίας ἦταν: «Κύριος σκοπός τοῦ κράτους
εἶναι ἡ παραγωγή. Ὅποιος δέν παράγει, ὅπως οἱ ἱερεῖς, δέν ἔχει θέση στή νέα μας
κοινωνία». Ἔτσι μέχρι τό 1990 οἱ ἀδελφοί μας ἔμεναν ἀβάπτιστοι, ἀστεφάνωτοι, ἀλειτούργητοι,
ἀκήδευτοι, (μέ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις ἱερέων πού μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους
τελούσανν κρυφά κάποια μυστήρια).
Τό 1990 ὡστόσο τό καθεστώς ἀρχίζει νά καταρρέει. Στίς 15 Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους
μαρτυρεῖται τό πρῶτο ἄνοιγμα ἐκκλησίας (χωρίς νά τελεστεῖ θεία Λειτουργία) στήν
Ἀλβανία, στό χωριό Μπομποστίτσα τῆς Κορυτσᾶς, ἀπό τόν δάσκαλο Σωτήριο
Μπαμπούλη, παρά τίς ἀπειλές τῶν ἀρχῶν. Κάτι ἀντίστοιχο γίνεται καί στίς 11
Δεκεμβρίου (ἐσπερινός τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος) στή Δερβιτσάνη Ἀργυροκάστρου, μέ
τόν ἀποσχηματισμένο ἱερέα π. Μιχαήλ Ντάκο, τήν ἴδια ἡμέρα πού στούς Ἁγίους
Σαράντα, στά σύνορα, πέφτουν νεκρά 4 παλλικάρια ἀπό τό χωριό Ἀλύκο στήν προσπάθειά
τους νά διαφύγουν στή μάνα Ἑλλάδα, γεγονός πού προκαλεῖ τήν πρώτη μαζική
–δυναμική διαμαρτυρία κατά τοῦ καθεστῶτος. Ἡ πρώτη Θεία Λειτουργία τελεῖται στή
Δερβιτσάνη τά Χριστούγεννα ἀπό τόν π. Μιχαήλ, μέ ἱερά ἄμφια καί σκεύη πού
μετέφεραν ραμμένα στά ροῦχα τους μυστικά, 2 μέλη τῆς ΣΦΕΒΑ τήν παραμονή. Τά
Θεοφάνεια τοῦ 1991 ἑορτάζονται πανηγυρικά, μέ ἑκατοντάδες πιστούς στήν Κορυτσά,
στήν ὕπαιθρο, (καθώς δέν ὑπάρχει ναός), ἀπό τόν π. Χρῆστο ὁ ὁποῖος ψάλει ἑλληνικά
καί ἀλβανικά τό «Ἐν Ἰορδάνη…»
Ἀρχές τοῦ 1991 ὁρίζεται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς Ἔξαρχος, ὁ ἐπίσκοπος
Ἀνδρούσης Ἀναστάσιος Γιαννουλᾶτος, πού εἰσέρχεται στήν Ἀλβανία τόν Ἰούλιο τοῦ
1991 καί τόν Ἰούνιο τοῦ ἑπομένου ἔτους ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καί
πάσης Ἀλβανίας. Τό Πάσχα τοῦ 1991 τελοῦνται ἀκολουθίες σέ λίγα μέρη, ἀπό τούς
15 περίπου ἐπιζήσαντες ἱερεῖς τοῦ καθεστῶτος, ἐνῶ περίπου 1500 Βορειοηπειρῶτες
μεταβαίνουν στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα γιά νά ἀκούσουν Ἀνάσταση. Τήν χρονιά αὐτή τελεῖται
γιά τελευταία φορά ἀνάσταση στό ἀκριτικό χωριό Μαυρόπουλο, στά σύνορα, ἀπό τόν
μακαριστό Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ γιά νά ἀκούσουν
οἱ ἀδελφοί μας μέ μεγάφωνα τό ἀναστάσιμο μήνυμα. Μέσα στή χρονιά, πολλοί ἱερεῖς
ἀπό τίς Μητροπόλεις Κονίτσης, Φλωρίνης καί Καστοριᾶς, συνδράμουν τίς
λατρευτικές ἀνάγκες τῶν πιστῶν μαζί μέ ἱερεῖς , συλλόγους καί ἀδελφότητες ἀπό ἄλλες
περιοχές, κυρίως τῆς Βορείου Ἑλλάδος.
Τό Πάσχα τοῦ 1992, τό καθεστώς ἔχει πιά καταρρεύσει καί γιά 1η φορά ὑπάρχει ἐλευθερία
τέλεσης τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καί τῆς Ἀναστάσεως. Βεβαίως ἡ ἔλλειψη
ἱερέων εἶναι τεράστια, καθώς οἱ λίγοι κληρικοί δέν ἐπαρκοῦν γιά νά καλύψουν τίς
ἀνάγκες, ἐνῶ καί ἀπό τήν Ἑλλάδα εἶναι δύσκολο νά ἔλθει βοήθεια, καθώς ὅλοι οἱ ἱερεῖς
εἶναι ὑπεραπαραίτητοι στίς ἐνορίες τους. Τό ζήτημα αὐτό ἀπασχολεῖ ἔντονα τόν
Μητροπολίτη Κονίτσης ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ πού δέν μπορεῖ νά ἡσυχάσει στή σκέψη ὅτι οἱ ἀδελφοί
μας θά μείνουν ἀλειτούργητοι καί ἐκεῖνο τό ΠΑΣΧΑ. Ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά πάει ἄν
καί τό ποθεῖ, καθώς εἶναι persona non grata γιά τήν Ἀλβανία. Ἡ ἀγάπη του ὅμως
γιά τούς Βορειοηπειρῶτες τόν ὠθεῖ νά παρακαλέσει τούς ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεώς
του νά κάνουν μιά μεγάλη θυσία. Νά ἀφήσουν αὐτό το Πάσχα, τά χωριά καί τίς οἰκογένειές
τους γιά νά μεταδώσουν τό Ἅγιο Φῶς καί τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως στά ἀδέλφια
μας, στήν ἄλλη πλευρά τῶν συνόρων.
Μετά ἀπό συνεννόηση, 20 ἱερεῖς (περίπου οἱ μισοί της Μητροπόλεως), ἑτοιμάζονται
νά κάνουν Ἀνάσταση στή Βόρειο Ἤπειρο. Ἀνάμεσά τους ὁ π. Κοσμᾶς, ἡγούμενος τώρα
τῆς Μονῆς Στομίου, ὁ π. Διονύσιος Τάτσης, ὁ π. Χριστόδουλος, ὁ π. Νικόλαος, ὁ
π. Ἀθανάσιος, ὁ π. Κωνσταντῖνος, κ.α. Μαζί τους καί κάποια μέλη τῆς ΣΦΕΒΑ πού εἴμαστε
τότε στήν Κόνιτσα, γιά νά τούς συνοδεύσουμε ὡς ψάλτες καί νεωκόροι (κάτι ἀπόλυτα
ἀναγκαῖο ὅπως φάνηκε στήν συνέχεια). Στίς 2 τό μεσημέρι τοῦ Μεγάλου Σαββάτου,
συγκεντρωνόμαστε στά σύνορα τῆς Κακαβιᾶς, ὅλη ἡ ὁμάδα, περίπου 32 ἀτόμα ,
κληρικοί καί λαϊκοί. Ὁ π. Κοσμᾶς μεταβαίνει στό Ἀργυρόκαστρο γιά νά πάρει
τήν τυπική ἄδεια ἀπό τόν ἐκπρόσωπο τοῦ Ἐξάρχου. Στά σύνορα ἐπικρατεῖ χαμός. Κλοῦβες
τῆς ἀστυνομίας ἀπελαύνουν φυγάδες, ἐνῶ ἑκατοντάδες περιμένουν νά μποῦν
στή χώρα μας. Οἱ ἀστυνομικοί καί οἱ στρατιῶτες εἶναι σέ ὑπερένταση μέ τά ὅπλα
προτεταμένα. Ὡστόσο μαθαίνοντας τόν σκοπό τῆς ἐξόδου μας, μᾶς ἀφήνουν χωρίς
πολλές διατυπώσεις. Πιό δύσκολα τά πράγματα στήν ἀλβανική πλευρά ὅπου μᾶς
καθυστεροῦν ἀρκετά μέχρι νά ἐπιτρέψουν νά μποῦμε μέ ὁμαδική κατάσταση, καθώς
σχεδόν κανείς μας δέν εἶχε διαβατήριο. Παρά τή δυσκολία, φιλοδωροῦμε μέ
λαμπάδες καί τσουρέκια τούς Ἀλβανούς φρουρούς πού τά δέχονται μέ ἔκπληξη.
Περίπου στίς 3.30 εἰσερχόμαστε στά ἁγιασμένα ἐδάφη τῆς Βορείου Ἠπείρου. Γιά
τούς περισσότερους ἀπό μᾶς ἐπρόκειτο γιά τήν πραγματοποίηση ἑνός πόθου, ἑνός ὀνείρου
γιά τό ὁποῖο ἀγωνιζόμασταν πάνω ἀπό 10 χρόνια. Νά ἐπισκεφτοῦμε ὡς προσκυνητές, ἐδάφη
ἑλληνικά στά ὁποῖα ζοῦσαν ἀδελφοί βασανισμένοι, πονεμένοι, ἀδικημένοι. Ἡ
πραγματικότητα πού ἀντικρίζαμε ξεπερνοῦσε καί τήν πιό σκληρή φαντασία. Ἕνας ὁλόκληρος
λαός βρισκόταν 50 χρόνια πίσω. Μέ τόν μουντό καί βροχερό καιρό πού σκέπαζε τόν
κάμπο τῆς Δρόπολης ἦταν σάν νά βλέπαμε ἀσπρόμαυρη ταινία τῆς δεκαετίας τοῦ 1940
καί ὁ χρόνος νά εἶχε σταματήσει ἐκεῖ. Τά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων, γέρων καί νέων,
σκαμμένα ἀπό τήν ταλαιπωρία, φοβισμένα καί ἀγριεμένα. Οἱ δρόμοι κατεστραμένοι,
καρόδρομοι μέ 2,5-3 μέτρα πλάτος πού δέν χωροῦσε νά περάσουν 2 ἁμάξια μαζί, ἄν
καί σέ ὅλη τή διαδρομή δέν ἀντικρίσαμε πάνω ἀπό 10 ἁμάξια, καί αὐτά κινέζικα
καί ρώσικα πεπαλαιωμένα.
Τά ἠλεκτροφόρα συρματοπλέγματα ὑπῆρχαν ἀκόμη σέ ὁρισμένα σημεῖα, ἐνῶ μείναμε μέ
τό στόμα ἀνοιχτό, ἀντικρίζοντας τά ἑκατοντάδες πολυβολεῖα, μισητό σύμβολο τῆς
παράνοιας τοῦ καθεστῶτος. Σέ συνεννόηση μέ τά μέλη τῆς Ὁμόνοιας μοιραζόμαστε
στά διάφορα χωριά καί 5-5 μαζί μέ τίς βαλίτσες μέ τά ἄμφια καί τά ἱερά σκεύη,
στριμωχνόμαστε στά λίγα διαθέσιμα αὐτοκίνητα. Μέ τόν π. Ἀθανάσιο ἀποβιβαζόμαστε
στό χωριό Τεριαχάτι, 25 λ. ἀπό τά σύνορα, ὅπου ἤδη ἔχει γίνει ἡ εἰδοποίηση :
«Θά ἔχουμε ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ τό βράδυ!». Φιλοξενούμαστε στό σπίτι τοῦ κ. Κώστα καί
τῆς κ. Ἕλλης, πού μᾶς ἀνοίγουν, ὄχι ἁπλά τό σπίτι, ἀλλά τήν καρδιά τους. Σέ 5
λεπτά στρώνουν τραπέζι καί μᾶς φέρνουν ὅτι ἔχουν καί δέν ἔχουν. Μᾶς φέρνουν ἀκόμη
καί κρέας καί ἀποροῦν ἀκούγοντας γιά τή νηστεία. «Τί εἶναι αὐτό, τί νόημα ἔχει;»
Ὡστόσο ἀμέσως τό ἀναπληρώνουν μέ μέλι, καρύδια, φροῦτα, ψωμί. Ἡ τηλεόραση (ἀπό
τίς λίγες στό χωριό) εἶναι μονίμως ἀνοιγμένη στήν ΕΡΤ πού τώρα πιά τήν
παρακολουθοῦν χωρίς φόβο. Μᾶς διηγοῦνται πολλά, γιά τό γκρέμισμα τῶν ἐκκλησιῶν,
τίς διώξεις, τίς ἐκτελέσεις τῶν πατριωτῶν, ἀκόμη καί γιά τίς συμφορές πού βρῆκαν
ὅσους ἕλληνες κομμουνιστές πρωτοστάτησαν στό γκρέμισμα τῶν ναῶν. Πῶς νά
χωρέσεις ἀλήθεια, 50 χρόνια πόνου καί δακρύων σέ μία ὥρα; Μέ τούς
δημογέροντες τοῦ χωριοῦ γίνεται σύσκεψη γιά τό πού θά τελεσθεῖ ἡ Ἀνάσταση. Στόν
Ἅγιο Γεώργιο στό κέντρο τοῦ χωριοῦ, πού εἶναι πιό βολικό γιά τούς γεροντότερους
ἀλλά ἡ ἐκκλησία εἶναι κατεστραμένη, ἤ στήν Ἁγία Παρασκευή πού εἶναι μακρύτερα ἀλλά
ὁ ναός σώζεται σέ καλύτερη κατάσταση. Μέ τόν καιρό νά εἶναι βροχερός, ἐπιλέγεται
ἡ 2η περίπτωση.(Μία πανέμορφη πετρόκτιστη ἐκκλησία, ξακουστό προσκύνημα στή
Δρόπολη καί παλιότερα ἀλλά καί τώρα πού στή μνήμη τῆς Ἁγίας, συγκεντρώνει
χιλιάδες κόσμου.) Κάνουμε μία μικρή βόλτα στό χωριό. Στούς τοίχους μισοσβησμένα
τά συνθήματα τοῦ καθεστῶτος, «Lavdi Marxismit- Leninizmit» (Δόξα στόν Μαρξισμό
–Λενινισμό), ἐνῶ ἕνας δάσκαλος μᾶς δείχνει τό ἀναγνωστικό πού διαβάζαν τά ἑλληνόπουλα:
«Κόμμα μάνα μου γλυκιά σ’ ἀγαπῶ καί μ’ ἀγαπᾶς! Θά γενῶ ὅτι θές ἐσύ, Κόμμα μάνα
μου χρυσή!». Τραγικά ἀπομεινάρια μιᾶς ζοφερῆς ἐποχῆς πού στοιχειώνει ἀκόμη τούς
κατοίκους. Τό ρεῦμα κομμένο στό χωριό, μᾶς ἐνημερώνουν ὅτι ἔχουν 2-3 ὧρες τήν ἡμέρα!
Οἱ κάτοικοι μαλώνουν ποιός θά μᾶς πάρει σπίτι του. Δυσκολευόμαστε νά τούς
πείσουμε ὅτι δέν μποροῦμε νά φᾶμε πρίν τή Θεία Λειτουργία. Μετά ἀπό σύντομη
ξεκούραση ξεκινᾶμε στίς 10 τό βράδυ κουβαλώντας καί ὅλα τά ἀπαραίτητα γιά
τή Θεία Λειτουργία, καθώς στό χωριό δέν ὑπῆρχε ἀπολύτως τίποτα. Ἡ συγκίνησή μας
εἶχε κορυφωθεῖ. Εἴμασταν ἀνάμεσα στά ἀδέλφια μας καί θά ζούσαμε τήν πρώτη ἐλεύθερη
Ἀνάσταση μετά ἀπό 25 χρόνια. Ἡ κούραση καί ὁ κακοτράχαλος δρόμος λίγο μᾶς ἔνοιαζαν.
Σχεδόν ὅλο τό χωριό ἀκολουθοῦσε μέσα στό σκοτάδι, μέ αὐτοσχέδια φαναράκια,
δημιουργώντας μιά φωτεινή ἀνθρώπινη ἁλυσίδα, ἕνα θέαμα φαντασμαγορικό μέσα στό
σκοτεινό κάμπο τῆς Δρόπολης. Σέ 25 λεπτά φτάσαμε στό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ὅλοι
φοροῦν τά γιορτινά τους . Ἕνας ἡλικιωμένος, ψάλτης στά νιάτα του βοηθάει στό ἀναλόγιο.
Θυμᾶται ἀρκετά καλά τό τυπικό καί ἔχει μαζί του ἕνα Μέγα Ὡρολόγιο πού κρατοῦσε
κρυμμένο καί ἀπό τήν οἰκογένειά του ἀκόμη, ὅπως μοῦ λέει ὅλα αὐτά τά
χρόνια.
Μετά τόν κανόνα καί τό «Δεῦτε λάβετε φῶς», ὁ π. Ἀθανάσιος βροντοφωνάζει
τό Χριστός Ἀνέστη! Στά πρόσωπα ὅλων εἶναι ἔκδηλη ἡ χαρά καί ἡ συγκίνηση. Οἱ
παλαιότεροι δακρύζουν, οἱ νεότεροι κοιτοῦν μέ τά μάτια ὀρθάνοιχτα. ¨Όλα εἶναι
πρωτόγνωρα γιά αὐτούς. Ἕνα παιδί προσκυνᾶ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού φέραμε
μαζί μέ τήν Ἀνάσταση καί ρωτᾶ μέ ἀφέλεια. «Ποιό εἶναι τό παιδάκι ποῦ κρατᾶ στήν
ἀγκαλιά της ἡ γυναίκα αὐτή, παππούλη;». Ἡ κατήχηση ἐδῶ πρέπει νά
ξεκινήσει ἀπό τά πιό βασικά! Καί ὅμως σέ ἀντίθεση μέ ὅτι συμβαίνει ἐδῶ, κανένας
δέν ἔφυγε μετά τό Χριστός Ἀνέστη! Παρά τό γεγονός ὅτι δέν ὑπάρχουν καθίσματα, οἱ
300 περίπου παρόντες μένουν στό ναό γιά τίς 3 ὧρες τῆς ἀκολουθίας. Ὁ ψάλτης τοῦ
χωριοῦ στόν Ἀπόστολο, τό Πιστεύω καί τό Πάτερ Ἡμῶν, στέκεται στό κέντρο τοῦ ναοῦ
καί ὑποβλητικά ἀπαγγέλει τά ἱερά κείμενα. Αἰσθάνομαι ἀνάμεσά σέ ἀδελφούς πού
μία σκληρή μοίρα μᾶς κράτησε μακριά. Ὡστόσο ἡ ψυχρολουσία ἔρχεται τήν ὥρα τῆς
Θείας Κοινωνίας! Κοινωνῶ μόνος μου καθώς δέν προσέρχεται κανείς. Ὁ π. Ἀθανάσιος
ἐξηγεῖ ὅτι μπορεῖ νά κοινωνήσει μόνο ὅποιος εἶναι βαπτισμένος καί στεφανωμένος ἐκκλησιαστικά
καί ἔχει νηστέψει τή Μεγάλη Παρασκευή καί το Μεγάλο Σάββατο. Ἐξαίρεση μπορεῖ νά
γίνει μόνο ἄν ὑπάρχει κάποιος βαριά ἄρρωστος(ἀλλά βαπτισμένος) στό χωριό. Ἄγνωστα
πράγματα γιά τούς περισσότερους. Τή στιγμή ἐκείνη συνειδητοποιῶ τή ζημιά πού ἔκανε
τό καθεστώς στούς ἀδελφούς μας. Πράγματα δεδομένα γιά μᾶς, εἶναι παντελῶς ἄγνωστα
σέ συνέλληνες, ὄχι στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου, ἀλλά μόλις 10 χιλιόμετρα ἀπό τά
σύνορά μας.
Μέ τήν ἀπόλυση, παρά τό προχωρημένο τῆς ὥρας, 2-3 πυροτεχνήματα καί ὁ ἠπειρώτικος
σκοπός μέ κλαρίνο «Δέλβινο καί Τεπελένι …» δίνουν μιά μικρή γεύση γιά τό
γλέντι πού θά ἀκολουθήσει τήν αὐριανή ἡμέρα.
Στό σπίτι ἐπιστρέφουμε στίς 3.30π.μ. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἔχει καθαρίσει κάπως καί ἡ
φωτεινή ἁλυσίδα μέ τά φαναράκια πού φωτίζουν τά χαρούμενα πρόσωπα ὅλων, μᾶς ἀφήνει
μιά νότα ἐλπίδας, πώς ἀπό τό βαθύ σκοτάδι τῆς πνευματικῆς καί ἐθνικῆς σκλαβιᾶς
προχωροῦμε πιά στό χάραμα μιᾶς καινούργιας, φωτεινῆς, μέρας. Ἀπέναντί μας
στό βουνό ἀλλά καί παραδίπλα, κάποια ἄλλα φωτάκια δείχνουν πώς οἱ ἀδελφοί μας
στά ἄλλα χωριά, στή Γλίνα, τήν Ἐπισκοπή, στά Σωφράτικα, στό Γεωργουτσάτι, ἔχουν
τελειώσει καί αὐτοί τήν Ἀνάσταση!
Στό σπίτι ἡ κ. Ἕλλη ἔχει στρώσει πλούσιο τραπέζι. Ἀθάνατη ἠπειρωτική φιλοξενία!
Ἀποροῦμε πού τά βρήκανε ὅλα μέσα στή φτώχειά τους. (Ἐκ τῶν ὑστέρων μάθαμε
ὅτι συνέδραμε ὅλο το χωριό, καί ὅτι τά παιδιά δέν καθίσανε μαζί μας ὄχι γιατί
νυστάζανε ἀλλά γιά νά φτάσει τό φαγητό γιά τούς ἐπισκέπτες!)
Κοιμόμαστε γιά 2 ὧρες μόνο, ὥς τίς 6.00 τό πρωί. Ὁ π. Ἀθανάσιος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι
ἱερεῖς, πρέπει νά γυρίσει στό χωριό του γιά νά κάμει 2η Ἀνάσταση καί νά
γιορτάσει μέ τήν οἰκογένειά του. Χαιρετοῦμε συγκινημένοι τούς οἰκοδεσπότες μας,
ἀφήνοντας ἕνα μικρό δῶρο γιά τήν ἀγάπη τους καί μέ ἕναν πρόθυμο χωριανό
κατευθυνόμαστε στά σύνορα. Ἐκεῖ τό τελωνεῖο εἶναι κλειστό. Μέ πολλά παρακάλια μᾶς
ἀνοίγουν, ἐνῶ ὁ ἕλληνας φαντάρος ἀγουροξυπνημένος ἀπορεῖ. «Ἀπό ποῦ ξεφυτρώσατε ἐσεῖς;».
Μετά ἀπό ἀναμονή γιά νά βρεθεῖ μεταφορικό μέσο, ἐπιστρέφουμε στήν Κόνιτσα στίς
9.30 τό πρωί. Μέ ἐντολή τοῦ δεσπότη πηγαίνουμε στη Μητρόπολη, γιά νά τόν ἐνημερώσουμε
γιά τά γεγονότα. Ἔχει μεγάλο πόθο καί ἀγωνία νά μάθει τά καθέκαστα. (Ἀργότερα
μάθαμε ἀπό τόν μετέπειτα διάδοχό του π. Ἀνδρέα Τρεμπέλα, ὅτι ἐκείνη τή νύχτα
σχεδόν δέν κοιμήθηκε καθόλου, προσευχόμενος νά πᾶνε ὅλα καλά καί νά
προστατεύσει ὁ Θεός τούς ἱερεῖς καί λαϊκούς τῆς ἀποστολῆς, γιά τήν ἀσφάλειά τῶν
ὁποίων αἰσθανόταν ὑπεύθυνος). Μέ πολλή χαρά ἔμαθε ὅτι ὅλα κύλησαν ὁμαλά καί μᾶς
εὐλόγησε ἱκανοποιημένος.
Τήν πρώτη αὐτή ἀποστολή ἀκολούθησαν δεκάδες ἄλλες (πάνω ἀπό 250) στή Βόρειο Ἤπειρο,
στίς ὁποῖες ζήσαμε χαρές, λύπες ἀλλά καί στιγμές ἐθνικῆς ἀνάτασης καί μεγαλείου
κοντά στά ἀδέλφια μας. Τά βιώματα ὅμως ἐκείνης, τῆς πρώτης φορᾶς, πού ἑορτάσαμε
πανηγυρικά τήν νίκη τοῦ φωτός ἀπέναντι στό σκότος, τή νίκη τῆς ἀλήθειας ἀπέναντι
στό ψέμα, τή νίκη τοῦ ὑβρισμένου καί φυλακισμένου Χριστοῦ ἀπέναντι στούς σύγχρονους
σταυρωτές του, σημάδεψαν τή ζωή μας καί μᾶς συνέδεσαν μέ ἀκατάλυτο πνευματικό
δεσμό μέ τούς Βορειοηπειρῶτες ἀδελφούς μας.
Από sfeva.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου