Ἄννα Μελᾶ-Παπαδοπούλου, ἡ μάνα τοῦ στρατιώτη
«Ποτέ
δέν εἶναι ἀργά», ἐπαναλάμβανε συχνά. Ἡ φράση αὐτή ἔγινε τό σύμβολό της, ὁ
κανόνας τῆς ζωῆς της. Τή φιλοτέχνησε μάλιστα σέ ἡμερολόγια, πού ζωγράφισε ἡ
ἴδια καί τά ἀπέστειλε σέ φίλους της ὡς ἀναμνηστικό, λίγο πρίν ἀναχωρήσει γιά
τή γειτονιά τῶν ἀγγέλων. Κι ἀπό κάτω: «Ἄννα Μελᾶ-Παπαδοπούλου, ἡ
Μάνα»...
Ἡ
μάνα τίνος; Ἡ μάνα τοῦ στρατιώτη, τοῦ φτωχοῦ, τοῦ ἀρρώστου, τοῦ ὀρφανοῦ, ἡ
μάνα ὅλου τοῦ κόσμου. Τέτοια στάθηκε ἡ Ἄννα Μελᾶ-Παπαδοπούλου, ἀδελφή τοῦ
μακεδονομάχου Παύλου Μελᾶ, πρότυπο καί κορύφωση τῆς φιλαλληλίας, πού ’φτασε ὥς
τήν αὐταπάρνηση καί τήν αὐτοθυσία.
Τέταρτο
ἀπό τά ἑφτά παιδιά τοῦ Μιχαήλ Μελᾶ καί τῆς Ἑλένης Βουτσινᾶ γεννήθηκε στή
Μασσαλία τό 1871. Ὁ φιλότεχνος πατέρας της τήν ἐνθάρρυνε νά ἀναπτύξει τό
ταλέντο της στή ζωγραφική, ἐνῶ ἀπό τήν εὐσεβῆ μητέρα της ἔμαθε νά ὑπηρετεῖ τόν
πάσχοντα συνάνθρωπο. Εἴκοσι ἐτῶν παντρεύεται τόν Ἀπόστολο Παπαδόπουλο καί
ἐγκαθίσταται μαζί του στό τσιφλίκι τῆς οἰκογένειάς του, στίς Ροβιές Εὐβοίας.
Ἀπό
τήν ἀρχή τῆς ἐγκατάστασής της στήν Εὔβοια συγκλονίζεται ἀπό τίς δυσκολίες τῶν
ἀνθρώπων τῆς ὑπαίθρου καί περνᾶ στή δράση. Πολύ συχνά, μάλιστα, διέθετε τά
χρήματα τοῦ συζύγου της, γιά νά τούς ἐνισχύσει οἰκονομικά. Στίς Ροβιές ἔφερε
δάσκαλο, τόν ὁποῖο πλήρωνε ἐκείνη, νά διδάσκει τά παιδιά τοῦ χωριοῦ. Καί στή
Λίμνη Εὐβοίας ἔχτισε σχολεῖο. Ἄνθρωπος μέ ἔντονες εὐαισθησίες, ἀλλά καί
τεράστιες ψυχικές καί σωματικές ἀντοχές -«ἀγοροκόριτσο» τήν χαρακτήριζαν-
ἐργάστηκε σκληρά, γιά νά συντρέξει τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Κάποτε ἀπο- κοιμήθηκε,
ἐνῶ ξενυχτοῦσε ἕνα ἄρρωστο παιδάκι. Ἀπό τότε ἡ ἀριστοκράτισσα Μελᾶ, κόρη τοῦ
δημάρχου Ἀθηναίων, δέν ξανακοιμήθηκε σέ στρῶμα, παρά σέ κουβέρτα πού ἔριχνε ἐπάνω
σέ σανίδα. Κατά τή διάρκεια τοῦ χειμώνα ἡ οἰκογένεια μέ τά δυό παιδιά
διέμενε στήν Ἀθήνα· ἐκεῖ ἡ Ἄννα δίδασκε κεντητική σέ ἄπορα κορίτσια.
Στίς
13 Ὀκτωβρίου 1904 ὁ ἀδελφός της Παῦλος Μελᾶς σκοτώθηκε στή Μακεδονία. Γιά
λόγους μυστικότητας τῆς ἀποστολῆς του, οἱ σύντροφοί του ἔκοψαν τό κεφάλι
καί τό ᾽θαψαν ξέχωρα ἀπό τό σῶμα. Δύο ἀπό τά ἀδέλφια του, ὁ Κωνσταντῖνος
καί ὁ Λέων, πῆγαν νά βροῦν τούς χώρους ταφῆς. Ὁ Λέων ἀρρωσταίνει καί πεθαίνει
τρεῖς μῆνες μετά τόν Παῦλο. Αὐτά τά τραγικά γεγονότα ἐπηρέασαν βαθιά τήν
«Κυρά τῶν Ροβιῶν». Ἔκτοτε ἀφοσιώνεται ὁλοκληρωτικά στό φιλανθρωπικό ἔργο.
Τό
1912, ὅταν ξέσπασε ὁ Α´ Βαλκανικός Πόλεμος, ἡ Ἄννα Παπαδοπούλου -παρά τίς ἔντονες
ἀντιδράσεις τῶν οἰκείων της- κατατάσσεται στόν στρατό ὡς ἐθελόντρια
νοσοκόμα μαζί μέ πολλές ἄλλες γυναῖκες καί ἀκολουθεῖ τήν ἐκστρατεία στή
Μακεδονία. Τό 1913 ξεσπᾶ ἐπιδημία χολέρας· μεταφέρει τότε σκηνές, ἀρρώστους
καί «ὕποπτους» ἀσθενεῖς σέ ἕνα δασάκι μακριά ἀπό τό στρατόπεδο. Ἡ ἴδια δέν
φεύγει οὔτε στιγμή ἀπό κοντά τους· γίνεται ὁ ἐπίγειος ἄγγελος παρηγοριᾶς τους.
Κρεμᾶ σέ ἕνα δέντρο ἕναν μαυροπίνακα, γιά νά ἀνακοινώνει τίς ἐλλείψεις. Ὁ
στρατιώτης, ὁ ὁποῖος δύο ἡμέρες ἀργότερα πλησιάζει, ἔκπληκτος διαβάζει
πώς ζητᾶ ἕνα τσαπί καί ἕνα φτυάρι. Τά θέλει, γιά νά θάψει τούς πρώτους στρατιῶτες
πού ὑπέκυψαν· μέχρι τότε ἔσκαβε τούς τάφους ἡ ἴδια μέ τά χέρια της! Ἀπό
τό 1912 ὥς τό 1922, δέκα ὁλόκληρα χρόνια, δέν στάθηκε στιγμή. Γύριζε ἀπό
μέτωπο σέ μέτωπο, Μακεδονία, Ἤπειρο, Σερβία, Θράκη, Μικρασία, νά ἐνθαρρύνει,
νά περιθάλπει τούς πολεμιστές, νά τούς μοιράζει ροῦχα, φανέλες, κάλτσες, σκεπάσματα,
φαγώσιμα, βιβλία καί λόγια ἐνθαρρυντικά καί παρήγορα.
Ποῦ
τά ἔβρισκε; Τά λόγια στήν καρδιά της. Τά πράγματα τά συγκέντρωνε ἀπό παντοῦ. Εἶχε
ξεσηκώσει τόν κόσμο. Ὅλοι τῆς ἔδιναν γιά τόν Στρατιώτη. Στίς πόλεις οἱ γυναῖκες,
τά κορίτσια, δέν ἔκαναν ἄλλο, παρά νά ράβουν, νά ὑφαίνουν, νά πλέκουν μάλλινα
γιά τόν Στρατιώτη καί νά τά δίνουν στήν ἀεικίνητη αὐτή γυναίκα, γιά νά πάει
νά τόν βρεῖ μέ τόσους κινδύνους ἐκεῖ πού πολεμοῦσε καί νά τόν ντύσει, νά τόν
ζεστάνει, νά τόν ἐγκαρδιώσει.
Κι ἐκεῖνοι, οἱ ἑτοιμοθάνατοι, οἱ πληγωμένοι στρατιῶτες, πού δέχονταν τή φροντίδα της, «μάνα» τήν ἀποκαλοῦσαν. Ἀκόμη καί οἱ Σέρβοι ἔτσι τήν ἔλεγαν στή δική τους γλῶσσα: «σλάτκα μάικα» (=γλυκειά μας μάνα). Ἔτσι ὀνομάσθηκε «Μάνα τοῦ Στρατιώτη». Στή μνήμη της ὁ τίτλος αὐτός ἀποδόθηκε καί σέ ἄλλες ἐξέχουσες νοσοκόμες τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ. Κι ὅταν τά παλληκάρια ἔφευγαν, ἐκείνη τά νεκροστόλιζε· κι ἄν στό μέτωπο δέν ὑπῆρχε ἱερέας, ἡ «Μάνα» ἔλεγε τή νεκρώσιμη ἀκολουθία.
Κι ἐκεῖνοι, οἱ ἑτοιμοθάνατοι, οἱ πληγωμένοι στρατιῶτες, πού δέχονταν τή φροντίδα της, «μάνα» τήν ἀποκαλοῦσαν. Ἀκόμη καί οἱ Σέρβοι ἔτσι τήν ἔλεγαν στή δική τους γλῶσσα: «σλάτκα μάικα» (=γλυκειά μας μάνα). Ἔτσι ὀνομάσθηκε «Μάνα τοῦ Στρατιώτη». Στή μνήμη της ὁ τίτλος αὐτός ἀποδόθηκε καί σέ ἄλλες ἐξέχουσες νοσοκόμες τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ. Κι ὅταν τά παλληκάρια ἔφευγαν, ἐκείνη τά νεκροστόλιζε· κι ἄν στό μέτωπο δέν ὑπῆρχε ἱερέας, ἡ «Μάνα» ἔλεγε τή νεκρώσιμη ἀκολουθία.
Ὅταν
ὁ ἑλληνικός στρατός φεύγει γιά τή Μικρά Ἀσία, πηγαίνει ἀπό τίς πρῶτες. Ἐντελῶς,
ὅμως, ξαφνικά ἀποπέμπεται ἀπό τό μέτωπο μέ τήν κατηγορία τῆς φιλοβενιζελικῆς
προπαγάνδας, ἐπειδή πάνω της βρέθηκαν φωτογραφίες της μέ τόν Βενιζέλο.
Πικραμένη
ἀλλά ἄκαμπτη δέν παραιτεῖται ἀπό τό ἔργο της. Μετά τήν καταστροφή τοῦ ᾽22
δραστηριοποιεῖται στήν ἀποκατάσταση τῶν ξεριζωμένων Μικρασιατῶν. Ἔργα της, ἐπίσης,
εἶναι τό Σανατόριο τῆς Κορφοξυλιᾶς Ἀρκαδίας -ταξίδεψε ἡ ἴδια στήν Ἀμερική καί
Αἴγυπτο καί διενήργησε ἐράνους- τό Σανατόριο τοῦ Πεύκου Ματσούκα, μία πτέρυγα
στό νοσοκομεῖο «Σωτηρία» κ.ἄ. Γιά ὅλα αὐτά ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν τῆς ἀπένειμε τό
μεγάλο βραβεῖο τῆς Αὐτοθυσίας, ἐνῶ συνολικά τιμήθηκε μέ 28 παράσημα.
Ὡστόσο,
πολεμώντας μέ τό χτικιό, λαβώθηκε. Στίς 12 Φεβρουαρίου 1938, σέ ἡλικία 67 ἐτῶν,
σταμάτησε νά χτυπᾶ ἡ φλογερή της καρδιά στήν Ἀθήνα. Τάφηκε στίς Ροβιές. «Ἔπεσε
κατά τήν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντός της» ἡ ἡρωίδα Ἄννα Μελᾶ-Παπαδοπούλου, ἡ
ψυχωμένη Ἑλληνίδα, πού ἀπό μικρή διάλεξε νά ἐφαρμόσει στή ζωή της τό ρητό-λόγο
τῆς ἀρχαίας Ἀντιγόνης «θά ζῶ, γιά νά ἀγαπῶ» κι ἔκανε τή ζωή της ἀγάπη ἀληθινή,
προσφορά θυσιαστική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου