† Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ
ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
(Γιά τόν λαό)
Μάθημα
4ον
1. Ἡ Παλαιά Διαθήκη,
εἴπαμε, προφητεύει τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Ἀπ᾽ ὅλα της τά βιβλία ἀκούεται ὅτι
«θά ἔλθει ὁ Μεσσίας», ὁ Χριστός. Καί ἡ Καινή Διαθήκη βεβαιώνει ὅτι ἦρθε ὁ
Μεσσίας! Καί τό τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ Ἀποκάλυψη, λέει ὅτι «θά
ξαναέρθει ὁ Χριστός» μέ τήν δεύτερή Του
Παρουσία. Θά λέγαμε, λοιπόν, ὅτι ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι προφητική, ἀφοῦ ἀρχίζει
καί τελειώνει μέ προφητεῖες.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀναζητάει
τόν Μεσσία· ψάχνει νά Τόν βρεῖ· αὐτό ἀποτελεῖ τό «τέλος», τόν σκοπό δηλαδή τοῦ κόσμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Ἰώβ
λέει μέ λαχτάρα: «Εἴθε νά ἤξερα ποῦ νά
Τόν βρῶ» (Ἰώβ 23,3).1 Στήν ἀναζήτηση αὐτή ἀπαντάει ἡ Καινή
Διαθήκη καί λέγει: «Εὑρήκαμεν»! (Ἰωάν.
1,46).
2. Ἡ Καινή Διαθήκη ἀποτελεῖται
ἀπό 27 βιβλία: Τά τέσσερα Εὐαγγέλια (κατά Ματθαῖον, κατά Μᾶρκον, κατά Λουκᾶν,
κατά Ἰωάννην), τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τίς δεκατέσσερις ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου
Παύλου (πρός Ρωμαίους, πρός Κορινθίους Α´, Β´, πρός Γαλάτας, πρός Ἐφεσίους,
πρός Φιλιππησίους, πρός Κολασσαεῖς, πρός Θεσσαλονικεῖς Α´, Β´, πρός Τιμόθεον
Α´, Β´, πρός Τίτον, πρός Φιλήμονα, πρός Ἑβραίους), τίς ἑπτά Καθολικές ἐπιστολές
(Ἰακώβου, Πέτρου Α´, Β´, Ἰωάννου Α´, Β´, Γ´, Ἰούδα) καί τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου.
– Τά βιβλία αὐτά εἶναι μαρτυρικές καταθέσεις τῶν Ἀποστόλων καί ἄλλων μαθητῶν
περί τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς διαθήκης Του, πού συνήφθη
μέ τό Αἷμα Του γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου· δέν ἀποτελοῦν τά βιβλία αὐτά
συστηματική ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του, ἀλλά εἶναι
κείμενα πού γράφτηκαν κατά διαφόρους καιρούς γιά ἕνα ὁρισμένο σκοπό· εἶναι
δηλαδή περιστασιακά κείμενα. Δυό λόγοι κυρίως ἀνάγκασαν τούς ἱερούς συγγραφεῖς
νά γράψουν τά βιβλία αὐτά. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ κίνδυνος γιά διαστρέβλωση τῆς διδαχῆς
τῶν Ἀποστόλων, πού ἤδη ἄρχισε νά γίνεται, καί ὁ ἄλλος λόγος εἶναι ἡ ἀνάγκη γιά ἐπικοινωνία
ἀπό μακρυά μέ τίς διάφορες ἐκκλησιαστικές κοινότητες. Καί ἐχρησιμοποιοῦντο ἀπό
παλαιά τά ἱερά αὐτά βιβλία γιά ὁρισμένους σκοπούς τῆς Ἐκκλησίας. Τά τρία πρῶτα
Εὐαγγέλια, γιά παράδειγμα, τά καλούμενα «Συνοπτικά», μαζί μέ κείμενα ἀπό τήν
Παλαιά Διαθήκη, χρησίμευαν γιά τήν διδασκαλία τῶν Κατηχουμένων πρίν ἀπό τό
βάπτισμά τους· καί τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο χρησίμευε γιά ὑψηλότερη διδασκαλία
τῶν ἤδη βαπτισθέντων, γιά περισσότερη κατάρτιση τῶν πιστῶν. Γι᾽ αὐτό καί σήμερα
ἀκόμη στήν Ἐκκλησία μας μετά τό Πάσχα, κατά τό ὁποῖο γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων,
τά εὐαγγελικά ἀναγνώσματα εἶναι ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καί κατά τό πλεῖστον
εἶναι σχετικά μέ νερό (βάπτισμα). Καί οἱ ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου
γράφτηκαν γιά νά ἐπιλύσουν σοβαρά θέματα πού ἀπασχολοῦσαν διάφορες ἐκκλησιαστικές
κοινότητες. Δέν ἀποτελοῦν, λοιπόν, ξαναλέμε, τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης,
συστηματική ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶναι κείμενα
περιστασιακά. Ὅπως λέει ὁ Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου κ.Ἱερόθεος, οἱ Ἀπόστολοι «δέν
εἶχαν πρόθεση νά παρουσιάσουν συστηματικά τήν διδασκαλία, τήν ὁποία παρέλαβαν ἀπό
τόν Θεό, γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἀποκάλυψη δέν ταυτίζεται ἀπολύτως μέ τήν Ἁγία Γραφή. Ὑπάρχουν
θέματα τά ὁποῖα, λόγω τοῦ ὅτι δέν ἀντιμετωπίστηκαν ὡς προβλήματα, δέν γράφονται
μέσα στήν Καινή Διαθήκη».2
1. Τά 27 βιβλία τῆς
Καινῆς Διαθήκης, πού ἀναφέραμε, εἶναι τά κανονικά βιβλία, πού περιλαμβάνονται
στόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως τόν καθόρισε ἡ Ἐκκλησία. Τά κανονικά βιβλία
τῆς Ἁγίας Γραφῆς λέγονται καί «ἐνδιάθετα» ἤ «ἐνδιάθηκα», γιατί περιλαμβάνονται
στήν Διαθήκη· ἀκόμη λέγονται καί «γνήσια». Ἀντίθετα τά μή γνήσια λέγονται
«νόθα» ἤ «ἀπόκρυφα».3 Ἀπόκρυφα βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καί
Καινῆς Διαθήκης, καλοῦνται τά βιβλία ἐκεῖνα πού γράφτηκαν ἀπό τόν Β´ π.Χ. μέχρι
τόν Ε´ μ.Χ. αἰώνα, εἴτε ἀπό Ἰουδαίους εἴτε ἀπό χριστιανούς συγγραφεῖς, καί στά ὁποῖα
οἱ συγγραφεῖς τους, μιμούμενοι τά κανονικά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, προσπαθοῦσαν
νά δώσουν κανονικό κύρος. Τά ἀπόκρυφα βιβλία εἶναι πολυάριθμα· πολλά διασώθηκαν
στά συγγράμματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων κατά τούς τίτλους τους μόνο, ἄλλα
δέ καί κατά τό περιεχόμενό τους. Ὡς πρός τήν ὀνομασία τους τά ἀπόκρυφα βιβλία
στρέφονται γύρω ἀπό τήν ὀνομασία τῶν κανονικῶν βιβλίων.
2. Τά κανονικά
βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀλάθητα, δέν περιέχουν δηλαδή καμμία ἀνακρίβεια
καί κανένα λάθος ἤ ψέμα σχετικά μέ τήν σωτήρια ἀλήθεια. Καί ἀκόμη τά κανονικά αὐτά
βιβλία εἶναι θεόπνευστα. Γράφτηκαν ἀπό ἱερούς ἄνδρες μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, πού εἶναι κατ᾽ οὐσίαν ὁ συγγραφεύς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί πού χρησιμοποίησε
τούς ἱερούς συγγραφεῖς ὡς ὄργανα· συμμετεῖχαν ὅμως οἱ ἱεροί συγγραφεῖς στά
νοήματα πού ἔγραφαν καί δέν ἔγραφαν σάν μέντιουμ, γιατί ἔγραφαν μέ τόν
προσωπικό τους γλωσσικό καί συγγραφικό χαρακτήρα. Τά ἀπόκρυφα βιβλία, ἀντίθετα
πρός τά κανονικά, ἔχουν πλάνες, γιατί γράφονταν ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀπό αἱρετικούς
κύκλους.
3. Ὑπάρχουν καί
μερικά ἄλλα βιβλία, τά ὁποῖα δέν εἶναι μέν κανονικά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά
δέν εἶναι καί ἀπόκρυφα, πονηρά δηλαδή πλαστογραφήματα. Εἶναι γνήσια βιβλία ὁρισμένων
ἀποστολικῶν πατέρων ἀλλά ὄχι θεόπνευστα μέ τό κύρος τῶν κανονικῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας
Γραφῆς. Τέτοια βιβλία εἶναι οἱ Ἐπιστολές τοῦ Κλήμεντος Ρώμης, τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας,
ἡ Διδαχή τῶν Ἀποστόλων κ.ἄ. Ἀπό μερικούς παλαιούς τά βιβλία αὐτά κρίθηκαν καί ὡς
κανονικά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό. Τά βιβλία αὐτά εἶναι
καλά καί ὠφέλιμα καί ἀναγκαῖα πρός μελέτη, εἶναι «ἀναγνώσιμα», ὄχι ὅμως
θεόπνευστα μέ τήν ἰδιαίτερη ἔννοια, ὅπως τά κανονικά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.4
4. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
μας συχνά ἔκαναν καταλόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά πρέπει ἰδιαίτερα νά
παρατηρήσουμε ὅτι τούς ἄφηναν ἀτελεῖς, γιατί περίμεναν τήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας
γιά τόν αὐθεντικό καθορισμό τῶν κανονικῶν βιβλίων. Ὅπως εἴπαμε, τά κανονικά
βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι 27. Λέγεται πολλές φορές ὅτι τά βιβλία τῆς
Καινῆς Διαθήκης εἶναι 27, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία ἔκρινε αὐτά ὡς γνήσια μετά ἀπό
προσεκτική μελέτη, ἤ λέγεται ὅτι αὐτό ἤ ἐκεῖνο τό βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης
συμπεριλήφθηκε στόν Κανόνα, ἐπειδή μετά ἀπό καιρό διαπιστώθηκε ἡ γνησιότητά
του. «Αὐτό εἶνε ἕνα λάθος καί μάλιστα σοβαρόν. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἔκρινε τό
περιεχόμενον ἑνός κανονικοῦ βιβλίου, διά νά ἀποφασίσῃ ἄν πρέπῃ ἤ δέν πρέπῃ νά
γίνῃ δεκτόν εἰς τόν Κανόνα. Ἡ Ἐκκλησία παρέλαβεν. Ἡ ἠγγυημένη παραλαβή εἶνε τό
κριτήριον τοῦ κανονικοῦ καί ὄχι ἡ ἐκ τῆς μελέτης διαπίστωσις τῆς ἀξιοπιστίας.
Κριτήριον εἶνε ἡ ἱστορική πληροφορία καί ὄχι ἡ κριτική ἐργασία. Καί τά κανονικά
βιβλία ἦσαν εἰς τόν Κανόνα ἐξ ἀρχῆς, δέν προεκρίθησαν διά νά εἰσέλθουν. Διά τοῦτο
καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος λέγει “περί ἧς ἐπληροφορήθημεν, καθώς παρέδοσαν τοῖς
πατράσι” καί ὄχι “ἅτινα προεκρίναμεν κατόπιν ἐμβριθοῦς ἐξετάσεως”. Τά κανονικά
εἶναι διά τόν Ἀθανάσιον τά “παραδοθέντα, πιστευθέντα τε θεῖα εἶναι”, καί ὄχι τά
προφανῶς ὑπερέχοντα τῶν ἄλλων ἤ τά ἐκ τῆς κριτικῆς βασάνου γνήσια ἀποδεικνυόμενα.
Δηλαδή οἱ πατέρες δέν ἐξήταζον τίποτε ἄλλο, εἰ μή πῶς καί ὑπό τινων μαρτυροῦνται
τά βιβλία, καί μέχρι ποῦ ἀνέρχεται ἡ μαρτυρία των καί ἄν εἶνε συνεχής καί ἀδιάκοπος
καί ἠγγυημένη» (Σάκκος).5
Ἔγκυρος ἐκκλησιαστικός
κατάλογος τῶν κανονικῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ὁλοκλήρου τοῦ Κανόνα τῆς
Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ὁ κατάλογος τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Ὁ κατάλογος αὐτός
περιλαμβάνεται στήν ΛΘ´ ἑορταστική ἐπιστολή του, πού ἀπεστάλη ἐπί τῇ ἑορτῇ τοῦ
Πάσχα ὡς ἐγκύκλιος σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες τῆς Οἰκουμένης.6 Ἀπό τήν ἐπιστολή
σώθηκε μόνο τό κεφάλαιο πού ἀναφέρεται στόν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τόν
κατάλογο τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού ἀναφέρεται στήν ἐπιστολή αὐτή τοῦ ἁγίου
Ἀθανασίου, αὐτόν παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, αὐτός εἶναι ἐκκλησιαστικός Κανόνας τῆς Ἁγίας
Γραφῆς.7
1. Στό κείμενο τῶν Ο´ ὁ
στίχος ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τίς ἄρα γνοίη ὅτι εὕροιμι αὐτόν καί ἔλθοιμι εἰς τέλος;».
2. Βλ. τό βιβλίου
του, Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σ. 21.
3. Πλαστό καί νόθο
κείμενο εἶναι καί ἡ λεγόμενη «Ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ», πού εἶναι ἀκόμη καί τώρα
πολυφίλητο ἀνάγνωσμα στούς ἁπλοϊκούς πιστούς, ἀλλά πρέπει μέ καλό τρόπο νά τούς
βοηθοῦμε νά μήν τό διαβάζουν. Εἴπαμε μέ «καλό τρόπο», γιατί δέν εἶναι καθόλου
συνετή ἡ ἄγρια ἐπίθεση πολλῶν μορφωμένων (!) θεολόγων κατά τῶν ἁπλοϊκῶν πιστῶν
μας, πού διαβάζουν τήν «Ἐπιστολή», καί ἡ ἀπότομη συμβουλή τους νά τήν σχίσουν
καί νά τήν κάψουν. Κάνουμε ζημιά πράγματι μέ αὐτόν τόν τρόπο στήν ἀσθενική
ψυχή, πού, πολύ πιθανόν, ἀπό αὐτό τό πλαστό ἀνάγνωσμα νά ἄρχισε νά ζεῖ τήν
μετάνοια καί μάλιστα νά ἀπόκτησε καί
πνευματικά βιώματα. Ὄχι ἔτσι! Ἀλλά σ᾽ ἐκείνους πού διαβάζουν τήν «Ἐπιστολή»
μποροῦμε νά τούς δίνουμε ἄλλα πνευματικά βιβλία, καταληπτά καί κατάλληλα γι᾽ αὐτούς,
ὅπως εἶναι, γιά παράδειγμα, οἱ βίοι τῶν ἁγίων, ἔπειτα νά τούς ὠθοῦμε νά
διαβάσουν τό ἅγιο Εὐαγγέλιο καί ἔτσι προοδεύοντας αὐτοί θά καταλάβουν μόνοι
τους ὅτι ἡ «Ἐπιστολή» εἶναι νόθο κείμενο, γιατί δέν εἶναι ὁ Πατέρας μας Θεός ὅπως
τόν παριστάνει τό κείμενο αὐτό, καί ὅτι μέχρι τώρα τούς ἦταν ἕνα «μπιμπερό» καί
αὐτοί, σάν τά βρέφη, νόμιζαν ὅτι ἔχει τροφή, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι
πλαστό ἀντικείμενο.
4. Βλ. Σ. Σάκκου, Μαθήματα εἰσαγωγῆς εἰς τήν Καινήν Διαθήκην
σ. 15.
5. Μνημ. ἔργ. σ. 33.
6. Ἡ Α´ Οἰκουμενική
Σύνοδος ἐπιφόρτισε ἀποκλειστικά τόν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας νά ὑπενθυμίζει μέ ἐγκύκλιο
σ᾽ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία τίς ἐντολές τῆς Συνόδου, νά καθορίζει τόν κοινό ἑορτασμό
τοῦ Πάσχα καί νά ἐκφράζει τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας.
7. Καταλόγους, ὅπως
εἴπαμε, συνέταξαν καί ἄλλοι Πατέρες, ὅπως καί ἡ σύγχρονος πρός τόν Ἀθανάσιο
Σύνοδος τῆς Λαοδικείας. Μερικοί ἀπό τούς καταλόγους αὐτούς ἀριθμοῦν 26 μόνο
βιβλία, μή δεχόμενοι τήν Ἀποκάλυψη (ὅπως οἱ κατάλογοι Κυρίλλου Ἰεροσολύμων, Ἀμφιλοχίου,
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀργότερα ἄλλαξε γνώμη καί δέχθηκε τήν Ἀποκάλυψη
κ.ἄ.), ἐνῶ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός δεχόταν 28 βιβλία προσθέτοντας καί τούς
Κανόνες τῶν Ἀποστόλων. Ὅπως φαίνεται, περί τῆς Ἀποκαλύψεως ταλαντευόταν καί ὁ
Χρυσόστομος, γι᾽ αὐτό καί δέν ἔχει καμμιά παραπομπή ἀπ᾽ αὐτήν, οὔτε ἐξέφερε
γνώμη περί αὐτῆς. «Ὅσοι ἐταλαντεύθησαν περί τήν Ἀποκάλυψιν ἤ ἀπέρριψαν αὐτήν,
παρεσύρθησαν ἐκ τοῦ καταλόγου τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, ὅστις ὅμως δέν εἶναι ἔγκυρος
καί ὑπάρχουν ἱκανά περί τούτου τεκμήρια» (Σάκκος).
Δείτε και:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου