ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΥΠΡΟΥ - ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Α. 45 μ.Χ.
Το 45 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος μαζί με τον Απόστολο Βαρνάβα και τον
ευαγγελιστή Μάρκο δίδαξαν το Χριστιανισμό και στην Κύπρο. Διέσχισαν τη νήσο
μέχρι την Πάφο, κηρύττοντας το Χριστιανισμό. Τόσο μεγάλη ήταν η απήχησή των
λόγων τους, ώστε στην Πάφο έγινε Χριστιανός ο Ρωμαίος Ανθύπατος Σέργιος Παύλος,
μετά από το θαύμα της τύφλωσης του μάγου Ελύμα από τον Απόστολο Παύλο.
Το
50 μ.Χ. ο Βαρνάβας επέστρεψε στην Κύπρο μαζί με τον ανιψιό του Μάρκο και με
έδρα πλέον τη Σαλαμίνα παρακολουθούσε την εξάπλωση του Χριστιανισμού σε όλη τη
μεγαλόνησο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής των Αποστόλων Παύλου, Βαρνάβα και
Μάρκου χειροτονήθηκαν μεταξύ άλλων και ο φίλος του Χριστού Λάζαρος, ο
οποίος μετά το διωγμό που κήρυξαν οι Ιουδαίοι κατά των Χριστιανών ήλθε στην
Κύπρο ως Επίσκοπος Κιτίου.
Β. 4ος αιώνας μ.Χ.
Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα επικρατεί οριστικά ο Χριστιανισμός στην
Κύπρο και σηματοδοτείται από το αυτοκέφαλο της Κυπριακής Εκκλησίας. Επιφανής
Αρχιεπίσκοπος της συγκεκριμένης περιόδου ήταν ο Άγιος Επιφάνιος, ο οποίος είχε
ως έδρα τη Σαλαμίνα που μετονομάστηκε σε Κωνσταντία.
Εκείνη την περίοδο η Κύπρος υπαγόταν διοικητικά στην Αντιόχεια και για το λόγο
αυτό ο Αρχιεπίσκοπος Αντιόχειας προσπάθησε να καταργήσει το αυτοκέφαλο της
Εκκλησίας της Κύπρου. Οι Κύπριοι Αρχιερείς κατήγγειλαν την αθέμιτη αυτή
επέμβαση του Αρχιεπισκόπου Αντιόχειας στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε
το 431 μ.Χ. στην Έφεσο. Πανηγυρικά η Οικουμενική Σύνοδος κατοχύρωσε το
αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου με τον 8ο κανόνα της.
Το 478 μ.Χ. ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ανθέμιος, κατόπιν οράματος, βρήκε τον τάφο
και το λείψανο του Αποστόλου Βαρνάβα, στο στήθος του οποίου υπήρχε αντίγραφο
του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Το εν λόγω ευαγγέλιο πρόσφερε ως δώρο ο
Αρχιεπίσκοπος Ανθέμιος στο Βυζαντινό αυτοκράτορα Ζήνωνα. Τότε ο αυτοκράτορας
κατανοώντας τον Αποστολικό χαρακτήρα της Εκκλησίας της Κύπρου κατοχύρωσε το
Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας Κύπρου και παραχώρησε στον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο
Κύπρου τα γνωστά τρία αυτοκρατορικά προνόμια: α) να υπογράφει με κιννάβαρι – κόκκινο
μελάνι, β) να φέρει κατά τις ιεροτελεστίες πορφυρούν αυτοκρατορικό μανδύα και
γ) να κρατεί στις ιεροτελεστίες αντί της επισκοπικής πατερίτσας αυτοκρατορικό
σκήπτρο.
Γ. 7ος - 9ος αιώνας μ.Χ.
Αυτή την περίοδο η Κύπρος υποφέρει από την επέλαση των Αράβων. Ως εκ τούτου
πληγείσα είναι και η Εκκλησία της Κύπρου. Η Κωνσταντία, το Κούριο και η Πάφος
μετατράπηκαν σε ερείπια. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, για να σώσει το ποίμνιό του
από τα δεινά των Αράβων κατακτητών, και με τη βοήθεια του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού
Β΄ του Ρινότμητου μετέφερε τους Κυπρίους στην περιοχή της Κυζίκου, κοντά στον
Ελλήσποντο. Η περιοχή αυτή ονομάσθηκε Νέα Ιουστινιανή προς τιμή του ονόματος
του Αυτοκράτορα. Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος το 691 μ.Χ. αναγνώρισε με τον
39Ο κανόνα της τη νέα αυτή έδρα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Με το
τέλος των Αραβικών επιδρομών επαναπατρίζονται ο Αρχιεπίσκοπος και το ποίμνιό
του το 698 μ.Χ., διατηρώντας από τότε έως σήμερα τον τίτλο «Νέας Ιουστινιανής
και πάσης Κύπρου».
Μάλιστα μετά την επιστροφή των κατοίκων και της Αρχιεπισκοπής στην Κύπρο
παρατηρείται μία εκ βάθους αναγέννηση και ανόρθωση της Εκκλησίας Κύπρου.
Ανοικοδομήθηκαν πόλεις, κοινότητες, ναοί. Αξιοσημείωτη είναι και η ανάπτυξη του
μοναχικού βίου, με την ίδρυση, ανακαίνιση ή και οικοδόμηση μοναστηριών.
Δ. 1192 μ.Χ. έως 1571 μ.Χ.
Η περίοδος αυτή σηματοδοτείται από την Φραγκοκρατία, η οποία ανέκοψε την
ανοδική πορεία της Εκκλησίας της Κύπρου. Κατά την περίοδο αυτή η Κυπριακή
Ορθόδοξη Εκκλησία δεν απειλείται από αλλόθρησκους, αλλά από ετερόδοξους. Ο
Αρχιεπίσκοπος και οι Επίσκοποι εκδιώχθηκαν από τις επισκοπικές έδρες τους, στις
οποίες τοποθετήθηκαν Ρωμαιοκαθολικοί Επίσκοποι. Οι μέχρι τότε 14 Ορθόδοξες
Επισκοπές της Κύπρου περιορίστηκαν σε 4, όσες δηλαδή και οι Ρωμαιοκαθολικές Επισκοπές.
Χαρακτηριστικό δείγμα του πολέμου κατά της Ορθοδοξίας είναι το μαρτύριο των 13
ορθόδοξων μοναχών της Μονής Καντάρας το 1231, όπου οι παπικοί τους έκαψαν
ζωντανούς, επειδή αρνούνταν υποταγή στον Πάπα.
Οι διωγμοί, οι πιέσεις και η αρπαγή των περιουσιών των Ορθοδόξων και των Μονών
δεν μπόρεσαν να ξεριζώσουν από τους Κυπρίους την Ορθόδοξη πίστη και την
ελληνική παράδοση. Γι΄ αυτό ευθύς, μόλις οι Φράγκοι έφυγαν από την Κύπρο η
Κυπριακή Εκκλησία κυριάρχησε και πάλι στη μεγαλόνησο.
Ε. 1571 μ.Χ έως 1878 μ.Χ.
Μία ακόμη αιματηρή εποχή έρχεται να διαδεχθεί τις προγενέστερές της. Στην αρχή
διπλωματικά σκεπτόμενοι οι αλλόθρησκοι Τούρκοι, για να εξουδετερώσουν τα όποια
υπολείμματα των Φράγκων, επανέδωσαν στην Εκκλησία της Κύπρου όλα τα
προγενέστερα προνόμιά της. Καθώς επίσης τις Επισκοπές, τα Μοναστήρια και αρκετή
από την περιουσία που είχαν, ετσιθελικά, αρπάξει οι Φράγκοι. Αξιοσημείωτο δε
είναι η αναγνώριση, από την πλευρά τους, του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου ως
θρησκευτικό και εθνικό αρχηγό των Κυπρίων (ορθόδοξο μιλλέτ).
Κατά τη διάρκεια όμως της Τουρκοκρατίας υπέφερε τόσο η Κυπριακή
Εκκλησία όσο και το
ποίμνιό της. Οι κατακτητές εκμεταλλευόμενοι την προσπάθεια των Ηγετών της
Εκκλησίας για το καλό του ποιμνίου τους, τους καθιστούσαν υπεύθυνους για την
είσπραξη των φόρων και τη γενικότερη ομαλότητα στη μεγαλόνησο. Ο πρώτος
Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος αναγνωρίσθηκε ως εθνικός ηγέτης των Κυπρίων από την
Υψηλή Πύλη, ήταν ο Νικηφόρος, το 1660 μ.Χ. Δυστυχώς, όμως, η Εκκλησία και ο
Κυπριακός Ελληνισμός υπέφερε από τις ραδιουργίες των κατακτητών. Αποκορύφωμα ο
μαρτυρικός θάνατος του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, των Μητροπολιτών Πάφου
Χρυσάνθου, Κιτίου Μελετίου και Κυρηνείας Λαυρεντίου, του Ηγουμένου Κύκκου Ιωσήφ
καθώς και άλλων προκρίτων, κληρικών και λαϊκών.
ΣΤ. 1878 μ.Χ. έως 1960 μ.Χ.
Ένας πιο καμουφλαρισμένος κατακτητής έρχεται να αγκυροβολήσει στην μαρτυρική
μας νήσο. Η Τουρκοκρατία τερματίζεται το 1878 με το ξεπούλημά μας στους
Άγγλους. Η Εκκλησία Κύπρου με την αυταπάτη ότι επρόκειτο για μια χριστιανική
δύναμη θεώρησε ότι θα ήταν η απαρχή της απελευθέρωσης της Κύπρου.
Το 1914 η αγγλική κυβέρνηση προσάρτησε την Κύπρο και το Μάρτιο του 1925 την
κήρυξε σε αποικία. Οι Κύπριοι παρακολουθώντας τις εξελίξεις δεν μένουν αμέτοχοι
και με επικεφαλής την Εκκλησία της Κύπρου ξεκινά ο εθνικοαπελευθερωτικός
αγώνας. Δύο Μητροπολίτες, ο Κιτίου Νικόδημος και ο Κυρηνείας Μακάριος,
εξορίστηκαν, όπως και άλλοι πρόκριτοι. Το 1933 χήρεψε ο Αρχιεπισκοπικός θρόνος
μέχρι το 1946 όπου και ήρθησαν οι περιορισμοί στην εκλογή Αρχιεπισκόπου και
Μητροπολιτών, που επέβαλε ο άγγλος κατακτητής.
Στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο ανέβηκε ο Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος, ο οποίος 37
μέρες μετά την εκλογή του πέθανε. Τον διαδέχτηκε ο από Κυρηνείας Μακάριος ο Β΄
μετά από εκλογές. Το 1950 πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Β΄ και εκλέγηκε ο
από Κιτίου Μακάριος ο Γ΄. Ο Μακάριος ο Γ΄ έδωσε έμφαση τόσο στην πνευματική
ανόρθωση του κλήρου όσο και του λαού. Φρόντισε για τη δημιουργία φιλανθρωπικών
ιδρυμάτων και συνέβαλε στον απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων.
Το 1949 ιδρύεται η Ιερατική Σχολή «Απόστολος Βαρνάβας» για τη μόρφωση των
κληρικών, διοργανώνονται σεμινάρια, Κατηχητικά σχολεία, Χριστιανικές κινήσεις
και ιδρύονται Θρησκευτικοί σύλλογοι οι οποίοι καταρτίζονται από επιφανείς
εκπροσώπους του κυπριακού λαού του Εθναρχικού Συμβουλίου.
Ζ.
1960 μ.Χ. έως σήμερα
Με την απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και με την ηχηρή συμφωνία του λαού ο
Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Γ΄ ανέλαβε το πηδάλιο της νεοσύστατης Κυπριακής
Δημοκρατίας. Κατά την αρχιεπισκοπία του Μακαρίου του Γ΄ σχηματίστηκαν δύο νέες
Μητροπόλεις: η Μητρόπολη Λεμεσού, η οποία αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Κιτίου
και η Μητρόπολη Μόρφου, η οποία αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Κυρηνείας.
Η εκκλησιαστική κρίση του 1972-73, το πραξικόπημα και η κάθοδος του Τούρκου
εισβολέα ανέκοψε τη δημιουργική πνοή σε όλους τους τομείς. Με την επέλαση του
κατακτητή χάθηκε το 37% του εδάφους και το ένα τρίτο του πληθυσμού ξεριζώθηκε
από ό,τι δικαιωματικά του ανήκε. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Γ’ μετά από
επανειλημμένες καρδιακές προσβολές εκοιμήθη στις 3 Αυγούστου 1977.
Σε διαδοχή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ο Γ΄ εκλέγηκε ο από Πάφου Χρυσόστομος ο
Α΄. Κατά την αρχιεπισκοπεία του Χρυσοστόμου, μεταξύ των άλλων, συντάχθηκε και
εγκρίθηκε το 1979 ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας Κύπρου, ο οποίος
αντικατέστησε εκείνον του 1914. Το 2006 στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ανέβηκε ο
Χρυσόστομος Β΄.
H Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου
αποφάσισε σε συνεδρία της, στις 12 Φεβρουαρίου 2007, την αύξηση των Μητροπόλεων
και Επισκοπών της σε δώδεκα. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια απόφαση ανασύστασης
παλαιών επισκοπών, που για διάφορους ιστορικούς λόγους έπαψαν να υφίστανται και
ενσωματώθηκαν στα διοικητικά όρια των μέχρι τότε έξι επισκοπικών περιφερειών
(Αρχιεπισκοπή και πέντε Μητροπόλεις: Πάφου, Κιτίου, Κυρηνείας, Λεμεσού, Μόρφου.
Σημειώνουμε, ότι εκτός του Αρχιεπισκόπου και των πέντε Μητροπολιτών υπήρχαν και
δύο Χωρεπίσκοποι: Σαλαμίνος και Τριμυθούντος. Επίσης υπήρχε στα όρια της
Μητροπόλεως Πάφου και η Επισκοπή Αρσινόης, πρώτος Επίσκοπος της οποίας ήταν ο
Γεώργιος, μετέπειτα Μητροπολίτης Πάφου). Έτσι, εκτός της Αρχιεπισκοπής και των
πιο πάνω Μητροπόλεων προστέθηκαν και οι ακόλουθες Μητροπόλεις και Επισκοπές:
Μητρόπολη Κωνσταντίας – Αμμοχώστου, Μητρόπολη Κύκκου – Τηλλυρίας, Μητρόπολη
Ταμασού, Μητρόπολη Τριμυθούντος και η Επισκοπή Καρπασίας. Επίσης, σε
μεταγενέστερη απόφαση της Ιεράς Συνόδου, συνεδρία 22 Μαΐου του 2007,
προστέθηκαν και οι ακόλουθες Επισκοπές: Επισκοπή Αμαθούντος (στα όρια της
Μητροπόλεως Λεμεσού), Επισκοπή Λήδρας και Επισκοπή Χύτρων.
Καταληκτικά, σήμερα μπορεί συνταγματικά να
είμαστε ελεύθεροι, αλλά πέραν των κατοχικών δυνάμεων αντιμετωπίζουμε και την
αδυσώπητη οικονομική κρίση καθώς και τα απότοκά της, όπως ανεργία, πείνα,
οικονομική και ψυχολογική εξαθλίωση. Η Εκκλησία, όμως δεν εγκαταλείπει το
ποίμνιό της και βοηθά τους εμπερίστατους συνανθρώπους μας, με έναν καλό και
ενθαρρυντικό λόγο καθώς και με τα κοινωνικά παντοπωλεία και ιατρεία. Συνεπώς η
Εκκλησία της Κύπρου κάνοντας έργο τον Λόγο του Κυρίου από την σύστασή της έως
σήμερα, όσοι βάρβαροι κι αν περάσουν, πάντοτε θα είναι αγέρωχη και φιλεύσπλαχνη
μάνα.
Λαζάρω
Παναγιώτου, φιλόλογος
Ρένος
Κωνσταντίνου, θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου